Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2018

ερωτ

©Parish


Κάποια στιγμή θα πάψεις να εννοείς όσα λες και θα χρειαστεί να μου κρύψεις κάτι απ' τους ψιθύρους στις σιγανές συνομιλίες σου με άλλους
ή στις προσευχές σου
ή
στο τηλέφωνο.

Μην απατάσαι, δε σου μιλώ για ψέμα ή κάποια προδοσία 
-απλώς να, ένα ελάχιστο φευγιό από τη ρουτίνα μας, που ήδη θα έχεις ξεκινήσει να κάνεις στο μυαλό σου. 

Στην ένταση με την οποία με συνέδεες με ένα κύμα και το καλοκαίρι στο οποίο ανήκε
ή
το κυριακάτικο ξύπνημα θα αντισταθμιστώ με κάτι άλλο.
Μπα, δεν πιστεύω ότι θ' αντικατασταθώ. Ένα μετριοπαθές
και καταπραϋντικό
ίσως κι ανανεωτικό
αντιστάθμισμα.

Τι σκέφτεσαι θα σε ρωτώ -μια μικρή υποχώρηση, αν καλοσκεφτείς ότι κάποτε σε ρωτούσα αν
με
σκέφτεσαι.
Τίποτα
θ' απαντάς κι ίσως να 'ναι αλήθεια, αλλά η ένταση με την οποία αφήνουμε τα πράγματα συνήθως είναι εκκωφαντική. Δεν έχει σχέση το βάρος ενός πράγματος που σηκώνουμε:
αν ένα ποτήρι το κρατάμε πολλήν ώρα στην ίδια στάση, θα μας φανεί ασήκωτο. Το ίδιο κι οι άνθρωποι. Μιλάμε
με
γενικότητες
για τα πιο βαθιά μας μυστικά. Μιλάμε
πολύ προσωπικά για τα ασήμαντά μας.

Ο κόσμος γλιστρά τη μια πολύ ανάλαφρος και την άλλη ασήκωτος. Τη μια
βαθειά προσωπικός κι εύθικτοι εμείς
και την άλλη σαν νεράκι. Έτσι και οι άνθρωποι:
ίσως στις πιο ανέμελες στιγμές μας, στις πιο ανάλαφρες, γενικά πολύ ξέγνοιαστες και γενικά μιλώντας όμορφες στιγμές, οι άνθρωποι να 'ναι εκεί η βαρύτητα και στις πιο δύσκολες και στα προσωπικά μας δράματα το αεράκι, το φευγιό, ημιδιαφανείς.

Κάποια στιγμή -το ξέρω τόσο καλά- αυτό που λες θα 'ναι αυτόματο, μια καλά
αυτοματοποιημένη
διαδικασία
ενός
πράγματος που κατέβαλ-
λες προσπάθεια πολύ άλ-
λοτε για να το πετύχεις.

Το "σ' αγαπώ" πχ.

Κι είναι αυτή η αυτοματοποίηση άραγε λιγότερο ειλικρινής ή μήπως απ' την πολλή χρήση, την έμαθες και σου 'γινε σχεδόν σαν αντανακλαστικό, σαν μαθημένη από αρχαία χρόνια και φερμένη απ' τους νευρώνες;
Μην απατάσαι, οι γενικότητες δεν κρύβουν κάτι πάντα πολύ ειδικό.

Ίσως κι αυτό που μ' αγαπάς, αν σε ρωτήσω διεξοδικά, να 'ναι μια καλά χτισμένη γενικότητα. Τι

ανέμελη

στιγμή. Θα 'πρεπε οι

άνθρωποι που τους αφιερωνόμαστε να μας θυμούνται
-ως εικόνα-
και
να μας ήξεραν σαν παιδιά.

Σαν όταν πεθάνουν οι γονείς ή τα αδέλφια, οι συγγενείς, να μας πιστεύουν ότι υπήρξαμε παιδιά κι όχι γενικά επειδή όλοι μεγαλώνοντας από βρέφη, κάποια στιγμή περνάμε κι από την παιδική ηλικία.

Θα σε ρωτώ τα ίδια και τα ίδια
βαθειά παιδί
και γέρος ανοϊκός
και μέχρι ν' αυτοματοποιηθούν
και μέχρι να γίνουν γενικές ερωτήσεις, που δεν ακουμπούνε το σπουδαίο.
Θα σε ρωτώ τα ίδια και τα ίδια
σαν να ξεχνώ
μέχρι να ξεχάσω
όντως,
λήθη επίκτητη,
έρωτας,
συ,
εμείς.

Πέμπτη 13 Σεπτεμβρίου 2018

^ξεχασμένο

©Metzinger


Το ξεχασμένο χιόνι
κόβει σα γυαλί,
τέμνει εγκάρσια τον ορίζοντα,
λησμονιέται από τον ήλιο
ή βιαστικά λιώνει λίγο λίγο την επιδερμίδα του και
μένει μοναχά αυτό
που θα το σκεπάσει άλλο χιόνι.

Το ξεχασμένο χιόνι
σκεπάζει σα σεντόνι,
απ' την άλλη του μεριά
όση γη έχει από κάτω της τόσον Άδη
καταπώς όση γη έχει από πάνω της τόσον ουρανό.

Το ξεχασμένο χιόνι
που δεν έλιωσε,
δεν ήτανε νερό της λησμονιάς, αθανασίας ή αμίλητο,
το νερό του χιονιού είναι άλλο νερό
κι είναι το δέρμα σου.

Νέο χιόνι θα το σκεπάσει,
νέο δέρμα θα κάτσει πάνω στο δέρμα σου
σα μια πληγή που θα βγάλει νέο δέρμα.
Το ξεχασμένο δέρμα σου
θα το σκεπάσουν άλλα δέρματα.

Κάθε νέο πρόσωπο θα 'ναι προσωπείο σου
και κάθε όρκος
θα 'ναι όρκος σ' εσένα.
Όπως οι νέες θρησκείες πατάνε πάνω σε δοξασίες
κι ημερομηνίες
και τελετουργικά
πρωτόγονων κι αρχαίων θρησκειών
για να καθιερωθούν.

Το ξεχασμένο πρόσωπό σου
έρχεται στο όνειρο
-είδα ένα πρόσωπο, που δεν το 'χω δει ποτέ μου-
κι όμως στο όνειρο κάθε πρόσωπο
το έχουμε δει έστω και φευγαλέα
έστω και μια φορά
-πόσω δε μάλλον το δικό σου.

Είμαι
εσύ,
εγώ
και
το
ανεκπλήρωτο
πέρασμα.

Τετάρτη 12 Σεπτεμβρίου 2018

(ελέφαντας)



Αργά φτάσαμε στον προορισμό μας κι
είναι από τις μέρες, γαμώ-
το, που δεν παίζει το "κάλλιο αργά παρά ποτέ".
Αργήσαμε. Γέρασαν όλοι κι όλα.
Κάθονται στα μπαλκόνια και χαζεύουν τους περαστικούς.
Κουτσομπολεύουν από τα μπαλκόνια τους, από μπαλκόνι σε μπαλκόνι καπνίζοντας ή τρώγοντας καρπούζι
τα καλοκαίρια ή που
το χειμώνα μοιάζουν σαν βιτρό στα παράθυρα γοτθικών πολυκατοικιών.
Κι όμως η υποδοχή κατά τόπους είναι αίθρια. Ενίοτε λυσσομανάνε καταιγίδες και κεραυνοί. Μετράς από την αστραπή ελέφαντες για να δεις πόσο απέχει η καταιγίδα.
Ένας
ελέφαντας, δύο ελέφαντες, τρεις ελέφαντες...να σου,
το μπουμπουνητό. Ένας
ελέφαντας, δύο ελέφαντες... να σου, πάλι. Πλησιάζει. Κάτω από τα μπαλκόνια
κρύβεσαι
για λίγο ή τρέχοντας
περνάς από το ένα στο άλλο.

Έτσι φτάνουμε και στον προορισμό μας.

Λίγο λαχανιασμένοι, λίγο βρεγμένοι ή ιδρωμένοι. Πάντα
ο προορισμός, λένε, είναι ένα σπίτι. Και τα σπίτια παλιώνουν.
Τα ενοίκια είναι δυσανάλογα των προσφερόμενων ανέσεων. Έχουν περάσει σεισμούς, υγρασία και κακούς νοικάρηδες. Στα νεότερα σπίτια
δεν μπορείς εύκολα να μπεις. Δεν υπάρχει κανένας συμ-
βολισμός, σαφώς. Είναι ωμός ρεαλισμός. Ένας
ελέφαντας, δύο
ελέφαντες, τρεις
ελέφαντες, τέσσερις, πέντε... είναι κει.

Περνάνε τσίμα τσίμα
στα στενά δρομάκια.
Δείχνουν το δρόμο:
όταν πλησιάζει το τέλος σου,
απομακρύνσου από το κοπάδι.

Δεν βρίσκω κανένα νόημα στην εξοικείωση με τον θάνατο ως στιγμή.
Όλη μας τη ζωή ν' αφιερώναμε σε αναδιανομή των δοξασιών περί θανάτου:
αλλάζουμε μορφή, γινόμαστε η χρονομέτρηση της καταιγίδας, οι νοητοί ελέφαντές της,
το φως από τα αστέρια που περνά από τα σύννεφα ή μπορεί κι αυτό μια παρηγοριά χωρίς νόημα να είναι.

Έφτασα αργά στον προορισμό μου.
Σα δάκρυ που στάζει απροσδόκητα, εκεί που δεν είσαι στενοχωρημένος.

Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου 2018

γχ



Έχω ένα μπλουζάκι σου ραντάκι, χωρίς μανίκια
-πες τα και χέρια, πες τα και φτερά-
μια φορετή πανοπλία για το στήθος,
μια λεπτή μαρμάρινη επίστρωση από το θώρακα
της Νίκης και της Αφροδίτης
και του ενστίκτου σου να βουτάς στην πρώτη γραμμή σε κάθε μάχη.

Το γεμίζω με δύο πορτοκάλια στη θέση των μαστών σου
που τα βράδια λαμπυρίζουνε σαν δυο μικροί ήλιοι
και παρατηρώ τις σκιές μου στον τοίχο
όταν στέκομαι από πάνω τους
 Μες στο χώρισμα που υπονοείται από τα δυο σου
στήθη βυθίζεται η νύχτα.
Οι αϋπνίες μας γίνονται
δυο μαύροι κύκλοι.
Η νύχτα είναι
δυο μαύροι κύκλοι.
Τα μάτια σου είναι
δυο μαύροι κύκλοι.

Στο Σώμα Σου θεσμίστηκε ο Έρωτας.
Στο Σώμα Σου θυμήθηκε ο Έρωτας.
Στο Σώμα Σου κοιμήθηκε ο Έρωτας.

Μπορούνε τόσα πράματα να πάρουνε τη θέση τόσων πραγμάτων
-ουδέν αναντικατάστατον-
κι εμμένουμε στο ένα και συγκεκριμένο,
γιατί μάλλον δεν αντικαθίστανται όλα τελικά
ή
ίσως κι αυτό να είναι μια βεβιασμένη λογική,
Νίκη μου ή Αφροδίτη μου.

Όση ολότητα κι αν αναδείξουμε, πάντοτε
διατρέχει μια αποσπασματικότητα
κι αιρετικότητα την αντίληψη, τη σύλληψη,
την λέξη μας.
Για να Σε δω όσο πιο πλέρια γίνεται δεν κάνω βήματα πίσω,
μα Σε πλησιάζω.
Το σύνολο είναι κάτι παραπάνω από απλό άθροισμα των μερών του,
έτσι που το κάθε μέρος παύει
να είναι μια απλή αυθυπαρξία του εαυτού του.

Στο Σώμα Σου κατέληξε ο μίτος.
Το Σώμα Σου, Άτλα μου και Σίσυφέ μου.
Το Σώμα Σου με το σώμα μου είναι κάτι παραπάνω από δυο σώματα ενωμένα.

Τα μάτια Σου είναι δυο μαύρες τρύπες.
Το ραντάκι σου κομμάτι από ένα άετωμα.
Μπορούνε τόσα πράματα να πάρουν τη θέση τόσων άλλων.
Αυτά που δεν είναι αφεαυτά πώς ν' αντικατασταθούν
και πώς αυτά που μαζί με άλλα μαζί είναι κάτι παραπάνω από το άθροισμά τους
κι άρα κάτι άλλο και πέρα από αυτά καθεαυτά;