Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2012

Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2012

Ένας+1


- Ακόμη κι αν δε βρεθεί το σωματίδιο του θεού (ο άλλος τον κοιτά περίεργα)... Μποζόνιο του Χιγκς; Ούτε; Οκ!

(γελάνε)

Ακόμη κι αν δε βρεθεί νομίζω πως ταιριάζει περισσότερο σ' έναν θεό ένα μικροσκοπικό σώμα.

(ο άλλος χαμογελά)

(κοιτάζουν τ' αστέρια)

Σκέφτομαι επίσης πόσες φορές έχουμε επαναλάβει τις ίδιες κινήσεις από τότε που υπάρχουμε, για να ξαναζούμε τη μαγεία. Ξέρεις όλο αυτό σαν σκύλος του Παβλόφ κι όταν κοιτάζεις, δεν ξέρεις... Αν λίγο βγαίναμε απ' τον οποιοδήποτε φαύλο κύκλο...

- Ναι;

- Ίσως βγαίναμε απ' τη τροχιά, ίσως σβήναμε.

- Ναι.

(τον κοιτά, ενώ ο άλλος συνεχίζει να κοιτά την πόλη κάτω)

- Μ' αγαπάς;

- Ε;

- Μ' αγαπάς;

- Δεν ξέρω τι αποκλείει μια τέτοια λέξη.

- Θυμάσαι;

- "Μια λέξη φαίνεται δώρο απ' τους θεούς και δούρεια μια νύχτα οι Τρώες θα σωπάσουν"

(αρκετή σιωπή, ακούγεται σιγανά η φωνή του ενός να σιγοψιθυρίζει τραγουδιστά ακατάληπτα κι έπειτα έξαφνα)

- Θυμάσαι. Ναι.

- Ναι.

- Έχεις μαζί σου ένα τσιγάρο;

- Τι λες;

- Ένα τσιγάρο.

- Σοβαρολογείς; Το 'χεις κόψει χρόνια!

- Ίσα να το μυρίσω, δε θα τ' ανάψω. Τέτοιες νύχτες δεν ανάβουνε τσιγάρο.

(ο άλλος τον κοιτά)

Λοιπόν;

(ο άλλος ψάχνει και του δίνει ένα ύστερα από λίγο)

Ευχαριστώ!

(κάνει να ψάξει να του δώσει αναπτήρα)

Είπα: δε θέλω να τ' ανάψω τέτοια νύχτα!

(στρέφει το βλέμμα του αόριστα)

Πώς λες να 'ναι;

- Μαύρα!

(γελά ο άλλος)

- Ψύχραιμα. (γελά πολύ έντονα)

- Πού βρίσκεις το κουράγιο;

(δεν απαντά, χαζογελά λίγο ακόμη)

- Θέλω να γράφεις για τις νύχτες, για τους ανθρώπους, για όλα. Όλα, όλα, όλα, όλα, ακόμη και το ελάχιστο! Είναι σαν να μου γράφεις. Ελπίζω να μην έχουν απεργίες τα ταχυδρομεία.

- Πού βρίσκεις τόσο κουράγιο;

- Η ποίηση είναι ένα γράμμα ανεπίδοτο.

- Πού;

- Τ' αστέρια στριφογυρνούν.

(έπειτα κλείνοντας τα μάτια και γέρνοντας λίγο προς τα πίσω)

"Και θα νικήσω τον θάνατο, με θάνατο δικό μου κι αυτόν τον ίδιο κλείνοντας νωρίτερα τα μάτια..."


Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου 2012

Η κόλαση είναι οι άλλοι

Εκείνη τη στιγμή που λέγεται, με ό,τι έχει προηγηθεί και με ό,τι ακολουθήσει, διαισθάνεσαι -πώς το λένε;- το νιώθεις σύγκορμα, πως υπονοείται το οποιοδήποτε συναισθηματικό και συμπεριφορικό παιχνίδι παίζεται σε μεγαλύτερα των δύο ατόμων σχήματα, μπροστά στην έκθεση, το άλλοθι, τη συμπαράσταση, την ετερότητα, το τρίτο μάτι ενός άλλου ή άλλων πέραν του ενός ζευγαριού, όπως και να το ονομάζεις. Και ίσως ξανασκεφτείς, πως χωρίς αυτό το τρίτο μάτι, δε θα υπήρχαν αυτά τα παιχνίδια, πως ακόμη κι αν αναφέρονται για το αλισβερίσι ενός ζευγαριού δε γίνεται να υπάρξουν αν δεν υπάρχει τουλάχιστον ένας τρίτος. Γι' αυτόν τον τρίτο, γι' αυτό το εξωγενές, το τόσο αναπόσπαστο, αυτή την κόλαση που επωάζεται εκτός, γίνονται όλα, υπάρχουν όλα, παραμένουν αγέννητα κι αθάνατα όλα.


Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2012

Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2012

Οι καφέ ή οι ξύλινες χάντρες είναι περισσότερες;

Έχω τα μάτια του ήλιου και τα δάκρυα της βροχής. Ένας πιστός Εωσφόρος σ' έναν μπιστικό σεληνάτο ουρανό. Με καινούρια γλώσσα ξημερώναμε, με μια παιδική άγνοια -ποτέ αθωότητα, ποτέ τα παιδιά δεν υπήρξαν αθώα- και με την ίδια τη γλώσσα του χτεσινού βραδιού νυχτώναμε ή ξενυχτούσαμε και με μια κούραση ενήλικου χωραφιού ή κοπαδιού ή δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο: “Καχλημέρα! Τι κάνεις;” το πρωί, με την άγνοια, και “Καληνύχτα! Να ξημερωθούμε με το καλό!”, το βράδυ με την κούραση, την ελπίδα ή την κρυφή πεθυμιά, ποτέ να μην ξημερώσει. Αυτό το χ παρέμενε, σαν μιαν άγνωστη μεταβλητή, το μόνο που κρατώ από τα σχολικά χρόνια. Η τελευταία μαθηματική έννοια που έμαθα ήταν αυτό το χ. Κάποτε υπέθεσα, αν μπορούσα να βάζω σε όλες τις λέξεις χ, που ο καθείς θα το μετέφραζε ως ήθελε, αλλά μετά ποιος ήμανε εγώ να φτιάξω νέα γλώσσα. “Σ' αρέσει το σεληνάτο;” “Τρώω ίσαμε δύο μεγάλα πιάτα, τα βαθιά.”
Λαχταρώ συχνά την ηρεμία του χωριού. Τι μπορείς να ακούσεις ή να φανταστείς μέσα στην ηρεμία του. Να ακούς... πολλά... και να μη μολογεί κανείς... έτσι όλοι κάνουν σαν να μην ακούν... κι έτσι, όντως, τίποτε δεν ακούγεται...
Πόσοι φίλοι μας μείνανε πιστοί; Έχω κι αυτά τα ζωντανά, περνάνε οι μέρες. Πρωί πρωί τα βγάζω για βοσκή, αργά το απόγευμα γυρνάμε. Ένας καλός τσοπάνης χρειάζεται πρώτα να σφυράει καλά και μετά ν' αγαπά. Να σφυράει δυνατά, ν' αντιλαλεί παντού, να συρίζει στ' αυτιά των προβάτων το σφύριγμα, όπως συρίζει ο άνεμος, να τα περικυκλώνει, να ξέρουν πως όπου πάνε, υπάρχει το σφύριγμα κι ας μην υπάρχω εγώ. Τουλάχιστον εγώ, θα τους δώκω να φάνε. Σπέρνεις, ποτίζεις, φροντίζεις, θερίζεις. Το πιο τραγικό είναι να φροντίζεις. Ξέρεις τι είναι αυτή τη γης που είναι κοινή, που όλοι μοιράζονται την ίδια βροχή, τον ίδιο ήλιο, την ίδια φροντίδα, να την επιδιώκεις μόνο για τα φυτά σου; Αλλά πώς να ζήσεις; Βγάζεις τα ζιζάνια. Είναι κι αυτά ζωή, αλλά όχι η ζωή που θες. Τα ξεριζώνεις, τα καις. Έχουν κάθε δικαίωμα κι εσύ έχεις κάθε υποχρέωση, ενώ κανείς δε σου ζήτησε τίποτε. Εσύ αυτεπάγγελτα ορίστηκες γεωργός μιας γης, κάτοχος αυτής και δικαιοδοτείς την ύπαρξη ή όχι. Σχωράτε με, δεν είναι δικά μου αυτά τα λόγια.
Πήρε ένα πατσαβούρι καθαρό και στεγνό, το βούτηξε σε καθαρό κρύο νερό με μπόλικο ξύδι και βούτηξε το πανί μέσα. Το έβγαλε, αυτό καταρρακτωδώς δέσποζε σα ζωή και το έστυψε να μείνει απλώς βρεμένο. Το πήρε και άρχισε να γυαλίζει τις επιφάνειες. Έτριβε, έτριβε, έτριβε, έτριβε, έτριβε, έτριβε... Όπως οι λέξεις αλλοιώνονται στην επανάληψή τους, έτσι και οι κινήσεις. Βυθιζόταν σε μια νιρβάνα, σα δερβίσης που στροβιλίζεται γύρω από τον άξονά του. Η γη σίγουρα θα έχει χάσει την συνειδητότητα της ίδιας της τής ύπαρξης και της ύπαρξής μας. Έτριβε και γυάλιζε τις επιφάνειες. Μέσα στο ξύλο δε μπορούσε να μπει. Κι οι επιφάνειες όσο καλά τις καθαρίζεις, τόσο πιο εύκολα θα ξαναδείς τη σκόνη πάνω τους. Και το ξύλο θα παλιώσει και θα πιάσει σαράκι. Είναι τόσο θαυμαστή η ζωή που δημιουργείται μες στο ξύλο, που θαρρείς όλη η ζωή από κει ξεκίνησε. Σαράκι.
Υλοτομία ακάθεκτη στο κοντινό δάσος. Για κάθε δέντρο που πέφτει φυτρώνουν ένα νέο. Για κάθε ζωή που καταδικάζεται; Συγγνώμη, κύριε, μονολογώ στο τσεκούρι μου. Ο πέλεκυς. Κι ο κύριος πήρε το λερωμένο από ξυλόσκονη χέρι του από το αλυσοπρίονο και το κίνησε με μια κίνηση κλασική τόσο, που αν την επαναλάβεις στο μυαλό σου αργότερα, θα σκεφτόσουν πως είχες το περιθώριο να σκεφτείς πως ο θάνατος χωρούσε μέσα σε αυτό το διάστημα. Και πήγε το χέρι του στο πλαστικό ποτήρι με νερό. Το έφερε στα χείλη σα θείο δισκοπότηρο, γιατί όλα αγιάζουν στην ανάγκη σου, και το κατάπιε όλο, ως τη τελευταία σταγόνα, ως το τελευταίο δέντρο που χωρούσε να περάσει από τη σκιά του κεφαλιού του στην απαστράπτουσα επιφάνεια του νερού. Όλο το κατάπιε. Τσακ! Τσακ! Τσακ! Βουνά παντού αλύγιστα, απροσπέλαστα, απόκρημνα, βραχώδη, πυκνοφυτεμένα (από κάποιο άγνωστο χέρι, που το λέμε θεϊκό), προσφιλή για εκδρομές όσο αντέχουν τα παιδιά στον ήλιο της άνοιξης ή του καλοκαιριού, με πηγές, με ζώα. Μπορούσες να δεις τέλεια από το παράθυρο στο δεύτερο όροφο της δεύτερης ετεροθαλούς αδερφής του ετεροθαλούς αδελφού του πατέρα μου το βουνό που δεν θυμάμαι το όνομά του, γιατί είχε κάτι με άγιο μέσα. Σκιάζομαι να θυμάμαι τα ονόματα αγίων και ηρώων. Αυτό το παράθυρο είχε σιδεριές, όχι γιατί φοβόντουσαν κάποιον κλέφτη, αλοίμονο εδώ πέρα, αλλά κυρίως για τα μικρά παιδιά. Έτσι έχασαν το πρώτο παιδί τους, έπεσε από το παράθυρο, γιατί νόμιζε πως θα μπορούσε να πετάξει. Το πιο τραγικό είναι πως δεν είχε το αριστερό του χέρι και το δεξί του ήταν ατροφικό. Του είχαν μιλήσει όμως, πως όπου υστερείς, υπερτερείς σε κάτι μεγαλύτερο. Και τόλμησε.
“Μετράς τ' αστέρια;” “Δεν ξέρω να μετρώ πάνω από το είκοσι.”
Ένας μεγάλος καθρέφτης μεγάλωνε τον χώρο στο σαλόνι στο σπίτι της γιαγιάς. Ήταν σαν ένα βαθύ τραύμα στον τοίχο που έβλεπες βαθιά μέσα, αλλά ακόμη μακρύτερα πέρα έξω. Το σκρίνιο δεν ήταν δεξιά σου, ήταν αριστερά σου, στη φωτογραφία με τον παππού και τη γιαγιά, δεν έβλεπες τη γιαγιά στα δεξιά πια, μα στ' αριστερά και γυάλιζε λίγο καθώς φως ερχόταν από το παράθυρο, που έμοιαζε μικρότερο τώρα στον καθρέφτη. Τα είδωλα πέρα από τη στειρότητα της πρωτοτυπίας τους, πρέπει να γυρίσουν πλευρό, πριν αποκρυσταλλωθούν, κάτι που ξεχνάμε πάντοτε. Η μαμά πέρασε από την κουζίνα προς το διάδρομο, έριξε μια ματιά και σίγουρα θα νόμιζε πως κοιταζόμουν στον καθρέφτη. Ή έτσι νομίζω. Ή μπορεί τίποτε να μη σκέφτηκε. Μπορεί καν να μη με είδε. Μπορεί να κοίταξε τον εαυτό της. Εγώ δεν είχα προσέξει πως φορούσα στραβά το μπλουζάκι μου, το μέσα έξω και το μπρος πίσω. Κι όμως δεν έδωσα πολλή σημασία, θα το άλλαζα αργότερα.
“Αλεπούυυ! (ακούστηκε ηχώ: αλεποούυυ – επούυυ – πούυυ – πού).”
Πού βρίσκεται το ομορφότερο μέρος του κόσμου; Λίγο αν σκεφτόμασταν ότι ο καθένας μας έχει το δικό του ομορφότερο σημείο, το ολόδικό του σημείο... Εγώ λατρεύω τα σημεία που κάνουν ηχώ. Πηγαίνω, φωνάζω και ακούω την κατάληξη που μπορεί να πάρει μια λέξη κι ακούω να δημιουργείται μια νέα λέξη. Που και που απαντά κανένα ζώο.
“Τα μάτια σου.” “Τι τα μάτια μου;” “Τα μάτια σου με καθρεφτίζουν.” “Και τα δικά σου εμένα.” “Τα μάτια σου.” “Μάτια μου.”
Όλες αυτές τις φωνές ακούω σ' αυτό το χωριό όπως φυσώ κι όπως κρεμιέμαι από κλουβιά κι όπως αγγίζω τα πλυμένα ρούχα στα σχοινιά κι όπως δίνω σώμα ασώματο. Δεν έχω τίποτε δικό μου, μα είμαι όλων. Νυχτώνει. Οι δυο τρελοί του χωριού βγήκαν στην πλατεία και συζητούν: “Είδα ένα αλλόκοτο όνειρο. Πάτησα κάτι γυαλιά στον ύπνο μου και ξύπνησα και έδεσα τις πατούσες μου, γιατί πονούσαν.” “Αμ, καλά μας λένε τρελούς, αφού κοιμόμαστε ξυπόλυτοι!”
Όχι, δεν είναι οι τρελοί, είναι περιφερόμενοι διασκεδαστές. Ο αρκουδιάρης με την αρκούδα του αντικαταστάθηκαν από δυο προσποιητούς τρελούς. Όχι επειδή οι φιλοζωικές ομάδες κατάφεραν να δώσουν λευτεριά στ' απειλούμενα ζώα, αλλά επειδή τα τσίρκα πήραν τις δουλειές και τα λεφτά. Δυο προσποιητοί τρελοί. Προσποιητοί τρελοί. Σάμπως είναι κανείς αυτούσια τρελός; Ή ο,τι δήποτε άλλο, αν δεν προσποιηθεί; Παρακάτω κάτι παιδιά με βόλους, ένας παππούς τα κοιτάζει. Αναπολεί; Καμαρώνει; Φοβάται; Αδιαφορεί; Κοιτά πέρα από τα παιδιά; Κοίτα τους βόλους τους ξύλινους; Τους καφέ και άσπρους; Κοιτά πέρα από τους βόλους; Ονειρεύεται ξύπνιος; Αναπολεί; Καμαρώνει; Φοβάται; Αδιαφορεί; Απλώς κοιτά; Πεντόβολα. Κρυφτό. Όποιος είναι πίσω του, μπροστά του, δεξιά του, αριστερά του, θα καεί. Το κοπερτί. Το κονφετί. Μετά μάζεμα και σκυθρωπά πρόσωπα για την επιστροφή στο σπίτι. Φαγητό, πλύσιμο, ύπνος. Όνειρα, ο συνεκτικός κρίκος. Κρίκοι, αλυσίδες, δουλοπάζαρο ονείρων. Πώς έφτασα ως εδώ;
Όπου υπάρχει άγαλμα, δημιουργείται κι ιστορία. Και στην πλατεία υπάρχει άγαλμα με δυο παγκάκια που κοιτούν προς αντίθετες κατευθύνσεις. Εκεί συναντήθηκαν πολλά ζευγάρια κι από αυτά καταλαβαίνει κανείς πως το χωριό είναι πιο μεγάλο από όσο νομίζαμε. Εκεί φιλήθηκαν πρώτη φορά, εκεί χάιδεψαν πρώτη φορά αντρικά χέρια έναν γυναικείο ώμο, εκεί ακούστηκε το αχνιστό γέλιο ενός αστείου με γυναικεία χροιά, εκεί ζητήθηκαν συγγνώμες, εκεί απορρίφθηκαν προτάσεις με ερωτηματικό και θαυμαστικό μαζί με τη σιγουριά της τελείας στη σκέψη της γέννησής τους, εκεί χώρισαν ζευγάρια που δεν ειδώθηκαν ποτέ ξανά, εκεί χωρίζονταν τα πρωινά, ακόμη κι ομόφυλα ζευγάρια ή παράνομα ζευγάρια ετερόφυλα. Όλοι τους υπήρξανε αγάλματα. Ο καθένας και μια ιστορία. Αυτό το άγαλμα δεν ένιωσε ποτέ του μοναξιά, όσο μοναχικό κι αν ήθελε να δείχνει. Όσο μοναχικοί κι αν θέλουμε να δείξουμε, δεν είμαστε ποτέ μόνοι. Εκεί χαιρέτησα για πρώτη φορά σαν ανάσα του το λουλούδι της. Χαμογέλασε. Στη φρουτιέρα πέντε πορτοκάλια, σαν ήλιοι βασιλέματος. Ο χυμός τους ηλιόλουστος με μια ουράνια οξύτητα. Ξίνησα τα μούτρα κι ο αδερφός μου, κατάκοιτος στο κρεβάτι, με κοίταξε και γέλασε, γιατί κι εκείνου του άρεσε να ξυνίζεται, όταν η μητέρα του έδινε πορτοκαλάδα στυμμένη. Είχαμε όλοι κρύψει έστω και για ελάχιστη στιγμή έναν στυμμένο ήλιο στο αίμα μας. Όλοι κρύβαμε έναν ουρανό μέσα μας, όλοι κρύβουμε έναν ουρανό μέσα μας. Όλοι; Χα!
Ξέρεις τι είναι να πουλάω και να μη δίνω σ' όσους δεν έχουν; Ανοίγω τη τηλεόραση και βρίζω όλους για εκεί που μας κατήντησαν. Έχουμε πολλές οικογένειες που δίνω που και που δωρεάν κατιτίς, αλλά κι εγώ οικογενειάρχης είμαι, πώς θα μεγαλώσω την οικογένειά μου; Η δυστυχία έρχεται όταν θες να μεγαλώσεις άσκοπα κι άλλο.
“Πού θες μπαλώματα; Α, εδώ; Είναι προίκα από την προγιαγιά σου; Πωπώ, θα το προσέξω σαν τα μάτια μου. Α, πες και στον γιο σου, όταν μπορέσει, να έρθει να μου ξαραχνιάσει λίγο δυο γωνιές μες στην αποθηκούλα, μη μεγαλώσουν οι ιστοί. Να 'σαι καλά!”
Ένα μωρό κλαίει. Κοίτα τον ορίζοντα, η κοιλάδα ανάμεσα στα δυο βουνά, σα χαμόγελο. Μυρωδιά ψητού αρνιού. Κάποιος θυσιάζει στον θεό του τη τσίκνα. Αλλά πάνε τ' αρχαία, κάποιος θα γιορτάζει ή θα έσφαξε κάποιο πρόβατό του. Η εκκλησία του χωριού. Μέχρι εδώ φτάνει η τσίκνα, αλλά μέσα το λιβάνι κερδίζει κάθε άλλη μυρουδιά. Στο τέμπλο οι άγιοι. Αμαρτία μου, αλλά μοιάζουν έτσι όλοι μαζί, πιασμένοι να χορέψουν, να τραγουδήσουν πέρα από τους ύμνους, τις ευχές, τις προσευχές, να σφυρίξουν, ν' αγκαλιαστούν. Στο γυαλί πάνω από την εικόνα, μπορούσα να διακρίνω τη σκιά μου κι η εικόνα του αγίου αλλοιωνόταν κι από πίσω μου το φως από το κερί μου διέγραφε ένα φλόγινο μαλλί, σαν φλογερό φωτοστέφανο. Μεμιάς έτρεξα έξω από την εκκλησία κι έτρεξα σπίτι.
Ένα μικρό κουνέλι ή γάτα ή σκύλα ή δεν ξέρω τι, ο,τιδήποτε, γέννησε 8 μικρά και έφαγε τα δύο. Τα κατασπάραξε... Εκεί στο σπίτι, η μάνα ετοίμαζε φαγητό. Είχε στρώσει τα μαχαιροπίρουνα και τα πιάτα. Οι δυο μας. Τώρα τελευταία τρώγαμε νωρίς πολύ, χωρίς να περιμένουμε τον πατέρα και τα φαγητά είχαν παράξενη γεύση και μου προκαλούσαν γρήγορο ύπνο. Ήταν πολύ αλμυρά κι όλα τρώγονταν με κουτάλι, σα σούπα. Όμως σήμερα είχε μαχαίρι. Άρχισα να παίζω, όπως μικρός έτρεχα από το σχολείο και κραδαίνοντας αρχικά το μαχαιροπίρουνο, μετά ξεσπούσα σε τυμπανοκρουσίες ανυπομονησίας για να έρθει το φαγητό κι η μάνα μου έλεγε: “Έρχεται, περίμενε”, κοιτώντας με με ένα ύφος, σα να μου έλεγε ότι θ' αργήσει, αν επιμείνεις. Έχανα τον ενθουσιασμό μου και μου έλεγε ξανά: “Τι μύρισες τα φασόλια και δεν πεινάς πια; Για το καλό σου τα φτιάχνω”. Έσκυψα πάνω από το μαχαίρι. Μπορούσα και χωρούσα παραμορφωμένος σ' ένα μαχαίρι. Το σήκωσα κι έμοιασε ιδιαίτερα ελαφρύ. Το έπαιζα στα δάχτυλά μου. Έβαλα την κόψη του στο ύψος των ματιών για να διχοτομήσω το παράθυρο. Σα τοπία πάνω σε λίμνη καθρεφτιζόταν το πάνω μέρος, ενώ το κάτω αγνοούνταν, αργότερα παρατήρησα μια μύγα, που ίσως έβλεπε τα πόδια μου με το κάτω μέρος. Έδιωξα τη μύγα. Προμηνυόταν βροχή. Είχε ήδη συννεφιάσει. Άρχισα να χτυπάω τα μαχαιροπίρουνα αυθόρμητα. Έβλεπα τη μορφή μου να προσαρμόζεται στο σχήμα του μαχαιριού από τη μια και του πιρουνιού απ' την άλλη, αν και οι απολήξεις του έμοιαζαν σαν κέρατα, σα να έγινα διάβολος, Εωσφόρος. Ο ήχος του ταλαντώμενου πιάτου και του μαχαιριού (άφησα ωστόσο το πιρούνι), έκαναν ηχώ παρατεινόμενη. Έβλεπα το πρόσωπό μου στο μαχαίρι, άκουγα τον ήχο. Ήρθε η μάνα μου από την κουζίνα και με μια αυστηρότητα μου κάνει: “Ε! Τι πράματα είναι αυτά, κοτζάμ γομάρι” κι έμοιασα στα μάτια της τόσο μικρός, σα μυρμήγκι. Όσο με κοιτούσε, τόσο δε μπορούσα να φτάσω στα μάτια της να με δω. Σήκωσα το μαχαίρι και της το κάρφωσα 32 φορές στην κοιλιά, στο στήθος, στο μάγουλο, στο πόδι.
Το σχολείο μεγάλο, με καμιά κατοσταριά παιδιά. Και δημοτικό και γυμνάσιο και λύκειο με θεατρικές, χορευτικές και μουσικές ομάδες.
“Όποιος απαντήσει στην επόμενη ερώτηση, θα πάρει τον μεγαλύτερο βαθμό στη τάξη.”
Στις τρεις πρώτες τάξεις του δημοτικού η ερώτηση ήταν: Τι είναι βαρύτερο; Ένα κιλό βαμβάκι ή ένα κιλό σίδερο; Στις τρεις τελευταίες τάξεις του δημοτικού: Ποια είναι η πρωτεύουσα της Γουατεμάλας; Στο γυμνάσιο, στις δύο πρώτες τάξεις, η ερώτηση ήταν μια δευτεροβάθμια εξίσωση με χ. Στη τρίτη γυμνασίου, ρωτήθηκαν για τη σύνταξη ενός αρχαίου κειμένου. Στο λύκειο ήταν ενιαίο το ερώτημα (παρμένο από κάτι ανάμεσα σε θρησκευτικά, αρχαία, μαθηματικά, φυσική, χημεία, μουσική, αστρονομία, σχέδιο): Ποιος έχει δικαίωμα στον θάνατο;
Δεν υπάρχει χωριό. Αλλά και να υπάρχει το χωριό, τι δεν είναι έγκλημα εδώ;

Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 2012

Ιστορία μιας μπουκιάς #2

Έφαγε παϊδάκια. Έριξε στον σκύλο κόκαλα. Είχε λιώσει η γιαγιά. Συλημένη αντιστοιχία. Συλημένος συνειρμός. Ήπιε κόκα κόλα. Έριξε ένα κόκαλο σ' όση κόκα κόλα είχε απομείνει. Έλιωσε κι αυτό.


Δευτέρα 5 Νοεμβρίου 2012

Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2012

Η λευκή: παντιέρα

λέξεις λευκές
νεογνές
τρελές
νεκρές
σημάδι των καιρών
απασφαλισμένες να συρρέουν ελεύθερα λογιών λογιών φαντάσματα
με λευκά σεντόνια
προ πάντων το λευκό
λέξεις
λευκές
λευκές
νεογνές
λευκές
τρελές
λευκές
νεκρές
λευκές
λευκές
λευκές
μέσα από έτη φωτός ταχύτητα σε δίσκο νεύτωνα
τοίχοι λευκοί
ακινησία
κι άχρονα
κι ασυγχρόνιστα
κι άχρονα
σα θεός
ακίνητα
βασανιστικά
σα φυλακισμένος
λευκό
λευκό
πεντακάθαρο
ούτε μια βούλα πως έσπασε η παρθενιά
ή πως πλάγιασε ιδρωμένο κορμί
ή περπατά μαύρο μαμούνι
ή μαύρη πατούσα
λευκά όλα
λευκές
λέξεις λευκές
τόσο
που είναι σκέτο λευκές
έτσι οι λέξεις από δω και πέρα
λευκές

σήμερα έμαθα μια νέα λευκή
παντιέρα


Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2012

Ελευθερία λόγου.

Να δώσεις και τη ζωή σου, για να μπορείς να λες αυτό που θέλεις. Μία από τις μορφές ποίησης, μία από τις ποιήσεις, που μπορούν και πρέπει να σταθούν σήμερα είναι οι αναθεωρήσεις παλιότερων. Το να ακολουθείς τη σοφία ή τα λόγια ανθρώπων που έζησαν χρόνια πίσω ή έκαναν κάτι, για να μη τα βεβηλώσεις, έχει το αντίθετο αποτέλεσμα μιας βδελυρής κι απαίσιας εκπόρνευσης αυτών που εμπνεύστηκε και προασπίστηκε εκείνος ο άνθρωπος εκείνο τον χωροχρόνο εκείνο τον υλικοτεχνικό πολιτισμό και κοινωνία που έζησε! Τουλάχιστον παράφρασέ τα ή κάνε κάτι άλλο, ειδάλλως προσβάλλεις, καταστρατηγείς ένα βασικό συστατικό της ελευθερίας, που είναι ο σεβασμός και ίσως εν τέλει να απαιτεί λίγη από τη λήθη μας.
Να δώσεις και τη ζωή σου, ενεργητικά, για να μπορείς να λες αυτό που θες. Ενεργητικότατα!
Με αυτό το αξίωμα, σκέψου πόσες φορές εκρηγνύμεθα στις ελάχιστες στιγμές που υποχωρούμε απέναντι στους πολύ δικούς μας, στα πολύ δικά μας, στα πολύ μικρά μας. Ελευθερία λόγου.

Τρίτη 16 Οκτωβρίου 2012

ντηλέβωνο

Μαζί με φίλους παλεύουμε για την ελευθερία. Μαζί με φίλους παραπονιόμαστε για την παρενόχληση της προσωπικής μας ζωής.
Γυρίζοντας σπίτι με παίρνανε ασταμάτητα στο κινητό τηλέφωνο, το οποίο το είχα στο αθόρυβο, στο σπίτι μου, στον ολοπροσωπικό μου χρόνο, στην ολόδική μου γωνιά και έπειτα με βρίσκανε με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο κατακρίνοντάς με έντονα και με ενόχληση, σχεδόν σαν ύβρι, γιατί δεν το σήκωνα και "αν ήταν κάτι σοβαρό;".
Ξέρουν την οδό μου, ξέρουν πού θα με βρουν όλη μέρα.
Δε μπορώ να υπάρξω καλύτερος στόχος για τρομοκρατική ενέργεια!

Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2012

Το πένθος

Ιπτάμενα καπέλα
ή κρεμασμένα
,
ένας επισκέπτης πέρασε στη σάλα ακόμη
μα δεν είχε καπέλο
.
Ένας περαστικός από έξω
κοιτάζει
,
τραβάει το μαύρο πετεινάρι απ' το κεφάλι του
,
γυαλίζει η καράφλα
και ξύνει το κεφάλι
,
κουνά το κεφάλι
και φεύγει
.
Βρίσκεται εκεί
εδώ και 28 χρόνια
.
Ιπτάμενα καπέλα
κι οι καλεσμένοι
ή οι κρεμασμένοι
στο πόδι πίνουν έναν πικρό καφέ
για τα συλλυπητήρια
.
Φεύγοντας θα αρπάξουν τα καπέλα τους
μένοντας για πάντα στην ίδια θέση
σαν τον καράφλα
.
Κι εγώ πάντα εδώ
με 97 ουρανούς
να λογαριάζομαι καθ' έτος
.


Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2012

Η πνευματική ιδιοκτησία, η μίσθωσή της κι η πορνεία

Ο καθένας μπορεί να μιλάει εκ του ασφαλούς. Ο καθένας μπορεί να μιλάει εκ του ανασφαλούς. Αυτή είναι άλλωστε η ελευθερία λόγου, η οποία δεν αφορά τόσο την εκφορά λόγου, όσο την πρόσληψή του, την ανάλυσή του, τη σύγκριση με την υφιστάμενη κατάσταση, τον ψύχραιμο κι ενδελεχή εντοπισμό των ερεισμάτων για την εν λόγω τοποθέτηση κλπ. Αυτή η διαδικασία για την ελευθερία, την έλευση, τον ερχομό, την πηγή του οποιοδήποτε λόγου είναι που λείπει και δεν λογαριάζεται!
Μια μικρή υποσημείωση είναι αυτό το ποστ και αφορά καθαρά το πνευματικό δικαίωμα. Το πνευματικό δικαίωμα καθενός δημιουργού είναι πάντοτε κατώτερο από το πνευματικό του καθήκον, να αφήσει δηλαδή τις ιδέες του και τα δημιουργήματά του να κυκλοφορούν ελεύθερα. Στο δικό μου, απλό, ασφαλώς τοποθετημένο, χαζό μυαλό, το οποιοδήποτε δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας που μπορεί να μισθωθεί για να αποκτηθεί είναι απλή πορνεία, ενώ ό,τι δε μπορεί να κυκλοφορεί ελεύθερα είναι λογοκρισία!
Βέβαια, είναι άλλο πράγμα να αναγνωρίζεις ένα δημιούργημα ότι έγινε από κάποιον. Από κει και πέρα, όμως, και τα παιδιά καθενός γονέα είναι ελεύθερα επιλογών και της δικής τους ζωής.

Αυτό που χαρακτηρίζει και διακρίνει ένα έργο τέχνης είναι κατ' αρχήν η ελευθερία του, που κυρίως το αποδεσμεύει από τον ίδιο τον δημιουργό του.



Τρίτη 2 Οκτωβρίου 2012

Γω(γου)


Από εσένα έμαθα, από το "στο μυαλό είναι ο στόχος" έμαθα, πως το μυαλό δεν είναι στο κεφάλι, ίσως να μη βρίσκεται στο δικό μου το κεφάλι.
Το χειρότερο είναι πως λίγοι το καταλαβαίνουν, γιατί ακόμη κάθονται στη γη, έχει ακόμη βάρος το σώμα τους.
Έμαθα να μην κρίνω τους ανθρώπους απ' την πρώτη φράση, αλλά σίγουρα μπορώ να τους αγαπώ. Γι' αυτό κι αυτή η μονομέρεια του στίχου σου. Όχι από άγνοια, αλλά πώς να προχωρήσω παρακάτω;
Κάθε ποίημα πρέπει να είναι ένα εμπόδιο που πρέπει να περάσεις, για να πας στο επόμενο.
Μα εγώ διαβάζω μόνο [πυροβολισμός]

Δευτέρα 24 Σεπτεμβρίου 2012

Ύπερος στο σχήμα του σπαθιού


Ύπερος είναι το θηλυκό τμήμα του άνθους. Είναι η θυληκότητα κάθε μορφής ζωής, πέρα από στερεότυπα και προκαταλήψεις και ανόητες και ηλίθιες εκμεταλλεύσεις υπέρ μιας ανούσιας γυναικοκρατίας ή ομοφυλοφιλίας. Πιο όμορφα (πιο μορφωμένα, καλοσχηματισμένα) είναι η μητρότητα που κουβαλάει κάθε μορφή ζωής, πέρα από αντρικό, γυναικείο, αρσενικό, θυληκό, αρρενωπό, κοριτσίστικο, θυληπρεπή ή ανδροπρεπή σχηματισμό ύπαρξης. Η μητρότητα σε μια ισορροπία με μια πατρότητα μαζί κι οι δύο εκατέρωθεν της αρσενικής και θυληκής φύσης. Η μητρότητα - η πνευματική υποχρέωση του να προσφέρεις - σε μια ισορροπία με μια πατρότητα - το πνευματικό δικαίωμα του να έχεις -, καθώς δε μπορείς να δώσεις, αν δεν έχεις, και κυκλικά ή ελλειπτικά ή σπειροειδώς αντιστρόφως.
Ύπερος είναι ο πιο υπό, ο οποίος πάντοτε - σχεδόν - επηρεάζει, καταπιέζεται, γκετοποιείται και ξεσπά, ξεσπαθίζει για να βρει ένα δικαίωμα. Τάσσεται κατά της εξουσίας, για μια νέα εξουσία. Είναι το κάθε τι καταπιεσμένο, γκετοποιημένο που βρίσκεται μέσα σε κάθε μορφή ζωής, σαν κάτι πεθαμένο, σβησμένο, αλλά στην πραγματικότητα νοηματοδοτεί μέσω της λήθης ή της αποφυγής ανάμνησης ολόκληρη τη ζωή, σα να είναι ζωντανό ή ον πεθαμένο ή υπερζωντανό. Είναι αυτή η υπέρ-τάδε ύπαρξη, που επεκτείνει και επαναπροσδιορίζει-καθορίζει παραπέρα το απλό δίπολο ζωής ή θανάτου και αντιπαραβάλλεται (περισσότερο παραβάλλεται συμπληρωματικά ή αναπληρωματικά) στη μη - ζωή.
Ας είμαστε υπέροχοι σε σχέσεις με τους ανθρώπους προσωπικές, όχι προσωποπαγείς, αυτοπροσώπως παρόντες στο θαύμα της επαφής, χωρίς τρίτους, χωρίς μέλισσες.
Φημολογείται, πως οι μέλισσες υπάρχουν σε κάθε όμορφο λουλούδι και μύγες σε κάθε δύσοσμο σκατό. Φημολογείται πως οι μέλισσες υπάρχουν, συνωστίζονται σε κάθε δύσοσμο λουλούδι και οι μύγες σε κάθε όμορφο σκατό. Οι μέλισσες κυοφορούν, μας ομορφαίνουν, μας υπνωτίζουν στην αυτοεκπληρούμενη ομορφιά. Οι μύγες όμως μας ξυπνούν, μας ταράσσουν μες στην ηρεμία μας, στη νωχελικότητά μας. Υπέροχος σημαίνει μάχιμη ομορφιά.


Τετάρτη 19 Σεπτεμβρίου 2012

Πίστη.

Πιστεύω σημαίνει
παίρνω ένα τεράστιο μαχαίρι και το μπήγω βαθιά μέχρι το κόκαλο
κι από κει ανθίζει ένα μαχαίρι, το ξεριζώνεις
και δεν υπάρχει τίποτα.
Ούτε μαχαίρι
ούτε πίστη.
Ούτε κόκαλο.
Τίποτα.


Πέμπτη 30 Αυγούστου 2012

Στιγμή

- Δε μιλάμε πια, όπως παλιά.
- Σωστά.
- Βαρέθηκες;
- Δεν νομίζω.
- Είσαι θλιμμένη.
- Μπορεί.
- Έγινε κάτι;
- Κι αν σου πω ναι, θα φύγει, λες, αυτή η θλίψη;
- Ίσως στριμωχτεί με λίγη χαρά μαζί.
- Ήδη νιώθω στενόχωρα.
- Θες να σ' αφήσω μόνη;
- Κι αν σου πω ναι, θα φύγει, λες, αυτή η στενοχώρια;
- Θες να γράψουμε κάτι μαζί;
- Μα ποτέ παλιότερα δεν το είχαμε κάνει αυτό.
- Γι' αυτό.
- Λες να βοηθήσει;
- Δεν επιζητώ να σε βοηθήσω. Θα έρθουν πράματα που θα σε βοηθήσουν εκεί που δεν το περιμένεις, χωρίς καν να το καταλάβεις. Εμένα θέλω να με περιμένεις και να καταλαβαίνεις, ότι είμαι εδώ.
- Δηλαδή;
- Τίποτα. Λοιπόν; Γράφουμε;
- Προτιμώ να πάω σπίτι.
- Να σταματήσουμε για ένα παγωτό; Και μετά θα σ' αφήσω να συνεχίσεις μόνη σου. Ε;
- Έστω.
- Χαίρομαι. Γρανίτα λεμόνι εγώ. Εσύ; Εσύ;
- Σ' ευχαριστώ.
- (χαμογελά)
- Ειλικρινά σ' ευχαριστώ. (σηκώνεται στις μύτες των ποδιών και το δίνει ένα φιλί. Ένας φωτογράφος τους απαθανάτισε εκείνη τη στιγμή.) Πάμε τώρα. Και μετά θα συνεχίσω μόνη.

Σάββατο 11 Αυγούστου 2012

Ύαλος



Γυάλινοι άνθρωποι
να μπορείς να τους σπάσεις
να κάνεις χα και αφού θολώσουν να ζωγραφίσεις μια φατσούλα
να δεις μέσα τους, μέσα από αυτούς τον υπόλοιπο κόσμο
σαν εμπόδια διαθλαστικά ή πρισματικά του κόσμου
γυάλινο θηριοτροφείο του τενεσί
μνήμη εκ λήθης, μνήμη αληθινή εκ λήθης αληθούς
ιδανικά βιοτεχνίας υαλικών
αναμένοντας τον ταύρο
σβηστά φώτα σε πορτατίφ, σβηστά προς πώληση
φώτα, μα σβηστά
αναμένοντας τον ταύρο
κουμανταρέας είπε να γεννηθεί η τρέλα
κι εγένετο έτσι
μετακόμιση δίπλα στην εθνική
στοιβάζοντας τόση αποτυχία και δυστυχία σε μιαν ελάχιστη Πατρίδα
γυάλινη, πολυθραυσμένη
κι ούτε σ' ένα θραύσμα ευτυχίας να μην αντιστοιχώ
γυάλινος
γιατί οι ραγισματιές είναι πανδημία
κι εγώ πορσελάνινος να βαδίζω μια στο κουκλόσπιτο και μια στην κουκλοφυλακή
ρωτώντας γιατί οι τοίχοι είναι τσιμεντένιοι
μα για να σπάει το γυαλί, όταν το στρέφουν εναντίον, για να ρίξουνε τους τείχους.

Τετάρτη 8 Αυγούστου 2012

κινητό

- Έλα να Του μιλήσεις...
- (ακίνητη θυμόταν)
- Έλα!
- (ακίνητη θυμόταν)
- Με ακούς;
- (μηχανικά το παίρνει) Ναι; (φωνή ίσως κι από το μυαλό της) Πώς είναι ο διακοπές σου; (φωνή ίσως κι από το μυαλό της) Καλά! (κλείνει το τηλέφωνο διακριτικά) Τι άλλα; (φωνή ίσως κι από το μυαλό της)
- Τελειώνετε...
- (του στρέφει το τηλέφωνο) Ίσως να το έκλεισε.
- Ίσως έπεσε η γραμμή.
- Πάω μια βόλτα.
- Πού;
- Δε θ' αργήσω.
- Κάτσε!
- Δε θ' αργήσω.
- Έλα!
- (αμίλητη έφυγε)
- Πού πας;
- (αμίλητη έφευγε)
- (την κοιτούσε)
- (χάθηκε)
- (κοιτούσε μέχρι που χτύπησε το τηλέφωνο) Έλα! Θα έπεσε η γραμμή. Πώς είναι οι διακοπές σου; Καλά! Τι άλλα; (κλείνει η γραμμή) Ίσως έπεσε η γραμμή. (κοιτούσε)

Δευτέρα 23 Ιουλίου 2012

αΔελφοί (στερητικό α-)


Κάτι πέτρες ξεχώρισαν από το βουνό
κι άρχισαν να ψηλώνουν σα λουλούδια, σα δέντρα, σα γίγαντες
ή άρχισαν να ξαπλώνουν σ' εμβρυϊκή στάση σα σκαλιά
κι άλλες στήριξαν πέτρινους ουρανούς λίγο χαμηλότερους απ' τους γαλάζιους,
έτσι που το πέτρινο και το γαλάζιο μπορούσαν να συγκριθούν,
να αφαιρεθούν, να προστεθούν σαν όμοια.

Απέναντι το μικρό γαλάζιο φωτάκι σαν μακρινό άστρο πάνω στο βουνό.

Τ' αστέρια σα νυχτολούλουδα άνοιγαν ολοένα περισσότερο,
ολοένα περισσότερα από πάνω
και μοσχομύριζε η πλάση.

Απέναντι το μικρό γαλάζιο φωτάκι στο βουνό.

Ένα τυφλό περιστέρι έκατσε στη μέση της σκηνής δίπλα σε τέσσερις έγχορδες κεφαλές,
σαν να ήταν μακρυμάλλες κεφαλές
και τραγούδησε
με σεβασμό,
το ένιωθες.

Από πάνω τα νυχτολούλουδα
κρεμαστοί κήποι.

Τεχνητές πυγολαμπίδες
οποιοδήποτε έντομο τύχαινε να καεί στα φώτα
ή μικρά πεφταστέρια.

Έχανα το δέρμα μου, έλιωνε
κι από κάτω ξεφύτωναν πέτρες,
σαν μνημεία μετά από ανασκαφή,
που ακόμη κι η ανάσα τα σπάει
σαν μέλλον.

Πέρα το φωτάκι ακόμη.

Βράχοι τριγύρω, κάτω γκρεμός
να αποκτά περισσότερο ύψος ο ουρανός,
μπαλκόνι προς το σύμπαν.

Θαρρούσες πως μπορούσε το φως να έπεφτε από ένα άστρο κατευθείαν στην ορχήστρα,
αλλά όχι, τεχνητό.

Ύστερα η κραυγή.
Ύστερα το τραγούδι.
Ύστερα ξανά η κραυγή της.
Ύστερα ξανά το τραγούδι της.
Ήταν στο ιερό ανάμεσα και στο θέατρο.
Μήδεια θρήνος παιδιά 2.
Σαν να άκουγες τις πέτρες να θρηνούν τα παιδιά που σκότωσαν κάτω από το βάρος τους,
εμάς.
Ύστερα ένας καράφλας βεβύλωσε με στόμφο το μέρος.
Ένα πασάλημα από φτύσματα, αίματα και σαν υγρά από βιασμένο σώμα
πάφλασαν σαν κύμα πάνω σε βράχους
κι όχι σαν ουρανός πάνω σε ναούς βράχινους, πέτρινους, μαρμάρινους.
Ο θρήνος της Αντιγόνης
αναγνωστικός
καθιστικός
γελοίος.
Ηρακλής μαινόμενος με την πολυτέλεια του μικροφώνου.
Ίτε παίδες Ελλήνων, φωνή βοώντος εν τη κοιλάδα.
Ύστερα ξανά εκείνη η πρώην Μήδεια, η Ιφιγένεια τώρα,
μετά απ' το πένθος,
σαν σε Ταυρίδα,
γιατί την έστειλαν εκεί
ανάμεσα στους ανόσιους να κάνουν πρόστυχα
θεία λόγια;

Το μπλε αμυδρό φωτάκι πέρα.

- Άκου πώς ακούγεται ο αέρας;
- Τ' αυτοκίνητα απ' τον δρόμο είναι.

Ένας χρησμός δεν ακούστηκε,
ήταν ψίθυρος και δε μίλησε σε όλους.
Μουγκάθηκε πιότερο ακόμη στο χειροκρότημα.

Κι ακούστηκε το όνομα του Άγγελου και της Εύας,
είχαν το θράσος να συγκρίνουν την ιδέα Τους
με το έκτρωμα αυτών των πασπαρτού,
που θαρρούσαν ήταν πρεσπαπιέ
των μνημείων και της ιστορίας
και αγνόησαν τα πρεσπαπιέ μνημεία
του χάρτινου δέρματός τους.

Έλιωνα ακόμη περισσότερο
και απ' τις πέτρες μου φύτρωναν βρύα
κι ύστερα λουλουδάκια
κι ύστερα ένα άνθος την κορυφή
σαν το όραμα της Ιφιγένειας,
μα κανένας νεκρός αδελφός δεν υπήρχε.

Αποστεώθηκαν κι οι κεφαλές.
Και τα μνημεία δεν αντήχησαν το χειροκρότημα.
Βιάζονταν να μας διώξουν απ' ανάμεσά τους
να συνεχίσουν τον πέτρινο χορό
κάτω απ' τ' αστέρια,
να τραγουδήσουν και ν' ακουστούν σ' όλη την κοιλάδα,
να πλυθούν σαν παρθένες στην Κασταλλία
και ν' αυτοκτονήσουν από ψηλά,
και να μετρήσουν τ' άστρα
και να πουν πολύ απλά, πως αν δεν το κάνεις ζωή σου
και πόθο σου ένα πράγμα, δεν μπορείς να ανήκεις με αυτούς.

Και μάθανε
και ξέρουνε να ζούνε με χρησμούς
και πως χρησμοί δεν υπάρχουνε.
Βουητά γελοίων ανακατωμένα με φλας κι ανιστορία και φανφάρα
και με πόνο των σιωπηλών και συνενοχή
όλα μαζί
βγάζανε ακατανόητες λέξεις σα χρησμούς
κι οι όλοι μαζί πίστευαν
πως ήτανε χρησμοί
κι οι πέτρες μας εμπαίζανε χρόνια τώρα
και μας εμπαίζουν ακόμη.

Η γύρη το πρωί πεσμένα απ' τα νυχτολούλουφα
θα έμοιαζε σαν αυγή,
μα θα 'τανε ολόχρυση γύρη.
Αντιμέτωπες οι πέτρες με τον ήλιο
κι οι άνθρωποι με τους ανθρώπους.
Έκαστος εφ' ω ετάχθη.
Τεχνητοί.

Πέμπτη 12 Ιουλίου 2012

:@@@


Ταρτούφος
λιώνει κάτω από το ίδιο του το βάρος
σαν ερυθρός αστρικός γίγαντας.
Λιωμένος εξατμίζεται και γίνεται σύννεφο
και βρέχει
και διαχέεται και δηλητηριάζει τα νερά
και πίνεις να ξεδιψάσεις
και τα δάκρυά σου, το σάλιο σου, ο ιδρώτας σου,
το μητρικό σου γάλα, τα υγρά της ήβης σου
Ταρτούφος
Μυθριδάτης συ
ξορκίζεις
πίνοντας λίγο λίγο.
Λίγο.
Ταρτούφοι

Το χυδαίο χειροκρότημα για τις προσπάθειες
από ανθρώπους, που μόνο να χειροκροτούν ξέρουν,
αναλίσκουν την ευτυχία στο βίαιο πάφλασμα,
καν δεν αγκαλιάζουν,
καν δε χαίρονται,
μόνο δημοσιογράφουν.
Ταρτούφοι

Το μέγα καλό που διεκδικείται
κι εκδικείται.
Το ύστερον και το μετά θάνατον.
Η ηδονή η μεγάλη η παντοτινή
της δόξας
της χυδαιότητας
που βάζει δυο στεφάνια ολόχρυσα στα αυτιά των ανθρώπων
και μετατρέπονται σε σάρκα
βρώμικη
βρώμικη σάρκα των ταρτούφων.

Μπράβο σας,
Ανάξιοι των κατακριτέων.
Άλλα μέτρα κι άλλα σταθμά
στον ίδιο κόσμο.
Μπράβο σας.
Μυθρυποκριτικά.
Μηδυποκριτικά.
Τέρατα του ιερού σκοπού
και του άσκοπου.

Παρασκευή 29 Ιουνίου 2012

Σπουδή πάνω στην ελληνική γλώσσα

Μπορείς, όταν δεν είναι δυνατόν να αλλάξεις τη συμπεριφορά μέσω της σκέψης, να αλλάξεις τη σκέψη μέσω της συμπεριφοράς.
Αυτό ήταν μια από τις μεγάλες γνωστικές επαναστάσεις στην ψυχολογία των μέσων του 20ού αιώνα.


Η γλώσσα-συμπεριφορά (και το πώς τη γράφεις και το πώς τη μιλάς) επηρεάζει τη σκέψη σου. Η σκέψη σου τις πράξεις σου. Οι πράξεις σου γίνονται χαρακτήρας. Ο χαρακτήρας γίνεται πεπρωμένο.


Υ.Γ. 1: Μισοκλεμμένο, μα ολαληθές.
Υ.Γ. 2: Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική. 
το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου... 
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου... (Οδυσσέας Ελύτης)

Τετάρτη 27 Ιουνίου 2012

Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας Αχαρνών (και όχι μόνο)


Οι άνθρωποι απέναντι στους ξαφνικούς θανάτους φαντάζουν γελοίοι λαμβάνοντας μέτρα κατά του θανάτου, ελπίζοντας να μην πεθάνουν. Εκλογικεύουν (όπως εμείς) την κατάσταση, ερωτεύονται (όπως εμείς;), πολιτικοποιούν (όπως εμείς!) τον θάνατο. Άλλωστε, εγώ ο ίδιος θαρρώ πως κάθε τι που λέμε και κάνουμε έχει μιαν ανάμνηση θανάτου μέσα. Αδυνατούν να κατανοήσουν, να επικοινωνήσουν (όπως εμείς;!). Καταναλώνουν, τρέχουν για να ξεχάσουν ότι θα πεθάνουν (ουάου, τι ομοιότης, όπως εμείς!). Ωστόσο, τι περίεργο, όλα αυτά γίνονται σε μια άλλη πόλη, πάντοτε όχι τη δική μας, μακριά, πάντοτε πολύ μακριά από εμάς. Κι ας ελπίζουμε κι εμείς και οι άνθρωποι σε αυτή την μακρινή πόλη και ο ίδιος ο Ιονέσκο ας ελπίζει, να μην πεθάνουμε από θάνατο, αλλά από ο,τιδήποτε άλλο.
Μια πόλη, λοιπόν. (μυστηριώδης μουσική) Μια ανεξήγητη ασθένεια κάνει την εμφάνισή της. Ο πληθυσμός δεκατίζεται ανεξαιρέτως. Ο θάνατος ακολουθεί τη φορά γεωμετρικής προόδου αγνοώντας ερωτευμένους, υγιείς, πλούσιους, φτωχούς, πιστούς, ευσεβείς, κακούς, εξουσία κλπ κλπ κλπ.
Ιλαροτραγωδία, ή τραγική φάρσα, είναι το Παιχνίδι της σφαγής. Ευγένιος Ιονέσκο ο ιλαροτραγωδός. Μπροστά στην απειλή του τέλους, οι άνθρωποι απογυμνώνονται από τα προσχήματα, τα προσωπεία πέφτουν, η κοινωνική πόζα φαίνεται γελοία, η κενή ρητορεία ηχεί κωμική. Και σ’ αυτό το σημείο βρίσκουμε την απομυθοποιητική ματιά και την κοινωνική κριτική του κατά τ’ άλλα απολιτικού Ιονέσκο (και ναι είναι μεγάλος συγγραφέας και σπάνιος άνθρωπος, μην προσπαθήσουμε όλοι να γίνουμε απολιτίκ πολιτισμένοι και πολιτκοποιημένοι). Σ’ αυτό το έργο δεν υπάρχουν ήρωες. Πρωταγωνιστεί μια ολόκληρη πόλη, που οι κάτοικοί της πεθαίνουν κατά χιλιάδες, από μιαν ανεξήγητη επιδημία. Πανούκλα, χολέρα, ή –για να έρθουμε πιο κοντά στο απειλητικό μας μέλλον– μόλυνση της ατμόσφαιρας ή των τροφίμων; Τον Ιονέσκο δεν τον ενδιαφέρει η αιτία του θανατικού, τον ενδιαφέρουν οι συμπεριφορές μας μπροστά στο θάνατο. Άλλωστε ο θάνατος αλλάζει πρόσωπα.
Σε καραντίνα μπαίνει η πόλη. Πρωτόγνωρο συναίσθημα για τον οποιονδήποτε από εμάς. Βλέπουμε καταστάσεις πρωτόγνωρες και τόσο παράλογες: παντού αντισηπτικά, ξαφνικούς θανάτους, ανθρωπάκους ντυμένους με εφημερίδες και τσάντες από καταστήματα, σαν να έχουν θαφτεί μέσα σε αυτά, σα να βρίσκονται μέσα σε αυτή την κινούμενη άμμο και πολλά ακόμη. Όλα με γεωμετρική πρόοδο, κάτι που χρησιμοποίησε ο Ιονέσκο, που κι αν θεωρήθηκε πως κάνει αντι-θέατρο, ακολουθεί βαθειές παραδόσεις ξεχασμένες από όλους εμάς, που τον θεωρούμε κούφιο καινοτόμο και ψευτοκουλτουριάρη.
Η αφορμή όλου αυτού του λογίδριου, η παράσταση της θεατρικής ομάδας του Σχολείου Δεύτερης Ευκαιρίας Αχαρνών, που το ανέβασε τη Δευτέρα 25 Ιουνίου στο Θέατρο "Μίκης Θεοδωράκης" στον Προφήτη Ηλία Αχαρνών. Οι δεύτερες ευκαιρίες αφορούν τους ίδιους τους ανθρώπους (οποιουσδήποτε) που τη λαμβάνουν και στην περίπτωση αυτή, την αξίζουν και πρέπει να στηριχτούν από όλους.
Θα σταθώ, όμως, ως πικρόχολος, στην απαράδεκτη στάση του κοινού. Δεν πάσχουμε σε αυτόν τον τόπο, σε αυτούς τους τόπους από θεατρική δράση, αλλά από θεατρικό (κι οποιοδήποτε άλλο) κοινό. Ο χουλιγκανισμός του θεάτρου έχει ριζώσει και βγάζει παρακλάδια μέσα από συνομιλίες για κουτσομπολιά ή ανοιχτά τηλέφωνα ή άσκοπες κινήσεις. Δεν είναι ιδιοτροπία. Η παράσταση είναι μια τελετουργία. Κι όπως υπάρχει ανεξιθρησκεία, έτσι και στο θέατρο μπορεί ο καθένας να πιστεύει όπου θέλει, αλλά όχι να προσβάλλει. Και πιστεύω πως κανένας -κι ειδικά από την ομάδα- δεν περιόρισε την προοπτική του έργου που προσπάθησαν για 3 μήνες, στα στενά όρια μιας βλακώδους σχολικής γιορτής. Όχι! Ανέβηκαν κι απέδειξαν. Στάθηκαν σαν καθρέφτες απέναντι στην ανοησία μας κι εμείς γελούσαμε, γιατί βλέπαμε τα χάλια μας, όπως στη τηλεόραση. Μόνο που αυτός ο τόπος ήταν εδώ και καθόλου μακριά.
Το 7ο Γενικό Λύκειο με τη θεατρική παράσταση "Δεν πληρώνω, δεν πληρώνω" του Φο, το 4ο Γενικό Λύκειο με τη θεατρική παράσταση "Τελετή" του Μάτεσι, το 2ο Γενικό Λύκειο με τη θεατρική παράσταση "Δεν πληρώνω, δεν πληρώνω" του Φο, το Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας με τη θεατρική παράσταση "Παιχνίδί της Σφαγής" του Ιονέσκο και το 1ο Γενικό Λύκειο με τη θεατρική παράσταση "Τα δέντρα πεθαίνουν όρθια" του Κασόνα, αποδεικνύουν, ότι το θέατρο είναι εδώ. Κι αν μίλησα μόνο για το Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας είναι επειδή το είδα και μόνο αυτό...
Δυο ευχές έχω: α) Να συνεχίσουν τη θεατρική δράση τα σχολεία και β) να δημιουργήσουν μια ένωση και να λειτουργήσουν σε ένα μεγάλο θεατρικό φεστιβάλ ως θεατρικές σκηνές παρασύροντας και τα υπόλοιπα "σιωπηρά" σχολεία και το κοινό, να εκπαιδευτεί να είναι υπομονετικός θεατής και να πάψει να είναι τηλεθεατής.

Τρίτη 19 Ιουνίου 2012

Ποιητική - Rainer Maria Rilke



"Διαβάζετε όσο μπορείτε λιγότερες αισθητικές και κριτικές μελέτες, -γιατί ή είναι μεροληπτικές και μονόπλευρες απόψεις, απολιθωμένες και χωρίς νόημα πια μες στην άψυχη αλυγισιά τους, ή είναι επιδέξια λεκτικά παιχνίδια, όπου σήμερα κυριαρχεί η Α άποψη και αύριο η αντίθετη. Τα έργα τέχνης ζουν μέσα σ' απέραντη μοναξιά, κι η κριτική είναι το χειρότερο μέσο για να τα ζυγώσεις."
Rainer Maria Rilke, Γράμματα σ' έναν νέο ποιητή (Μετάφραση: Μάριος Πλωρίτης)

Υ.Γ.: Οι άνθρωποι ζουν μέσα σ' απέραντη μοναξιά, κι η κριτική είναι το χειρότερο μέσο για να τα ζυγώσεις... Οι άνθρωποι ζουν μονάχοι ή μοναχοί. Το να τους (λογο/ανα/δια/κατα/επι)κρίνεις είναι ένα μέσο για τους ζυγώσεις, γιατί δεν πιστεύουν πια σε αγαθά κίνητρα.
(Κανονικά αυτά είναι δύο υστερόγραφα)

Παρασκευή 15 Ιουνίου 2012

Τρίτη 12 Ιουνίου 2012

Ορίζοντας το έθνος: Ένα δύσκολο έργο



Το πιθανότερο είναι κάποιος να σκεφτεί ότι η διατύπωση ενός ορισμού για το έθνος είναι εύκολη υπόθεση. Όταν μιλάμε για έθνος φαίνεται πως όλοι γνωρίζουμε σε τι αναφερόμαστε. Το έθνος είναι κομμάτι του καθημερινού μας λόγου -όταν ακούμε τα νέα στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, όταν σχεδιάζουμε τις διακοπές μας, όταν διδασκόμαστε ιστορία και γεωγραφία στο σχολείο, όταν ρωτάμε τους άλλους ανθρώπους από πού είναι, όταν παρακολουθούμε αθλητικά γεγονότα. Όμως, αν και όλοι φαίνεται πως κατανοούμε τι είναι το έθνος, δυσκολευόμαστε, όταν προσπαθήσουμε να το ορίσουμε. Τι μετατρέπει σε έθνος μια κοινότητα ανθρώπων και με ποιο τρόπο κάποιος ανήκει σε αυτό;
     Υπάρχει μεγάλη αντιπαράθεση στις κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες όσον αφορά τον ορισμό του έθνους. Κάποιοι θεωρητικοί αναζητούν αντικειμενικά κριτήρια (π.χ. κοινή γλώσσα, θρησκεία, κουλτούρα, εδαφική επικράτεια), ενώ άλλοι χρησιμοποιούν υποκειμενικά κριτήρια (π.χ. μια αμοιβαία αναγνώριση των ατόμων ότι ανήκουν στην ίδια εθνική κοινότητα). Στους ορισμούς στους οποίους χρησιμοποιούνται υποκειμενικά κριτήρια το έθνος θεωρείται "νοερή κοινότητα" (Anderson 1983). Αυτή η θεώρηση βρίσκεται κοντά στον κοινωνιοψυχολογικό ορισμό της ψυχολογικής ομάδας (Turner & Giles 1981) και συνδέεται με την άποψη ότι το να ανήκουμε σε ένα έθνος αποτελεί μια σημαντική πλευρά αυτού που πιστεύουμε ότι είμαστε. Ο τρόπος με τον οποίο οι απλοί άνθρωποι κατανοούν και ορίζουν τον έθνος είναι ένα σημαντικό κομμάτι της κοινωνιοψυχολογικής έρευνας. Αυτές οι αντιλήψεις συνδέονται με τις θεωρητικές διαμάχες στο πλαίσιο των κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστημών.
     Ανεξάρτητα από το εάν τα έθνη ορίζονται βάσει αντικειμενικών ή υποκειμενικών κριτηρίων, κάποιοι θεωρητικοί υποστηρίζουν ότι τα έθνη υπήρχαν ανέκαθεν, σε όλες τις περιόδους της ιστορίας, ήταν όμως "αποκοιμισμένα" και αφυπνίστηκαν σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή (Smith 1986, 1991). Άλλοι θεωρητικοί πιστεύουν ότι τα έθνη είναι προϊόντα συγκεκριμένων κοινωνικο-ιστορικών και οικονομικών συνθηκών οι οποίες χαρακτηρίζουν τη νεωτερικότητα (Gellner 1997, Hobsbawm 1990). Η πρώτη προσέγγιση βασίζεται στην άρρητη παραδοχή ότι εκείνο που χαρακτηρίζει ένα έθνος είναι η ύπαρξη μιας κοινής κουλτούρας και μιας κοινής κληρονομιάς. Στη δεύτερη προσέγγιση αυτό που φαίνεται περισσότερο σημαντικό είναι ότι τα κοινά συμφέροντα και οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες δημιούργησαν μια νέα πολιτική οργάνωση. Η πρώτη προσέγγιση συνδέεται με την εθνότητα, την κουλτούρα και τις ιδέες και θεωρείται ότι σχετίζεται με συναισθηματικά στοιχεία, ενώ η δεύτερη προσέγγιση συνδέεται με τα συμφέροντα, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις και θεωρείται ότι σχετίζεται περισσότερο με ορθολογικά στοιχεία. Η πρώτη προσέγγιση συνιστά μια εθνοτική αντίληψη του έθνους, ενώ η δεύτερη προσέγγιση μια πολιτειακή αντίληψη. Και οι δυο δεν αποτελούν τίποτε περισσότερο από θεωρίες σχετικά με μια συγκεκριμένη οργάνωση του κόσμου. Και στις δυο το έθνος συνδέεται με μια πολιτική οργάνωση -που οφείλει να υπάρχει ως κράτος. Έτσι, λοιπόν, το έθνος αποτελεί ένα πολιτικό πρόταγμα με μεγάλη σημασία σήμερα. Ο Billig (1995:65) παρατηρεί ότι "στο σύγχρονο κόσμο το ερώτημα -τι είναι έθνος;- δεν αποτελεί απλώς ένα ενδιαφέρον θέμα για ακαδημαϊκά σεμινάρια. Αγγίζει ζητήματα που οι σύγχρονοι άνθρωποι θεωρούν άξια θυσίας". Επομένως, αυτό που έχει σημασία είναι να "αποκαλύψουμε" τους διαφορετικούς σκοπούς που εξυπηρετεί ο εθνικισμός" (Wicker 1997: 29) και να κατανοήσουμε πώς "οποιαδήποτε εκδοχή του εθνικού παρελθόντος και της εθνικής ταυτότητας εξυπηρετεί σύγχρονα συμφέροντα" (Reicher & Hopkins 2001:20).

(Απόσμασμα από το βιβλίο της Ξένιας Χρυσοχόου "Πολυπολιτισμική πραγματικότητα - Οι κοινωνιοψυχολογικοί προσδιορισμοί της πολιτισμικής πολλαπλότητας, σελ. 237-238)

Τρίτη 5 Ιουνίου 2012

Και δικαίωμα δεν έχω πια να σ' αγαπώ.

Διακύρηξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη (26 Αυγούστου 1789)
Άρθρο 1. Οι άνθρωποι γεννιούνται και παραμένουν ελεύθεροι, με ίσα δικαιώματα. Κοινωνικές διακρίσεις γίνονται μόνο με γνώμονα το κοινό συμφέρον.


Υποσημείωση: Για κοινό συμφέρον βλέπε "κοινή γνώμη" και "σιωπηλές πλειοψηφίες".

Πέμπτη 31 Μαΐου 2012

Εκτελεστική Απουσία


     Η αισθητική της Αναγέννησης ήθελε τις γυναίκες με πιασίματα -στην επιεικέστερη εφαρμογή της. Σαφώς μπορείς να επιβεβαιώσεις αυτό το αισθητικό έθιμο στα γκρίζα στόουνχετζ των πόλεων. Πολυώμματοι γίγαντες, σε αντίθεση με τον Πολύφημο, τα κτιριακά δοχεία μέσα στα οποία αναδιπλώνεται η μυθολογία: ο πολυμήχανος Κανένας ή περιεχόμενα Πανδώρας ή η αναδιπλώμενη μυθολογία απλά να γίνεται ιστορία κι εμείς μέρος της μυθολογίας, έτσι που να λένε κάποτε “Άγγελος Καρυστινός” και πιο υπαρκτός να είναι ο Νάρκισσος. Βράδυ. Είθισται για τη τρομολαγνεία, μια κι ο πανσεξουαλισμός έδωσε το βήμα του στην τρομοκρατορία. Έτσι η φιγούρα που θέλω να περάσω στη νοητή εικόνα να συνοδεύεται καλύτερα από το βράδυ, όπως ένα κοτόπουλο με πατάτες. Κοινώς, είναι θέμα βρώσης η εικόνα αυτή.
     Μια μύτη σαν Καραγκιόζης (ή μεγάλη), μάτια σαν Μέδουσα (ή αφοπλιστικά), χείλια σαν Ιούδας (ή που τα λένε όλα), ρακένδυτος, τρεκλίζων, με σημάδια στα χέρια σαν να δόθηκε ολάκερος στη Μάχη του Γρανικού ή να κάηκε στο κρύο του Γράμμου (ή γεμάτος συριγγιές), ο Ιωσήφ (ή Σίφης) κοντά στις γραμμές του τραίνου στις Αχαρνές (ή Μενίδι) καταφτάνει στο σημείο της συνάντησής μας.
     Ξεκινά να μιλά εκείνος:
- Έφερες ό,τι συμφωνήσαμε;
- Με μια κίνηση στοργική ακούμπησα το ένα χέρι μου στον ώμο του και το άλλο με τη σύριγγα, που κρατούσα σαν να είχα αφαιμάξει τον ουρανό και να που τον έμπιγα αναισθητικό στο σώμα του σαν για το χειρουργείο.
- Δεν τρέμεις; Με ρώτησε χαμογελαστά.
- Είσαι ο 23ος.
- Μ' ανακούφισες!
- Τρέκλιζες.
- Πονούσα!

     Σώπαινε εκείνος. Σώπαινα κι εγώ. Είχε έρθει σε μένα σθεναρά, με τη δύναμη της γνώσης. Τρεις μέρες πριν είχαμε έρθει σ' επαφή κι ήθελε να του φέρω αυτό το ειδικό χημικό, που ήταν άλλο από αυτό που συνήθιζε να παίρνει εκεί στα γύφτικα. Τα γύφτικα είναι μια περιοχή κοντά στο σταθμό του ΟΣΕ, σα πύλες του Άδη. Κι ο θάνατος αργά αργά και μυθριδατικά φώλιαζε στο σώμα των ανθρώπων, που πίστευαν, ότι έτσι λίγο λίγο μπορείς να συνηθίσεις τον θάνατο και να μην πεθάνεις ποτέ. Εγώ ήμουνα κάπου εκεί κοντά, ξέροντας το φρούδο των υποσχέσεων των υποκατάστατων, όπως τα ναρκωτικά, όπως κι οποιουδήποτε υποκατάστατου είτε ζωής κι ευτυχίας -στιγμιαίας και μη- είτε θανάτου. Το χέρι μου δεν έτρεμε, είχα συνηθίσει. Έτσι, όταν ο Σίφης άρχισε να τρέμει εγώ έφυγα, χάθηκα στη νύχτα, έγινα νύχτα, έφτασα στο σπίτι μου, μπήκα μέσα, πλύθηκα. Είχαν περάσει 17 λεπτά. Ο Σίφης τώρα θα ήταν νεκρός. Για μένα ο νούμερο 23. Ευτυχώς, όχι λόγω ναρκωτικών. Δε θα πέθαινε αναξιοπρεπώς, όπως δε θα συνέχιζε να ζει αναξιοπρεπώς. Απλώς πέθανε, ο ίδιος το ήθελε.
     Συνήθιζα να γεμίζω μια λεκάνη με κρύο νερό -χειμώνα ή καοκαίρι- και να χώνω το κεφάλι μου μέσα, στρουθοκάμηλος των υδάτων. Ούτε έπλενα τα χέρια μου, ούτε στρουθοκαμήλιζα σαν άλλους.
Ονομάζομαι Άγγελος Καρυστινός, ετών 47, ήμουν πατέρας ενός γιου που πέθανε απ' τα ναρκωτικά στα χέρια μου, αφού πριν τη στερνή δόση είχε σκοτώσει τη μητέρα του με έναν αναγεννησιακό πίνακα, που είχαμε αντίγραφο -δώρο ενός φίλου μου απ' την Πινακοθήκη που δούλευε.

Τρίτη 29 Μαΐου 2012

Egalite

Egalite σημαίνει ισότητα.
Liberte, egalite, fraternite σημαίνουν ελευθερία, ισότητα, αδελφότητα.
Δεν ακούγεται καθόλου άκυρη, λοιπόν, μια συζήτηση με το παρακάτω θέμα σε μια μπυραρία με όνομα Egalite. Το θέμα ήταν "Αν ήξερες, ότι το παιδί σου θα γεννηθεί με ένα συγκεκριμένο πρόβλημα, τι θα έκανες;"...
Δε συμμετείχα, παρά μόνο προς το τέλος της συζήτησης, με μία δήλωση, απηυδισμένος από την ηλιθιότητα -και την μακαριότητα- της ηθικολογίας και του έξωαπτονχορό ατόμων, που απλά πιστεύουν.
Η πίστη διακρίνεται σε τρία πράγματα: στην βαθιά εμπιστοσύνη στον άνθρωπο, τον σεβασμό και την ειλικρίνεια! Μετά έρχονται τα άλλα...
Έτσι, λοιπόν, στο θέμα της ευλογίας για έναν άνθρωπο να γεννήσει ένα παιδί με ειδικές ανάγκες, αντιπαραβάλλω το πρόβλημα.
Στην ανόητη τύπου Καϊάφα οργή για το πώς τολμάω να πω κάτι τέτοιο, θα πω ακριβώς τη δήλωσή μου, από κει και πέρα το χάος:
"Δε μπορείς να μιλάς και να παίρνεις θέση, καθώς δεν ξέρεις ούτε το ίδιο το παιδί πώς νιώθει, ούτε η μάνα που το γεννά. Και η οποιαδήποτε ηθικολογία ή δοξολογία για την ευλογία να γεννήσεις ένα τέτοιο παιδί, αντιπαραβάλλω, ότι η ίδια η Κοινωνία (με ό,τι θεσμό περιβάλλει απ' το σχολείο ως τη θρησκεία) ανακυκλώνει στερεότυπα που στιγματίζουν για μια ζωή το παιδί και τη μάνα! Καθείς εφ' ω ετάχθη..."

Με θράσος,
ΑΚ


Τρίτη 22 Μαΐου 2012

7 ζωές


“Ένα παραμύθι έχει μάτια, για να σε βλέπει, αυτιά, για να σ' ακούει, μύτη, για να σε μυρίζει, γλώσσα, για να σε γεύεται και δέρμα, για να σε νιώθει. Έχει αυτές τις 5 αισθήσεις κι άλλες πολλές ακόμη, που πολλοί άνθρωποι δεν ξέρουν καν ποιες είναι, πού είναι, τι κάνουν. Αλλά αυτές υπάρχουν. Είναι κάτι σαν κρυφές πόρτες, σαν μυστικά περάσματα που μπορούμε μέσα από αυτά, να επικοινωνούμε ο ένας με τον άλλον.
Έτσι, λοιπόν, ένα παραμύθι θέλει να σε βλέπει, να σ' ακούει, να σε μυρίζει, να σε γεύεται, να σε νιώθει, γιατί αλλιώς νιώθει μόνο, όπως όλοι μας, όταν δε μας δίνουν σημασία. Είναι τόσο ζωντανό για μας, όσο είμαστε κι εμείς ζωντανοί γι' αυτό.
Όταν ακούμε ένα παραμύθι, πρέπει να καθόμαστε με τα χέρια μας σταυρωμένα, πλεγμένα σαν κουβάρι με κλωστές τα δάχτυλά μας – θα κάναμε το ίδιο με τα πόδια, αλλά δεν είναι τόσο άνετο αυτό, αν δε το έχεις συνηθίσει. Έτσι, όπως θα έχουμε καθίσει, με τα χέρια πλεγμένα, θα είναι και σα να προσευχόμαστε και δε θα μας τραβάει την προσοχή κάποιο άτακτο ανθρωπάκι, που σχηματίζεται με δύο δάχτυλα (τον δείκτη και το μεσαίο) και περπατά και περπατά και περπατά. Όλο αυτό, βέβαια, γίνεται μόνο, αν έχουμε κάποιον να μας διαβάσει το παραμύθι ή να μας το πει, γιατί αν πρέπει να γυρίσουμε εμείς τις σελίδες, θα πρέπει να λύνουμε συχνά το κουβάρι και μετά άντε πάλι να το μαζέψουμε.
Όταν ακούμε ένα παραμύθι, πρέπει να κλείνουμε τα μάτια απαλά, ίσα ίσα να μη βλέπουμε, για να μπορούμε να βλέπουμε εμείς τις δικές μας ζωγραφιές να ζωντανεύουν, σα να είμαστε κι εμείς μέρος της ζωγραφιάς. Βάζουμε τα δικά μας χρώματα, τα δικά μας μεγέθη, σχήματα, ζώα, άτομα. Μπορούμε ακόμη να φανταστούμε κι άλλα άτομα να ακούν μαζί μας το παραμύθι και να κάνουν το ίδιο πράγμα. Όταν πολλοί μαζί κάνουμε το ίδιο πράγμα, μας φέρνει πιο κοντά, σαν ένα παιχνίδι, που παίζουμε όλοι μαζί.
Όταν ακούμε ένα παραμύθι, πρέπει να αφήνουμε τα αυτιά μας ανοιχτά και ν' ακούμε λόγια, που δεν μας ακούμε, αλλά μπορούμε να τα νιώσουμε: όπως, όταν κάποιος μας λέει “σ' αγαπώ”, εμείς από κάτω ακούμε μια ζεστή φωνή, ένα χρώμα, ακούμε ακόμη κι άλλες λέξεις, όπως “αγκαλιά, ζεστασιά”, ενώ εκείνος δε μας τα λέει. Σα να ακούμε τον ψίθυρο του κόσμου κάτω από όσα ακούμε από το παραμύθι.
Όταν ακούμε ένα παραμύθι, πρέπει να αγγίζουμε κάτι πέρα από μας: το αγαπημένο μας κουκλάκι, το χέρι του ανθρώπου που μας το διαβάζει, το ίδιο το παραμύθι.
Όταν ακούμε ένα παραμύθι, πρέπει να φέρνουμε τις αγαπημένες μας γεύσεις στο στόμα: εγώ τώρα, που σας μιλώ, φέρνω τη γεύση γλυκιάς φράουλας στο στόμα μου – αν είναι χειμώνας, σκέφτομαι μαρμελάδα φράουλα, αν είναι καλοκαίρι, σκέφτομαι γρανίτα φράουλα.
Κάπως έτσι, ξεκινά ένα όμορφο παραμύθι...”
Αυτά άκουγε η μικρή γάτα, η Λίλιουμ, από τη γιαγιά του κοριτσιού, της Ιωάννας. Η γιαγιά είχε αγκαλιά την Ιωάννα κι η Ιωάννα ήθελε να πάρει αγκαλιά την γάτα της, τη Λίλιουμ. Ωστόσο, η γιαγιά της κι η μαμά της κι ο μπαμπάς της κι άλλοι πολλοί, όταν τους το έλεγε, δεν την άφηναν να την πάρει αγκαλιά, να τη σφίξει δυνατά πάνω της. Κι όταν κάποιες φορές την έπιαναν να το κάνει κρυφά, γρήγορα της φώναζαν να αφήσει τη γάτα και συχνά την προειδοποιούσαν, ότι αν συνεχίσει έτσι, θα αναγκάζονταν να δώσουν τη Λίλιουμ σε άλλη οικογένεια.
  • Μα γιατί;
  • Γιατί, Ιωάννα μου, οι γάτες είναι λίγο περίεργα ζωάκια: για τα κοριτσάκια είναι λίγο επικίνδυνες, γιατί έχουν μέσα ένα ζωάκι, που το λένε μικρόβιο κι ίσως αρρωστήσεις από αυτό. Κι επίσης, μπορεί να σε γραντσουνίσει, δεν είναι σαν τα σκυλάκια.
  • Μα και τα σκυλάκια δαγκώνουν.
  • Ναι, αλλά οι γάτες δεν καταλαβαίνουν τι κάνουν μερικές φορές, το κάνουν κατά λάθος.
  • Άρα δεν είναι κακές.
  • Όχι βέβαια. Δεν είναι κακές! Λίγο επικίνδυνες. Λίγο περίεργες.
Το “επικίνδυνες” και το “περίεργες” σίγουρα ήταν δύο σπουδαίες λέξεις, που μάθαινε η Ιωάννα, που αγαπούσε πολύ τη Λίλιουμ. Έτσι μαζί με το φυτό, απ' όπου πήρε το όνομά της, η γάτα τώρα θα ερχόταν στο μυαλό της Ιωάννας κι όταν άκουγε τις λέξεις “επικίνδυνος” και “περίεργος”.
Η Λίλιουμ πήρε το όνομά της, επειδή τη βρήκαν κάτω από τα λίλιουμ, που έχουν στον κήπο τους οι γονείς της Ιωάννας. Ένα πορτοκαλί λίλιουμ, σαν καμπανάκι, που χτυπά το ξημέρωμα και το ηλιοβασίλεμα, όταν δηλαδή ο ήλιος είναι πορτοκαλί. Είχαν υπέροχη μυρωδιά κι έχουν υπέροχη μυρωδιά. Είναι περίπου στο ύψος της Ιωάννας, περίπου ένα μέτρο, έτσι συχνά τα χρησιμοποιεί ως μέτρο για το αν ψήλωσε.
  • Κάποτε θα φτάνω τον ήλιο, για να δω πόσο πολύ ψήλωσα.
  • Μα ο ήλιος είναι πολύ ψηλά, της έλεγε η γιαγιά της.
  • Αλλά, όταν δύει ή ξημερώνει είναι χαμηλά, κοντά στα βουνά. Σ' αυτά τα βουνά θ' ανέβω και θα μετριέμαι εκεί, μέχρι να φτάσει ψηλά ο ήλιος και να μην τον φτάνω.
Μια μέρα, λοιπόν, εκεί που σηκωνόταν στις μύτες των ποδιών της, κλέβοντας λίγα εκατοστά ύψους, για να περάσει το ψηλότερο από όλα τα λίλιουμ, άκουσε μια μικρή τσιριχτή φωνούλα. Γύρισε γύρω γύρω, ν' ακούσει από πού ερχόταν, μέχρι που είδε κάτω από τη φυλλωσιά των λίλιουμ ένα μικρό άσπρο γατάκι.
  • Γεια σου! Του είπε κι έτρεξε αμέσως να φωνάξει τη μαμά της.
  • Μάλλον το άφησε εδώ η μαμά του, για να του φέρει φαϊ.
  • Έλα μαμά, σε παρακαλώ, ας το κρατήσουμε εμείς!
  • Δε γίνεται, αγάπη μου! Είναι μικρό και θέλει τη μανούλα του.
  • Αν δεν έρθει;
  • Θα έρθει!
  • Αν δεν έρθει;
  • Αν δεν έρθει, θα το ταϊσουμε εμείς, για να μπορέσει να ζήσει.
  • Δηλαδή, θα το κρατήσουμε;
  • (η μητέρα σκέφτηκε λιγάκι και της απάντησε με ένα χαμόγελο) Θα το κρατήσουμε. Αλλά μέχρι τότε, ας περιμένουμε τη μανούλα του.
Η Ιωάννα, κάθισε ολόκληρο το απόγευμα, μετά το φαγητό και περίμενε να φανεί η μάνα του μικρού γατιού. Το άκουγε, που νιαούριζε, αλλά είχε ακούσει τι της είχε πει η μητέρα της. Κάποια στιγμή, βγήκε η μητέρα της, ενώ άρχιζε να νυχτώνει:
  • Τι λες να πάμε μέσα να πιούμε το γάλα, να κάνουμε μπανάκι και να κοιμηθείς;
  • Όχι, δεν ήρθε ακόμη η μάνα του.
  • Θα έρθει. Δε γίνεται να καθίσεις εδώ όλη τη νύχτα. Θα κάνει κρύο και είναι επικίνδυνα και περίεργα μέσα στη νύχτα ένα μικρό κοριτσάκι μόνο του στον κήπο.
  • Και το γατάκι;
  • Χμ, υποθέτω θα περιμένει τη μανούλα του.
  • Κι αν δεν έρθει;
  • Εκείνο θα περιμένει. Τα μωρά μπορεί να είναι ανυπόμονα για φαί, αλλά δεν σταματούν να επιμένουν και να περιμένουν τη μανούλα τους.
  • Εσύ είχες αργήσει να έρθεις;
  • Εγώ (της είπε χαμογελώντας με πολύ φροντίδα) ήμουν συνέχεια μαζί σου.
  • Τα ζώα δεν είναι έτσι;
  • Είναι κάπως διαφορετικά.
  • Και τα φυτά;
  • Τι;
  • Έχουν μανούλα;
  • Έχουν (της απάντησε με λίγη αμηχανία).
  • Μάλιστα! Δηλαδή τα λίλιούμ μας, για να μένουν εκεί περιμένουν ακόμη τη μανούλα τους;
  • Ίσως! Τι λες να πάμε μέσα τώρα;
  • Εντάξει! Μπορώ να πλησιάσω το γατάκι να το καληνυχτίσω;
  • Εντάξει, αλλά πάμε μαζί και μην το πλησιάσεις πολύ και τρομάξει!
Πλησίασαν μαζί τα λίλιουμ και το γατάκι κι είδαν ότι κοιμόταν με το ένα πόδι του πάνω απ' το κεφάλι του.
  • Καληνύχτα, ψιθύρισέ του! Είπε ψιθυριστά η μαμά.
  • Καληνύχτα, γατάκι! Είπε ψιθυριστά η Ιωάννα.
Το επόμενο πρωί το γατάκι έφτασε έξω από την πόρτα της αυλής τους σπιτιού, που μάλλον είχε μυρίσει το ζεστό πρωινό, που ετοίμαζε η γιαγιά για όλους κι άρχισε να νιαουρίζει. Η γιαγιά είχε ένα μικρό πρόβλημα με τα αυτιά της και δεν άκουγε το μικρό νιαούρισμα, μέχρι που μπήκε στην κουζίνα η μητέρα και το άκουσε. Άνοιξε την πόρτα και το είδε.
  • Μου φαίνεται πως έχουμε έναν μικρό επισκέπτη για πρωινό, είπε η μητέρα.
  • Κοίτα τι όμορφα ματάκια που έχει, είπε η γιαγιά.
  • Από χτες είναι στον κήπο, κάτω από τα λίλιουμ. Η Ιωάννα το είδε.
  • Δεν ήρθε η μανούλα σου, μικρό μου; Είπε η γιαγιά στο γατάκι.
  • Μάλλον όχι! Τι να του δώσουμε;
  • Γαλατάκι, βέβαια.
Πήρε ένα μικρό πιατάκι, λίγο βαθύ και του έβαλε λίγο γάλα, του το έβαλε μπροστά από την πόρτα, έξω απ' την κουζίνα, στην αυλή κι εκείνο άρχισε να τρώει. Η μητέρα το χάιδευε απαλά, να μην τρομάζει. Όσην ώρα έτρωγε, η Ιωάννα είχε ήδη ξυπνήσει για το σχολείο, μπήκε στην κουζίνα κι είδε απ' την ανοιχτή πόρτα το γατάκι.
  • Λίλιουμ, φώναξε.
  • Έτσι τη φωνάζεις; της είπε η μητέρα της.
  • Ναι, όλο το βράδυ το σκεφτόμουν, πώς να τη βγάλω. Αφού τη βρήκαμε κάτω από τα λίλιουμ, είναι σα να γεννήθηκε από αυτά.
  • (χαμογέλασε η μητέρα της)
  • Θα το κρατήσουμε;
  • Κι η μανούλα του, που θα το ψάχνει;
  • Θα το περιμένει εκεί που το άφησε. Αν δεν είναι τα λίλιουμ η μαμά του.
Αργότερα μάθανε πως το γατάκι ήταν γατούλα κι έτσι το όνομά της έμεινε. Αφού άρεσε στην Ιωάννα, κανείς δεν έφερνε αντίρρηση. Πήγε στον κτηνίατρο, απέκτησε μια γωνιά στο σπίτι, στο σαλόνι κι άρχισε να μεγαλώνει. Το ίδιο κι η Ιωάννα. Συχνά, άκουγε η Ιωάννα να λένε τις γάτες εφτάψυχες και ρωτούσε: “Είναι κι η Λίλιουμ, έτσι;”, αλλά απάντηση δεν έπαιρνε.
Η Ιωάννα έφτασε 22 χρονών κι η Λίλιουμ είχε μεγαλώσει πολύ. Κάθε φορά, που αρρώσταινε η Ιωάννα, φοβόταν μην κατηγορήσουν τη Λίλιουμ, αλλά πάντοτε οι γονείς της τής έλεγαν: “Δεν φταίει η Λίλιουμ, μικρή μου”. Η Λίλιουμ ήταν περίπου 17 χρονών. Είχε γεννήσει αρκετές φορές, αλλά όλα τα γατάκια τα έδιναν. Δε τα ήθελε η Ιωάννα. Ήθελε να μείνει με τη Λίλιουμ κι η Λίλιουμ σα να ένιωθε τα γατάκια, όταν τα έδιναν, πήγαινε στα λίλιουμ, που με τη φροντίδα της μαμάς είχαν μεγαλώσει κι είχαν γίνει περισσότερα, και καθόταν από κάτω, σα να περίμενε. Ερχόταν μέσα στο σπίτι μόνο το επόμενο πρωί, με το ίδιο πιατάκι γάλα, που της είχχε βάλει η γιαγιά. Η γιαγιά είχε πεθάνει πριν 5 χρόνια. Κι η Λίλιουμ είχε πάει πάλι κάτω από τα φυτά και περίμενε, ολόκληρη νύχτα.
Ένα βράδυ, στο κρεβάτι τις Ιωάννας είχε ανέβει η Λίλιουμ. Εδώ και αρκετά χρόνια και ο κτηνίατρος είχε πει ότι η γάτα δεν είναι επικίνδυνη και περίεργη για το κοριτσάκι, που μεγάλωνε, δηλαδή την Ιωάννα. Η Ιωάννα διάβαζε για το τελευταίο μάθημα της σχολής της, να πάρει πτυχίο. Όταν διάβαζε, ήθελε μες στο δωμάτιο να υπάρχει ένα βάζο τουλάχιστον με λίλιουμ από την αυλή. Κάθε πρωί τα άλλαζε, γιατί μαραίνονταν.
  • Έλα, Λίλιουμ, κατέβα λίγο, πρέπει να συγκεντρωθώ.
Η Λίλιουμ επέμενε να χωθεί στην αγκαλιά της. Και το κατάφερε. Νιαούρισε λίγο, κλείνοντας τα μάτια. Τρίφτηκε στο μανίκι της Ιωάννας, ήταν χειμώνας. Η Ιωάννα τη χάιδεψε κάτω από το σαγόνι, στο λαιμό, που της άρεσε, μέχρι που την πήρε ο ύπνος. Ξύπνησε ξαφνικά, όταν ο ήλιος μπήκε από το παράθυρό της. Δεν είχε κλείσει τα παντζούρια. Σήκωσε το βλέμμα της και είδε τα λίλιουμ μαραμένα. Ο ήλιος είχε αρχίσει να βγαίνει. Τα λίλιουμ είχαν μαραθεί. Κι η Λίλιουμ σίγουρα θα βλέπει το ομορφότερο όνειρό της από εδώ και πέρα. Κοιμήθηκε για πάντα, λες και η Ιωάννα την είχε νανουρίσει.
Η Ιωάννα δε δάκρυσε. Χαμογέλασε και είπε στην Λίλιουμ: “Όνειρα γλυκά”. Κι ένιωσε την ανάγκη να την επιστρέψει εκεί που τη βρήκε, κάτω από τα λίλιουμ. Την έθαψε από εκεί κάτω, την ώρα που κοιμόντουσαν όλοι οι άλλοι. Αν τη γέννησαν τα λίλιουμ, θα επέστρεφε πάλι μες στο πορτοκαλί τους χρώμα. Ο ήλιος άρχιζε να γίνεται χρυσός κι έβγαζε την πορτοκαλί του πυτζάμα. Μέχρι το πρωί θα είχαν μάθει όλοι τους για τη Λίλιουμ.
Η Ιωάννα, όπως, όταν ήταν μικρή, πήγαινε στα λίλιουμ κοντά. Τα μύριζε και θα ορκιζόταν, ότι όσο μύριζε αυτά τα λουλούδια, άκουγε ένα μικρό νιαούρισμα. Τώρα ήταν αρκετά ψηλότερη από τα λίλιουμ και είχε μάθει εδώ κι αρκετό καιρό, ότι ήταν αρκετά χαμηλότερη από τον ήλιο.
Το καλαθάκι της Λίλιουμ, τις γατοτροφές της, τα παιχνίδια της, τα υφάσματα που έπαιζε, όλα, δεν τα πέταξε, ούτε τα κράτησε. Τα έδωσε σε μια φίλη της, που είχε ένα από τα παιδιά των παιδιών της Λίλιουμ. Η Ιωάννα κράτησε μόνο τα λίλιουμ. Αυτή ήταν η δική της γωνιά μέσα στον κόσμο. Ποτέ δεν έλειψαν από τις γλάστρες της ή τις ανθοδέσμες της, ούτε ξέχασε ποτέ στα εγγόνια της να μιλά για τη Λίλιουμ με έναν μαγικό τρόπο, σα να είχε γεννηθεί από τα λίλιουμ και τον ήλιο και να τους λέει: “Οι γάτες είναι εφτάψυχες, αλλά η Λίλιουμ είναι αθάνατη, όπως κάθε τι που φροντίζεις και θυμάσαι”.

Υ.Γ.: Παραμύθι αφιερωμένο να το έχεις πάντα να θυμάσαι!

Δευτέρα 7 Μαΐου 2012

Με σεβασμό

Είμαστε πολύ ρεαλιστές: μιλάμε επί των πραγμάτων, που αποδεικνύονται. Αυτή η πράξη μας άφησε στείρους συνείδησης και συνειδητότητας.
Δεν είδαμε τον γκρεμό, παρά μόνο, όταν πιαστήκαμε στο κλαδάκι που είχε ξεφυτρώσει στο πουθενά του κάθετου βράχου.
Δεν είδαμε τη φτώχεια που αγνοούσαμε καρπωνόμενοι δάνεια, παρά μόνο, όταν άρχισαν να μας αδικούν.
Δεν παρατηρήσαμε την έλλειψη παιδείας, παρά μόνο, όταν τα παιδιά μας άρχισαν να μας αντιμιλούν και να παραβιάζουν.
Δεν πιστέψαμε στον φασισμό, παρά μόνο, όταν τον είδαμε μπροστά στις πόρτες μας και όχι μόνο στις πόρτες των τρωγλών των μεταναστών.
Δεν ξέραμε για τα αφροδίσια νοσήματα, παρά μόνο, όταν αποκαλύφθηκαν τα σκάνδαλα παράνομων πόρνων, αλλά στην ουσία ξεσκεπάστηκε μια ηλίθια εκπαίδευση, που αγνοεί συστηματικά τη σεξουαλική διαπαιδαγώγηση θεωρώντας τη ταμπού.
Συνήθως ψάχναμε για άλλοθι: για τον γκρεμό φταίει το ότι δεν έφτιαξε κάποιος γεφύρι, για τη φτώχεια φταίνε οι πολιτικοί, που εμείς ψηφίζαμε και ψηφίζουμε, για την έλλειψη παιδείας οργιάζουν οι πεφωτισμένοι δάσκαλοι για το δημοσιοϋπαλληλίκι, αλλά ποτέ δεν αντιστάθηκαν πραγματικά, ούτε οι γονείς, ούτε κανείς (κι αυτό φαίνεται από τη ζωή που διάλεξαν και διαλέγουν), για τον φασισμό φταίνε οι οικονομικοί μετανάστες, για τα νοσήματα οι πουτάνες.
Η κρίση είναι η μετατόπιση από το άλλοθι στο "σαυτόν γνώθι", στην αυτοκριτική.
Βουλιαγμένοι στο βραχυπρόθεσμο, ξεχάσαμε πως η επανάσταση δε σταματά ποτέ, δεν ικανοποιείται ποτέ και πως ο επαναστάτης είναι ένα καθημερινό πλάσμα. Η ανάσταση έγινε σε 3 μέρες. Η επανάσταση είναι άλλο πράγμα όμως. Όπως δε μπορείς να καταπιείς αλλεπάλληλες φορές, έτσι κι η ανάσταση με την επανάσταση.
Δε θα δούμε ποτέ την απόδειξη μιας επανάστασής μας, γι' αυτό δε θα αποκτήσουμε ποτέ συνείδηση και συνειδητότητα.

Με σεβασμό

Πέμπτη 26 Απριλίου 2012

Κρυφτό

το αναπόδραστο
το αναπόφευκτο

υπάρχουν δύο τρόποι
έχεις μια κλίμακα από το 1 έως το 100

υπάρχουν δύο τρόποι
στον έναν είσαι από το 5 έως το 15 και μεγαλώνοντας
να πας στο 25 έως το 35
στον δεύτερο είσαι από το 5 έως το 15 και μεγαλώνοντας
να πας στο 5 έως το 30

υπάρχουν δύο τρόποι
το αναπόδραστο
το αναπόφευκτο

5, 10, 15, 20, 25, 30, 35...

Τετάρτη 28 Μαρτίου 2012

Πράξεις

Ένα από τα βασικότερα πράγματα, που έμαθα στο σχολείο περί αριθμητικής-μαθηματικών-πράξεων-ιδεολογιών είναι, ότι δε μπορούμε να προσθέσουμε, να αφαιρέσουμε, πολλαπλασιάσουμε, διαιρέσουμε ανόμοια πράγματα.
Δε μπορούμε να πούμε: δύο κιλά πορτοκάλια και τρία κιλά μήλα μας κάνουν πέντε κιλά.
Ωστόσο, αν ανάγουμε το πληθυσμιακό υποκείμενο σε ανώτερη κατηγορία, στην οποία ανήκει, έτσι που να ανήκει στην ίδια ανώτερη κατηγορία το μέχρι πρότινος ανόμοιο, τότε ναι θα μπορούμε.
Θα μπορούμε να πούμε: δύο κιλά μήλα και τρία κιλά μήλα μας κάνουν πέντε κιλά (φρούτα).

Για να δούμε τι διαφορές θα επιφέρει το "Κίνημα της Πατάτας";
Χωρίς μεσάζοντες, εμείς πώς δεχόμαστε;

Κυριακή 4 Μαρτίου 2012

Είμαι ποπ

Δεν είναι, ότι ασχολείσαι με μία μη άμεση -βιολογική- ανάγκη του ανθρώπου σε περίοδο, που προέχει -και καν δεν εξασφαλίζεται- το φάσμα των βιολογικών αναγκών (όπως πείνα και ασφάλεια), όπως είναι μια οποιαδήποτε μορφή τέχνης, ούτε είναι, ότι ασχολείσαι με την έλλειψη χώρων, που προάγεται η παιδεία και η τέχνη, ενώ οι άνθρωποι καν δεν έχουν τα βασικά. Είναι, που η έλλειψη ιδεολογίας (δηλαδή μια έτερη ιδεολογία) διέπει αυτή την περιττολογία, όπως διέπει και τον λόγο περί των βασικών αναγκών: ένας λόγος, που προσβάλλει και υπονομεύει τον άνθρωπο, όχι φιλοσοφικά, μα με τον πιο πρακτικό άνθρωπο.
Επίσης, πιστεύω, πως η φιλοσοφία "σώζων εαυτό σωθείτο" έχει δύο πόλους σε ένα συνεχές: στον έναν πόλο, το παραπάνω αξίωμα οδηγεί στη διά εαυτού "σωτηρία" του συνόλου, όπου ανήκεις και στον άλλον πόλο, οδηγεί στην τόση εξατομίκευση και ατομικολαγνεί, που έχει ως αποτέλεσμα μια "αυτο-περιθωριοποίηση", αρχικά νομίζοντας πως είναι για να γίνουμε θεοί, αλλά εν τέλει αποδεικνύεται πως γινόμαστε θεριά, ζώα.
Κατόπιν εορτής δε λέγονται, το μόνο σίγουρο. Λέγονται κατά τη διάρκεια της εορτής, κατά την οποία μπουνιουελικά, βρίσκουμε δικαιολογίες να μη βγούμε από το σπίτι, που έγινε το πάρτι. Το κακό είναι πως το πάρτι συνεχίζεται με τη συνενοχή όλων. Η πλήρης αποχαύνωση και ο περιορισμός μονάχα στα περί εκπλήρωσης των άμεσων αναγκών του ανθρώπου (λόγω έλλειψης άλλων εσόδων στο εισόδημα) συνεχίζει να πλησιάζει στο γραφειοκρατικό πρότυπο του "Καταναλωτισμού", ο οποίος μας θέλει καταναλωτές και ανόητους, που όχι μόνο δε μπορούν, αλλά και δε θέλουν να μάθουν να σκέπτονται ασχολούμενοι με κάποια μορφή τέχνης ή με τη σωτηρία ενός ιστορικού μημείου. Το κακό δεν είναι η λαγνεία αρχαίων μνημείων ή ιστορικών κτιρίων, αλλά η φιλοσοφία της αντιπαροχής, που οδήγησε από το όμορφο στο πρακτικό και το πρακτικό στο άσχημο, διότι υπερκαταναλώθηκε. Και στην υπερκατανάλωση δε χωρά κάτι που τη σταματά: ό,τι δεν την προωθεί ή εξυπηρετεί είναι ενάντιο, ανούσιο.
Μα υπάρχουν οικογένειες που πεινούν, χρωστάνε, αυτοκτονούν. Υπάρχουν κουλτουριάρηδες ψευτοφιλόσοφοι του κώλου, που δεν αξίζουν τίποτε. Ας μην αποτελέσει κανένα παράδειγμα το άλλωθι να αποτελματωθούμε περισσότερο. Δε χορταίνουμε με θέατρο ή λογοτεχνία, μα σίγουρα δεν πνιγόμαστε στην κουλτούρα της τηλεόρασης που επιδεικτικά προβάλλει τη μαγειρική, τα φαγητά και στερεότυπα αντιφατικά αυτών -μοντέλα- οδηγώντας μας να είμαστε υποχείρια αυτής. Δεν πλουτίζουμε με κινηματογράφο ή ποίηση, αλλά σίγουρα δε φτωχαίνουμε και σίγουρα η "πουτάνα" σε ένα ποίημα είναι άλλο πρότυπο από την "πουτάνα" μιας "κινηματογραφικής ταινίας" ή μιας τσόντας: όχι, δεν είναι ανώτερη, μα έχει σάρκα και οστά πιο συμπαγή και σίγουρα δε δημιουργεί μια φιλοσοφία σχέσεων, που μοιάζει σαν έναν εσωτερικευμένο εμφύλιο πόλεμο σε έναν μικρόκοσμο δύο ατόμων.
Αυτό το κείμενο δεν είναι αφορισμός ή μανιφέστο ή κριτική ή κράζω και δεν κοιτάω τα μούτρα μου ή αγάπη σε μιαν ουτοπία. Είναι ένα κείμενο ενώ είμαι χορτάτος δίπλα από το καλοριφέρ, υγιής. Κι όλα αυτά δεν αποτελούν άλλοθι της ενασχόλησής μου με τα ασήμαντα σημαντικά, αλλά σκαλοπάτι να ομολογώ, ότι "Ναι, αυτά δεν σημαίνουν τίποτε χωρίς το κάτι παραπάνω, όπως και το κάτι παραπάνω δεν αξίζει τίποτε χωρίς αυτά". Το νόημα είναι να βγούμε από τον φαύλο κύκλο: δεν έχουμε να φάμε-δε χρειαζόμαστε τις τέχνες, που επαναλαμβάνεται.

Τρίτη 28 Φεβρουαρίου 2012

Ειδωλολατρεία (εν έτει 2010)

Το είδωλο είναι βαρύ
Και η λατρεία συνθετικό του
Στο ένα χάνεις το κλειδί
Το άλλο υποκατάστατό του

Το είδωλο είν' αιρετικό
Δε βλέπεις καν την όψη σου
Βλέπεις μια πλάτη κι ηδονικό
Ν' ακολουθείς στην κόψη σου

Ειδωλολάτρες νεανίες
Δεν είναι πια κακό το νέο
Μα είναι κακές οι λατρείες
Όσων εκμεταλλεύονται τ' ωραίο

Το είδωλο είν' αιρετικό
Είναι χειρότερο κι από τοίχο
Σαν καθρέφτη που αφήνει ηχώ
Μιας ζωής που αφήνεται πίσω

Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2012

Γηρατειά

ο ορίζοντας έχει μήκος μικρότερο
του βάθους της δερματικής πτύχωσης που
κυματίζει

κι όλο λέω και ξαναλέω
πόσα κύματα ναυαγούνε στις ακτές

ο ορίζοντας
μετριέται με τσιγάρα απόσταση
εκκολαπτόμενος καρκίνος

κι όλο λέω και ξαναλέω και ξεχνώ
πόσα ναυαγούνε

Τετάρτη 15 Φεβρουαρίου 2012

Ψιλικατζίδικο

- Πόσο κάνει αυτό;
- Δύο!
- Δύο. Χμ! Κι αυτό;
- 1,5!
- 1,5. Χμ! Κι αυτό;
- Αυτό πάει στα 5,5, αλλά με την έκπτωση πάει στα 4,8!
- Με την έκπτωση πάει στα 4,8. Χμ! Ευχαριστώ! Δώστε μου αυτό!
- Ορίστε!
- Ορίστε κι εσείς! Ευχαριστώ πολύ!
- Καληνύχτα!

Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2012

Ημερίδα Σεξουαλικής Αγωγής σε Σχολείο

- Μπορείτε να κρατήσετε τις απόψεις σας, κύριε Τάδε, οι οποίες είναι πολύ ενδιαφέρουσες, αλλά δεν πρέπει να διδάσκονται από τόσο μικρή ηλικία τα παιδιά! (Ότ)Αν μεγαλώσουν είναι ελεύθερα να επηρεαστούν από απόψεις σαν και τη δική σας!
- Ότι η δική μου άποψη περί χρήσης πιο αγοραίων εκφράσεων για το σεξ ή για σεξουαλική διαπαιδαγώγιση για θέματα ταμπού και η καταδίκη καταστάσεων, όπως η αγάπη ή ο έρωτας, ως υποκριτικά τεχνάσματα για έναν υπερέλεγχο, επειδή εμείς οι ίδιοι φοβόμαστε να κοιτάξουμε κατάματα τα πράγματα και άρα να προστατευτούμε αλλιώς είναι απορριπτέες απ' το σύστημά σας!
- Δε μπορούσατε να το θέσετε καλύτερα!
- Καλλίτερα, κυρία μου! Καλλίτερα! Καλημέρα σας!
- (αφού έχει φύγει) Μα νυχτώνει!

Υ.Γ.: Τα εν οίκω μη εν δήμω, σύμφωνοι. Λες κι είναι οίκοι ανοχής τουλάχιστον. Υποκρισία. Και σ' είπανε αγάπη.

Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2012

enos leptou sigh

Απ' τον κίνδυνο στην επικινδυνότητα
Απ' τον φόβο στη φοβία
Κι απ' την ασθένεια στην επιλογή

Υ.Γ.: Για τη σιγή, που δεν κράτησε κανείς τέτοια μέρα. Ούτε κι εγώ!

Τρίτη 24 Ιανουαρίου 2012

Για να υπεκφύγεις την βαρεμάρα να γράψεις...

...γράφεις κάτι, για να φύγει.


"Φυγαδεύω τα λόγια που δεν είπα
απ' των ποντικιών τη τρύπα
τώρα που ζουν μαζί μας στον παράδεισο!"

Υ.Γ.: Και σ' αγαπώ, όσο ποτέ δε στο 'πα...

Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2012

Φαντάσματα

Τον παραμικρό θόρυβο ακούγοντας
κάθε βράδυ,
ανοίγουν τα παρολίγον αποκοιμισμένα
μάτια τους,
να δούνε τι είναι, τι υπάρχει.

Άνθρωποι που ξεχνούν
χωρίς να συγχωρούν.
Άνθρωποι που συγχωρούν
χωρίς να ξεχνούν.

Και το φάντασμα είναι της νύχτας
πιθανότητα
μαζί ή πιο πάνω κι από τ' όνειρο
να έρθει,
να δει τι είναι, τι αντέχει.

Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2012

ΑΒΓ μπουμ

Το "ΑΒΓ μπουμ" γράφτηκε το φθινόπωρο του 2011 και ανέβηκε στη σκηνή του Καλλιτεχνικού Καφενείου των Αχαρνέων από τη Θεατρική Ομάδα Καλλιτεχνικού Καφενείου Αχαρνέων (ΘΟΚΚΑ) στις 2 Δεκέμβρη του 2011 από τους (αλφαβητικά): Καλλιντέρη Δήμητρα (σερβιτόρα), Μολυνδρή Ηρώ (γυναίκα), Παρασκευά Σταμάτη (άντρας).



(Μια γυναίκα κάθεται σ' ένα τραπεζάκι και ένας άντρας έρχεται και τη ρωτά να καθίσει μαζί της, κρατώντας τον καφέ του. Εκείνη δέχεται. Δίπλα υπάρχει ένα τραπεζάκι με μία κούπα και μια εφημερίδα. Ο άντρας ζητά από τον ανύπαρκτο μα υπαρκτό θαμώνα, αν μπορεί να χρησιμοποιήσει την εφημερίδα. Διαβάζουν)

- Να σου εκμυστηρευτώ κάτι;
- Ναι!
- Δεν έχω φ(υ)(ι)(λ)λο.
- Τι εννοείς;
- Δεν έχω φ_λο. Εννοώ αυτό, που λέω και τίποτε περισσότερο ή λιγότερο. Δεν ξέρω συ τι εννοείς.
- Τι σημασία έχει;!
(πίνουν λίγο τον καφέ τους)
- Α! Ωραίος ο καφές που φτιάχνουν εδώ. Βέβαια, ο δικός μου είναι κάπως πικρός, αλλά μ' αρέσει έτσι. Νιώθεις λίγο από την καφεϊλα. Δηλαδή, όχι ότι δε μ' αρέσει κι ο γλυκός, αλλά μ' αρέσει διαφορετικά.
- Καφεϊλα; Χαχαχα! Δεν υπάρχει αυτή η λέξη.
- Όχι! Αλήθεια υπάρχει. Σου λέω αλήθεια!
- (τον κοιτάει σα να μην τον πιστεύει)
- Θες να σου ορκιστώ;
- Τι σημασία έχει;!
- Πώς δεν έχει; Το ίδιο βάρος έχει κάποιος που ορκίζεται και κάποιος που δεν ορκίζεται;
- Βασικά, δε γίνεται να έχουμε βάρος.
- (σκέφτεται σα να συγκαταβαίνει)
- Τελικά, μήπως θες να πεις "γεύση του καφέ" με αυτό το "καφεϊλα";
- Όχι! Α γεια σου! Αυτό που θέλω να πω είναι ότι η γεύση είναι μέρος της καφεϊλας.
- Δε μπορώ να σε καταλάβω. Τελοσπάντων.
(πίνουν αμίλητοι λίγο το καφέ τους. Εκείνη σαν καρικατούρα επιδεικνύει τα μαλλιά της στον άντρα)
- Ωραία μαλλιά!
- (ενθουσιασμένη) Αχ! Σ' ευχαριστώ πολύ! Ξέρεις, συνήθως, λόγω αυτού που είμαι, ποτέ δε μου λένε κάτι για την εμφάνισή μου. Τα έφτιαξα, ν' αλλάξει λιγάκι η διάθεσή μου. Είμαι χάλια με τη δουλειά μου. (το ξανασκέφτεται) Δηλαδή, δόξα τω θεώ, έχω δουλειά, υγεία...
- (τη διακόπτει) Νόμιζα πως πήγες κομμωτήριο!
- Δε μ' αρέσει να με ομορφαίνουν άλλοι. Μου αρκεί να μου λένε πως είμαι όμορφη.
- Εσύ, δηλαδή, έχεις φ_λο;
- Εξαρτάται πώς το γράφεις! Ό,τι έχω πάνω μου, γύρω μου, πίσω μου, μπροστά μου είναι καθαρά μια γραφειοκρατία.
- Όπως το θέτεις, κι εγώ πάνω στο σώμα μου -από τις τρίχες ως τα νύχια- οι άνθρωποι που συναντώ στο δρόμο και κάνουν πως δε με βλέπουν σαν να 'μαι ασώματος είναι μια γραφειοκρατία!
- Άρα έχουμε φ_λο. (ξεκινά μια στιχομυθία ανάμεσά τους, που ο άντρας υποστηρίζει “Έχεις” κι η γυναίκα “Έχουμε!”. Μπορεί ν' αποδοθεί πολύ κωμικά με τον άντρα να θέλει να έχει τη τελευταία κουβέντα κι εκεί που και καλά έχει αφήσει τη γυναίκα να έχει το τελευταίο λόγο, πετάει αδιάφορα το “Έχεις!”. Η γυναίκα που έχει μπροστά της γραπτά γράφει σε ένα χαρτί “Έχουμε” και του το δείχνει με ύφος. Συνεχίζουν να διαβάζουν)
- Θες να σε κεράσω μια καραμέλα;
- Τι γεύση;
- Φράουλα!
- Φράουλα! Μμμ, μ' αρέσει η φράουλα. Θυμάμαι, η μάνα μου τις έπαιρνε, τους έριχνε ζάχαρη και λίγο κονιάκ -αν δεν κάνω λάθος- και τρώγαμε. Συνήθως με μάλωνε, γιατί τις έτρωγα μονοκοπανιά.
- Δεν πονούσε η κοιλιά σου;
- Μετά ναι!
- Αυτό είναι η φραουλίλα. Σκέψου, η φραουλίλα είναι ακόμη κι ό,τι βλέπεις με τα μάτια σου όσο τρως τι φράουλες, ακόμη κι η γεύση των αναμνήσεων.
- Εσένα τι σ' άρεσε;
- Με τις φράουλες;
- Όχι, εννοώ τι γεύση σ' άρεσε;
- Α! Του καφέ πάντοτε. Αρχικά, τον έπινα σα μαγκιά (η γυναίκα διακόπτει λέγοντας “Έτσι κι εγώ με τον θεό!”) πως μεγάλωνα κι έτσι. Μετά έγινε ανάγκη, μετά εξάρτηση, μετά ήτανε να τον κόψω, έπινα πού και πού, αλλά όταν έπινα, του έδινα και καταλάβαινε ή άλλοτε έπινα καθημερινά και νορμάλ ή άλλες φορές έλεγα "ποτέ ξανά".
- Α! Εγώ έτσι άρχισα τον θεό.
- Μισό να πάω τουαλέτα!
(βγαίνει και πηγαίνει τουαλέτα, ενόσω εκείνη διαβάζει την εφημερίδα της και πίνει τον καφέ της - πού και πού δείχνει αφηρημένη σαν κάτι να σκέφτεται)
- (επιστρέφει από τη τουαλέτα) Άκου ανέκδοτο που θυμήθηκα: Τι είναι πράσινο, ζει δέκα μέτρα κάτω από τη γη και τρώει πέτρες;
- (σκέφτεται) Τι;


- Ο πράσινος υποδεκάμετρος πετροφάγος.
(γελάνε)
(σοβαρεύουν και πίνουν τον καφέ τους)
- Να διάβασε εδώ.
- (διαβάζει) Τς τς τς! Πώς καταντήσαμε; Προσπαθώ να είμαι αισιόδοξος, αλλά σε σύγκριση με την εποχή, μπορεί να σε πούνε και τρελό κι ονειροπόλο και τρελό!
- Οι άγγελοι ονειρεύονται;
- (γνέφει καταφατικά)
- Ωραία, μου έφυγε ένα βάρος. Άρα υπάρχουν!
- Για μένα υπάρχει ό,τι γελά!
- Οι άγγελοι γελάνε;
- (γνέφει καταφατικά)
- (σκέφτεται) Δηλαδή, ο ήλιος για σένα υπάρχει;
- (γνέφεφι καταφατικά)
- Άρα γελά!
- (γνέφει καταφατικά) Μη σου πω ότι ξεκαρδίζεται.
- Κοροϊδεύει;
- (γνέφει αρνητικά)
- Άρα, χαίρεται;
- (γνέφει πως δεν ξέρει)
- Το φεγγάρι;
- (γνέφει πάλι καταφατικά)
- Πώς;
- (γνέφει πως δεν ξέρει)
- Εγώ;
- Μόλις πριν γέλασες.
- Α! Ναι, το ξέχασα.
- (χαμογελά)
- Αν ξέχασα πως γέλασα, ξέχασα πως υπάρχω κιόλα;
- (γνέφει πως δεν ξέρει)
- Τι άλλα; Α! Δε σου' πα, πήρα σήμερα ένα σκυλί! Μπουλντόγκ!
- Ωχ, αλήθεια;! Σ' αρέσουν αυτά τα σκυλιά;
- Αμέ! Διάβασα και την ιστορία τους. Υπάρχουν τα βρετανικά και τα αμερικανικά μπουλντόγκ. Τα αμερικανικά έφτασαν εκεί με τους πρώτους αποίκους Βρετανούς. Οι Βρετανοί τα έχουν πιο καλοπροαίρετα, ενώ στην Αμερική, η ράτσα αυτή είναι κάπως πιο επιθετική.
- Τι μου θύμισες τώρα με αυτό. Κάποτε είχα συζητήσει μ' έναν γέρο και μου είχε πει ακριβώς αυτό για τον έρωτα: και καλά όταν ξεκινά στο ένα σώμα είναι πιο καλοπροαίρετος κι όταν μεταναστεύει στον άλλο γίνεται πιο επιθετικός, πιο άγριος!
(σκέφτεται λίγο, ενώ ο άλλος πίνει καφέ)
- Ωχ, κοίτα τι διάβασα!
- Μισό να παραγγείλω κι άλλο καφέ! (κάνει νόημα, αλλά δεν τον βλέπει κανείς) Δε με βλέπει!
- Λογικό!
- Αν αδειάσει τραπέζι, θες να φύγω;
- (δεν απαντά)
- (χαζεύει λίγο και μετά βγάζει κι αυτός μια εφημερίδα) Ααα! Μήπως θες να σου πω τον καφέ;
- Πιστεύεις σε αυτά;
- Δεν χρειάζεται να πιστεύεις για να πεις κάτι.
- Ναι, αλλά χρειάζεται να πιστεύεις για να σου βγουν αυτά που λέει το φλιτζάνι.
- Σωστά. Έτσι είναι πάντοτε.
- Τελοσπάντων, εγώ δεν πιστεύω. Κάτσε μισό λεπτό να πάω στη τουαλέτα.
(βγαίνει, εκείνος κάθεται, τελειώνει τον καφέ του ολόκληρο και τρώει και λίγο κατακάθι που τον ανατριχιάζει)
- Κατακάθι, μπλιαααχ! (πίνει λίγο νερό, κοιτά μήπως έρχεται, χαζεύει λίγο και μετά παίρνει τα χαρτιά της, ώσπου διαβάζει κάτι, ξαφνιάζεται, σηκώνεται να πάει να τη βρει)
(περνά λίγη ώρα κι εμφανίζονται μαζί και ξανακάθονται)
- Α! Ξέχασα να σου πω: πέθανε ο Γιάννης.
- Τι είχες Γιάννη; Τι είχα πάντα, δηλαδή!
- Επίσης, η Μαιρούλα, η ανιψιά του κυρ Κώστα, έμαθε την προπαίδεια του 8.
- Θες να παίξουμε ένα παιχνίδι; Λέγεται "Μπουμ"! Στο "8", στα πολλαπλάσιά του και σε αριθμούς που έχουν μέσα το 8, λέμε μπουμ και μετά ο άλλος συνεχίζει να μετρά σα να μετρήθηκαν κανονικά οι αριθμοί. Οκ; Κατάλαβες;
- Αμέ!
- Πάμε, τότε. Ξεκινάω. 1.
- 2
- 3
- 4
- 5
- 6
- 7
- Μπουμ
- 9
- 10
- 11
- 12
- 13
- 14
- 15
- Μπουμ
- 17
- Μπουμ
- 19
- 20
- 21
- 22
- 23
- Μπουμ
- 25
- 26
- 27
- Μπουμ
- 29
- 30
- 31
- 32
- Έχασες!
- Μα όλο εγώ έλεγα "Μπουμ"! Σαν να εκρήγνυμαι είναι. Χαχαχα!
- (χαμογελά) Τώρα που είπες για έκρηξη, ξέρεις τις σουπερνόβα; Έχεις δει;
- Όχι!
- (έκπληκτος) Δεν έχεις ταξιδέψει ποτέ στ' αστέρια;
- (τον κοιτά απαθώς και λίγο ξαφιασμένη)
- Κοίτα, όταν ένα άστρο είναι πολύ μεγάλο, αντί να γίνει από ένα μεγάλο άστρο, ένα νανάκι άστρο, τότε εκρήγνυται και αυτό λέγεται σουπερνόβα και δημιουργείται στη θέση του μια μαύρη τρύπα, που ρουφά τα πάντα, ως και το φως.
- Τότε, σίγουρα, όλοι οι άνθρωποι κάνουν τέτοια μπουμ!
- (την κοιτά κάπως γοητευμένος κι ενθουσιασμένος)
- Η κυρα-Ισμήνη έκαψε το φαγητό, που ήταν τ' αγαπημένο της εγγονής της, που πήγε να τη δει μετά από 6 μήνες που είχε πάει για σπουδές στο εξωτερικό!
- Ωχ, η καημένη!
- Τελικά, η εγγονή -Ισμήνη κι αυτή- της έφτιαξε μια πίτσα και τα είπανε και γελάσανε.
- Τουλάχιστον, σίγουρα η κυρα-Ισμήνη, θα έχει ζήσει έστω μια χαρά στη ζωή της.
- Λες να αξίζει να ζεις τόσα χρόνια μες στην πίκρα για μια απειροελάχιστη χαρά;
- (γνέφει σα να μην ξέρει)
- Κακοποίησαν και τη Σοφία. Τον έπιασαν αυτόν.
- Κάτι είναι κι αυτό!
- Βέβαια, υπέστη κι άλλη κακοποίηση μετά. Η μάνα της, ο ανακριτής, ο δικαστής, τα κανάλια, όλο άσεμνες ερωτήσεις...!
- Αν είναι δυνατόν! Έχει τον πόνο της η κοπέλα, έχει κι αυτούς!
- Αμ, ναι! Τη ρωτούσαν διάφορα έτσι πρόστυχα: τι εσώρουχα φοράει, αν υπάρχει θεός, τι χρώμα έχει ο ουρανός της, τι της αρέσει να τρώει.
- (πίνει μια γουλιά καφέ ο άλλος, ξεχνώντας πως έχει μείνει το κατακάθι) Ααα! Ξέχασα, πως έχει μείνει το κατακάθι.
- Απαίσιο ε;
- Ε, λιγάκι! Πού να είναι ο καφές μου;
- Πώς νιώθεις δύο μέρες μετά την καταστροφή του κόσμου;
- Εντάξει, λίγο πονοκέφαλο, αλλά πιστεύω, ότι οφείλεται στους πολλούς καφέδες!
- (διαβάζει την εφημερίδα) Δε γράφουν πουθενά εδώ κάτι έστω γι' αυτό το θέμα.
- ΜΟΝΟ γι' αυτό το θέμα γράφουν, πίστεψέ με!
- Δηλαδή τι; Να μη διαβάζω εφημερίδες;
- Αυτό από πού το συμπέρανες από όσα είπα;
- Καλά, συγγνώμη!
- Απλώς εντάξει, αυτό ήταν πάντα η επικοινωνία, πόσω μάλλον η ενημέρωση: μια σχέση εξουσίας. Ο πομπός εξουσιάζει, ο δέκτης εξουσιάζεται.
- Όταν αλλάζουν, αλλάζει κι η σχέση;
- (γνέφει πως δεν ξέρει) Ενώ η προσευχή (και σταματά σα να σκέφτηκε κάτι)
- Τι η προσευχή;
- (σαν να αφουγκράζεται κάτι)
- Έγινε κάτι;
- Σσστ!
- (κάνει ν' ακούσει κι εκείνη)
- (σταματά σα να πέρασε)
- Τι έγινε καλέ;
- Τίποτε, νόμιζα πως κάτι άκουγα!
- Τι;
- Τίποτε!
- Καλά συγγνώμη.
- (πίνει τον καφέ της, που τελειώνει) Πάει κι ο δικός μου! Να πληρώσω...
- Να σε κεράσω;
- Σε παρακαλώ όχι, μην επιμείνεις καν, θα προσβληθώ ειλικρινά!
- Οκ, μια κουβέντα είπα. Τουλάχιστον κάτσε λίγο.
- Καλέ, ναι, απλώς να πληρώσω λίγο, για να μπορώ να φύγω όποτε θέλω.
- Θα πεις και για τον καφέ μου;
- Αμέ! Θα πάω και λίγο τουαλέτα. Μου φέρνει συχνοουρία ο καφές.
- Οκ! (εκείνη φεύγει κι εκείνος ξανακοιτά την εφημερίδα του, ενώ παίρνει το τηλέφωνό του και μιλά με κάποιον) Ναι! Όλα εντάξει! Ναι, ναι, μην ανησυχείς! Μόνο κάνε γρήγορα! Έλα γεια!
- (επιστρέφει)
- Θες να παίξουμε ένα παιχνίδι;
- Κι άλλο;
- Τι άλλο να κάνουμε;
- Άντε πες...!
- Λοιπόν, θα σου λέω τρία πράγματα που θα έχουν μεταξύ τους μια α, χ, ψ σχέση. Ύστερα από παραδείγματα κι ύστερα από λάθη σου - γιατί θα τολμάς να κάνεις λάθος, αλλιώς δε θα καταλάβεις τον κανόνα, που κρύβεται από πίσω - θα δεις τι γαμάτο παιχνίδι είναι. Εντάξει;
- Για να δούμε!
- Λοιπόν, το Α είναι το φλυτζάνι, το Β είναι το πιάτο του, το Γ είναι το κατακάθι. Ωραία;
- Ναι.
- Άλλο παράδειγμα: το Α είναι ο τοίχος, το Β είναι το κόκκινο (πάει να τον διακόψει) το Γ είναι το μπλουζάκι μου..
- Χμ!
- Πάμε μία;
- Ρίξε!
- Το Α είναι το σημάδι αυτό στο φλυτζάνι, το Β είναι το κουμπί του πουκάμισού μου. Ποιο είναι το Γ;
- Το μανίκι.
- Όχι!
- Ο καφές;
- Όχι! Άλλο: Το Α είναι το σημάδι αυτό στο φλυτζάνι, το Β είναι το τραπέζι. Ποιο είναι το Γ;
- Το σημάδι αυτό στο τραπέζι.
- Όχι!
- Εεε! Το Γ, το Γ, το Γ είναι το σημάδι στο πιάτο του φλυτζανιού.
- Σωστό!
- Το βρήκα!
- Άλλο: το Α είμαι εγώ, το Β είσαι συ. Ποιο είναι το Γ;
- Το τραπέζι.
- Όχι!
- Το, το χαλί!
- Όχι! Άλλο: το Α είμαι εγώ, το Β είναι το τραπέζι. Ποιο είναι το Γ;
- Το Γ ε; Το Γ είμαι εγώ.
- Σωστό!
- Ρε, κοίτα να δεις.
- Άλλο, να δω αν κατάλαβες τον κανόνα: το Α είναι το κόκκινο του τοίχου, το Β είναι ο χρόνος. Ποιο είναι το Γ;
- Το Γ; Δεν ξέρω...
- Όχι!
- Μα δεν απάντησα.
- Ε, απάντα.
- Ωραία, δεν ξέρω. Το Γ είναιιι... δεν ξέρω, ειλικρινά.
- Σωστά!
- Ε;
- Άλλο: το Α είναι ο θεός, το Β είναι ο άνθρωπος. Ποιο είναι το Γ;
- Η πίστη;
- Όχι!
- Ε ποιο είναι το Γ; Εεε, το Γ είναι η ψυχή.
- Σωστό!
- Άντε πάλι!
- Άλλο: το Α είναι ο άνθρωπος, το Β είναι ο θεός, ποιο είναι το Γ;
- Η ψυχή.
- Λάθος!
- Τι; Γιατί;
- Δεν είναι η ψυχή. Το Γ, όμως, είναι η ψυχή.
- Δεν καταλαβαίνω.
- Άλλο: το Α είναι η εμπιστοσύνη, το Β είναι ο σεβασμός, ποιο είναι το Γ;
- Η ειλικρίνεια;
- Όχι, το Γ είναι η ειλικρίνεια. Άλλο: το Α είμαι εγώ, το Β είναι ο θεός, ποιο είναι το Γ;
- Δεν ξέρω.
- Λάθος, το Γ είναι το δεν ξέρω.
- Ααα! Κατάλαβα! Πες μου ένα άλλο!
- Το Α είμαι εγώ, το Β είσαι συ, ποιο είναι το Γ;
- Το Γ είναι ο σκύλος μου.
- Σωστό! Το Α είναι ο σκύλος σου, το Β είναι ο καφές, ποιο είναι το Γ;
- Το Γ είναι ο χρόνος.
- Σωστό!
- Χαχα! Καλό! Μου έσπασε βέβαια λίγο τα νεύρα, αλλά καλό!
- Είδες;
- (ανασκουμπώνεται λιγάκι) Αυτή η συχνοουρία μ' έχει πεθάνει.
- Η καφεϊλα θα φταίει.
- Εσύ φταις.
- Εγώ;
- Ναι! (και σηκώνεται και πάει τουαλέτα πάλι)
- (εκείνος παίρνει την εφημερίδα, την ξεφυλλίζει γι' αρκετή ώρα - εκείνη έχει αργήσει, παρά τη μέχρι τώρα συνήθειά της. Εκείνος κοιτά το ανύπαρκτο ρολόι του και διπλώνει την εφημερίδα. Περιμένει, περιμένει, περιμένει. Ξαναπαίρνει τηλέφωνο, αλλά φαίνεται να μην αποκρίνεται κανείς από την άλλη γραμμή. Πάει να πιει καφέ και θυμάται ότι έχει μείνει το κατακάθι. Κοιτά, μπας κι έρχεται ο καφές. Σηκώνεται και βγαίνει κι εκείνος έξω. Η σκηνή μένει άδεια κάποιες στιγμές. Ύστερα ξαναμπαίνει ο ίδιος με άλλα ρούχα και χωρίς γυαλιά και ατίθασο μαλλί)


- (επιστρέφει κι εκείνη μιλώντας στο κινητό της) Ναι! Όλα καλά; Ωραία τέλεια! Οκ, θα κάνω όσο πιο γρήγορα μπορώ! Έλα γεια σου κι εσένα!
- Θες να παίξουμε ένα παιχνίδι;
- Κι άλλο;
- Τι άλλο να κάνουμε;
- Άντε πες...!
Λοιπόν, θα σου λέω τρία πράγματα που θα έχουν μεταξύ τους μια α, χ, ψ σχέση. Ύστερα από παραδείγματα κι ύστερα από λάθη σου - γιατί θα τολμάς να κάνεις λάθος, αλλιώς δε θα καταλάβεις τον κανόνα, που κρύβεται από πίσω - θα δεις τι γαμάτο παιχνίδι είναι. Εντάξει;
Εντάξει
Ωραία, περίμενε να πάω λίγο τουαλέτα!
(εκείνη συνεχίζει να διορθώνει τα γραπτά της ώσπου έρχεται η σερβιτόρα με έναν καφέ)
-- Ο καφές σας!
Να σας πληρώσω γιατί πριν είχε πολύ κόσμο;
-- Ναι! (ενώ υπάρχουν τρία φλυτζάνια στο τραπέζι)
Αυτά εδώ (δείχνοντας και τα τρία)
-- Δύο καφέδες, ένα ευρώ!
(κάνει να της δώσει τα κέρματα)
-- Αν μπορείτε ρίξτε τα στη σχισμή εδώ στην πλάτη μου! (η γυναίκα τα χάνει, κοιτάει και βρίσκει τη σχισμή και όντως ρίχνει εκεί τα λεφτά) Με συγχωρείτε, αλλά σαν γουρούνι που είμαι ή ζαμπόν θα γινόμουνα ή κουμπαράς!

(Μεγάλη σημασία και έκταση να δοθεί στις παύσεις, έτσι που καλά καλά το όλο έργο να είναι παύσεις)


©ΑΚ