Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2020

Εναλλάξ




αν αλλάξεις τις θέσεις

των μυθικών τεράτων και των μαγισσών,

των πολεμιστών

σε σκηνικά και σε τοπία:

για παράδειγμα

έναν Κέρβερο στη θέση του Άργου, να περιμένει

ή μια Λερναία Ύδρα στον αποκεφαλισμό του Βαπτιστή

και μια Καταιγίδα καταμεσίς του Γούντστοκ


αλλά

να


πώς κατήντησε ένας απέραντος υποθετικός λόγος

το ποίημα

που είναι όστρακο

για εξοστρακισμό

των δήμιων

της γλώσσας και του κόσμου, της ψυχής και της ψυχής μας, που

μοιάζει άλλοι να την ξέρουνε καλύτερα


και που ο νόστος μας είναι επιστροφή στο σημείο του φόνου

να λογαριαστούμε με το τι μάς αξίωσε να μην είμαστε στη θέση του δολοφονημένου

και με παρρησία να είμαστε με το μέρος του δολοφονημένου, ωστόσο


το χέρι που οπλίστηκε του φονιά

τι κόσμους θα συντάρασσε 

και τι

πριν το αντικείμενο χρησιμοποιηθεί πρέπει να καταστραφεί εντός μας


και το όνομα που λέμε είναι μια πράξη βίας

και για τη σκέψη μας και για την ίδια τη γλώσσα


κι αν το φεγγάρι είναι ένας επαναστατημένος βράχος

απ' τα χέρια του Σίσυφου, απ' τους ώμους του Άτλαντα,

απ' τις Συμπληγάδες που βλεφαρίζουν, νευρινώματος Morton

ή απ' τη δυσκολία κατάποσης σαν να στάθηκε κάτι στο λαιμό,


ένας βράχος που πέταξε

-πριν μεγαλώσει στο αλάτι-

μακριά απ' τις ακτές


κι η θάλασσα

με την παλίρροιά της ψάχνει να το φτάσει λυσσομανώντας στα βράχια που έμειναν

και μπερδεμένη από τον αντικατοπτρισμό του στην επιφάνειά της

καταπίνει και ξερνάει τον εαυτό της με χίλια στόματα

και χείλια


αν, λοιπόν, αλλάζανε τα πρόσωπα

στα ίδια σκηνικά

και με τις ίδιες πράξεις

κι αν όλα ήταν ίδια πέρα από τις αγιογραφίες των προσώπων και τις μάσκες

τότε

θα μπορούσα να πιστέψω

την αγάπη σου, αν ήταν σαν την αγάπη κάθε άλλου

που δε θα ήταν εξαίρεση

μα μεταφυσική δραματουργία

Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2020

Αλήτες του Μικρόκοσμου || Κείμενα 16-20




16) CECI N' EST PAS UNE CRITIQUE

ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ (ΤΥΠΟΥ ΕΡΩΤΙΚΟ ΓΡΑΜΜΑ, ΠΡΟΣΦΩΝΗΣΗ ΑΛΑΝΙΑΡΙΚΗ-ΕΡΩΤΙΚΗ ΚΑΙ ΤΑ ΤΟΙΑΥΤΑ),

Σου γράφω αυτό το γράμμα για να σου μιλήσω για κάτι που έζησα χωρίς εσένα. Ξέρεις έχω αυτή την αλλόκοτη συνήθεια να συνταιριάζω τις λέξεις ηχητικά μεταξύ τους: π.χ. ο έρωτας μοιάζει τόσο πολύ με τον αρχαίο μέλλοντα του «λέγω» (βλ. «ερώ»). Έτσι, λοιπόν, θα σου πω για κάτι που έζησα χωρίς εσένα. Τα πράματα που μοιραζόμαστε υπάρχουν. Και κάπως έτσι γεννιέται ο έρωτας -όπως ο έρωτάς μας- κι η τέχνη κι η ζωή κι ο άνθρωπος μέσα από αυτά.

Εχτές το βράδυ (δεν ξέρω πότε θα διαβάζεις αυτό το γράμμα, αλλά σήμερα που σου γράφω είναι 05 Νοέμβρη του 1745 και ο καιρός είναι άστατος, αλλά με συχνή ηλιοφάνεια, πρεπό φθινόπωρο στο πόδι και στη σκέψη) παρακολούθησα την πρεμιέρα του «Υπηρέτη δύο αφεντάδων» του Νικολά Γκολντόνι. Θα τον έχεις ακουστά, ελπίζω. Η παράστασή του έγινε σε ένα θέατρο γεμάτο από ανθρώπους που ανέπνεαν, ανέμεναν, ανησυχούσαν -πολλοί ήταν αναστατωμένοι γιατί δεν έβλεπαν λόγω της διάταξης των θέσεων, καθότι αν καθόταν κάποιος ψηλότερος μπροστά, δεν είχαν την δυνατότητα καθαρής ορατότητας προς τη σκηνή, οπότε ζητούσαν ακατάπαυστα μαξιλαράκια από τους ταξιθέτες -σωστός μπελάς για τους υπεύθυνους, μα και σωστή πρόκληση, στην οποία ανταποκρίθηκαν ευγενεστάτως). Συχώρα μου που πλατειάζω: καταχράζομαι της ψευδαίσθησης πως σου μιλώ και σ’ αντικρύζω και εσύ μ’ ακούς και με κοιτάζεις.

Η Ομάδα Ιδέα με εκλεκτούς προσκεκλημένους φίλους ανέβασε το έργο αυτό. Θαρρώ πως είναι αρκετά γουστόζικο όνομα το «Ιδέα», καθότι το συνδυάζουν με ένα μότο, πως «οι ιδέες έχουν ένα απίστευτο -δεν θυμάμαι καθαρά τον χαρακτηρισμό- χαρακτηριστικό, να πληθαίνουν, όταν τις μοιραζόμαστε» ή κάπως έτσι. Σκέψου, λοιπόν, πως αν έχω μιαν ερωτική ιδέα για τη μορφή και το κορμί σου κι εσύ έχεις μιαν ανάλογη για τον νου και το σώμα μου και τις ανταλλάξουμε, τότε εγώ στο τέλος θα έχω δύο ερωτικές ιδέες κι εσύ άλλες δύο. Ενώ, αν είχα ένα μήλο κι εσύ ένα μήλο και τ’ ανταλλάσσαμε, τότε εγώ θα είχα ένα μήλο κι εσύ άλλο ένα μήλο. Με προσέχεις, αγάπη μου;

Λένε πως σ’ εκείνη τη γειτονιά της πόλης (μια πόλη που ανακάλυψα τυχαία καθώς περνούσα στο μακρύ ταξίδι μου, την Αθήνα), κοντά σε μια κεντρική πλατεία της, την Ομόνοια, απέναντι από ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα ανώτατο, το Πολυτεχνείο, στις οδούς Πατησίων και Στουρνάρη (κάτι, που -αχ, θα στο πω- το χρησιμοποίησαν και σαν λογοπαίγνιο εντός της παράστασης) επικρατεί βία και έγκλημα. Δε διαφωνώ, αλλά υπάρχουν χώροι και μυαλά και άνθρωποι γενικά, που ανθίστανται. Και ξέρεις, αγάπη μου, πιστεύω πως προβάλλοντας κάτι, το ενισχύεις. Έτσι, θα ‘θελα να σου μιλήσω για τη βία και το έγκλημα, αλλά υπάρχουν κι αυτοί εκεί οι άνθρωποι που κάνουν κάτι πολύ πολύ σπουδαίο και δεν χαίρουν ανάλογης προβολής. Ο Σενέκας θαρρώ, πως επιμένει να συσσωρεύουμε γνώση ως αντίβαρο της άγνοιας. Έτσι, πιστεύω, και με την προβολή του καλού και με την πράξη του καλού.

Ο Γκολντόνι, που τυχαίνει να τον γνωρίζω προσωπικώς, έγραψε μιαν εκπληκτική κωμωδία, την οποία βάζω και το χέρι μου στη φωτιά, πως θα εμπνέει και -μάλλον δυστυχώς- θα εκφράζει και τους μέλλοντες καιρούς. Και λέγω δυστυχώς, γιατί πρώτον, παρουσιάζει ένα τοπίο όχι τόσο ευχάριστο για τους ανθρώπους ανά τη γη (της υποτέλειας στο χρήμα και στους αφέντες) και γιατί δεύτερον, δε θα ζει ο αγαπητός Νικολά, να καρπώνεται τα πνευματικά δικαιώματα των έργων του. Μα δεν είναι τρομερό, αγάπη μου;!
Η Ομάδα Ιδέα συνδύασε ένα σωρό τρικ και θεατρικά στυλ και ευρύματα: το αγαπημένο μου, που έστησαν την παράσταση σαν «θέατρο μέσα σε θέατρο» και μέσα σ’ αυτό έπαιξαν κι άλλο θέατρο. Θα ‘θελα πάρα πολύ να τη δούμε μαζί, οπότε δε θέλω να σου κάνω άλλα spoils (συγχώρεσέ μου τον όρο, τον άκουσα από έναν περαστικό, που μιλούσε σε έναν φίλο του για μια ταινία εν ονόματι Anonymous και ο άλλος του μίλησε νευρικά: «Μη μου κάνεις spoils ρε» και τότε ρώτησα, σταματώντας τους, να τους ρωτήσω τι ‘ν’ τούτο και μου ‘παν πως είναι η διαρροή πληροφοριών για ένα έργο από κάποιον που ξέρει σε κάποιον που δεν ξέρει. Τι τραγική ειρωνεία!)

Αγάπη μου, δεν υπήρξα ποτέ κριτικός ή θεωρητικός του θεάτρου και δε θα ‘θελα σε αυτό το γράμμα, να βρεις τίποτε άλλο παρά μόνο την αγάπη μου και τον ενθουσιασμό μου για τη δυναμική και τη ζωντάνια και το σφρίγος του θεάτρου της ομάδας αυτής (της Ομάδας Ιδέα), την ευρηματικότητα κλπ. Κι αν δεν σου μιλώ για πιθανές ατέλειες, είναι γιατί μιλάμε για θέατρο, αγάπη μου. Μου μετέδωσαν γέλιο και προβληματισμούς, αγάπη για τη τέχνη τους και κέφι και δεν ξέρω καν πώς να το πω, αν πλατείασαν ή αν ήταν γραφικοί. Όχι, δεν ήταν, γιατί η αυθεντικότητα φάνηκε στην ισοτιμία όλων των συντελεστών, η ισονομία στη στήριξη της παράστασης. Ω, μα σου μιλώ για καθαρά δημοκρατικό εγχείρημα. Κι ας είναι επίκινδυνο να χρησιμοποιώ αυτή τη λέξη τέτοια εποχή!

Ανυπομονώ να συναντηθούμε και να πάμε να δούμε το τραγούδι και τον χορό, τα υπονοούμενα και το χιούμορ, την πρόζα και τα ακροβατικά, το στοιχειό του θεάτρου που ξεκινά από την ψυχή του πρώτου ζώου που «υποδύθηκε» την αυθεντικότητα κι όχι την αυθεντία μέχρι την ψυχή των πρόσφατων υποκριτών που «ποιούν» ήθος κι όχι ηθική. Αχ! όταν κλείνω τα γράμματά μας, φλυαρώ και λέω κενολογίες. Θα σου πω κάτι: το έργο αυτό μ’ έκανε παρά τις όποιες δυσκολίες μας και την υποτέλειά μας σε κάποιους ανώτερους -που ακόμη δεν μπορούμε να τους ξορκίσουμε- να σε ερωτευτώ και να σ’ αγαπήσω ακόμη περισσότερο. Τι έμπνευση!
Ελπίζω σε σύντομη απάντησή σου! Σε ασπάζομαι με τα χείλη που προσκυνώ αγίους και αγγέλους. Να προσέχεις -επίτρεψέ μου, αυτή την ελάχιστη βιοεξουσία στην ύπαρξή σου! Χαχαχα! Τι λέξεις, θε μου, κι ανυπομονώ να τις διαβάσεις!

Σε φιλώ,
με αγάπη,
παντοτινά δικός σου

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

17) ΜΟΛΩΝ ΛΑΒΕ ΜΕ
Ελεύθερωσέ με, δείξε μου τι αγαπάς, να έρθω λίγο, να πιω σε μια βρύση μια σταγόνα, σαν να περάσει από το στόμα μου ολάκερος ο ποταμός που ποτέ δεν είναι ίδιος πια. Κάποτε, κυτταρικά, δε θα ‘μαι ποτέ ο ίδιος που πρωτοχαιρετηθήκαμε. Πού ξαποσταίνει η μνήμη, πώς μεταβιβάζεται στους μικροκόσμους μας, πώς γίνεται μέρος της ιστορίας του σύμπαντος, υπερβαίνοντας την αρχή διατήρησης της μάζας. Ο έρωτας είναι μια μορφή ν’ ακυρωθεί το «όσο γεννήθηκε, τόσο θα πεθάνει». Δεν υπάρχει επανάληψη, υπάρχει μια αιώνια επιβάρυνση: κάτι που ήταν συν κάτι άλλο. Η μνήμη που σφαδάζει, το φιλί που εντείνει, η ιδέα που πολλαπλασιάζεται, το σώμα που υποπολλαπλασιάζεται -όχι, δε διαιρείται- ο χρόνος που περισσεύει για ένα τσιγάρο ή ένα χουζούρι. Κάτι άλλο είναι όλα. Κάποια στιγμή όλα όσα μάς έμαθαν τι είναι και πώς γίνονται, μπορούν ν’ ακυρωθούν, αλλά σμίγουμε με ανθρώπους κι οι άνθρωποι απαιτούν συχνά να τους μιλάμε με λέξεις και νοήματα που δεν μας πολυ-εκφράζουν. Ας είναι. Στα στενά που τόσο στάθηκες με θάρρος, κάποιος θα προδώσει ένα πέρασμα και θα περικυκλωθείς: είναι κι αυτό μια βαθύτατη ανάγκη, το να περικυκλωθούμε.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

18) ΑΤΙΤΛΟ ΚΙ ΑΤΟΝΟ
Κάθε βράδυ σου τραγουδώ έξω απ’τα τείχη κι εσύ έχεις πεθάνει αιώνες τώρα ή αγέννητος παραμένεις. Τα λόγια μου δεν τα καταλαβαίνεις. Αφού δεν τ’ ακούς δεν ακούγονται. Μια σημαία χάσκει αντί εσού στο όνομα της λευτεριάς που δε ζήσαμε μαζί. Ο ουρανός γλιστρά σαν νύχτα κάθε βράδυ μέσα στις πολεμίστρες, πετάει ένα λευκό μαντήλι σαν σύννεφο και ανεμίζει λίγο, σημάδι έναρξης μιας μονομαχίας που ποτέ δεν θα γίνει. Δεν υπάρχει αντίπαλος και δεν υπάρχεις εσύ. Μα σε τραγουδώ μέσα στους αντιερωτικούς παιάνες και ύμνους εθνικούς. Έξω απο τα τείχη κοιμάται η πόλη κι εγώ. Μέσα στα τείχη κανείς. Μέσα στα τραγούδια μου εμείς. Οι κόσμοι που ποτέ δε θα σμίξουν. ποτέ δε θα προδοθούν. Ποτέ δε θα παραδοθούν. Ποτέ δε θα είναι ελεύθεροι.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

19) ΕΤΣΙ ΚΥΛΑ ΤΟ ΑΙΜΑ
Αν δεν ανθίσει η μηλιά το στέρνο σου αν δε ραγίσει πώς θα σου δώσω το φιλί το προπατορικό
Κι αφού γυρέψω στη σκιά τον δίχως όνειρα ύπνο θα στα αφήσω στο χαλί κλειδί εφεδρικό

Κι αφού ανοίξουν οι πληγές και βγάλουν καρπούς και άνθη μ’ όλα τα δάχτυλά μου εκεί θα σε ψηλαφώ
Σε ένα σημείωμα βιαστικό θα γράψω διαθήκη πως αφήνω στο σώμα σου ίχνη για να με βρεις

Όλα θα φύγουν και θα ‘ρθουν σ’ ανάστροφη πορεία κι είναι κι αυτή η μανία του ανεκπλήρωτου
Θα σου γεμίσω το φιλί με του Αιόλου καταιγίδες και θα κρατώ τον ουρανό για να βρεις τη μηλιά 

Θα σου γεμισω το φιλί με γλώσσα που δε μιλάει για να ανθεί το στόμα σου μη βγάλει ούτε μιλιά
Έτσι κυλάει το αίμα μου έτσι κυλάει ποτάμι σβάρνα παίρνει τα κούτσουρα και παίρνει τη σκιά

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

20) ΗΜΑΣΤΑΝ ΜΑΖΙ
Η τελευταία φορά που έβρεξε ήμασταν μαζί, τα δάκρυα δε χρειάστηκαν ανάμεσα στους δυο κατακλυσμούς -τον τότε κοινό μας και τον τώρα. Η κιβωτός δεν χρειάστηκε στις δυο καταιγίδες που κατέληξαν σε λάσπες. Τα δάκρυα δε χρειάστηκαν, λάσπη μαζεύτηκε κάτω από τα μάτια και εντός μου, στα νύχια μου, στην ήβη, μες στην νύχτα, πατημασιές λασπωμένες παντού στο σπίτι ανάμεσα στουα δυο κατακλυσμούς, στην ξαστεριά -χωρίς δάκρυα από πού να έρχεται η υγρασία, ανάμεσα στις δυο καταιγίδες.

Η τελευταία φορά που έβρεξε ήμασταν μαζί, η βροχή το υπονοούμενό μας. Αν ξαναήμασταν μαζί, θα υπονοούσαμε βροχή. Η κιβωτός δεν κράτησε τίποτε, δεν έσωσε, όλα τα πήρε και τα κράτησε η βροχή σε ένα ενυδρείο αναμνήσεων βραχέων. Βράχηκα στην τωρινή βροχή. Πού να βρεις αποδεικτικά δακρύων. Γυρίζοντας πατημασιές λασπουριάς στο πάτωμα -έστω και χωρίς υγρασία να δικιολογείται η υγρασία.

Η τελευταία φορά που έβρεξε ήμασταν μαζί. Και τώρα έβρεξε για φορά τελευταία και μας υπονόησε. Κι αν ξανασμίγαμε ποτέ, δυο ζευγάρια λασπωμένες πατημασιές θα υπονοούσαν τη βροχή.

Αλήτες του Μικρόκοσμου || Κείμενα 11-15




11) ΑΝΤΙΚΡΥ
Αντίκρυ.

(βλέμμα στον τέταρτο τοίχο)

Εσύ ο βράχος που σταυρώθηκε ο Προμηθέας κι ε-
γώ η απάτητη κατά τ’ άλλα κορφή που απογειωνόταν ο αετός.

Δεν έχει σημασία ποιοι μας κατοίκησαν. Προορισμός
μας
να γίνουμε αγάλματα στον άνεμο και τη βροχή.

(βαθειά ανάσα)

Το αιώνιο κοίταγμά σου.

(μειδίαμα)

Κάποτε ως αγάλματα θα σηκώσουμε μνήμες άσχετές Μας.
Αντίκρυ
στον κόσμο υψωνόμαστε. Να ‘μουν κάλ-
λιο χαλίκι στο παπούτσι σου ή άμμος στο μάτι σου. Κάτι
να ξεγλιστρά ή και να μη φαίνεται.
Να ‘ναι όλα πιο μικρά.
Κι
ε-
σύ.

(εμφατικά)

Αχ,
κι εσύ να ήσουν. Κι όχι όλα αυτά που μπορούν να μας
παρηγορήσουν και να μας υπονοήσουν.
Κι όταν χρόνια μετά κι αιώνες θα έχουμε άλλο δέρμα από τώρα
και παντού σεντόνια και σκόνη,
ούτε αν ήμουν όμορφος ή αν μ’ αγάπησες θα σε ρωτήσω, παρά μονάχα αν θυμάσαι.
Εσύ. Όχι όλα τ’
άλλα που μάς
θυμίζουν και μάς

υπονοούν.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

12) ΝΤΕΛΙΡΙΟ
Τις νύχτες που μοιάζουν με αυτές της Γεθσημανής δεν προσεύχομαι. Δυστυχώς τα λόγια μπερδεύονται ακόμη κι αν τα λέω από μέσα μου σαν ένας δαίμονας να μου αποσπά την προσοχή από αυτό που θέλω να προσευχηθώ. Ξαπλώνω ανάσκελα και παίρνω βαθιές ανάσες. Γυρίζω σε στάση εμβρυική και πάνω που λαγοκοιμάμαι, τσουπ σκοντάφτω στον γκρεμό που βλέπουμε συχνά πριν αποκοιμηθούμε, τραντάζομαι.

Πετάγομαι ιδρωμένος, μαζί με λίγο αίμα -το ξανάπα, μοιάζει της Γεθσημανής- και ανακάθομαι οκλαδόν μέχρι να πέσουν οι παλμοί μου. Ψάχνω οικείες εικόνες, μυρωδιές, επαφές, λόγια για να συνδεθώ με τον κόσμο που με περιβάλλει κι έρχεσαι Συ, η μυρωδιά Σου, το χάδι Σου, η λέξη Σου. Οικεία όλα Σου, αλλά μη εν οίκω Συ.

Κάθομαι στην άκρη του κρεβατιού. Σε λίγη ώρα κοιμάμαι βαθειά, δεν Σε ονειρεύομαι τετριμμένα. Παρεμβλήθης νωρίτερα για να επανέλθω. Όπως τα εκατομμυρίων ετών αστέρια στον αποψινό ουρανό είσαι κι Εσύ εδώ στο δωμάτιο. Και τι θα είμαι όταν τινάξω τη στάχτη του φεγγαριού από πάνω μου, παρά σα μαύρο κάρβουνο στην νύχτα. Όπως γλίστρησα στο δωμάτιό σου για να μπω, έτσι επακριβώς θα βγω, μόνο που είναι δύσκολη η έξοδος: ποτέ μη φεύγεις απ’ τους δρόμους όπου πήγες, διάλεξε άλλες διαδρομές.

Να μη σε δουν οι γείτονες κι εσύ να μη δεις τα χνάρια και τα κατατόπια που παραφύλαγες. Αν μη τι άλλο δε θα ‘χει νόημα να προφυλαχτείς πια. Αλλά εγώ όπως ήρθα θα φύγω: σκιά χωρίς οβολό, σκιά χωρίς σώμα, σκιά χωρίς φως. Όλα θα τα υπονοώ μονάχα.

Και τι θα είναι το φιλί χωρίς εσένα πέρα από αντανακλαστικό στους όσους άλλους έρθουν. Αν χάσουμε τον Άλλον Άνθρωπο στον κόσμο, όπως όρισα ερωτικά για λίγο εσένα, χάνουμε την άκρη του μίτου στον λαβύρινθο κι αυτό όπως και να το πεις το κάνει πιο δυσχερές, το να βγεις από κει (από δω) σώος κι αβλαβής. Η Έξοδος συντελείται πιο εύκολα χωρίς αυτή τη χασούρα του ερωτικού σώματος του άλλου. Ωστόσο κι αλλιώς θα γίνει. Έτσι πάει: διαρκής αναζήτηση της θέας.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

13) ΣΙΦΟΝΕΙΡΟ
Κι έχεις μονάχα τ’ όνειρο στις αναμετρήσεις με αυτό που λένε αναμνήσεις και φαντασία. Εκεί ξεσπά η καταιγίδα, όταν φωλιάζει στο σώμα σου ο θάνατος μικρός, που ακόμη καν δεν ξέρει την αλφαβήτα ή να γράφει ή να ξέρει τι είναι ψέμα και τι μαγεία και τι μονιμότητα αντικειμένου και που η νύχτα σε έχει ρυθμίσει τίποτα από τη ζωή σου σε εγρήγορση να μην πιάνει τότε. Κι έχεις μονάχα το όνειρο, για να πεις, όταν σε ρωτούν, πως κάπως κάτι λίγο σε συγκλόνισε ακόμη κι αν δεν το πήρες πρέφα. Το σιφόνι για κάθε σταγόνα σύννεφου ή σώματος είναι τ’ όνειρό σου. Που τ’ όνειρο είσαι ολάκερος, ώστε καταλήγει δικό σου να μην είναι.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

14) ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΙΩΝΙΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ
Τα σώματά μας αυτονόητα κι αυτόματα. Το χρυσόμαλλο δέρας σήμανε την προσφυγιά της Μήδειας, τα σώματά μας -ως άλλα κι άλλοτε δέρατα- τον επαναπατρισμό της στην ιερότητά της -μια και απόγονη του Ήλιου. Φοράμε παράσημα άλλους ανθρώπους κι άλλοι άνθρωποι παράσιτα μάς φέρουν. Στο πάθος μας νομιμοποιείται και κωδικοποιείται ο φαύλος κύκλος του αδιεξόδου. Στη Μήδειά μας νομιμοποιτείται και κωδικοποιείται ο φαύλος αυτός κύκλος. Το χρυσόμαλλο δέρας σήμανε την προσφυγιά του πάθους και της ιερότητας, τα σώματά μας τον επαναπατρισμό. Να σε ασπαστώ εικόνα θαυματουργή, που σου δέομαι κι εσύ ακούς, μα πιο πολύ σαν γέρικο σκυλί ριγμένο πλάι πιστό κι ευήκοον. Να το τάμα μου, ολάκερο το χέρι μου, αυτονόητο κι αυτόματο. Πέρασαν απ’ τα χέρια μου τόσες σφαγές, που σαν κλαδιά απλώθηκαν στο έξω δέρας μου φλέβες να το φωλιάζουν. Κι εγώ κρεμασμένος σε ένα δέντρο της Κολχίδας πάντα επιστρέφω ξέροντας τη διαδρομή. Το βάρ-βαρον πάθος, διπλά βαρύ, μια για το σαράκι και μια για την ενοχή. Πλησιάζει μες στο σκοτάδι η Μήδεια κι ο Ιάσονας, ψαρωμένος ξοπίσω της, πάτησαν κάτι ξερά κλαδιά. Έφτασαν. Απλώνουν χέρι πάνω μου. Φέρομαι. Είμαι. Εσόμενος.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

15) ΑΝ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ
Αν θες, πες το από δω και πέρα διεκπεραιωτικά. Στη χαλυβουργία θα λιώνω τις λέξεις και τα σημαίνοντα σπαταλώντας φωτιά, θα λιώνω τις μεταφορές και τις παρομοιώσεις με φεγγαρόφωτο, θα λιώνω τα σημαινόμενα με ήλιο και στάλα στάλα -από δω και πέρα- θα μαζεύω το χυτό μολύβι. Σ’ ό,τι αφιερωθήκαμε και σ’ ό,τι πιστέψαμε και προσευχηθήκαμε δε θα ‘ναι πια τάματα οι λέξεις. Το μολύβι θα παγώσει ξανά. Θα το ρίξω στη θάλασσα, θα ανέβει η στάθμη τόσο που μάλλον όλα θα βυθιστούν. Και τα έλεγα: κεκαλυμμένο θανατικό η γλώσσα. Τα είπα από στόματα εκατομμυρίων ανθρώπων αιώνες τώρα. Τι; Τι δεν είμαι όλοι οι άνθρωποι! Όσος δεν φαίνομαι, είμαι. Κι αν είμαι κάθε στιγμή για όλους η ανάμνηση της προηγούμενης στιγμής, τότε είμαι ο κάθε ξένος και αλλότριος. Από δω και πέρα διεκπεραιωτικά θα είμαι ο ων. Αν είναι δυνατόν να λέμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους, την ώρα που αφαιρέσαμε απ’ τα πράγματα τ’ αυτιά και δε μας ακούνε πια. Και είναι αυτά που λιώσαμε μολύβι κι όχι τις λέξεις κι έπεσε ο κόσμος στη σιωπή και την παρήχηση.

Αλήτες του Μικρόκοσμου || Κείμενα 6-10




6) NYXTA
Μέσα στην νύχτα προσπέρασα το φεγγάρι. Εκείνο γαντζώθηκε γι’ αγκράφα στην κοιλιά μου κι η νύχτα πύκνωσε στις τρίχες της κοιλιάς μου και έγινε πίσσα χειροπιαστή στις τρίχες του στήθους μου κι η νύχτα μάδησε σε σκιές δέντρων και περαστικών σαν πούπουλα από μαδημένο περιστέρι που το άρπαξε σαΐνι στον ουρανό κι η νύχτα αρπάχτηκε όπως όπως να γαντζωθεί πάνω μου. Μέσα στην νύχτα προσπέρασα το φεγγάρι. Εκείνο πέτρωσε στο δάχτυλό μου κι η νύχτα ήταν το χώμα στα νύχια μου από κάτω όταν την έγδαρα με τα δάχτυλά μου για να μην ουρλιάξω κι η νύχτα ήταν η λασπουριά με τον ιδρώτα ανάμικτη και έγινε δέρμα δεύτερο η νύχτα σαν αυτά που φοριέται ως χρώμα, που στον ήλιο είναι χρυσό και στο σκοτάδι ασήμι κι η νύχτα φώλιασε σαν νυχτοπούλι την ημέρα μες στα νύχια. Μέσα στην νύχτα προσπέρασα το φεγγάρι. Ήρθε με μια βαρειά θηλιά τριγύρω απ’ το λαιμό μου και πήρε να κάνει μια βουτιά μέσα στη λίμνη, μα επέπλεε και με μια ειρωνία ήταν σαν να το 'ξερε πως τώρα που πια προσπέρασα το φεγγάρι είμαι καταραμένος να μην μπορώ να χαθώ κι η νύχτα μ’ έδεσε για πάντα πάνω από την λίμνη να μην μπορώ να φύγω προς τα πέρα, προς τα πάνω ή στο βυθό. Μέσα στην νύχτα προσπέρασα το φεγγάρι. Εκείνο έγινε πρόσωπο και τότε ανακάλυψα πως δεν είναι πρόσωπο κι ας ήταν πρόσωπο απ' αυτά που δεν αντέχονται την νύχτα και πήρε και χέρια να φυτρώνουν σαν κισσοί τριγύρω απ’ το λαιμό μου και έκανε και πόδια να στάζουν σαν βροχή μπροστά στα πόδια μου κι έφτιαξε σώμα να καίει, να καίγεται στην μεταλλική αγκράφα σιμά να καίει την κοιλιά μου κι έγινε πρόσωπο και τότε ανακάλυψα πως δεν ήσουν πρόσωπο μέχρι τότε κι ας ήσουν πρόσωπο απ' αυτά που δεν αντέχονται την νύχτα και ήσουν Εσύ η σιωπή και η νύχτα, που το φως της είναι οι ανάσες που ακούγονται μέσα στη σιγαλιά κι ήσουν Εσύ που αρπάχτηκες να γαντζωθείς απάνω μου και που κρύφτηκες σαν μικρό πετραδάκι στα νύχια των ποδιών μου, όταν ξυπόλητος σκάλισα τη γη κι ήσουν Εσύ που τυλίχτηκες σαν πέτρα στο λαιμό μου, όταν ούρλιαξα στο μαξιλάρι μου μέσα να μην ακουστώ κι ήσουν Εσύ και δεν ήσουν για να είσαι το κάθε τι ακόμη κι όταν δεν είσαι για να είσαι από δω και πέρα το φεγγάρι που το προσπερνούν και μέσα παγωμένη σαν σε παγετώνα σαρκοβόρο μας η κατάρα και η νύχτα πριν την νύχτα.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

7) ΜΕΤΕΩΡΟΙ
Μετέωροι ανάμεσα στην νύχτα και τη λάμπα σα σκόροι ή σπόροι ρολογιάς: περιρρέουσα ώρα ωραίος χρόνος αποκύημα της φαντασίας και της μνήμης μας. Όσο σάρκινα τα σώματά μας τόσο ενδιάμεσος ο χρόνος ανάμεσα στην νύχτα και τη λάμπα. Ίσα ίσα ένα σεκάνς ενός σεκόντ για την επαλήθευση όλου του χρόνου, όλης της νύχτας, και κάθε παρομοίωσης, μεταφοράς και ηχητικής ομοίωσης. Κι από κει όλη η ποίηση μετέωρη ανάμεσα στο άρρητο των σωμάτων μας και στη λέξη σαν ανάσα. Και πάλι Απ την αρχή μετέωροι ανάμεσα στην νύχτα και την ποίηση σα λέξεις ή έξεις.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

8) ΝΥΧΤΕΣ ΜΑΡΤΥΡΙΟΥ
Γνωρίζεις μόνο τη τελική στιγμή από νύχτες μαρτυρίου του Άλλου. Το περιστέρι ή το κοράκι ύστερα από τόσες μέρες καταιγίδας δεν είναι τίποτα για εκείνον. Ούτε η οργή ούτε η επιβράβευση. Σ’ αυτό που βυθιζόταν αιώνες ήταν μόνος λόγω διαφοράς τεχνογνωσίας. Δέξου το. Και περίμενε. Τις δικές σου 40 μέρες, 40 νύχτες. Την δική σου μετέπειτα αναγνώριση. Τα άνευ σημασίας πτηνά άλλων στον δικό σου κατακλυσμό. Την επανέναρξη του κόσμου στην κατάρρευση κάθε ανθρώπου.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

9) ΕΚΚΡΕΜΩ
Εκκρεμώ. Και νύχτα να το πεις ή ηλιόλουστο πρωινό ή βαθύ μεσημεριανό ύπνο καλοκαιριού και καντάδα σε μπαλκόνι, γκρεμός είναι, που η βαρύτητα δεν επιτρέπει να δούμε τον κόσμο χωρίς και πριν και πέρα από αυτήν. Αυτό που ο κόσμος θα ήταν άνευ ημών δε λυτρώνεται. Φέρω. Και την νύχτα μας ή το πρωινό μας και το τραγούδι μας στην άμμο της παραλίας το περασμένο καλοκαίρι κι αν τα πεις, σεσημασμένες λέξεις που κατηγορούν τον κόσμο. «Είστε εραστές» ή «Αγάπη» ή «είσαι όμορφος»ενώ είμαστε απλές παύσεις του γκρεμού που ανασαίνει ο ρυθμός του σύμπαντος. Τόσο αστέρι στην νύχτα αιώνων πριν, όσο στην ωλένη σου που άρμοσε πάνω της για λίγο ο λαιμός μου. Φέρω εσένα, γιατί φέρω τον κόσμο. Σου εκκρεμώ, απόφαση κι ετυμηγορία. Πύκνωμα του χωροχρόνου το φιλί μας, σου είπα. Ένα απλό φιλί, τι λες τα ακαταλαβίστικα, μου είπες. Τόσο φιλί το δικό μου, όσο το δικό σου. Πώς μοιραστήκαμε την απόσταση αιώνων; Όσο στενέψαμε το πλάτος, τόσο μεγαλώσαμε το βάθος του γκρεμού. Φέρω το γκρεμό. Εκκρεμώ. Και φέρω μόνο το ένα από τα πλείστα. Τα λοιπά που δε θα τα δεις, δεν υπάρχουν. Δεν είμαι το γεγονός. Είμαι αυτή του η θύμησή σου. Αμήν.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

10) ΣΑΝ ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΦΟΝΟΥ
Πού να σε γράψω σαν ομολογία φόνου εκ προμελέτης σε παγκάκι ή κορμό και πώς να μη φοβάμαι πια τη λευκή πανσέληνο που τόσο βαθιά με φόβισε ο λευκός προβολέας του αμαξιού σου καθώς φεύγεις. Έλα -μόνο προσκλήσεις ο έρωτάς μας, προστακτικές. Μείνε. Πες. Φάε. Πρόσεχε. Κάνε. Δώσε. Γίνε. Και μετά μόνο βλέμματα ικετευτικά. Ύβρις, κάθαρσις, όταν υπερβάλλουμε εαυτόν για τον άλλον και ο άλλος ολοκάθαρα έχει μάθει μόνος του πια το πρόγραμμα που του ορίσαμε με τις προστακτικές και πλέον δεν χρειάζεται κάποιον να του τα λέει. Έχει όλη τη βιοεξουσία του έρωτα ενστερνιστεί ολάκερος Κρέων και ψάχνει μες στη νύχτα ένα παγκάκι να χαράξει το φόνο και κάθεται μες στο σκοτάδι στο παγκάκι που φιλιόταν ο Αίμων με την Αντιγόνη. Κλάψε. Θυμήσου. Φοβίσου. Έτσι που έγινες στην πόλη αυτός που εξουσιάζει τα πάντα πια χωρίς να έχεις κάποιον ανάγκη να σε κοιμίσει ή κάποιος να σε έχει ανάγκη να κοιμίσεις. Χάραξε.

Αλήτες του Μικρόκοσμου || Κείμενα 1-5




1) 24_ΙΟΥΛΗ_2016
Θα αναγνωρίζουμε ο ένας τον άλλον, θα θυμόμαστε ο καθένας τον άλλον σε τόσα πράματα, θα νιώθουμε, θα ονειρευόμαστε ο ένας τον άλλον ακόμη κι αν είμαστε τόσο μακριά, θα έχουμε εξαντλήσει όλη τη δύναμη της φαντασίας: να λες π.χ. το αδειανό πουκάμισο μου με τ όνομα μου, που τα σώματά μας είναι εξαϋλωμένα, εξαντλημένα στο ανέγγιχτο, αόριστα, αερικά. Θα είμαστε παντού κι όχι εδώ, θα ‘ναι όλα στο όνομά μας χωρίς όνομα, κι εμείς θα χάσκουμε. Ας πήγαιναν στο διάολο όλα όσα έχουν τη θύμησή μας και την νοσταλγία μας, σαν να μην υπήρξαμε ποτέ. Το σώμα μου και το σώμα Σου έχουν μόνο νόημα και τ’ αλλά είναι αερικά, όπως κι εμείς αερικά όταν τ’ άλλα είναι σαν να ‘χουν νόημα. Αλαφροΐσκιωτοι αντί για ερωτευμένοι.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

2) ΡΗΜΑΔΙ
Από το όλα ρηματίζουν
και όλα ρηματίζονται.

Με πιάσανε στο στόμα τους πολλοί.
Τα κόκαλά μου κροτάλισαν στα δόντια τους κι ο ιδρώτας μου πάφλασε στο σάλιο τους.

Ρημάδι κι όχι ρήμα.

Εκθειάστηκα, με θεώθηκαν, με νεολόγισαν,
με αναγραμμάτισαν,
με συνέταξαν.

Μια λέξη όταν την προφέρεις,
τι της κανεις;

Θύμα που καταλήγει θύτης,
θύτης που θυματοποιείται.

Θυμός σε πένθος, θύμηση σε όνειρα.
Ρήμα, ρίμα στους ανθρώπους
και τον κόσμο, καταλήγω,

ομοιοκαταλήγω, ρυθμίζομαι.

Είμαι η αγάπη που δεν
προσφέρεται: αντιστοιχίζεται και σε αντίστιξη.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

3) ΛΙΓΟ
Υπάρχει ένα όριο, μια ουδός
που από το σημείο εκείνο και
μετά ο,τιδήποτε
προοδεύει γεωμετρικά.

Λίγο να σπρώξεις ως εκεί και
μετά σαν να γλιστράει με
ελάχιστη αντίσταση
η απόπειρα και η δοκιμή.

Ο έρωτας που μου έδωσες
έτυχε αυτής της διαχείρισης:
το λίγο στην αρχή ήταν λίγο, μα
αργότερα το λίγο ήταν παραπάνω από αρκετό.

Και η όψη σου το ίδιο, το μικρό
σου δαχτυλάκι με διέγειρε.

Ακούμπησα εκεί
στης άκρης το δάχτυλο
άκρη του κόσμου.

Λίγο να με άγγιζε το μικρό σου
δαχτυλάκι ενωνόμασταν και
ύστερα γω με τον κόσμο όλο.

Το λίγο είναι περισσότερο μια
πιθανότητα παρά μια
ποσότητα: Δεν ξέρεις ποτέ
πότε θα επαρκεί.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

4) Ο,ΤΙ ΕΡΩΤΙΚΟΤΕΡΟ ΤΟ ΜΗ ΡΗΜΑΤΙΣΜΕΝΟ
Ό,τι ερωτικότερο έχει γραφτεί σε ποίηση, τραγούδια, βιβλία, σινεμάδες και θέατρα το έχω γράψει εγώ. Βρίσκομαι σε δικαστική διαμάχη με δισεκατομμύρια δημιουργούς ανά τους αιώνες. Από αυτή τη διαμάχη βγαίνουν κάθε φορά όλοι κερδισμένοι για τα πνευματικά τους δικαιώματα, μα η αυτουργία είναι δική μου. Εγώ σε αγαπώ, εγώ σε φιλώ κι εγώ σε νιώθω. Απλώς ό,τι έχει περιγραφεί κι εκφραστεί είναι ένα φάσμα απ’ όπου μαθαίνω τι να νιώθω και πώς και πόσο. Κι αυτό θέλω να γκρεμίσω. Να νιώσω πέρα από τις γνωστές αισθήσεις και να εκφραστώ πέρα από τις γνωστές ποιήσεις. Ό,τι ερωτικότερο το μη ρηματισμένο.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

5) 243 ΔΕΥΤΕΡΟΛΕΠΤΑ
Ένα δελφίνι διέσχισε τον αέρα. Η σκιά σκέπαζε επιφάνειες στο έδαφος, όπως ένα συννεφάκι ή αεροπλάνο καθώ περνάει κάτω από τον ήλιο κι είναι μικρό να μη σκοτεινιάσει, μα αρκετά μεγάλο να τον κρύψει. Σε μία από αυτές τις επιφάνειες που ενίοτε σκεπάζονταν υπήρχε ένα τρίποδο τραπεζάκι βαμμένο γαλάζιο. Στην επιφάνειά του αντιλαμβανόσουν ένα πράσινο ημιδιαφανές μπουκάλι 330ml, ένα ποτήρι διαφανές που φιλοξενούσε μια διαφανή μάζα υψηλού ιξώδους με χιλιάδες φούσκες γύρω από μια φέτα λεμόνι, δύο σάρκινες μάζες να ξεπροβάλλουν από δυο μάλλινα μωβ μανίκια με πέντε άνισες εξοχές/διακλαδώσεις. Χέρια. Ω ναι, χέρια. Δε θα μπορούσαν παρά να ήταν χέρια. Πόσο χαζός θα ‘μουν να ‘κανα μιαν εξαντλητική και περίπλοκη περιγραφή αντί να πω “χέρια”. Χέρια. Χέρια που αν τ’ ακολουθούσες ως τις ρίζες τους θα σ’ οδηγούσαν σ’ έναν άνθρωπο. Ω ναι. Ξανά. Ένας άνθρωπος με τα χείλια του συχνά συντάρασσε, λοιπόν, την επιφάνεια της διαφανούς μάζας του ποτηρ… Ω, ναι, σόδα ήταν, σαν να μου ‘ρθε η γεύση της τώρα δα. Έπινε. Έπινε, τι άλλο θα ‘κανε με τα χείλια του στο σώμα με το υψηλό ιξώδες και τις φούσκες τις χιλιάδες γύρω απ’ το λεμόνι. Μα έκανε και κάτι άλλο. Μιλούσε. Συχνά πυκνά τα λόγια του, οι ήχοι απ’ όσα έλεγε σχημάτιζαν ένα ινώδες στο σκίσιμο του προσώπο του. Από τις κινήσεις και τον τρόπο ομιλίας σίγουρα υπήρχε κι άλλος. Ένας άλλος άνθρωπος, αρκετά ίδιος, αν το μάτι σου έρχεται πρώτη φορά σ’ επαφή με ανθρώπους, αλλά δε μιλούσε εκείνος, δεν κινούταν. Άκουγε. Πότε άκουγε και πότε όχι, βασικά. Συχνά πυκνά την προσοχή του αποσπούσαν τα γράμματα στο πράσινο ημιδιαφανές μπουκάλι της σόδα ή κανένας περαστικός στο φόντρο αυτού που μιλούσε, που έπινε, που κινούταν, που έμπλεκε το ινώδες με το ιξώδες από μια μεριά αν το ‘βλεπες. Πότε την προσοχή του την έπαιρνε ένας ήχος από μηχανάκι που έσχιζε την επιφάνεια του δρόμου παρακεί ή η σκιά του δελφινιού που τώρα διέσχιζε τον άερα ακριβώς από πάνω τους. Ένα δελφίνι σαν αυτή την εικόνα των δελφινιών που έχουμε, που όλα μάλλον αρκετά ίδια είναι, αν το μάτι σου δεν έχει έρθει πολλές φορές σ’ επαφή με δελφίνια. Αλλά το δελφίνι έμοιαζε αρκετά ίδιο με οποιοδήποτε άλλο για έναν ακόμη λόγο: είχε “καεί”. Μεσολαβούσε ανάμεσα στον ήλιο και στο μάτι, έτσι που έμοιαζε σχεδόν μαύρο, σαν η σκιά στο έδαφος να ‘ταν τελικά αντικατοπτρισμός του, ίδια μαύρη. Υπήρχε, όμως, θάλασσα κοντά; Τι γύρευε ένα δελφίνι; Μόνο το ποτήρι με νερό στο διπλανό τραπέζι.

– Με προσέχεις;
– Συγγνώμη. Μπορείς να επαναλάβεις;
– Βέβαια. Ξέρεις, μπορείς να συλλάβεις πόσο ιερό νιώθω το σώμα σου;
– (χαμογελούσε ασαφώς)
– Με καταλαβαίνεις;
– (κοιτούσε ασαφώς)
– Μάλιστα.
– Τι;
– Τη σκέψη σου και το σώμα σου τα ορίζεις εσύ και μόνο συ. Πώς θα πίστευες πως θα μπορούσα να προσβάλω, να βεβηλώσω το ιερότερο πράγμα που νιώθω για σένα;
– Δεν ξέρω.
– Η επιθυμία είναι ποτάμι. Έτσι ενώνονται οι άνθρωποι: ξεδιψούν, πετροβολούν, χωρίζονται, βρέχονται, ξεπλένου, παρασύρονται.
– (κοιτούσε ασαφώς)
– Μην κλείνεσαι. Μην μου κλείνεσαι. – (χαμογελούσε ασαφώς) – Οι άνθρωποι είναι θάλασσες. Νερό. Ίσως και σ’ άλλες μορφές, άλλα σχήματα. Άλλο ιξώδες. Να ‘το το ιξώδες. Κι έλεγα πως κάπου τ’ άκουσα για να το πω κι εγώ.
– Το ‘χεις ξαναπεί και το ‘χω ξανακούσει.
– Και;
– Τι και;
– Πού είναι η ορμή;

Μεσολάβησε σιωπή. Το δελφίνι είχε φύγει εδώ και ώρα.

– Θα ‘θελα στο λάθος, το σωστό, τη χαρά, τη λύπη, τη μοναξιά, την παρέα, όλες αυτές τις θάλασσες με τις άμπωτες και τις πλημμυρίδες τους να είχαμε ένα τραγούδι. Τότε το μόνο που θα μας θύμιζε θα ‘ταν πως υπάρχουμε στον ίδιο δεσμό ομάδες. Ούτε κατάκριση, ούτε έπαινος, ούτε θυμός ή μούτρα, ούτε πόνος ή ψέμα, ούτε φτιαχτά γέλια και αγκαλιές καταπιεσμένες που είναι καταδικασμένες να καταπιέσουν. Ένα τραγούδι που να μας θυμίζει πως υπάρχουμε. – (κοιτούσε ασαφώς) – Κατάλαβες;

– (χαμογέλασε) Όχι ακριβώς.

Στο μεταξύ άρχισαν να μαζεύονται σαν από το πουθενά σύννεφα και να ψιχαλίζει. Πρέπει να μεσολάβησαν περίπου 243 δευτερόλεπτα από τη στιγμή που πέρασε το δελφίνι και που ξεκίνησαν οι χοντρές ψιχάλες κι η σχεδόν βροχή.

– Φεύγουμε;
– Φεύγουμε.

Μα δεν κουνήθηκαν. Έμειναν εκεί. Ο ένας έδεσε τα κορδόνια σκύβοντας κάτω από το τραπέζι, ενώ το δέντρο από δίπλα ήδη ανάβλυζε βρεγμένο χώμα. Και το σώμα του βρεγμένο. Από δω και πέρα δε θα ξεχώριζες δάκρυα ή ιδρώτα ή το συνοφρύωμα και οι εκφράσεις αν ήταν από τη βροχή ή απ’ αυτό που τα λόγια επέφεραν.

– Πάμε;
– Πάμε.

Κι όλοι γύρω τους κουνιόνταν κι έτρεχαν, εκτός από εκείνους που έμεναν στη θέση τους.