Δευτέρα 30 Οκτωβρίου 2017

σύντομη ερωτική μας ιστορία

©Hector McDonnell

Τα ραβασάκι και τα σκονάκια που έγραψαν κάποιοι στους τοίχους και στους δρόμους, να έχουν να τα βλέπουν και να αντιγράφουν περαστικοί απ' το φεγγάρι. Γιατί δεν υπάρχει καμία ανάγκη μακροσκελούς διατύπωσης της αγάπης. Δεν υπάρχει παθογένεια στην άνευ όρων κι άνευ ορίων αγάπη κι αποδοχή. Παθογένεια είναι ο όποιος όρος και το όποιο όριο. Γιατί τα τελευταία -όπως και κάθε τείχος- περιορίζουν εσένα τον ίδιο, τον κατά τ' άλλα τόσο ελεύθερο. Και πάντα το κακό είναι αποτέλεσμα κι όχι αίτιο.
Η δικιοσύνη δεν έρχεται ποτέ. Είναι πιότερο μια μοιρασιά, παρά ένα κατόρθωμα. Η λύτρωση -απ' την άλλη- ίσως έρθει απροσδόκητα: όχι όταν φύγουν τα φαντάσματα, αλλά όταν τα συγχωρέσεις, είναι ζήτημα ανθρωπογεωγραφικό. Να τα παίρνεις μαζί σου στον καφέ ή στον διάολο. Και θα ουρλιάζεις στον κόσμο για το σκατοφάντασμα και ο κόσμος θα σε προσπερνάει σαν μέρα κηδείας. Και θα ψιθυρίζεις σε κάποιον εραστή για το κωλοφάντασμα και θα αποκοιμιέται ησύχως σαν σε νύχτα βαρειά. Αμοίραστος ο κόσμος: έτσι που όλος δικός σου -χωρίς να σε νιώθει άλλος- δεν υπάρχει κι έτσι που ακόμη κι αν μοιραστεί, θα μοιάζει μόλις διχασμένος.
Και βγήκαμε στ' ανοιχτά, στα σχεδόν αγύριστα, αν και λένε επίσης πως κάθε φευγιό είναι επιστροφή. Δε συναντήσαμε κανένα τέρας του μύθου, του μυαλού, του καιρού ή του θρύλου, ούτε καν κάποιο θηλαστικό του νερού ή γλάρο. Όλα είχαν μιαν αδυσώπητη ηρεμία. Και δεν είχαμε εξοπλιστεί -πέρα από τα όπλα, τα τουφέκια, τα κανόνια, τα δίχτυα, τις λέμβους, τα ξόρκια- με ίχνος κάποιου πράγματος να έχουμε να συζητάμε αναμεταξύ μας τώρα που όλα ήταν γαλήνια. Όχι, δε βυθιστήκαμε σε αναμεταξύ μας σφαγή. Κοιμόμασταν και ξυπνούσαμε στ' ανοιχτά αμίλητοι. “Μας κάνει καλό καιρό”. Και σάπιζαν τα όπλα και τα δόντια και τα χείλη και τα κορμιά και το καράβι. Γίναμε τέρατα και σμίξαμε σε μια γωνιά. “Να φάμε τους επόμενους”. Μα οι επόμενοι άργησαν. Σάπισε κι η υπομονή μας. “Κρατάτε λίγο ακόμη”. Και μ' όλα τα σαπισμένα αράξαμε κάποτε σε μια ξέρα. “Επιστρέψατε!” μας είπε μια γυναίκα που δε μας θύμιζε τίποτε. Μας έστρωσε να φάμε. “Αυτός πρέπει να είναι ο έρωτάς σου” κι έπειτα “κι αυτή η μικρή λίμνη με τα έλατα”. Και χωρίς να έχουμε μιλήσει για αιώνες στο ταξίδι, παροπλισμένοι, αυτή η γυναίκα ξανάγινε η θάλασσα, η σχεδόν αγύριστη, κι η μιλιά της ήταν όλα εκτός απ' τη σιωπή μας. Κι εκπορευτήκαμε.
Αργότερα τα χέρια μας τα σκέπασε η νύχτα, το πυκνό φύλλωμα των άστρων στο δάσος μας μάς είχε κρύψει καλά σαν θηρία από ιπτάμενους θηρευτές. Κάτω από άκρα μυστικότητα και διακριτικότητα -εσύ δήθεν χρειαζόταν να πλύνεις το πουκάμισο των φαντασμάτων σου κι εγώ να βγάλω για βόλτα το τετράποδο μαλλιαρό μου σκοτάδι- συναντιόμασταν. Και τότε κατάλαβα αυτό, πως ποτέ δε θα με ξανάβλεπες παρά σαν κάτι που θα έπρεπε συνεχώς να τελειοποιείται. “Δεν προλαβαίνω” σου έλεγα. Κι εσύ ζήτησες. Και παραφράζοντας και -ξέροντας πως δε θα καταλάβεις- κάπου ανάμεσα σε αυτό που ήμουν και σε αυτό που θα ήθελες να ήμουν και δεν είμαι και δεν έγινα, παραέπεσε ο αληθινός μου εαυτός, σαν κλειδί στη σχάρα υπονόμου. “Δεν προλαβαίνω” σου είπα κι από τότε μού καρφώθηκε στο μυαλό πως κι αυτό αίτημα αγάπης, ρε, είναι.
Αργότερα, τα χέρια μας χωρίσανε. “Να περιστοιχίζεσαι μοναχά από ανθρώπους που αμφισβητούν κάποιες στιγμές τα θέσφατα και προ πάντων τις μεγάλες σιγουριές τους. Όχι για να τους πετυχαίνεις αβέβαιους κι ανισόρροπους, μα για να μη σου μοιάζουν τοίχοι με ηχεία κρεμασμένα να παίζουν στο αυτόματο τα ίδια και τα ίδια. Να σου λένε τη μια μέρα “Καλημέρα, πιστεύω σε αυτό” και γι' αυτό που τόσο σε πείσανε τη μία, την άλλη να σου λένε “Καλησπέρα, τι μαλακίες κάθομαι και λέω κι εσύ τις πιστεύεις”. Αυτοί που τόσο ήξερες, καλά σου κάνανε και σου διέλυσαν την πιο μεγάλη σου βεβαιότητα, γιατί παραφράζοντας τον Ηράκλειτο: δεν μπορείς να φιλήσεις τον άνθρωπο δεύτερη φορά”, μου είπε η γυναίκα, που τώρα ήταν πωωλήτρια junk food, το βράδυ που έφτανα σαν κυνηγημένος πίσω στο σπίτι.
Στο χέρι μου κρατούσα το δαχτυλίδι σου, ένα απλό που αγόρασες κάποια στιγμή σε ένα πανηγύρι. Το δαχτυλίδι σου σαν το σακάκι ενός απόντος στην κρεμάστρα, μένει εκεί, όπως χωράει ένα μικρό διακοσμητικό “Κολοσσαίο”-μινιατούρα στο ράφι της βιβλιοθήκης, σαν να μένει εεί ολάκερο το δάχτυλό σου, που εκεί στης άκρης το δάχτυλο ακούμπησες άκρες του κόσμου.
Και φτάνω στο σπίτι. Υπάρχει η εκδοχή που ο άσωτος επιστρέφει βράδυ στο σπίτι, όπως όταν έφυγε. “Ήταν βράδυ και κοιμόνταν όλοι και το 'σκασα. Δεν ήξερα πού να πάω”. Αλλά κυρίως εκείνος δεν ήξερε. Τώρα που γύρισα που ήταν η πόρτα ανοιχτή, μισάνοιχτη, όπως όταν περιμένεις να επιστρέψει η γάτα από τον κήπο -άραγε εμένα περιμένανε ή καμιά γάτα; Γλίστρησα στο σπίτι. Όλοι κοιμόνταν. Άφησα ένα σημείωμα στο ψηγείο: “Δεν μπορώ να είμαι ευτυχισμένος. Δε σημαίνει πως νικήσατε. Έστω μακριά σας δεν είμαι δυστυχισμένος”. Το κόλλησε με ένα μαγνητάκι από ένα νησί, το 'χε αγοράσει από μια κυρία που τους είχε πει “σαν στο σπίτι σας”. Άνοιξα το ψυγείο, πήρα μια σοκολάτα για το δρόμο, ο μόσχος ο σιτευτός ο ολόδικός μου. Άκουσα ένα κουδουνάκι. Πλησίασα στην εξώπορτα. Μια γάτα τελικά με ένα κουδουνάκι. Βγήκα. Έκλεισα την πόρτα. Κοίταξα ψηλά στα παράθυρα των δωματίων. Στο ένα είχε φως: στο παράθυρο στεκόταν η γάτα κι η μικρότερή μου αδερφή. Με κοίταξε στην ψυχή έτσι που με έκανε να πιστέψω πως είχα. Ήταν μια συγχώρεση αυτό το βλέμμα. Κι ίσως η επανάσταση της μικρής μου αδελφής στην οικογένεια. Στ' αυτιά μου αντηχούσε το κουδουνάκι. Δάγκωσα λίγη σοκολάτα. Δε μου το συγχώρησαν ποτέ.
Πήγα στη θάλασσα πάλι. Πού ήταν εκείνος; Να στραγγίξουν απ' το αίμα οι φλέβες και να γεμίσουν θάλασσα κι όλα τα ψάρια κι όλα τα ναυάγια κι όλα τα βυθισμένα αγαθά στα πλοία, κτερίσματα ακούσια. Κι η θάλασσα να στάζει απ' την πρώτη πληγή και να πάει να βρει την θάλασσά της και το αίμα να πάει να βρει το αίμα του, το αίμα που στο όνομά του ο κόσμος γίνεται και ξεγίνεται. Και στό όνομα της θάλασσας, μα για όνομα του Θεού, μόνο οι τρελοί χτίσανε και γκρεμίσανε τη ζωή τους. Μα για όνομα της θάλασσας, νερό, όχι αίμα στις φλέβες, μια μνήμη που δεν είναι μνήμη και θα καθαρίζει, μια λησμονιά που δεν είναι τέτοια, αγάπες κι έρωτες που είναι σαν τη θάλασσα, στα ρηχά διαφανείς και στα βαθειά σκοτεινοί, φωτεινοί και σκοτεινοί, τείχη και δρόμοι. Ο πόνος να μην είναι πόνος κι η υγρασία να στοιχειώνει το μέσα μας κι όχι η ζεστασιά. Κι όταν από τη φθορά θα ξερνάμε τη θάλασσα, θα ανοίξουμε το στόμα σαν κοχύλι κι ένα μαργαριτάρι από σάλιο και φλέμα θα χάσκει στη γλώσσα. Θα λάμψει στον ήλιο. Το φιλί μας -θυμάσαι;- έλαμπε στον ήλιο. Και να μείνουμε έτσι για πάντα πια. Ήρθε έτσι ο θάνατος. Και κάποιος άλλος θα αδράξει το μαργαριτάρι. Ώσπου να τα θαλασσώσει κι αυτός. Ώσπου όλο το σύμπαν να μείνει φυτό χτυπώντας το σβέρκο του σε έναν βράχο στη θάλασσα. Θυμάσαι πόσο φοβήθηκα όταν είχες χτυπήσει σε μια βουτιά σου στην παραλία;
Και το πρώτο μας φιλί. Και φιλιόμαστε και δίπλα γράφονται στον πολύγραφο -ή όπως κι αν μοιάζει τώρα- προκηρύξεις και γορτώνονται όπλα και έχουμε αυτούς που καίνε περιουσίες, τους σινοπούλειους καιόμενους και τους χριστούς που φλέγονται στη μεταμόρφωσή τους κι εμείς κάτω από μια λάμπα. Πόσοι φωτισμοί μάς φέγγουν και πόσο φως σπαταλάται για μιας στιγμής ελευθερία στην αιώνιά μας καταδίκη; Δεν ήμασταν ερωτευμένοι, το παίζαμε για τους φύλακες, αλλά έτσι ξεγελάσαμε. Και ξεγελάστηκα. Χρόνια μετά, τώρα δα, ακόμη θυμάμαι τα κρύα χείλη, σαν να φύλαγα ήδη σώμα νεκρό. Θυμάμαι πάνω στο παγκάκι ένα ψιλοποίημα: “δεν υπάρχουν οι λέξεις των ποιητών. Ήχοι. Οι σκέψεις που βάζουμε ο ένας στο μυαλό του άλλου είναι σαν να βάζει ο ένας τη γλώσσα του στου αλλουνού το στόμα. Δυο κουβέντες είναι οι προσωπικές συμπληγάδες σου και αυτός που φεύγει το προσωπικό περιστέρι που θα σου μηνύσει να περάσεις από αυτές ή όχι” και πιο δίπλα γραμμένο στο παγκάκι: “ο κώλος σου είναι είναι ο ουρανός και τα βυζιά σου τ' άστρα, ο πούτσος μου βασιλικός και το μουνί σου η γλάστρα”.

Όρκος

©Γύζης


Πιστεύω στους οικείους, που με τρέφουν στην αρχή σαν ζώο αβοήθητο
κι εν συνεχεία αποδέχομαι τον κόσμο τους ανεξέλεγκτα,
στην εξουσία πιστεύω, στον νόμο του ψαριού του μεγάλου
που τρώει το μικρό, ότι πιο αξιόπιστα συνεπείς στην εντελέχεια.
Πιστεύω στην γοητεία που με (δι)εγείρει και στους φέροντες αυτήν.
Πιστεύω σ' αυτό που με εξυπηρετεί
μια δεδομένη στιγμή,
πιστεύω σε αυτό που ενισχύει αυτό που πιστεύω
κι όχι σ' αυτό που τ' ακυρώνει και μ' ακυρώνει.
Πιστεύω στην ομάδα που ανήκω,
δεν πιστεύω στην ομάδα που δεν ανήκω.
Πιστεύω στο δικό μου, όπως ορίζουν οι πλείστοι πιστοί σωστό,
διαρκώς δεν πιστεύω στο δικό μου, όπως ορίζουν οι πλείστοι αμφισβητίες.
Πιστεύω στη συμμόρφωση και στην προβολή,
να σκέφτομαι όπως οι άλλοι
και να πιστεύω πως οι άλλοι πιστεύουν ό,τι κι εγώ.
Πιστεύω στην προσμονή,
αυτό που ψάχνω να βρίσκω,
στους μαγικούς αριθμούς που με περιβάλλουν,
στην πιθανότητα να είμαστε τυχερότεροι των άλλων.
Πιστεύω στον συνειρμό που συνδέει
δυο πράματα να είναι το ένα αιτία και το άλλο αποτέλεσμα,
ενώ συνήθως συνυπήρξαν για μία και μόνη φορά στον κόσμο
και μόνο ως αφορμές προέκυψαν.
Πιστεύω στην αλήθεια της ευχαρίστησης,
ότι το ευχάριστον πιο αληθές.
Πιστεύω στον φαύλο κύκλο της γένεσης του κόσμου,
πιστεύω στην ψευδή μνήμη που έχει αργότερη ημερομηνία λήξης,
πιστεύω στο ζωτικό ψεύδος ότι αληθέστερο.
Πιστεύω στο επιχείρημα κι όχι την αλήθεια,
ότι πειστικότερον,
στο πρώτο πιστεύω και το τελευταίο, ότι ευκολότερον μνημονεύειν
και
πιστεύω στη βεβαιότητα,
από την αβεβαιότητα κάλλιον προτιμάν το μη πιστεύειν.
Το έντονο συναίσθημα και το δημοσιευμένο εγείρει την πίστη μου. Το λεχθέν υπαρκτότερον.
Πιστεύω στην προκατάληψη των πραγμάτων.
Πιστεύω στην παταποιητική, την ποιητική των κβανταλέξεων.
Ορκίζομαι στην ανυπαρξία των πραγμάτων.