Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2020

Εναλλάξ




αν αλλάξεις τις θέσεις

των μυθικών τεράτων και των μαγισσών,

των πολεμιστών

σε σκηνικά και σε τοπία:

για παράδειγμα

έναν Κέρβερο στη θέση του Άργου, να περιμένει

ή μια Λερναία Ύδρα στον αποκεφαλισμό του Βαπτιστή

και μια Καταιγίδα καταμεσίς του Γούντστοκ


αλλά

να


πώς κατήντησε ένας απέραντος υποθετικός λόγος

το ποίημα

που είναι όστρακο

για εξοστρακισμό

των δήμιων

της γλώσσας και του κόσμου, της ψυχής και της ψυχής μας, που

μοιάζει άλλοι να την ξέρουνε καλύτερα


και που ο νόστος μας είναι επιστροφή στο σημείο του φόνου

να λογαριαστούμε με το τι μάς αξίωσε να μην είμαστε στη θέση του δολοφονημένου

και με παρρησία να είμαστε με το μέρος του δολοφονημένου, ωστόσο


το χέρι που οπλίστηκε του φονιά

τι κόσμους θα συντάρασσε 

και τι

πριν το αντικείμενο χρησιμοποιηθεί πρέπει να καταστραφεί εντός μας


και το όνομα που λέμε είναι μια πράξη βίας

και για τη σκέψη μας και για την ίδια τη γλώσσα


κι αν το φεγγάρι είναι ένας επαναστατημένος βράχος

απ' τα χέρια του Σίσυφου, απ' τους ώμους του Άτλαντα,

απ' τις Συμπληγάδες που βλεφαρίζουν, νευρινώματος Morton

ή απ' τη δυσκολία κατάποσης σαν να στάθηκε κάτι στο λαιμό,


ένας βράχος που πέταξε

-πριν μεγαλώσει στο αλάτι-

μακριά απ' τις ακτές


κι η θάλασσα

με την παλίρροιά της ψάχνει να το φτάσει λυσσομανώντας στα βράχια που έμειναν

και μπερδεμένη από τον αντικατοπτρισμό του στην επιφάνειά της

καταπίνει και ξερνάει τον εαυτό της με χίλια στόματα

και χείλια


αν, λοιπόν, αλλάζανε τα πρόσωπα

στα ίδια σκηνικά

και με τις ίδιες πράξεις

κι αν όλα ήταν ίδια πέρα από τις αγιογραφίες των προσώπων και τις μάσκες

τότε

θα μπορούσα να πιστέψω

την αγάπη σου, αν ήταν σαν την αγάπη κάθε άλλου

που δε θα ήταν εξαίρεση

μα μεταφυσική δραματουργία

Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2020

Αλήτες του Μικρόκοσμου || Κείμενα 16-20




16) CECI N' EST PAS UNE CRITIQUE

ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ (ΤΥΠΟΥ ΕΡΩΤΙΚΟ ΓΡΑΜΜΑ, ΠΡΟΣΦΩΝΗΣΗ ΑΛΑΝΙΑΡΙΚΗ-ΕΡΩΤΙΚΗ ΚΑΙ ΤΑ ΤΟΙΑΥΤΑ),

Σου γράφω αυτό το γράμμα για να σου μιλήσω για κάτι που έζησα χωρίς εσένα. Ξέρεις έχω αυτή την αλλόκοτη συνήθεια να συνταιριάζω τις λέξεις ηχητικά μεταξύ τους: π.χ. ο έρωτας μοιάζει τόσο πολύ με τον αρχαίο μέλλοντα του «λέγω» (βλ. «ερώ»). Έτσι, λοιπόν, θα σου πω για κάτι που έζησα χωρίς εσένα. Τα πράματα που μοιραζόμαστε υπάρχουν. Και κάπως έτσι γεννιέται ο έρωτας -όπως ο έρωτάς μας- κι η τέχνη κι η ζωή κι ο άνθρωπος μέσα από αυτά.

Εχτές το βράδυ (δεν ξέρω πότε θα διαβάζεις αυτό το γράμμα, αλλά σήμερα που σου γράφω είναι 05 Νοέμβρη του 1745 και ο καιρός είναι άστατος, αλλά με συχνή ηλιοφάνεια, πρεπό φθινόπωρο στο πόδι και στη σκέψη) παρακολούθησα την πρεμιέρα του «Υπηρέτη δύο αφεντάδων» του Νικολά Γκολντόνι. Θα τον έχεις ακουστά, ελπίζω. Η παράστασή του έγινε σε ένα θέατρο γεμάτο από ανθρώπους που ανέπνεαν, ανέμεναν, ανησυχούσαν -πολλοί ήταν αναστατωμένοι γιατί δεν έβλεπαν λόγω της διάταξης των θέσεων, καθότι αν καθόταν κάποιος ψηλότερος μπροστά, δεν είχαν την δυνατότητα καθαρής ορατότητας προς τη σκηνή, οπότε ζητούσαν ακατάπαυστα μαξιλαράκια από τους ταξιθέτες -σωστός μπελάς για τους υπεύθυνους, μα και σωστή πρόκληση, στην οποία ανταποκρίθηκαν ευγενεστάτως). Συχώρα μου που πλατειάζω: καταχράζομαι της ψευδαίσθησης πως σου μιλώ και σ’ αντικρύζω και εσύ μ’ ακούς και με κοιτάζεις.

Η Ομάδα Ιδέα με εκλεκτούς προσκεκλημένους φίλους ανέβασε το έργο αυτό. Θαρρώ πως είναι αρκετά γουστόζικο όνομα το «Ιδέα», καθότι το συνδυάζουν με ένα μότο, πως «οι ιδέες έχουν ένα απίστευτο -δεν θυμάμαι καθαρά τον χαρακτηρισμό- χαρακτηριστικό, να πληθαίνουν, όταν τις μοιραζόμαστε» ή κάπως έτσι. Σκέψου, λοιπόν, πως αν έχω μιαν ερωτική ιδέα για τη μορφή και το κορμί σου κι εσύ έχεις μιαν ανάλογη για τον νου και το σώμα μου και τις ανταλλάξουμε, τότε εγώ στο τέλος θα έχω δύο ερωτικές ιδέες κι εσύ άλλες δύο. Ενώ, αν είχα ένα μήλο κι εσύ ένα μήλο και τ’ ανταλλάσσαμε, τότε εγώ θα είχα ένα μήλο κι εσύ άλλο ένα μήλο. Με προσέχεις, αγάπη μου;

Λένε πως σ’ εκείνη τη γειτονιά της πόλης (μια πόλη που ανακάλυψα τυχαία καθώς περνούσα στο μακρύ ταξίδι μου, την Αθήνα), κοντά σε μια κεντρική πλατεία της, την Ομόνοια, απέναντι από ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα ανώτατο, το Πολυτεχνείο, στις οδούς Πατησίων και Στουρνάρη (κάτι, που -αχ, θα στο πω- το χρησιμοποίησαν και σαν λογοπαίγνιο εντός της παράστασης) επικρατεί βία και έγκλημα. Δε διαφωνώ, αλλά υπάρχουν χώροι και μυαλά και άνθρωποι γενικά, που ανθίστανται. Και ξέρεις, αγάπη μου, πιστεύω πως προβάλλοντας κάτι, το ενισχύεις. Έτσι, θα ‘θελα να σου μιλήσω για τη βία και το έγκλημα, αλλά υπάρχουν κι αυτοί εκεί οι άνθρωποι που κάνουν κάτι πολύ πολύ σπουδαίο και δεν χαίρουν ανάλογης προβολής. Ο Σενέκας θαρρώ, πως επιμένει να συσσωρεύουμε γνώση ως αντίβαρο της άγνοιας. Έτσι, πιστεύω, και με την προβολή του καλού και με την πράξη του καλού.

Ο Γκολντόνι, που τυχαίνει να τον γνωρίζω προσωπικώς, έγραψε μιαν εκπληκτική κωμωδία, την οποία βάζω και το χέρι μου στη φωτιά, πως θα εμπνέει και -μάλλον δυστυχώς- θα εκφράζει και τους μέλλοντες καιρούς. Και λέγω δυστυχώς, γιατί πρώτον, παρουσιάζει ένα τοπίο όχι τόσο ευχάριστο για τους ανθρώπους ανά τη γη (της υποτέλειας στο χρήμα και στους αφέντες) και γιατί δεύτερον, δε θα ζει ο αγαπητός Νικολά, να καρπώνεται τα πνευματικά δικαιώματα των έργων του. Μα δεν είναι τρομερό, αγάπη μου;!
Η Ομάδα Ιδέα συνδύασε ένα σωρό τρικ και θεατρικά στυλ και ευρύματα: το αγαπημένο μου, που έστησαν την παράσταση σαν «θέατρο μέσα σε θέατρο» και μέσα σ’ αυτό έπαιξαν κι άλλο θέατρο. Θα ‘θελα πάρα πολύ να τη δούμε μαζί, οπότε δε θέλω να σου κάνω άλλα spoils (συγχώρεσέ μου τον όρο, τον άκουσα από έναν περαστικό, που μιλούσε σε έναν φίλο του για μια ταινία εν ονόματι Anonymous και ο άλλος του μίλησε νευρικά: «Μη μου κάνεις spoils ρε» και τότε ρώτησα, σταματώντας τους, να τους ρωτήσω τι ‘ν’ τούτο και μου ‘παν πως είναι η διαρροή πληροφοριών για ένα έργο από κάποιον που ξέρει σε κάποιον που δεν ξέρει. Τι τραγική ειρωνεία!)

Αγάπη μου, δεν υπήρξα ποτέ κριτικός ή θεωρητικός του θεάτρου και δε θα ‘θελα σε αυτό το γράμμα, να βρεις τίποτε άλλο παρά μόνο την αγάπη μου και τον ενθουσιασμό μου για τη δυναμική και τη ζωντάνια και το σφρίγος του θεάτρου της ομάδας αυτής (της Ομάδας Ιδέα), την ευρηματικότητα κλπ. Κι αν δεν σου μιλώ για πιθανές ατέλειες, είναι γιατί μιλάμε για θέατρο, αγάπη μου. Μου μετέδωσαν γέλιο και προβληματισμούς, αγάπη για τη τέχνη τους και κέφι και δεν ξέρω καν πώς να το πω, αν πλατείασαν ή αν ήταν γραφικοί. Όχι, δεν ήταν, γιατί η αυθεντικότητα φάνηκε στην ισοτιμία όλων των συντελεστών, η ισονομία στη στήριξη της παράστασης. Ω, μα σου μιλώ για καθαρά δημοκρατικό εγχείρημα. Κι ας είναι επίκινδυνο να χρησιμοποιώ αυτή τη λέξη τέτοια εποχή!

Ανυπομονώ να συναντηθούμε και να πάμε να δούμε το τραγούδι και τον χορό, τα υπονοούμενα και το χιούμορ, την πρόζα και τα ακροβατικά, το στοιχειό του θεάτρου που ξεκινά από την ψυχή του πρώτου ζώου που «υποδύθηκε» την αυθεντικότητα κι όχι την αυθεντία μέχρι την ψυχή των πρόσφατων υποκριτών που «ποιούν» ήθος κι όχι ηθική. Αχ! όταν κλείνω τα γράμματά μας, φλυαρώ και λέω κενολογίες. Θα σου πω κάτι: το έργο αυτό μ’ έκανε παρά τις όποιες δυσκολίες μας και την υποτέλειά μας σε κάποιους ανώτερους -που ακόμη δεν μπορούμε να τους ξορκίσουμε- να σε ερωτευτώ και να σ’ αγαπήσω ακόμη περισσότερο. Τι έμπνευση!
Ελπίζω σε σύντομη απάντησή σου! Σε ασπάζομαι με τα χείλη που προσκυνώ αγίους και αγγέλους. Να προσέχεις -επίτρεψέ μου, αυτή την ελάχιστη βιοεξουσία στην ύπαρξή σου! Χαχαχα! Τι λέξεις, θε μου, κι ανυπομονώ να τις διαβάσεις!

Σε φιλώ,
με αγάπη,
παντοτινά δικός σου

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

17) ΜΟΛΩΝ ΛΑΒΕ ΜΕ
Ελεύθερωσέ με, δείξε μου τι αγαπάς, να έρθω λίγο, να πιω σε μια βρύση μια σταγόνα, σαν να περάσει από το στόμα μου ολάκερος ο ποταμός που ποτέ δεν είναι ίδιος πια. Κάποτε, κυτταρικά, δε θα ‘μαι ποτέ ο ίδιος που πρωτοχαιρετηθήκαμε. Πού ξαποσταίνει η μνήμη, πώς μεταβιβάζεται στους μικροκόσμους μας, πώς γίνεται μέρος της ιστορίας του σύμπαντος, υπερβαίνοντας την αρχή διατήρησης της μάζας. Ο έρωτας είναι μια μορφή ν’ ακυρωθεί το «όσο γεννήθηκε, τόσο θα πεθάνει». Δεν υπάρχει επανάληψη, υπάρχει μια αιώνια επιβάρυνση: κάτι που ήταν συν κάτι άλλο. Η μνήμη που σφαδάζει, το φιλί που εντείνει, η ιδέα που πολλαπλασιάζεται, το σώμα που υποπολλαπλασιάζεται -όχι, δε διαιρείται- ο χρόνος που περισσεύει για ένα τσιγάρο ή ένα χουζούρι. Κάτι άλλο είναι όλα. Κάποια στιγμή όλα όσα μάς έμαθαν τι είναι και πώς γίνονται, μπορούν ν’ ακυρωθούν, αλλά σμίγουμε με ανθρώπους κι οι άνθρωποι απαιτούν συχνά να τους μιλάμε με λέξεις και νοήματα που δεν μας πολυ-εκφράζουν. Ας είναι. Στα στενά που τόσο στάθηκες με θάρρος, κάποιος θα προδώσει ένα πέρασμα και θα περικυκλωθείς: είναι κι αυτό μια βαθύτατη ανάγκη, το να περικυκλωθούμε.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

18) ΑΤΙΤΛΟ ΚΙ ΑΤΟΝΟ
Κάθε βράδυ σου τραγουδώ έξω απ’τα τείχη κι εσύ έχεις πεθάνει αιώνες τώρα ή αγέννητος παραμένεις. Τα λόγια μου δεν τα καταλαβαίνεις. Αφού δεν τ’ ακούς δεν ακούγονται. Μια σημαία χάσκει αντί εσού στο όνομα της λευτεριάς που δε ζήσαμε μαζί. Ο ουρανός γλιστρά σαν νύχτα κάθε βράδυ μέσα στις πολεμίστρες, πετάει ένα λευκό μαντήλι σαν σύννεφο και ανεμίζει λίγο, σημάδι έναρξης μιας μονομαχίας που ποτέ δεν θα γίνει. Δεν υπάρχει αντίπαλος και δεν υπάρχεις εσύ. Μα σε τραγουδώ μέσα στους αντιερωτικούς παιάνες και ύμνους εθνικούς. Έξω απο τα τείχη κοιμάται η πόλη κι εγώ. Μέσα στα τείχη κανείς. Μέσα στα τραγούδια μου εμείς. Οι κόσμοι που ποτέ δε θα σμίξουν. ποτέ δε θα προδοθούν. Ποτέ δε θα παραδοθούν. Ποτέ δε θα είναι ελεύθεροι.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

19) ΕΤΣΙ ΚΥΛΑ ΤΟ ΑΙΜΑ
Αν δεν ανθίσει η μηλιά το στέρνο σου αν δε ραγίσει πώς θα σου δώσω το φιλί το προπατορικό
Κι αφού γυρέψω στη σκιά τον δίχως όνειρα ύπνο θα στα αφήσω στο χαλί κλειδί εφεδρικό

Κι αφού ανοίξουν οι πληγές και βγάλουν καρπούς και άνθη μ’ όλα τα δάχτυλά μου εκεί θα σε ψηλαφώ
Σε ένα σημείωμα βιαστικό θα γράψω διαθήκη πως αφήνω στο σώμα σου ίχνη για να με βρεις

Όλα θα φύγουν και θα ‘ρθουν σ’ ανάστροφη πορεία κι είναι κι αυτή η μανία του ανεκπλήρωτου
Θα σου γεμίσω το φιλί με του Αιόλου καταιγίδες και θα κρατώ τον ουρανό για να βρεις τη μηλιά 

Θα σου γεμισω το φιλί με γλώσσα που δε μιλάει για να ανθεί το στόμα σου μη βγάλει ούτε μιλιά
Έτσι κυλάει το αίμα μου έτσι κυλάει ποτάμι σβάρνα παίρνει τα κούτσουρα και παίρνει τη σκιά

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

20) ΗΜΑΣΤΑΝ ΜΑΖΙ
Η τελευταία φορά που έβρεξε ήμασταν μαζί, τα δάκρυα δε χρειάστηκαν ανάμεσα στους δυο κατακλυσμούς -τον τότε κοινό μας και τον τώρα. Η κιβωτός δεν χρειάστηκε στις δυο καταιγίδες που κατέληξαν σε λάσπες. Τα δάκρυα δε χρειάστηκαν, λάσπη μαζεύτηκε κάτω από τα μάτια και εντός μου, στα νύχια μου, στην ήβη, μες στην νύχτα, πατημασιές λασπωμένες παντού στο σπίτι ανάμεσα στουα δυο κατακλυσμούς, στην ξαστεριά -χωρίς δάκρυα από πού να έρχεται η υγρασία, ανάμεσα στις δυο καταιγίδες.

Η τελευταία φορά που έβρεξε ήμασταν μαζί, η βροχή το υπονοούμενό μας. Αν ξαναήμασταν μαζί, θα υπονοούσαμε βροχή. Η κιβωτός δεν κράτησε τίποτε, δεν έσωσε, όλα τα πήρε και τα κράτησε η βροχή σε ένα ενυδρείο αναμνήσεων βραχέων. Βράχηκα στην τωρινή βροχή. Πού να βρεις αποδεικτικά δακρύων. Γυρίζοντας πατημασιές λασπουριάς στο πάτωμα -έστω και χωρίς υγρασία να δικιολογείται η υγρασία.

Η τελευταία φορά που έβρεξε ήμασταν μαζί. Και τώρα έβρεξε για φορά τελευταία και μας υπονόησε. Κι αν ξανασμίγαμε ποτέ, δυο ζευγάρια λασπωμένες πατημασιές θα υπονοούσαν τη βροχή.

Αλήτες του Μικρόκοσμου || Κείμενα 11-15




11) ΑΝΤΙΚΡΥ
Αντίκρυ.

(βλέμμα στον τέταρτο τοίχο)

Εσύ ο βράχος που σταυρώθηκε ο Προμηθέας κι ε-
γώ η απάτητη κατά τ’ άλλα κορφή που απογειωνόταν ο αετός.

Δεν έχει σημασία ποιοι μας κατοίκησαν. Προορισμός
μας
να γίνουμε αγάλματα στον άνεμο και τη βροχή.

(βαθειά ανάσα)

Το αιώνιο κοίταγμά σου.

(μειδίαμα)

Κάποτε ως αγάλματα θα σηκώσουμε μνήμες άσχετές Μας.
Αντίκρυ
στον κόσμο υψωνόμαστε. Να ‘μουν κάλ-
λιο χαλίκι στο παπούτσι σου ή άμμος στο μάτι σου. Κάτι
να ξεγλιστρά ή και να μη φαίνεται.
Να ‘ναι όλα πιο μικρά.
Κι
ε-
σύ.

(εμφατικά)

Αχ,
κι εσύ να ήσουν. Κι όχι όλα αυτά που μπορούν να μας
παρηγορήσουν και να μας υπονοήσουν.
Κι όταν χρόνια μετά κι αιώνες θα έχουμε άλλο δέρμα από τώρα
και παντού σεντόνια και σκόνη,
ούτε αν ήμουν όμορφος ή αν μ’ αγάπησες θα σε ρωτήσω, παρά μονάχα αν θυμάσαι.
Εσύ. Όχι όλα τ’
άλλα που μάς
θυμίζουν και μάς

υπονοούν.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

12) ΝΤΕΛΙΡΙΟ
Τις νύχτες που μοιάζουν με αυτές της Γεθσημανής δεν προσεύχομαι. Δυστυχώς τα λόγια μπερδεύονται ακόμη κι αν τα λέω από μέσα μου σαν ένας δαίμονας να μου αποσπά την προσοχή από αυτό που θέλω να προσευχηθώ. Ξαπλώνω ανάσκελα και παίρνω βαθιές ανάσες. Γυρίζω σε στάση εμβρυική και πάνω που λαγοκοιμάμαι, τσουπ σκοντάφτω στον γκρεμό που βλέπουμε συχνά πριν αποκοιμηθούμε, τραντάζομαι.

Πετάγομαι ιδρωμένος, μαζί με λίγο αίμα -το ξανάπα, μοιάζει της Γεθσημανής- και ανακάθομαι οκλαδόν μέχρι να πέσουν οι παλμοί μου. Ψάχνω οικείες εικόνες, μυρωδιές, επαφές, λόγια για να συνδεθώ με τον κόσμο που με περιβάλλει κι έρχεσαι Συ, η μυρωδιά Σου, το χάδι Σου, η λέξη Σου. Οικεία όλα Σου, αλλά μη εν οίκω Συ.

Κάθομαι στην άκρη του κρεβατιού. Σε λίγη ώρα κοιμάμαι βαθειά, δεν Σε ονειρεύομαι τετριμμένα. Παρεμβλήθης νωρίτερα για να επανέλθω. Όπως τα εκατομμυρίων ετών αστέρια στον αποψινό ουρανό είσαι κι Εσύ εδώ στο δωμάτιο. Και τι θα είμαι όταν τινάξω τη στάχτη του φεγγαριού από πάνω μου, παρά σα μαύρο κάρβουνο στην νύχτα. Όπως γλίστρησα στο δωμάτιό σου για να μπω, έτσι επακριβώς θα βγω, μόνο που είναι δύσκολη η έξοδος: ποτέ μη φεύγεις απ’ τους δρόμους όπου πήγες, διάλεξε άλλες διαδρομές.

Να μη σε δουν οι γείτονες κι εσύ να μη δεις τα χνάρια και τα κατατόπια που παραφύλαγες. Αν μη τι άλλο δε θα ‘χει νόημα να προφυλαχτείς πια. Αλλά εγώ όπως ήρθα θα φύγω: σκιά χωρίς οβολό, σκιά χωρίς σώμα, σκιά χωρίς φως. Όλα θα τα υπονοώ μονάχα.

Και τι θα είναι το φιλί χωρίς εσένα πέρα από αντανακλαστικό στους όσους άλλους έρθουν. Αν χάσουμε τον Άλλον Άνθρωπο στον κόσμο, όπως όρισα ερωτικά για λίγο εσένα, χάνουμε την άκρη του μίτου στον λαβύρινθο κι αυτό όπως και να το πεις το κάνει πιο δυσχερές, το να βγεις από κει (από δω) σώος κι αβλαβής. Η Έξοδος συντελείται πιο εύκολα χωρίς αυτή τη χασούρα του ερωτικού σώματος του άλλου. Ωστόσο κι αλλιώς θα γίνει. Έτσι πάει: διαρκής αναζήτηση της θέας.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

13) ΣΙΦΟΝΕΙΡΟ
Κι έχεις μονάχα τ’ όνειρο στις αναμετρήσεις με αυτό που λένε αναμνήσεις και φαντασία. Εκεί ξεσπά η καταιγίδα, όταν φωλιάζει στο σώμα σου ο θάνατος μικρός, που ακόμη καν δεν ξέρει την αλφαβήτα ή να γράφει ή να ξέρει τι είναι ψέμα και τι μαγεία και τι μονιμότητα αντικειμένου και που η νύχτα σε έχει ρυθμίσει τίποτα από τη ζωή σου σε εγρήγορση να μην πιάνει τότε. Κι έχεις μονάχα το όνειρο, για να πεις, όταν σε ρωτούν, πως κάπως κάτι λίγο σε συγκλόνισε ακόμη κι αν δεν το πήρες πρέφα. Το σιφόνι για κάθε σταγόνα σύννεφου ή σώματος είναι τ’ όνειρό σου. Που τ’ όνειρο είσαι ολάκερος, ώστε καταλήγει δικό σου να μην είναι.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

14) ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΙΩΝΙΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ
Τα σώματά μας αυτονόητα κι αυτόματα. Το χρυσόμαλλο δέρας σήμανε την προσφυγιά της Μήδειας, τα σώματά μας -ως άλλα κι άλλοτε δέρατα- τον επαναπατρισμό της στην ιερότητά της -μια και απόγονη του Ήλιου. Φοράμε παράσημα άλλους ανθρώπους κι άλλοι άνθρωποι παράσιτα μάς φέρουν. Στο πάθος μας νομιμοποιείται και κωδικοποιείται ο φαύλος κύκλος του αδιεξόδου. Στη Μήδειά μας νομιμοποιτείται και κωδικοποιείται ο φαύλος αυτός κύκλος. Το χρυσόμαλλο δέρας σήμανε την προσφυγιά του πάθους και της ιερότητας, τα σώματά μας τον επαναπατρισμό. Να σε ασπαστώ εικόνα θαυματουργή, που σου δέομαι κι εσύ ακούς, μα πιο πολύ σαν γέρικο σκυλί ριγμένο πλάι πιστό κι ευήκοον. Να το τάμα μου, ολάκερο το χέρι μου, αυτονόητο κι αυτόματο. Πέρασαν απ’ τα χέρια μου τόσες σφαγές, που σαν κλαδιά απλώθηκαν στο έξω δέρας μου φλέβες να το φωλιάζουν. Κι εγώ κρεμασμένος σε ένα δέντρο της Κολχίδας πάντα επιστρέφω ξέροντας τη διαδρομή. Το βάρ-βαρον πάθος, διπλά βαρύ, μια για το σαράκι και μια για την ενοχή. Πλησιάζει μες στο σκοτάδι η Μήδεια κι ο Ιάσονας, ψαρωμένος ξοπίσω της, πάτησαν κάτι ξερά κλαδιά. Έφτασαν. Απλώνουν χέρι πάνω μου. Φέρομαι. Είμαι. Εσόμενος.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

15) ΑΝ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ
Αν θες, πες το από δω και πέρα διεκπεραιωτικά. Στη χαλυβουργία θα λιώνω τις λέξεις και τα σημαίνοντα σπαταλώντας φωτιά, θα λιώνω τις μεταφορές και τις παρομοιώσεις με φεγγαρόφωτο, θα λιώνω τα σημαινόμενα με ήλιο και στάλα στάλα -από δω και πέρα- θα μαζεύω το χυτό μολύβι. Σ’ ό,τι αφιερωθήκαμε και σ’ ό,τι πιστέψαμε και προσευχηθήκαμε δε θα ‘ναι πια τάματα οι λέξεις. Το μολύβι θα παγώσει ξανά. Θα το ρίξω στη θάλασσα, θα ανέβει η στάθμη τόσο που μάλλον όλα θα βυθιστούν. Και τα έλεγα: κεκαλυμμένο θανατικό η γλώσσα. Τα είπα από στόματα εκατομμυρίων ανθρώπων αιώνες τώρα. Τι; Τι δεν είμαι όλοι οι άνθρωποι! Όσος δεν φαίνομαι, είμαι. Κι αν είμαι κάθε στιγμή για όλους η ανάμνηση της προηγούμενης στιγμής, τότε είμαι ο κάθε ξένος και αλλότριος. Από δω και πέρα διεκπεραιωτικά θα είμαι ο ων. Αν είναι δυνατόν να λέμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους, την ώρα που αφαιρέσαμε απ’ τα πράγματα τ’ αυτιά και δε μας ακούνε πια. Και είναι αυτά που λιώσαμε μολύβι κι όχι τις λέξεις κι έπεσε ο κόσμος στη σιωπή και την παρήχηση.

Αλήτες του Μικρόκοσμου || Κείμενα 6-10




6) NYXTA
Μέσα στην νύχτα προσπέρασα το φεγγάρι. Εκείνο γαντζώθηκε γι’ αγκράφα στην κοιλιά μου κι η νύχτα πύκνωσε στις τρίχες της κοιλιάς μου και έγινε πίσσα χειροπιαστή στις τρίχες του στήθους μου κι η νύχτα μάδησε σε σκιές δέντρων και περαστικών σαν πούπουλα από μαδημένο περιστέρι που το άρπαξε σαΐνι στον ουρανό κι η νύχτα αρπάχτηκε όπως όπως να γαντζωθεί πάνω μου. Μέσα στην νύχτα προσπέρασα το φεγγάρι. Εκείνο πέτρωσε στο δάχτυλό μου κι η νύχτα ήταν το χώμα στα νύχια μου από κάτω όταν την έγδαρα με τα δάχτυλά μου για να μην ουρλιάξω κι η νύχτα ήταν η λασπουριά με τον ιδρώτα ανάμικτη και έγινε δέρμα δεύτερο η νύχτα σαν αυτά που φοριέται ως χρώμα, που στον ήλιο είναι χρυσό και στο σκοτάδι ασήμι κι η νύχτα φώλιασε σαν νυχτοπούλι την ημέρα μες στα νύχια. Μέσα στην νύχτα προσπέρασα το φεγγάρι. Ήρθε με μια βαρειά θηλιά τριγύρω απ’ το λαιμό μου και πήρε να κάνει μια βουτιά μέσα στη λίμνη, μα επέπλεε και με μια ειρωνία ήταν σαν να το 'ξερε πως τώρα που πια προσπέρασα το φεγγάρι είμαι καταραμένος να μην μπορώ να χαθώ κι η νύχτα μ’ έδεσε για πάντα πάνω από την λίμνη να μην μπορώ να φύγω προς τα πέρα, προς τα πάνω ή στο βυθό. Μέσα στην νύχτα προσπέρασα το φεγγάρι. Εκείνο έγινε πρόσωπο και τότε ανακάλυψα πως δεν είναι πρόσωπο κι ας ήταν πρόσωπο απ' αυτά που δεν αντέχονται την νύχτα και πήρε και χέρια να φυτρώνουν σαν κισσοί τριγύρω απ’ το λαιμό μου και έκανε και πόδια να στάζουν σαν βροχή μπροστά στα πόδια μου κι έφτιαξε σώμα να καίει, να καίγεται στην μεταλλική αγκράφα σιμά να καίει την κοιλιά μου κι έγινε πρόσωπο και τότε ανακάλυψα πως δεν ήσουν πρόσωπο μέχρι τότε κι ας ήσουν πρόσωπο απ' αυτά που δεν αντέχονται την νύχτα και ήσουν Εσύ η σιωπή και η νύχτα, που το φως της είναι οι ανάσες που ακούγονται μέσα στη σιγαλιά κι ήσουν Εσύ που αρπάχτηκες να γαντζωθείς απάνω μου και που κρύφτηκες σαν μικρό πετραδάκι στα νύχια των ποδιών μου, όταν ξυπόλητος σκάλισα τη γη κι ήσουν Εσύ που τυλίχτηκες σαν πέτρα στο λαιμό μου, όταν ούρλιαξα στο μαξιλάρι μου μέσα να μην ακουστώ κι ήσουν Εσύ και δεν ήσουν για να είσαι το κάθε τι ακόμη κι όταν δεν είσαι για να είσαι από δω και πέρα το φεγγάρι που το προσπερνούν και μέσα παγωμένη σαν σε παγετώνα σαρκοβόρο μας η κατάρα και η νύχτα πριν την νύχτα.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

7) ΜΕΤΕΩΡΟΙ
Μετέωροι ανάμεσα στην νύχτα και τη λάμπα σα σκόροι ή σπόροι ρολογιάς: περιρρέουσα ώρα ωραίος χρόνος αποκύημα της φαντασίας και της μνήμης μας. Όσο σάρκινα τα σώματά μας τόσο ενδιάμεσος ο χρόνος ανάμεσα στην νύχτα και τη λάμπα. Ίσα ίσα ένα σεκάνς ενός σεκόντ για την επαλήθευση όλου του χρόνου, όλης της νύχτας, και κάθε παρομοίωσης, μεταφοράς και ηχητικής ομοίωσης. Κι από κει όλη η ποίηση μετέωρη ανάμεσα στο άρρητο των σωμάτων μας και στη λέξη σαν ανάσα. Και πάλι Απ την αρχή μετέωροι ανάμεσα στην νύχτα και την ποίηση σα λέξεις ή έξεις.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

8) ΝΥΧΤΕΣ ΜΑΡΤΥΡΙΟΥ
Γνωρίζεις μόνο τη τελική στιγμή από νύχτες μαρτυρίου του Άλλου. Το περιστέρι ή το κοράκι ύστερα από τόσες μέρες καταιγίδας δεν είναι τίποτα για εκείνον. Ούτε η οργή ούτε η επιβράβευση. Σ’ αυτό που βυθιζόταν αιώνες ήταν μόνος λόγω διαφοράς τεχνογνωσίας. Δέξου το. Και περίμενε. Τις δικές σου 40 μέρες, 40 νύχτες. Την δική σου μετέπειτα αναγνώριση. Τα άνευ σημασίας πτηνά άλλων στον δικό σου κατακλυσμό. Την επανέναρξη του κόσμου στην κατάρρευση κάθε ανθρώπου.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

9) ΕΚΚΡΕΜΩ
Εκκρεμώ. Και νύχτα να το πεις ή ηλιόλουστο πρωινό ή βαθύ μεσημεριανό ύπνο καλοκαιριού και καντάδα σε μπαλκόνι, γκρεμός είναι, που η βαρύτητα δεν επιτρέπει να δούμε τον κόσμο χωρίς και πριν και πέρα από αυτήν. Αυτό που ο κόσμος θα ήταν άνευ ημών δε λυτρώνεται. Φέρω. Και την νύχτα μας ή το πρωινό μας και το τραγούδι μας στην άμμο της παραλίας το περασμένο καλοκαίρι κι αν τα πεις, σεσημασμένες λέξεις που κατηγορούν τον κόσμο. «Είστε εραστές» ή «Αγάπη» ή «είσαι όμορφος»ενώ είμαστε απλές παύσεις του γκρεμού που ανασαίνει ο ρυθμός του σύμπαντος. Τόσο αστέρι στην νύχτα αιώνων πριν, όσο στην ωλένη σου που άρμοσε πάνω της για λίγο ο λαιμός μου. Φέρω εσένα, γιατί φέρω τον κόσμο. Σου εκκρεμώ, απόφαση κι ετυμηγορία. Πύκνωμα του χωροχρόνου το φιλί μας, σου είπα. Ένα απλό φιλί, τι λες τα ακαταλαβίστικα, μου είπες. Τόσο φιλί το δικό μου, όσο το δικό σου. Πώς μοιραστήκαμε την απόσταση αιώνων; Όσο στενέψαμε το πλάτος, τόσο μεγαλώσαμε το βάθος του γκρεμού. Φέρω το γκρεμό. Εκκρεμώ. Και φέρω μόνο το ένα από τα πλείστα. Τα λοιπά που δε θα τα δεις, δεν υπάρχουν. Δεν είμαι το γεγονός. Είμαι αυτή του η θύμησή σου. Αμήν.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

10) ΣΑΝ ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΦΟΝΟΥ
Πού να σε γράψω σαν ομολογία φόνου εκ προμελέτης σε παγκάκι ή κορμό και πώς να μη φοβάμαι πια τη λευκή πανσέληνο που τόσο βαθιά με φόβισε ο λευκός προβολέας του αμαξιού σου καθώς φεύγεις. Έλα -μόνο προσκλήσεις ο έρωτάς μας, προστακτικές. Μείνε. Πες. Φάε. Πρόσεχε. Κάνε. Δώσε. Γίνε. Και μετά μόνο βλέμματα ικετευτικά. Ύβρις, κάθαρσις, όταν υπερβάλλουμε εαυτόν για τον άλλον και ο άλλος ολοκάθαρα έχει μάθει μόνος του πια το πρόγραμμα που του ορίσαμε με τις προστακτικές και πλέον δεν χρειάζεται κάποιον να του τα λέει. Έχει όλη τη βιοεξουσία του έρωτα ενστερνιστεί ολάκερος Κρέων και ψάχνει μες στη νύχτα ένα παγκάκι να χαράξει το φόνο και κάθεται μες στο σκοτάδι στο παγκάκι που φιλιόταν ο Αίμων με την Αντιγόνη. Κλάψε. Θυμήσου. Φοβίσου. Έτσι που έγινες στην πόλη αυτός που εξουσιάζει τα πάντα πια χωρίς να έχεις κάποιον ανάγκη να σε κοιμίσει ή κάποιος να σε έχει ανάγκη να κοιμίσεις. Χάραξε.

Αλήτες του Μικρόκοσμου || Κείμενα 1-5




1) 24_ΙΟΥΛΗ_2016
Θα αναγνωρίζουμε ο ένας τον άλλον, θα θυμόμαστε ο καθένας τον άλλον σε τόσα πράματα, θα νιώθουμε, θα ονειρευόμαστε ο ένας τον άλλον ακόμη κι αν είμαστε τόσο μακριά, θα έχουμε εξαντλήσει όλη τη δύναμη της φαντασίας: να λες π.χ. το αδειανό πουκάμισο μου με τ όνομα μου, που τα σώματά μας είναι εξαϋλωμένα, εξαντλημένα στο ανέγγιχτο, αόριστα, αερικά. Θα είμαστε παντού κι όχι εδώ, θα ‘ναι όλα στο όνομά μας χωρίς όνομα, κι εμείς θα χάσκουμε. Ας πήγαιναν στο διάολο όλα όσα έχουν τη θύμησή μας και την νοσταλγία μας, σαν να μην υπήρξαμε ποτέ. Το σώμα μου και το σώμα Σου έχουν μόνο νόημα και τ’ αλλά είναι αερικά, όπως κι εμείς αερικά όταν τ’ άλλα είναι σαν να ‘χουν νόημα. Αλαφροΐσκιωτοι αντί για ερωτευμένοι.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

2) ΡΗΜΑΔΙ
Από το όλα ρηματίζουν
και όλα ρηματίζονται.

Με πιάσανε στο στόμα τους πολλοί.
Τα κόκαλά μου κροτάλισαν στα δόντια τους κι ο ιδρώτας μου πάφλασε στο σάλιο τους.

Ρημάδι κι όχι ρήμα.

Εκθειάστηκα, με θεώθηκαν, με νεολόγισαν,
με αναγραμμάτισαν,
με συνέταξαν.

Μια λέξη όταν την προφέρεις,
τι της κανεις;

Θύμα που καταλήγει θύτης,
θύτης που θυματοποιείται.

Θυμός σε πένθος, θύμηση σε όνειρα.
Ρήμα, ρίμα στους ανθρώπους
και τον κόσμο, καταλήγω,

ομοιοκαταλήγω, ρυθμίζομαι.

Είμαι η αγάπη που δεν
προσφέρεται: αντιστοιχίζεται και σε αντίστιξη.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

3) ΛΙΓΟ
Υπάρχει ένα όριο, μια ουδός
που από το σημείο εκείνο και
μετά ο,τιδήποτε
προοδεύει γεωμετρικά.

Λίγο να σπρώξεις ως εκεί και
μετά σαν να γλιστράει με
ελάχιστη αντίσταση
η απόπειρα και η δοκιμή.

Ο έρωτας που μου έδωσες
έτυχε αυτής της διαχείρισης:
το λίγο στην αρχή ήταν λίγο, μα
αργότερα το λίγο ήταν παραπάνω από αρκετό.

Και η όψη σου το ίδιο, το μικρό
σου δαχτυλάκι με διέγειρε.

Ακούμπησα εκεί
στης άκρης το δάχτυλο
άκρη του κόσμου.

Λίγο να με άγγιζε το μικρό σου
δαχτυλάκι ενωνόμασταν και
ύστερα γω με τον κόσμο όλο.

Το λίγο είναι περισσότερο μια
πιθανότητα παρά μια
ποσότητα: Δεν ξέρεις ποτέ
πότε θα επαρκεί.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

4) Ο,ΤΙ ΕΡΩΤΙΚΟΤΕΡΟ ΤΟ ΜΗ ΡΗΜΑΤΙΣΜΕΝΟ
Ό,τι ερωτικότερο έχει γραφτεί σε ποίηση, τραγούδια, βιβλία, σινεμάδες και θέατρα το έχω γράψει εγώ. Βρίσκομαι σε δικαστική διαμάχη με δισεκατομμύρια δημιουργούς ανά τους αιώνες. Από αυτή τη διαμάχη βγαίνουν κάθε φορά όλοι κερδισμένοι για τα πνευματικά τους δικαιώματα, μα η αυτουργία είναι δική μου. Εγώ σε αγαπώ, εγώ σε φιλώ κι εγώ σε νιώθω. Απλώς ό,τι έχει περιγραφεί κι εκφραστεί είναι ένα φάσμα απ’ όπου μαθαίνω τι να νιώθω και πώς και πόσο. Κι αυτό θέλω να γκρεμίσω. Να νιώσω πέρα από τις γνωστές αισθήσεις και να εκφραστώ πέρα από τις γνωστές ποιήσεις. Ό,τι ερωτικότερο το μη ρηματισμένο.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

5) 243 ΔΕΥΤΕΡΟΛΕΠΤΑ
Ένα δελφίνι διέσχισε τον αέρα. Η σκιά σκέπαζε επιφάνειες στο έδαφος, όπως ένα συννεφάκι ή αεροπλάνο καθώ περνάει κάτω από τον ήλιο κι είναι μικρό να μη σκοτεινιάσει, μα αρκετά μεγάλο να τον κρύψει. Σε μία από αυτές τις επιφάνειες που ενίοτε σκεπάζονταν υπήρχε ένα τρίποδο τραπεζάκι βαμμένο γαλάζιο. Στην επιφάνειά του αντιλαμβανόσουν ένα πράσινο ημιδιαφανές μπουκάλι 330ml, ένα ποτήρι διαφανές που φιλοξενούσε μια διαφανή μάζα υψηλού ιξώδους με χιλιάδες φούσκες γύρω από μια φέτα λεμόνι, δύο σάρκινες μάζες να ξεπροβάλλουν από δυο μάλλινα μωβ μανίκια με πέντε άνισες εξοχές/διακλαδώσεις. Χέρια. Ω ναι, χέρια. Δε θα μπορούσαν παρά να ήταν χέρια. Πόσο χαζός θα ‘μουν να ‘κανα μιαν εξαντλητική και περίπλοκη περιγραφή αντί να πω “χέρια”. Χέρια. Χέρια που αν τ’ ακολουθούσες ως τις ρίζες τους θα σ’ οδηγούσαν σ’ έναν άνθρωπο. Ω ναι. Ξανά. Ένας άνθρωπος με τα χείλια του συχνά συντάρασσε, λοιπόν, την επιφάνεια της διαφανούς μάζας του ποτηρ… Ω, ναι, σόδα ήταν, σαν να μου ‘ρθε η γεύση της τώρα δα. Έπινε. Έπινε, τι άλλο θα ‘κανε με τα χείλια του στο σώμα με το υψηλό ιξώδες και τις φούσκες τις χιλιάδες γύρω απ’ το λεμόνι. Μα έκανε και κάτι άλλο. Μιλούσε. Συχνά πυκνά τα λόγια του, οι ήχοι απ’ όσα έλεγε σχημάτιζαν ένα ινώδες στο σκίσιμο του προσώπο του. Από τις κινήσεις και τον τρόπο ομιλίας σίγουρα υπήρχε κι άλλος. Ένας άλλος άνθρωπος, αρκετά ίδιος, αν το μάτι σου έρχεται πρώτη φορά σ’ επαφή με ανθρώπους, αλλά δε μιλούσε εκείνος, δεν κινούταν. Άκουγε. Πότε άκουγε και πότε όχι, βασικά. Συχνά πυκνά την προσοχή του αποσπούσαν τα γράμματα στο πράσινο ημιδιαφανές μπουκάλι της σόδα ή κανένας περαστικός στο φόντρο αυτού που μιλούσε, που έπινε, που κινούταν, που έμπλεκε το ινώδες με το ιξώδες από μια μεριά αν το ‘βλεπες. Πότε την προσοχή του την έπαιρνε ένας ήχος από μηχανάκι που έσχιζε την επιφάνεια του δρόμου παρακεί ή η σκιά του δελφινιού που τώρα διέσχιζε τον άερα ακριβώς από πάνω τους. Ένα δελφίνι σαν αυτή την εικόνα των δελφινιών που έχουμε, που όλα μάλλον αρκετά ίδια είναι, αν το μάτι σου δεν έχει έρθει πολλές φορές σ’ επαφή με δελφίνια. Αλλά το δελφίνι έμοιαζε αρκετά ίδιο με οποιοδήποτε άλλο για έναν ακόμη λόγο: είχε “καεί”. Μεσολαβούσε ανάμεσα στον ήλιο και στο μάτι, έτσι που έμοιαζε σχεδόν μαύρο, σαν η σκιά στο έδαφος να ‘ταν τελικά αντικατοπτρισμός του, ίδια μαύρη. Υπήρχε, όμως, θάλασσα κοντά; Τι γύρευε ένα δελφίνι; Μόνο το ποτήρι με νερό στο διπλανό τραπέζι.

– Με προσέχεις;
– Συγγνώμη. Μπορείς να επαναλάβεις;
– Βέβαια. Ξέρεις, μπορείς να συλλάβεις πόσο ιερό νιώθω το σώμα σου;
– (χαμογελούσε ασαφώς)
– Με καταλαβαίνεις;
– (κοιτούσε ασαφώς)
– Μάλιστα.
– Τι;
– Τη σκέψη σου και το σώμα σου τα ορίζεις εσύ και μόνο συ. Πώς θα πίστευες πως θα μπορούσα να προσβάλω, να βεβηλώσω το ιερότερο πράγμα που νιώθω για σένα;
– Δεν ξέρω.
– Η επιθυμία είναι ποτάμι. Έτσι ενώνονται οι άνθρωποι: ξεδιψούν, πετροβολούν, χωρίζονται, βρέχονται, ξεπλένου, παρασύρονται.
– (κοιτούσε ασαφώς)
– Μην κλείνεσαι. Μην μου κλείνεσαι. – (χαμογελούσε ασαφώς) – Οι άνθρωποι είναι θάλασσες. Νερό. Ίσως και σ’ άλλες μορφές, άλλα σχήματα. Άλλο ιξώδες. Να ‘το το ιξώδες. Κι έλεγα πως κάπου τ’ άκουσα για να το πω κι εγώ.
– Το ‘χεις ξαναπεί και το ‘χω ξανακούσει.
– Και;
– Τι και;
– Πού είναι η ορμή;

Μεσολάβησε σιωπή. Το δελφίνι είχε φύγει εδώ και ώρα.

– Θα ‘θελα στο λάθος, το σωστό, τη χαρά, τη λύπη, τη μοναξιά, την παρέα, όλες αυτές τις θάλασσες με τις άμπωτες και τις πλημμυρίδες τους να είχαμε ένα τραγούδι. Τότε το μόνο που θα μας θύμιζε θα ‘ταν πως υπάρχουμε στον ίδιο δεσμό ομάδες. Ούτε κατάκριση, ούτε έπαινος, ούτε θυμός ή μούτρα, ούτε πόνος ή ψέμα, ούτε φτιαχτά γέλια και αγκαλιές καταπιεσμένες που είναι καταδικασμένες να καταπιέσουν. Ένα τραγούδι που να μας θυμίζει πως υπάρχουμε. – (κοιτούσε ασαφώς) – Κατάλαβες;

– (χαμογέλασε) Όχι ακριβώς.

Στο μεταξύ άρχισαν να μαζεύονται σαν από το πουθενά σύννεφα και να ψιχαλίζει. Πρέπει να μεσολάβησαν περίπου 243 δευτερόλεπτα από τη στιγμή που πέρασε το δελφίνι και που ξεκίνησαν οι χοντρές ψιχάλες κι η σχεδόν βροχή.

– Φεύγουμε;
– Φεύγουμε.

Μα δεν κουνήθηκαν. Έμειναν εκεί. Ο ένας έδεσε τα κορδόνια σκύβοντας κάτω από το τραπέζι, ενώ το δέντρο από δίπλα ήδη ανάβλυζε βρεγμένο χώμα. Και το σώμα του βρεγμένο. Από δω και πέρα δε θα ξεχώριζες δάκρυα ή ιδρώτα ή το συνοφρύωμα και οι εκφράσεις αν ήταν από τη βροχή ή απ’ αυτό που τα λόγια επέφεραν.

– Πάμε;
– Πάμε.

Κι όλοι γύρω τους κουνιόνταν κι έτρεχαν, εκτός από εκείνους που έμεναν στη θέση τους.

Σάββατο 28 Νοεμβρίου 2020

27 με 28 Νοέμβρη του 2020




κάποια πράγματα δεν μαθαίνονται ποτέ

κάποια μυστικά για παράδειγμα

ή το αν υπάρχει ο Αη Βασίλης ή όχι δεν το συζήτησαν ποτέ κάποιοι γονείς με τα παιδιά τους

κι ούτε τη μελισσούλα και το λουλουδάκι ή τον πελαργό

παρά

μονάχα

μια μέρα ή μια νύχτα

σε μια συζήτηση με φίλ@ ή σώμα έρωτα που έρχεται από το μέλλον

σε μια κλήση στο messenger που διήρκεσε ως το ξημέρωμα στο απομονωμένο δωμάτιο που έχεις απ' το δημοτικό

παρά

μονάχα

λοιπόν

την νύχτα εκείνη

λέγεται κάτι

που δίνει νόημα σε τόσες αμφιβολίες

και το νόημα που πάντα αναβάλλεται κατά Derrida,

να το, έρχεται εν τω μέσω της νυκτός

παρά

μονάχα

σαν προστάδιο του υπνικού σου ονείρου

έναν έξυπνον ενύπνιον

σαν νανούρισμα

αυτό που λέγεται

σαν παραμύθι

αυτό που λέγεται

και δίνει νόημα

αν και κάποιες αλήθειες δεν ανακαλύπτονται ποτέ

και κάποια ψέματα δεν αποκαλύπτονται ποτέ

Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2020

Τρίτο Πρόσωπο

 



Αν με ρωτάς, εκτιμώ πως τα μέσα μαζικής επικοινωνίας επηρεάζουν τις αντιλήψεις του γενικού κοινού, εγώ ο ίδιος μπορώ και αντιστέκομαι στην πειθώ των μέσων.

Θεωρώ, ότι ένα μήνυμα ασκεί μεγαλύτερη επιρροή στους άλλους, παρά σ' εμένα ή σ' εσένα. Ωστόσο, όσο πιο θετικό το περιεχόμενο τόσο συχνότερη η εμφάνιση του πρώτου προσώπου, του "εγώ" και του "εμένα", ενώ όσο πιο αρνητική η δήλωση τόσο πιο πολύ το τρίτο πρόσωπο, το "οι άλλοι".

[...] 

"Το Εγώ -αμφιταλαντεύομαι διαρκώς-ψευδαίσθηση ή παραίσθηση.
Βρίσκω μιαν ακατάπαυστη, ασίγαστη ταυτότητα,
όχι απλή ποιητική αντιστοίχιση,
στις τριάδες
του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος
με
της Ινές & της Εστέλ & του Γκαρσέν
με
εμένα, εσένα και της γάτας που μας κοίταξε μέσα στα σκοτεινά."

[...]


Συχνά, μια άποψη μειονοτική δεν αλλάζει τον κόσμο, αλλά οδηγεί σε ιδιωτική αλλαγή των στάσεων.


[...]

Στα σημεία που λέγαμε τους όρκους, άλλοι άνθρωποι ας έρθουν και να πουν:
"Ο έρωτας είναι ταξικό προνόμιο. Δεν πρόκειται να σε ερωτευτώ ποτέ".

[...]

Σκέψου, δηλαδή, εκεί που εμείς, εγώ κι εσύ, ανάμεσα σ' εμένα και σ' εσένα, στο πρώτο και το δεύτερο πρόσωπο της σχέσης μας, ορκιζόμασταν αιώνια αγάπη, να έρχονται άλλοι και να ορκίζονται τ' αντίθετο.

Κι επειδή είναι τόσο μη δημοφιλές αυτό το μήνυμα, κάνει περισσότερο θόρυβο το περιεχόμενό του, απ' ό,τι αν για μιαν ακόμη φορά στα ποιήματά μας γραφόταν "ο αιώνιος έρωτάς μας" ή "η αειθαλής αγάπη μας". Κάπως,
ο κόσμος
είθισται
να ταρακουνιέται.

Ή με το νανούρισμα της πλειοψηφίας
ή με το τράνταγμα της μειοψηφίας

στον τρόπο που κουνάνε το κρεβάτι μας.

Τρίτη 23 Ιουνίου 2020

κύκλος


Να μη δώσει κανένας θεός που πιστεύεται
-κι από τους άλλους που δεν υπάρχουν, ας μη δώσει-
να περάσεις απ' τα χέρια μου
σαν κύκλος του νερού
κι όχι σαν χρόνος και σώμα και χώρος και τόπος

φαύλος κύκλος

και να με ρωτάς
να με ρωτάς, θέλω, συνέχεια
τι θα ήμασταν εμείς δίχως αγάπη
και να σου απαντώ

αγάπη
δίχως
εμάς

εξάτμιση
σύννεφο
βροχή
θάλασσες και λίμνες
κι εξάτμιση
και σύννεφο
και
τι θα ήμουν
αν δε μου προσευχόταν
κάποιος να μη δώσω να περάσει απ' τα χέρια του
σα φως
μα σαν νύχτα που κουρνιάζει σαν μωρό
στην ρώγα του

Παρασκευή 22 Μαΐου 2020

ΚΛΙΝΗ

©Van Gogh


σε τι να σου ορκιστώ

όταν έπρεπε να χωρέσω σε αυτό το κρεβάτι
το δικό μου
κι ενίοτε δικό μας

έριξα ό,τι περίσσευε στη θάλασσα
ν' αναδευτεί με τον αφρό

και κράτησα ό,τι χρειαζόταν για να είμαι
τσίμα τσίμα
σε ένα συρτάρι κάτω
από τα πιστοποιητικά ΑΦΜ, ΑΜΑ, ΑΜΚΑ και IBAN

τα βράδια
κάνω απίστευτη ησυχία
να δω, αν κάποιος
με κατηγορεί

ανάμεσα στις κραυγές των γατών
που ζευγαρώνουν
τα σκυλιά που γαβγίζουν, λόγω των γατών
κι ανάμεσα στους οργασμούς μας

δεν ξέρω,
στο τέλος της μέρας
ο φταίχτης τι νόημα έχει

αν κάνοντας τον απολογισμό της μέρας
πριν κοιμηθείς
το φταίξιμο
θα φτάσει να ταυτιστεί με τη στιγμή πριν απ' τον ύπνο

ο φταίχτης θα μοιάσει να είναι η στιγμή πριν απ' τον ύπνο

όταν ξάπλωσα πάνω στο κορμί
το δικό σου
κι ενίοτε δικό μας

χρειάστηκε ό,τι περίσσευε
να το ρίξω στη θάλασσα

κι ό,τι δεν έφτανε
και χρειάστηκε να προστεθεί
το κράτησα
σε ένα συρτάρι κάτω κάτω

σαν τα βαφτιστικά

όλα λέγονται
με ένα βαθιά κρυμμένο μυστικό
στο φόντο

σαν ήλιο φαντάσου το μυστικό
κι όχι σαν κάτι σκοτεινό ή σκιερό,
σαν ήλιο
που κατάματα δεν το κοιτάς

Σάββατο 16 Μαΐου 2020

ποιητής, άνθρωπος



ο θάνατος ενός ποιητή

ο θάνατος ενός ανθρώπου

σημαίνει

την απόσυρση μίας ρανίδας ποίησης

την απόσυρση ενός λόγου

μια διάκριση του ρητού από το άρρητο

αιώνια

και την αιωνιότητα της αρρησίας

το βλέμμα πάνω στα πράγματα και στον κόσμο

αποσύρεται

το βλέμμα των πραγμάτων πάνω στον ποιητή

και πάνω στον άνθρωπο

αν για μια στιγμή δε το απέφευγε

ίσως να μην πέτρωναν

όταν κοιτάχτηκαν στα μάτια

το μέσα και το έξω

όταν ο ποιητής και κάθε ποιητής

όταν ο άνθρωπος και κάθε άνθρωπος

είναι

η ματιά της προσμονής στο βράχο να φανεί το πλοίο στην έξω θάλασσα

κι η προσμονή που βλέπει στον μέσα ωκεανό κάτι να το παρεξηγήσει για πλοίο

ο θάνατος ενός ποιητή

μπορεί να σημαίνει λευτεριά στη γλώσσα

χωρίς να σημαίνει πως ο θάνατος της γλώσσας

σημαίνει λευτεριά στον ποιητή

ή

σημαίνει λευτεριά στον άνθρωπο

η σιγή ενός ποιητή

η σιγή ενός ανθρώπου

είναι η βαρύτερη κληρονομιά που αφήνεται στον κόσμο

για τον ποιητή και τον άνθρωπο που πέθανε

ο ποιητής πέθανε

ζήτω ο ποιητής

Τρίτη 12 Μαΐου 2020

Ρωμαίος & Κωσταντής



Ο Ρικάρντο
είναι γενναία

με χέρια χλωμά,
λευκώλενα,
σταχτιά από στάχτες Φοίνικα,
λευκά από ασβεστόλιθο κι αλεύρι,
ασημιά απ' τη σελήνη τρίτου τετάρτου,
με τα κουμπωμένα ασφυκτικά μανίκια του λευκού της πουκαμίσου στους καρπούς,

η Πεπίτα

διαχέεται

στον διαλύτη
(νύχτα,
σώμα,
δηλητήριο)

και στέκεται
αντρειωμένα

ντυμένος

όπως γουστάρει

με δάκρυα στα μάτια κι οι δυο,

ντυμένες όπως γουστάρουν

και περιμένουν το ξημέρωμα. Κι η Πεπίτα απαγγέλει:

Ήλιε γλυκέ, ανάτειλε και σβύσε την Σελήνην.
Ιδέ την απ' την ζήλειάν της αχνίζει και θαμπόνει,
διότι συ την ξεπερνάς 'ς την δόξαν και 'ς τα κάλλη.

Η λάμψις του μετώπου της θα θάμπονε τ' αστέρια,
καθώς θαμπόνει λύχνου φως 'ς την λάμψιν της ημέρας,

που τα πουλιά να κελαδούν 'σαν να μην ήτο νύκτα!
Ιδέ την, πώς ακούμβησε το μάγουλον ‘ς το χέρι.

Ας ήμουν εις το χέρι της χειρόφτι, να εγγίζω
το μάγουλόν της το γλυκόν!

Η Πεπίτα θα 'θελε να μην ήταν μήτε γυναίκα,
μήτε άντρας,
μήτε τρανς,
μα χέρι

κι εγώ πολλές φορές σκέφτομαι να 'μουν το μάγουλο το γλυκό.

Ο Ρικάρντο κρατάει στο δεξί του χέρι μία πένα
και στο αριστερό τον φαλλό του

Για ιδές θάμα κι αντίθαμα που γίνεται στον κόσμο,
τέτοια πανώρια λυγερή να σέρνει ο πεθαμένος!

Τ’ άκουσε πάλι ο Πεπίτα

ράγισε η καρδιά της.

Άκουσες Κωνσταντίνε μου τι λένε τα πουλάκια;

Άφησ’ Αρέτω τα πουλιά κι ό,τι κι α’ θέλ’ ας λέγουν.
Λέγε με και δες με όπως θες

Πες μου πού είναι τα κάλλη σου και πού είναι η λεβεντιά σου
και τα ξανθά σου τα μαλλιά και τ’ όμορφο μουστάκι;

Έχω καιρό π’ αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου!

Και ξημερώνει
κι ήταν ξέφωτο
το μέρος που έστεκαν σαν αγάλματα
και κηλαηδούσε ο κορυδαλλός
κι ο φόβος ξύπνησε
αυτός
που τρέφεται με φως

και συμφωνήσανε στα δέκα βήματα να πυροβολήσουν
κι όποιος
κι όποια
κι αν πέσει

η άλλη να τονε ράψει
ή
ο άλλος να τηνε ράψει

στην πιο βαθειά πληγή που χάσκει
στο ρούχο
στη σάρκα
στην ψυχή
απ' όπου περνάει το φως, τάχα μου δήθεν

και όπως πριν τον κεραυνό του Δία
να σεργιανούν στον κόσμο

Δευτέρα 4 Μαΐου 2020

το πιο σύντομό μου γραφτό με έναν δυσανάλογα μεγάλο τίτλο που υποδεικνύει πώς να ονειρευόμαστε, όταν όνειρα δεν προκύπτουν



Α Ν
Ν Α

λ ε ξ ι



οι λέξεις
κύματα

έρχονται
έρχονται

δεν φτάνουν

φέρνουν
φέρνουν

δεν κληροδοτούν

ένα βήμα μπρος
δυο πίσω
οι λέξεις

όσο πιο ευτυχία
τόσο και δυστυχία
κι όλα τα δίπολα

κι ένα ενδιάμεσο φάσμα
ενδιάμεσο σύμπαν
ενδιάμεσες αποστάσεις

υποατομικών σωματιδίων
ατόμων

ανθρώπων

κοινοτήτων
κοινωνιών

όντων

των όντως

οι λέξεις
διαστολή της απόστασης
συστολή  της υπόστασης

λέξεις

ά
νθρωποι
α
λεξι
κέραυνοι

Τρίτη 21 Απριλίου 2020

Φωλιές



Και βρέθηκε μια μυρμηγκοφωλιά

καταμεσίς του πιο πολυσύχναστου δρόμου

από αμάξια
και ανθρώπους
και φωνές
κι αναμονές

της πόλης.

Κι αυτός που την είδε πρώτος

-πού να βρέθηκε ο χρόνος να φτιαχτεί
μια μυρμηγκοφωλιά
σ' ένα τέτοιο μέρος;

Κι αυτός που την είδε δεύτερος

-να μην την καταστρέψουμε.
Ας τη φροντίσουμε, έστω κι εκεί
καταμεσίς.

Κι αυτός που την είδε τρίτος

-ποιος δίνει σημασία σε μια μυρμηγκοφωλιά
και τι πρόβλημα μπορεί να υπάρξει, αν χαθεί.
Κάπου αλλού θα φτιάξουν.

Και το νόημα στο χαλασμένο τηλέφωνο
του Κόσμου.

Κι η μυρμηγκοφωλιά
πατήθηκε.

Κι η πόλις
εάλω.

Στη θέση της πόλης φτιάχτηκε
μια μυρμηγκοφωλιά
σαν ηφαίστειο μεγάλη.
Δεν την άλωσαν την πόλη
τα μυρμήγκια από εκδίκηση,
ούτε ξένος εχθρός.

Τα μοτίβα και τα μεγέθη δίνουνε ένα νόημα,
βγάζουν κάποιο νόημα,

την ώρα που τώρα περπατάς
καταμεσίς της πιο πολυσύχναστης πλατείας
από ανθρώπους
και φωνές
και καταστήματα

και που μόλις βρέθηκε μια κυψέλη στο πιο κεντρικό δέντρο
της πλατείας.

Κυριακή 19 Απριλίου 2020

Ασπασμός



Οι εικόνες είναι κρεμασμένες ψηλά στον τοίχο,
λίγο πιο πάνω από το ύψος του προσώπου,
χωρίς τζάμι,
ίσα που σηκώνοντας στις μύτες των ποδιών
τα σώματά μας
τις φιλάμε στα πόδια
και με τον καιρό έχουν φθαρεί.

Στα μπαλκόνια ανθίσανε οι άνθρωποι
το φετινό το Πάσχα,
στα χέρια κρατούσανε κεριά,
μέλι που έλαμπε στον ήλιο,
γύρη ξανθή που αντιφέγγιζε Ανάσταση κι Άνοιξη.

Μια μέλισσα νυχτόβια,
σμήνος μελισσών νυχτόβιων
δούλευε από μπαλκόνι σε μπαλκόνι,
από κερί σε κερί,
από καρδιά σε καρδιά

-ας αφεθώ, είπα, σ' ετούτο το διαφορετικό το Πάσχα,
ας μη στερήσω μια κατάνυξη που προκαλεί το ψέμα-

μα,
σκέφτηκα,
ποιο ψέμα, τι ψέμα να 'ναι τάχα η Ανάσταση;
Ψέμα είναι το άνθισμα,
ψέμα η ανατολή,
ψέμα η αλήθεια των άλλων ανθρώπων,
που θα έδινα και τη ζωή μου -σιγά μη σκίσω
κάνα καλσόν, ο Βολταίρος- για να το πιστεύουνε ελεύθερα;

Εγώ άναψα τη φλόγα μου,
να φωτιστώ και να φωτίσω
την νύχτα.
Εγώ άναψα τη φλόγα μου,
φάρος στα απόκρυμνα βράχια
των ανθρώπων.
Εγώ δεν υπήρξα ένας συνήθης "εγώ",

αυτός που κάνει κάτι που δεν το πιστεύει
-μετέωρος-
τείνει να το πιστέψει.

Εσύ στο κρεβάτι
με πόδια γυμνά,
σου φιλάω τα πόδια
αφήνοντας λίγη πορφύρα, λίγο χρυσό
που απόμεινε στα χείλη μου
απ' τις γυμνές εικόνες

-μέλισσα κι εγώ του ασπασμού.

Τετάρτη 15 Απριλίου 2020

Σταγόνα

©Pollock


Ο ουρανός είναι άδειος,
είναι κενός,
είναι νεκρός.

Δεν είναι νιτσεϊκός αφορισμός.

Μια σταγόνα αίματος
στον ουρανό

σα σταγόνα μέλιτος
στον ωκεανό

και

μια σταγόνα αίματος
στον ουρανό

μολύνει ένα ολάκερο ηλιοβασίλεμα
σαν τέμπερα.

Μόνο μια καρδιά σαν την καρδιά μου
θα έδινε λίγη ζωή στον ουρανό

δέρας χρυσόμαλλο
η πανσέληνος

να υπονοεί
το πριν και το μετά,
γιατί τα πράγματα κάπως έφτασαν ως εκεί
και πάνε και παρέκει.

Η καταιγίδα κι ο τυφώνας
είναι
η σταγόνα κι η μειονότητα που
δεν εισακούστηκε.

Ο λυγμός
είναι η κραυγή
που δεν εισακούστηκε.

Ο κενός ουρανός
είναι η προσευχή
που δεν εισακούστηκε.
Κι όπως όλα τα πράγματα,
κάπως φτάσαμε ως εδώ
και θα πάμε και πιο πέρα.

Μια λέξη σου
στη σιωπή

σαν καρφίτσα
στ' άχυρα

και

μια λέξη σου
μέσα μου

ηχώ.

Χωρίς συγχώρεση
δε θα υπήρχε

το ηχείο.

Τρίτη 7 Απριλίου 2020

Οι αμυγδαλιές ανθίζουν



Το φεγγάρι
στην νύχτα

Εσύ
στο ποίημα

και

τώρα που σας τακτοποίησα
μου μένει λίγος
χρόνος και
για μένα

αφού
ο κόσμος ολιγαρχεί στις φατριές του
οι αμυγδαλιές ανθίζουν
κι ο πανικός είναι πάντα με το μέρος των ζωντανών όπως κι η ζωή, τουλάχιστον όπως την αντιλαμβάνονται οι πλειοψηφίες των ζωντανών
οι αμυγδαλιές ανθίζουν
κι εσύ δεν απολαμβάνεις το ρεπό σου και το ξένο τραγούδι που έπρεπε να ακούσω δεν το θυμάμαι, όπως δε θυμάμαι για ποιο λόγο αναβάλλω σε μιαν αέναη todolist, με hashtag
οι αμυγδαλιές ανθίζουν
κι ο πόνος είναι πάντα με το μέρος των ζωντανών όπως κι η σιωπή, τουλάχιστον όπως την αντιλαμβάνονται οι πλειοψηφίες των ζωντανών
οι αμυγδαλιές ανθίζουν

Κι αν ως σημείο στίξης λέγαμε μιαν αγαπημένη μας φράση,
αντί για τη τελεία
φερ' ειπείν οι αμυγδαλιές ανθίζουν

κι αν το βράδυ που μαζευόμασταν για κρασί, φαί κι επιτραπέζια ή ταινία,
οι 4 στους πέντε επιλέξαμε πως οι αμυγδαλιές ανθίζουν,
ενώ κι οι πέντε θα ξέραμε πως τούτο αργεί, ίσως να πειθόταν κι ο πέμπτος,
οι αμυγδαλιές ανθίζουν

κι οι φασαριόζικες, ομιλούσες μειονότητες κόντρα στις σιωπηλές πλειοψηφίες
οι αμυγδαλιές ανθίζουν

κι οι αμυγδαλιές που ανθίζουν

τελεία.

Κυριακή 5 Απριλίου 2020

Πισίνα

©Hockney


Πόσοι πνίγηκαν πριν
τον πνιγμένο-θύμα νούμερο μηδέν
απ' όπου άρχισε
ο μύθος,
η ιστορία
και η μοίρα.

Και πόσες φήμες έπειτα
έφτιαξαν
τον μύθο,
την ιστορία
και τη μοίρα.

Η Ηχώ ερωτεύεται τον Νάρκισσο
κι ο Νάρκισσος ερωτεύεται τον εαυτό του

κι έτσι αυτή η αιώνια σπείρα
που κάποιος αναζητά
ερωτευμένος
κάτι δικό του

απαντάται

από την ίδια της την έλλειψη.

Κι ας μην αναγνωρίζει ο Νάρκισσος
ως δική του
εικόνα
τον αντικατοπτρισμό.

Άνθρωπος η απάντηση στη Σφίγγα,
μα τι είμαι εγώ
και
τι
είναι
το να είμαι εγώ;

Βγάζω απ' τα πρησμένα από το περπάτημα
σνίκερς σου
και τις κάλτσες σου,
τα πλένω,
τα φιλώ.

Κοιτάς το είδωλό σου
στο κοίλο του κουταλιού.

Σάββατο 4 Απριλίου 2020

Κατοικώ



Κατοικώ στο σώμα σου,
στριμώχνομαι μαζί με πολλούς άλλους
σαν σε συρμό του μετρό
-δε θα το παρομοιάσω με τρένα που πάνε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης,
θα ήταν ασέβεια να το χρησιμοποιώ σαν παρομοίωση,
μια κι η παρομοίωση παίρνει την ένταση,
αλαφρώνει το παρομοιαζόμενο.

Κατοικώ στο σώμα σου,
όπως κατοικώ στο πένθος
-το πενθείν είναι μια μορφή ανήκειν.

Κατοικείς στο σώμα μου,
όπως κατοικούμε στην ποίηση.
Κατοικούμε στην ποίηση,
όπως σε ενοικιαζόμενα δωμάτια.
Δε στοιβαζόμαστε ταυτόχρονα,

αλλά έχουν περάσει τόσα κορμιά και κόσμοι από εδώ.

Δεν υπάρχει έρωτας που να μοιράζεται καν στα δύο.
Υπάρχει πάντα ένα απειροελάχιστο κενό
-σαν αυτό των σωματιδίων του μικρόκοσμου-
ανάμεσα στους έρωτες.
Κι όλα εξαρτώνται απ' την ερώτηση και τον παρατηρητή,
για την καρδιά Σου που βρίσκεται μες στο στήθος Σου,
όπως η γάτα στο κουτί του Σρέντινγκερ.

Κι ίσως επειδή αγαπώ την ποίηση,
είναι που σ' αγαπάω τόσο.

Τρίτη 24 Μαρτίου 2020

Γενικά


Η απουσία είναι μια απάντηση, όπως και να το πάρεις. 
Έχει μια κάποια ευθραυστότητα η έννοια του σπιτιού, της πατρίδας και του σώματος -ό,τι ραγίζει δεν ξανακολλάει.

Γενικά, η έννοια ενός πράγματος είναι η αδυναμία αναστροφής στην προ-καταστροφής-περίοδό του. Η σιωπή είναι μια απάντηση: αυτός που μιλά πάντα ψεύδεται -έστω και χωρίς τέτοια προαίρεση- κι η αλήθεια είναι ακοινώνητη. Το σημαινόμενο μιας λέξης είναι μια διαδικασία νοσταλγίας, ομοίωσης και ανάστασης. Γενικά, είμαστε ένα τραύμα, μια πληγή στο χείλος του κόσμου.

Ρίχνω τον οβολό μου να περάσω αντίπερα στην όχθη,
απ' το σώμα μου στο σώμα σου.
Κι η βάρκα τρύπησε σαν από καρφί σαν στου Χριστού το χέρι.

Γενικά,
είμαι σάρκα από τα πλευρά σου,
γυμνά πόδια
στη φλεγόμενη βάτο σου.

Έχει μια κάποια ευθραυστότητα
η έννοια της ταυτότητας,
ό,τι εγγίζει
ραγίζει
σμίγει
αλλοιώνεται
αλλοιώνει
τον χωροχρόνο
τον πόνο
θαρρείς
τολμά
να κοινωνήσει.

Δευτέρα 23 Μαρτίου 2020

Καταλανός χωρικός με κιθάρα

©Miro


*Οι νεωτερικές και υπερνεωτερικές βιοϊατρικές τεχνικές έχουν επιφέρει την εισαγωγή της συμβολοποίησης του γενεαλογικού δεσμού, που ο Guyotat (1980) την ονόμασε γενεαλογία "από σώμα σε σώμα". Η γενεαλογία αυτή συνίσταται στην επαφή και τη σχέση μεταξύ μερών του σώματος και προϊόντων τους -αίμα, γαμέτες, χρωμοσώματα, όργανα- και όχι υποκειμένων με επιθυμίες και φαντασιώσεις (οιδιπόδειες, της πρωταρχικής σκηνής, αποπλάνησης κλπ).
[Maria Clelia Zurlo, "Βιοϊατρική πρόοδος και γενεαλογική προβληματική" - Το υπερνεωτερικό υποκείμενο, Κλήμης Ναυρίδης & Νικόλας Χρηστάκης, εκδ. Ελληνικά Γράμματα]


Απ' αυτό που
με βια μετράει τη γη,

τη λευτεριά,

θα κρατήσω
τη μονάδα μέτρησής της,

τη βια.

Κρατιέμαι

μες σ' αυτή τη βια,
να αφήνομαι ολάκερος

στα χέρια σου,
στο φιλί σου

κι όχι

χέρι στο χέρι σου,
χείλη στο φιλί σου,
στήθος στο προσκέφαλό σου,

μέρος αντί μέρους,
προϊόν αντί προϊόντος.

Θα ήταν αρκετά βολικό
από τη μια να σου ξεπλέκω τα μαλλιά
κι από την άλλη να γράφω έπη,

με τα μάτια να σε καρφώνω στη στιγμή
και με τα αυτιά να υπακούω στις Σειρήνες

και να 'μαι παντού και πουθενά.

Μα τι,
μα που,
μα ποιος
θα είμαι;

Φως το χέρι,
φως το πόδι
κι όλα γύρω σου
είναι φως.

Θα ήταν αρκετά βολικό
με το χέρι να φώτιζα το διάδρομο, όταν ξυπνάς
και πας με φώτα σβηστά
και τραγουδάς,
με το πόδι να φώτιζα την άλλη πλευρά του φεγγαριού,

μα τι,
μα που,
μα ποιος
θα ήμουν;

Θα ήταν αρκετά βολικό
από τη μια να είμαι εγώ
κι από την άλλη να είσαι εσύ,

να 'μασταν άλλα κι άλλοι αντί άλλων.

Μα τι,
μα που,
μα ποιοι
θα ήμασταν;

Είμαι το αίμα μου,
αλλά όχι μόνο αυτό.
Είμαι το σπέρμα μου,
αλλά όχι μόνο αυτό.
Είμαι το χέρι μου,
αλλά όχι μόνο αυτό.

Μα χωρίς το αίμα μου,
δε θα ήμουν εγώ.
Μα χωρίς το σπέρμα μου,
δε θα ήμουν εγώ.
Μα χωρίς το χέρι μου,
δε θα ήμουν εγώ.

Είμαστε εμείς,
αλλά δεν είσαι μόνο εσύ.
Μα χωρίς εσένα,
δε θα ήμουν εγώ.

Τετάρτη 18 Μαρτίου 2020

Πυκνό



Το σώμα
μια αρχαιολογική ανθρωπογεωγραφία,
μια ανθρωπολογία υψηλής πυκνότητας
-κάτω από στρώματα επιδερμίδας, χώματος, ινώδους, νεκρών δερματικών κυττάρων, χαδιών, ηλιοκαμμάτων, ριγών
βρίσκεις το έφηβό σου κάποτε
και
γιατί αυτή η κλίση των δαχτύλων, ποια χειρονομία
και ποιο γεγονός τα όρισε να κλείνουν τοιουτοτρόπως;

Γιατί κρατάω το μαχαίρι έτσι και κόβω έτσι
κρατώντας το ψωμί
κι αλείβω το βούτυρο
και στρογγυλεύω την πανσέληνο,
φτιάχνοντάς σου ένα γεύμα;

Το εσταυρωμένο φεγγάρι
κι ο καρφωμένος κεντημένος πίνακας μιας αναγνώστριας στην κορυφή της τραπεζαρίας -αντί ενός Δείπνου Μυστικού.
Το μπηγμένο μαχαίρι στο ξύλο κοπής με τη μύτη
και το δέντρο το γέρικο ανάμεσα απ' τις πλάκες του πεζοδρομίου
και το φεγγάρι να περνάει μέσα απ' τη φυλλωσιά
και να,
το φεγγάρι σαν πίνακας, σα στολίδι, σα μενταγιόν
στον κόρφο του δέντρου
(σαν τον πίνακα του Μαγκρίτ)
και το στήθος σου -αν και γυμνό-
με μία λάμψη στον κόρφο σου,
δάκρυ -ωκεανός συμπυκνωμένος-
και
ιδρώτας -κόπωση κι αγωνία αιώνων σε ένα κομμάτι δέρατος-
και
μικρό μικρό στολίδι με μιαν αόρατη αλυσίδα
περασμένο στο λαιμό σου.

Σπόρος
ίδιος
κι απαράλλαχτος
σαν τη στιγμή του Μπινγκ Μπανγκ
-κι ας μην υπήρξε, είναι τέλεια μεταφορά

κι είναι μαγικό που κάτι
που δεν υπάρχει
μοιάζει ικανό να μεταδώσει
την εικόνα
αυτού που υπήρξε, υπάρχει ή θα υπάρξει
ή την εικόνα για να υπάρξει.

Που ο τελευταίος θάνατος
θα τους συμπυκνώσει όλους
και
θα τους αναιρέσει

και θα 'ναι ίδιο και το αυτό.

Σπόρος
συμπυκνωμένο σύμπαν
κάθε τινός.

Και τώρα που πέρασαν τα βαρετά τα λόγια κι έφτασες ως εδώ,
σαν μήνυμα παραπλανητικό, να δω, αν θα φτάσεις,
σαν άθλοι που θα σε οδηγούσαν ως εδώ,
αν είχες καρδιά και σθένος κι υπομονή:

μες στην τρυφερή κοιλότητά σου,
σαν τη σπηλιά της Αλταμίρα

-δε με νοιάζει το άπλετο φως,
ούτε της θάλασσας η απεραντοσύνη
κι ούτε του μύθου οι εικόνες
και τα λόγια των μεγάλων ποιητών και προφητών-

σαν τη σπηλιά και στάβλο της Βηθλεέμ

και σαν τη σπηλιά που χώρισαν παντοτινά ο Ορφέας κι η Ευρυδίκη,

μες στη τρυφερή κοιλότητά σου
έμεινα χαραγμένος:
παλάμη και δαχτυλικό αποτύπωμα,
ταύρος και κυνηγός,
Χριστός,
ηχώ
και πένθος.

Σπόρος μες στην τρυφερή κοιλότητά σου
ένας λόγος,
να γεννηθεί ποίηση και προφητεία:
εγώ,
άνθρωπος συμπυκνωμένος,
φιλί συμπυκνώνω,
φιλί σου αφήνω
στον κόρφο σου.

Σάββατο 14 Μαρτίου 2020

Προχωράς

©Dubuffet


Ξεχειλώνει το σώμα,
όπως όταν ένα ρούχο το τραβάνε απ' τη μια,
το τραβάνε απ' την άλλη.
Θα γαντζωθεί μια άκρη από την πλάτη σου
σ' ένα αγκάθι μιας μπουκαμβίλιας,
που θα 'χει σκύψει πάνω από το σοκάκι που περνάς σκυφτός,
θα κρατηθεί το μικρό σου δαχτυλάκι
σ' ένα χέρι,
θα σφηνωθεί το σανδάλι σου
σε μια κακοκατασκευή του πεζόδρομου ή σ' ένα πετραδάκι
ξεχασμένο στην παραλία,
θα φυσήξει ο άνεμος τα μαλλιά σου προς τα πίσω,
θα καρφώσει τη σκιά σου ο ήλιος στη γη
για μια στιγμή.

Προχωράς.

Ξεχειλώνει το σώμα,
εσταυρωμένο στα μικρά σημεία που προαναφέρθηκαν.

Και προχωράς
σ' άλλα σοκάκια,
σ' άλλα μονοπάτια και παραλίες,
σ' άλλους ανέμους ψιθυρίζεσαι
και σ' άλλους ήλιους
-ο ήλιος σε έλκει κι εσύ έλκεις τον ήλιο,
τον άλλον,
τους άλλους.

Ξεχειλώνει το σώμα
κι από μέσα,
σαν τσιτωμένο απ' το παραγέμισμα τσουβάλι,
σαν το ξέχειλο ποτήρι με νερό,
σαν το ρούχο που σκίζεται κάτω απ' τη μασχάλη.

Ξεχειλώνει το σώμα
κι οι πόροι ανοίγουν ολοένα περισσότερο.

Προχωράς.


Δευτέρα 9 Μαρτίου 2020

ΣιωΠες



Εκκρεμείς
κι αναβάλλεσαι
για να υπάρξει μέλλον
συμβολικό.

Ποια η ταυτότητα της ομορφιάς, όταν αποχωρεί το πρόσωπο; Από τα πέρατα του κόσμου έρχεται το τέλος του κόσμου αφήνοντας πίσω του σα σαλιγκάρι σάλια, σαν το παρατεταμένο φιλί εραστών και Ιούδα, ένας μίτος Αριάδνης να βρει να επιστρέψει από τούτον τον κόσμο το τέλος του. Ποια η κίνηση της ομορφιάς, όταν αποσυρθεί το ρίγος;

Ποια η κίνηση της ομορφιάς, όταν αποσυρθεί το ρίγος, πέρα από το να κρατάς ζεστά τα χέρια σου τρίβοντας το ένα με το άλλο, όπως ενώθηκαν και τρίφτηκαν τα χέρια με άλλα χέρια.
Κι από τα τέρατα του κόσμου το πιο βίαιο, αυτό που δεν λέγεται: αυτό για το οποίο υπάρχει η λέξη, υπάρχει ο πόθος κι η συνέπεια, μα δε λέγεται και γίνεται μια σιωπή σα μαύρη τρύπα, που όλα τα σημαίνει και πιο πολλά απ' όσα θα σήμαιναν όσα δεν είπες. Όσα έχουν όνομα στον κόσμο δε λέγονται και δεν αποκαλούνται όσο υπνοβατούν.

Δεν κάνει να ξυπνάς τον υπνοβάτη με τ' όνομά του ή να φωνάζεις τον νεκρό την ώρα που πεθαίνει.
Λένε γυρνά σε μια κατάσταση ανάμεσα σε ύπνο και σε ξύπνιο, σε θάνατο και μη θάνατο. Όσα έχουν όνομα στον κόσμο να μη λέγονται και να μην αποκαλούνται, όσο υπνοβατούν. Μα μια σιωπή που όλα τα σημαίνει. Ποια η ομορφιά που να παρέμεινε ως το τέλος ομορφιά δίχως να νικήσει και δίχως να αμφισβητηθεί και δίχως να προδώσει;

Κι αυτοί που ήξεραν, τ' αγαπάνε πιο πολλοί, κι όσοι δεν ήξεραν, όσα γι' αγάπη κι έρωτα είπε θα μάθουν και θα λένε. Κι οι λέξεις θα μοιράζονται φειδωλά. Καλύτερα να έχουνε οι μεν λιγότερες στο σύνολο, μα πολύ περισσότερες από τους δε, παρά πάρα πολλές στο σύνολο, μα ίσα λίγο περισσότερες από τους δε. Κι όλο τα ίδια και τα ίδια θα λέγονται: από κουτσομπολιά μέχρι την υψηλή την ποίηση και τη φιλοσοφία. Ή για τον καιρό, που κρύωσε και μίκρυνε η μέρα. Και θα ΄χει λίγο μερίδιο η ομορφιά να λέγεται αυτολεξεί και να κρύβει μέσα της σα βαλίτσα -από μόνη της η λέξη- χείλια, πόδια, μάτια, καρδιές, δέντρα, λέξεις και πάλι.

Δεν υπάρχει δυστυχώς το σύντομο μονοπάτι. Για να γνωρίσεις ποιος είσαι, υπάρχει πάντα ο Άλλος και για να φτάσεις στους άλλους περνάς μέσα από τις τρύπες σου (αυτές που μετράς, όταν ξεμετράσαι, αυτές που λεν και σκουληκότρυπες, τις μαύρες τρύπες του μυαλού σου). Δεν υπάρχει δυστυχώς το σύντομο μονοπάτι ευτυχώς.

Αν στο φιλί δεν μιμούμαστε συμπαντικές ενώσεις στον μικρόκοσμο αυτόν μας, είναι δύο χείλια που ως τη σάρκα τους την ίδια φτάνουν. Εν ολίγοις, απ' τις μεταφορές τις ποιητικές γνωρίζουμε τι και τι δεν είμαστε.

*painting by Feodorowitz

Κυριακή 8 Μαρτίου 2020

Δρόμος

©Εγγονόπουλος


Τους ανθρώπους στη ζωή μας
με μιαν υποχρέωση τους ξεκλέψαμε απ' τον Άδη,
μα πώς να το κάνεις
και  να μην
τους κοιτάς μέσα στα μάτια.

Κάθε φορά που σε κοιτώ,
που γυρίζω να δω,
αν στο πεζοδρόμιο περπατάς, στις όχθες της πολυσύχναστης της λεωφόρου,
που γυρίζω να σε δω,
ξεμακραίνεις.

Δε μιλώ πολύ,
γιατί δε μιλούσε.

Μπερδευόμαστε
μέσα στον κόσμο
από σκιές κι αντανακλάσεις,
μα τι να κάνεις, αφού μπορείς
κι αυτές -και πόσω μάλλον αυτές, κυρίως-
να ερωτευτείς, να εμπιστευτείς και να τις
ακολουθείς.

Δεν είσαι μπλεγμένος σε ιστό.
Με τον ιστό που είσαι σε μπερδεύεις.

Όνειρο στο όνειρο έρχεται η νύχτα.

Τα σώματά μας είναι το πέρασμα της νύχτας.
Η νύχτα το πέρασμα των σωμάτων μας.

Διανυκτερεύουν σα σε ξενοδοχείο τα κορμιά μας μες στο όνειρο. Δεν
είναι
νύχτα. Είναι σκοτάδι όπου σταυρώνονται

όσα δε διασταυρώνονται.

Κάθε κεφάλι Λερναίας Ύδρας που κόβεις,
δυο φυτρώνουν,
όπως κάθε φορά που
κόβεις ένα πράγμα, μια αλήθεια, μια σκιά και μια αντανάκλαση.

Μιλώ
γιατί σιωπούσε.
Απλά ρήματα
οι μοίρες μας.
Η ουσία λανθάνει της ύπαρξης.
Σχεδόν δε χρειάζεται να είσαι.
Μιλώ.
Σχεδόν είμαι μιλιά.