Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου 2019

Θυσία

©Τσαρούχης


Ακουμπάω το προσκέφαλό μου στα πόδια σου,
όπως η Ιφιγένεια ακουμπά το προσκέφαλό της στο βωμό.

Ένα ιερό ελάφι θα με αντικαταστήσει στην ποδιά σου,
ταχυπόδαρο, ανάλαφρο, νεοσσό -και άοσμο, να μην το αναζητούν οι θηρευτές του.

Ακούω στο στερεό σώμα τον ήχο που ταξιδεύει πιο γρήγορα
απ' όσο στον αέρα ή στο νερό
κι ακούω στο στερεό σώμα τους ήχους του Άδη που ταξιδεύουν πιο γρήγορα
απ' όσο στον αέρα ή στο νερό.

Ρίχνω τον οβολό μου να περάσω αντίπερα στην όχθη,
απ' το σώμα μου στο σώμα σου.

Η θυσία στην Αυλίδα συντελέστηκε -έτσι λένε, έτσι πιστεύουν,
αρκούσε το ελάφι.
Στην ποδιά σου φιλώ την ποδιά σου, μυρίζω, σε μυρίζω.

Ακουμπάω το προσκέφαλό μου στην ποδιά σου,
όπως ξαποσταίνει στον ήλιο ένα σκυλί
ράθυμα.

Στην ποδιά σου κοιμάται ένα ιερό ελάφι,
εγώ περνώ στο σώμα σου,
όπως η Ιφιγένεια στην Ταυρίδα,
ο οβολός πέφτει απ' τη τσέπη του βαρκάρη,
για λίγο αφήνει το κουπί.

Μου χαϊδεύεις τα μαλλιά,
για λίγο τ' αφήνεις,
σκύβεις, με φιλάς.

Ακουμπάς την ποδιά σου
στο προσκέφαλό μου,
όπως ο βωμός χτένιζε τα μαλλιά της Ιφιγένειας.

Με πήρε ο ύπνος,
θάνατος μικρός,
βαρκάδα απ' το σώμα μου στο σώμα σου.

Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2019

Ένας γέρος στην πλατεία

©Tommervik


Ένας γέρος στην πλατεία μ' ένα σκύλο παραδίπλα ξαπλωμένο τραγουδάει.
Έχει αμανέδες και τραβάει τα φωνήεντα, μα δεν ανοίγει το στόμα του πολύ 
/ έλα, το μωρό μας, άνοιξε το στοματάκι του πολύυυ πολύ, έρχεται αεροπλανάκι.

Ένας γέρος στην πλατεία τραγουδάει για έναν έρωτα που άρχισε ιδανικά.
Έχει παράπονο στη φωνή, μα περπατάω χωρίς να στρέψω να τον δω πιο λεπτομερώς
/ να το, το αεροπλανάκιιι, βββουυυμμμ!

Κι ένας σκύλος παραδίπλα ξαπλωμένος ακούει κι εγώ που περπατάω και τους προσπερνάω τον ακούω να τραγουδάει για τους φόβους, το παράπονο και τη χαρά, το ανάμικτο, που το νιώθεις τόσο ενιαίο. "Με ένα φιλί ξεκίνησε ο κόσμος να γυρίσει
/ και με ένα δεύτερο μου ορκίστηκες /
τον όρκο μου πως πίστεψες /
ο κόσμος να γυρίσει"
/ μία για τη μαμά, μία για τον μπαμπά...

Ένας γέρος τραγουδάει κι ένας σκύλος ακούει.
Εγώ τους προσπερνάω και ακούω: "Στο τρίτο φιλί με ρώτησες ξανά
/ στο τέταρτο με έκρυψες
/ όταν σε ρώτησε η μάνα σου
/ ποιος σε φιλούσε" /
με τάιζες -θυμάσαι;- απ' το φαί που δεν μαγείρεψες ποτέ κι είναι τόσο έντονο στη γλώσσα μου σα γεύση, σαν χαπιού επίγευση
-με φίλαγες, θυμάσαι;

Ένας γέρος στην πλατεία μ'ένα σκύλο παραδίπλα ξαπλωμένο τραγουδούσε.
Ήσουν το σώμα στο κρεβάτι μ'εμένα εκεί δίπλα ξαπλωμένο, με φιλούσες.

Σώπασε

©Kundu


Χαλάρωνε το σχοινί.
Σώπαινε. Να ρίχνεις νερό στο κρασί σου.
Κάνε και λίγο τα στραβά μάτια. Άσε και κάτι να πέσει χάμω.

Μια υποδόρια πειθαρχία να περνάνε τα πράματα κακήν κακώς,
να περνάνε τα πράματα, να περνάει ο καιρός.

Το άγχος σκοτώνει.
Η πολλή σοβαρότητα σκοτώνει.
Χαλάρωσε λίγο. Μην είσαι τόσο αυστηρός.

Εγώ, που μια ζωή με θυμάμαι, να θυμώνω που όλα ήταν ήδη συγχωρημένα στο μυαλό μου. 
Και δεν είναι ασυνείδητος θυμός, αλλά ρε γαμώτο, δεν είναι άλλη μορφή ασυχωρησιάς (θε μου, τι λέξη απαράδεκτη, αλλά έστω με κατάλαβες), μα γαμώτη μου... τελοσπάντων. 

Κι είναι τώρα που

θα μου έλεγες
"Πες. Μη το κόβεις. Μίλα. Πες τι σκέφτεσαι". Άστο, ξέχνα το, τελοσπάντων.
Άστο να πάει και φύγει. Άστο να πέσει χάμω.
Άστο.
Ας χαλαρώσουμε. Λένε πως η μνήμη είναι μια από κοινού διαδικασία.

Μπα.

Μόνος μου θυμάμαι... μαζί σου θέλω να ξεχνώ. Η λήθη, η ξεχασιά (κι άλλη απαράδεκτη λεξούλα) είναι δίπλα σου. Το σώμα σου, το ερωτευμένο σώμα, είναι
προ πάντων
το της λήθης σώμα. Σώπασε τώρα. Οι λέξεις πάντα σημαίνουν.

Εσύ μόνο μου θυμίζεις εσένα και μου λησμονάς το μη-εσένα.

Το πολύ μαζί σκοτώνει. Σώπαινε και μη ερεύνα.
Κοίτα με λίγο. Τελειώνει το κρασί.
Περνάει ο καιρός. Οι λέξεις σημαίνουν.
Οι άνθρωποι ξεχνούν. Οι άνθρωποι ξεχνιούνται.
Κι οι λέξεις ακόμη σημαίνουν.

Σώπασε λοιπόν.

Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2019

Σόλο σε μπανιέρα / μονόλογος / αποσπάσματα

Death of Mara / Jacques-Louis David


Τώρα πια μακριά σου, μοιάζει σαν να μη σε είχα ποτέ ξανά πιο κοντά ανά πάσα στιγμή. Από κοντά έμοιαζες σαν αέρας, άγγιγμα από κάπου μακριά - στάση πριν πας κάπου μακριά. Δεν φεύγουν οι άνθρωποι. Τσου. Ο άνθρωπος φεύγει, η στατιστικά ασήμαντη μοναδιαία περίπτωση. Που ανάμεσα στον μέσο όρων χιλίων ανθρώπων και στην μοναχική στιγμή του ενός, μοιάζει το δίκιο να γέρνει προς το δεύτερο. Τώρα πια μακριά σου, μοιάζει εσύ εμένα να νοσταλγήσεις, όσο κι αν πονώ. Στην αιώνια εξορία των λόγων θα ξενιτευτώ, εκεί που θα μιλάω για σένα, θα θυμάμαι εσένα, θα είμαι για σένα, χωρίς εσένα. Ερωτική ανθρωπογεωγραφία - μια πίστη χωρίς είδωλα, χωρίς εικόνες, χωρίς στιγμές, χωρίς σημάδια και θαύματα. Μια πίστη. Σκέτη. Σκέτο. Τώρα πια. Σκέτο.
[...]
Οι άνθρωποι που αγαπάς είναι οι μικρές προδοσίες στα μεγάλα ιδανικά σου -ας ξεράσω. Όχι, ούτε καν κάλλιον προτιμάν την αλήθειαν. Μικρές κερκόπορτες και ας κάνουμε μιαν εξαίρεση για τους ανθρώπους μας. Δίκοπα μαχαίρια και χαλάλι.
[...]
O φόβος τρέφεται από αυτό που κάποτε αγνόησες ή εξακολουθείς συστηματικά να αγνοείς. Το ίδιο κι ο πόνος κι ο θυμός. Τι τέρατα άραγε να γεννιούνται αύριο τέτοιαν ώρα, όταν άλλα τέρατα θα έχουν νικηθεί; Ο φόβος για κάτι τρέφεται από το ατελές κρύψιμο άλλου πράγματος αλλού. Ένα κρύψιμο που φτάνει να γίνεται κρυφτό. Μια λέξη που λέγεται αντί άλλης κι ένα όνειρο που έρχεται άλλης σκέψης.
Σαν ολάνθιστα μυριάδες γιασεμιά ο αφρός του κύματος. Να σου χτενίζω τα μαλλιά σαν να γαληνεύω θάλασσα τρικυμισμένη. Να σου φιλώ το σώμα σαν να σου φυλώ το σώμα. Ο φόβος για κάτι είναι η παρομοίωση του ατελούς κρυψίματος άλλου πράγματος αλλού. Ο φόβος τρέφεται από αυτό που αγνοείται. Το ίδιο κι ο πόνος κι ο θυμός.
[...]
Όπως βυθίστηκες μες στη γεμάτη μπανιέρα με νερό για το αφρόλουτρο -σε μια σκηνή κινηματογραφικού ενδιαφέροντος- υψώθηκε η στάθμη του νερού. Καθημερινή φυσική και προφανές, θα μου πεις. Αλλά τι να σου πω κι εγώ που σκαρφίζομαι τόσες παρομοιώσεις και μεταφορές για να σε τραγουδήσω. Να βουτήξεις μέσα το κεφάλι να ουρλιάξεις ή να κλάψεις -υπάρχει κι η ανάγκη του ανεπικοινώνητου. Μίλα. Πες μου. Πες τι σκέφτεσαι. Ούρλιαξε. Μη φοβάσαι να μιλήσεις. Βγες. Πάρε βήμα. Πάρε θέση. Εκφράσου. Ναι. Όλα καλά. Αλλά. Πάντα υπάρχει το αλλά. Που σαν πυκνή σταχτιά συννεφιά σκοτεινιάζει τη μέρα. Αλλά. Αλλά υπάρχει κι η ανάγκη του ανεπικοινώνητου. Ίσως γι' αυτό οι άνθρωποι αναλώνονται στα εφήμερα: μια νύχτα σ' ένα δωμάτιο ημιδιαμονής ή στην τουαλέτα εβός κλαμπ, που έκαναν σεξ, όπως δάκρυσες μέσα απ' το νερό. Το κοινωνημένο έχει μια βαθειά υποχρέωση συνέπειας. Τι κατάρα κι αυτή. Μια που το 'πες και μια που δε θες να σε βαραίνει καμία καταδίκη. Η κόλαση είναι η εξωστρέφεια -είναι η υποχώρηση στην αντίληψη και την εξουσία του άλλου. Λίγη επιείκεια. Ακόμη κι η καλημέρα ας ήταν να είχε σαν κρυφό σημαινόμενα τον οίκτο κι όχι μια δέσμευση του πλως αισθάνεσαι ή τι θες και πώς το μεταφράζει ο καθένας. Θες μια ξενοιασιά πού και πού. Πετάγεσαι από το νερό. Ασθμαίνεις. Έμεινες παραπάνω κάτω από το νερό. Τι κατάρα κι αυτή. Καθημερινή φυσική: η αυθόρμητη ανάσα όταν τελειώνει ο αέρας. Δε σε τραγούδησα κι απόψε. Πάλι στα δικά μου το γύρισα. Βυθίσου. Άνευ λόγου κι αιτίας. Έτσι θα πω. Πες το κι έτσι.