Τετάρτη 11 Ιουλίου 2018

Νύχτα εραστών

Picasso


Η νύχτα
δεν νυχτώνει στην ίδια πόλη -όσο μικρή ή μεγάλη κι αν είναι- ποτέ ολάκερη.
Με νύχια και με δόντια, με το μικρό δαχτυλάκι της κρατιέται
από τα πλεγμένα χέρια δύο εραστών.
Αν δεν χωριστούν κι οι τελευταίοι εραστές της πόλης,
στην πόλη δεν νυχτώνει.
Μένει μια ελάχιστη λιακάδα,
η νύχτα κρατάει την ανάσα της, σαν να ρουφάει την κοιλιά της,
να μη φρακάρει στο στενό της μαύρο φόρεμα,
ν' αφήνει λίγο αεράκι της ημέρας να περνάει και ν' ακουμπά το δέρμα της,
το δέρμα της πόλης.
Η νύχτα,
επίσης,
δε φεύγει αν δεν χωρίσουν κι οι τελευταίοι ερωμένοι,
αν δεν χωριστούν καθένας κρατώντας ένα σπασμένο δάχτυλο
στη χούφτα του
ή ένα κομμένο νύχι με τα δόντια να το παίζει ο άλλος στο στόμα του
σαν καραμέλα.
Η νύχτα λένε κρύβει,
μα εκείνη κρύβεται,
λένε μετρά,
μα για εκείνη μετρούν
και για εκείνη φυλάνε,
φτου ξελευθερία κι όποιος είναι παντού,
καίγεται
κι η νύχτα καίγεται
στα τσιγάρα που σου πάνε.
Κι αυτό που έχω στα χέρια, δεν ξέρω,
είναι για σένα ή από σένα;

Παρασκευή 6 Ιουλίου 2018

Σαν

ikb


Διασχίζω την πόλη σαν αέρας
φυλλομετρώντας τα ρούχα που στεγνώνουν στα μπαλκόνια
και διασχίζω την πόλη σε κάθε της σημείο
σαν γλωσσοδέτης που δεν τον είπα καθαρά στα μπαμ
και διασχίζω την πόλη αιώνες τώρα
και τα παράπονα πάντα ίδια των ανθρώπων
κι είμαι το φως που δίνει σάρκα στις σκιές
κι είμαι το φως που ακυρώνει τις σκιές
και όπως στέκουν σαν καρυάτιδες της νύχτας
κι όπως στέκουν σαν εραστές μέσα στην νύχτα
ψάχνω τι είμαι, πού χωράω και πού πάω
και παίρνω κάτι απ' τις αμφιβολίες των ανθρώπων
και διασχίζω σαν αμφιβολία
πια
στις πυλωτές που παρκάρονται τ' αμάξια
και απ' τ' ανοιχτά παράθυρα
ντύνομαι τις κουρτίνες
-παρενδυτισμός-
που με κάνουνε να μοιάζω με κοπέλα που στέκει στην άκρη
στο παράθυρο και περιμένει
και μοιάζω πάντα αναμονή
κι είμαι η αναμονή,
μι' αναμονή για όσα έκανα τα πάντα μείον κάτι ελάχιστο
που θα τα έφερνε με άνεση
-γιατί έτσι μοιάζω καλύτερα με τιμωρία.
Διασχίζω την πόλη σαν αναμονή
γι' αυτό που δεν έρχεται
επειδή κάναμε τα πάντα
μείον κάτι ελάχιστο
που θα αρκούσε να τα έφερνε με άνεση μεγάλη.
Διασχίζω την πόλη σαν τιμωρία αρνητική:
αυτή που στερείς κάτι από κάποιον για να σταματήσει να το κάνει.
Με στερώ από κάποιον για να σταματήσει να το κάνει: να
με
περιμένει.