Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2020

Αλήτες του Μικρόκοσμου || Κείμενα 1-5




1) 24_ΙΟΥΛΗ_2016
Θα αναγνωρίζουμε ο ένας τον άλλον, θα θυμόμαστε ο καθένας τον άλλον σε τόσα πράματα, θα νιώθουμε, θα ονειρευόμαστε ο ένας τον άλλον ακόμη κι αν είμαστε τόσο μακριά, θα έχουμε εξαντλήσει όλη τη δύναμη της φαντασίας: να λες π.χ. το αδειανό πουκάμισο μου με τ όνομα μου, που τα σώματά μας είναι εξαϋλωμένα, εξαντλημένα στο ανέγγιχτο, αόριστα, αερικά. Θα είμαστε παντού κι όχι εδώ, θα ‘ναι όλα στο όνομά μας χωρίς όνομα, κι εμείς θα χάσκουμε. Ας πήγαιναν στο διάολο όλα όσα έχουν τη θύμησή μας και την νοσταλγία μας, σαν να μην υπήρξαμε ποτέ. Το σώμα μου και το σώμα Σου έχουν μόνο νόημα και τ’ αλλά είναι αερικά, όπως κι εμείς αερικά όταν τ’ άλλα είναι σαν να ‘χουν νόημα. Αλαφροΐσκιωτοι αντί για ερωτευμένοι.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

2) ΡΗΜΑΔΙ
Από το όλα ρηματίζουν
και όλα ρηματίζονται.

Με πιάσανε στο στόμα τους πολλοί.
Τα κόκαλά μου κροτάλισαν στα δόντια τους κι ο ιδρώτας μου πάφλασε στο σάλιο τους.

Ρημάδι κι όχι ρήμα.

Εκθειάστηκα, με θεώθηκαν, με νεολόγισαν,
με αναγραμμάτισαν,
με συνέταξαν.

Μια λέξη όταν την προφέρεις,
τι της κανεις;

Θύμα που καταλήγει θύτης,
θύτης που θυματοποιείται.

Θυμός σε πένθος, θύμηση σε όνειρα.
Ρήμα, ρίμα στους ανθρώπους
και τον κόσμο, καταλήγω,

ομοιοκαταλήγω, ρυθμίζομαι.

Είμαι η αγάπη που δεν
προσφέρεται: αντιστοιχίζεται και σε αντίστιξη.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

3) ΛΙΓΟ
Υπάρχει ένα όριο, μια ουδός
που από το σημείο εκείνο και
μετά ο,τιδήποτε
προοδεύει γεωμετρικά.

Λίγο να σπρώξεις ως εκεί και
μετά σαν να γλιστράει με
ελάχιστη αντίσταση
η απόπειρα και η δοκιμή.

Ο έρωτας που μου έδωσες
έτυχε αυτής της διαχείρισης:
το λίγο στην αρχή ήταν λίγο, μα
αργότερα το λίγο ήταν παραπάνω από αρκετό.

Και η όψη σου το ίδιο, το μικρό
σου δαχτυλάκι με διέγειρε.

Ακούμπησα εκεί
στης άκρης το δάχτυλο
άκρη του κόσμου.

Λίγο να με άγγιζε το μικρό σου
δαχτυλάκι ενωνόμασταν και
ύστερα γω με τον κόσμο όλο.

Το λίγο είναι περισσότερο μια
πιθανότητα παρά μια
ποσότητα: Δεν ξέρεις ποτέ
πότε θα επαρκεί.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

4) Ο,ΤΙ ΕΡΩΤΙΚΟΤΕΡΟ ΤΟ ΜΗ ΡΗΜΑΤΙΣΜΕΝΟ
Ό,τι ερωτικότερο έχει γραφτεί σε ποίηση, τραγούδια, βιβλία, σινεμάδες και θέατρα το έχω γράψει εγώ. Βρίσκομαι σε δικαστική διαμάχη με δισεκατομμύρια δημιουργούς ανά τους αιώνες. Από αυτή τη διαμάχη βγαίνουν κάθε φορά όλοι κερδισμένοι για τα πνευματικά τους δικαιώματα, μα η αυτουργία είναι δική μου. Εγώ σε αγαπώ, εγώ σε φιλώ κι εγώ σε νιώθω. Απλώς ό,τι έχει περιγραφεί κι εκφραστεί είναι ένα φάσμα απ’ όπου μαθαίνω τι να νιώθω και πώς και πόσο. Κι αυτό θέλω να γκρεμίσω. Να νιώσω πέρα από τις γνωστές αισθήσεις και να εκφραστώ πέρα από τις γνωστές ποιήσεις. Ό,τι ερωτικότερο το μη ρηματισμένο.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

5) 243 ΔΕΥΤΕΡΟΛΕΠΤΑ
Ένα δελφίνι διέσχισε τον αέρα. Η σκιά σκέπαζε επιφάνειες στο έδαφος, όπως ένα συννεφάκι ή αεροπλάνο καθώ περνάει κάτω από τον ήλιο κι είναι μικρό να μη σκοτεινιάσει, μα αρκετά μεγάλο να τον κρύψει. Σε μία από αυτές τις επιφάνειες που ενίοτε σκεπάζονταν υπήρχε ένα τρίποδο τραπεζάκι βαμμένο γαλάζιο. Στην επιφάνειά του αντιλαμβανόσουν ένα πράσινο ημιδιαφανές μπουκάλι 330ml, ένα ποτήρι διαφανές που φιλοξενούσε μια διαφανή μάζα υψηλού ιξώδους με χιλιάδες φούσκες γύρω από μια φέτα λεμόνι, δύο σάρκινες μάζες να ξεπροβάλλουν από δυο μάλλινα μωβ μανίκια με πέντε άνισες εξοχές/διακλαδώσεις. Χέρια. Ω ναι, χέρια. Δε θα μπορούσαν παρά να ήταν χέρια. Πόσο χαζός θα ‘μουν να ‘κανα μιαν εξαντλητική και περίπλοκη περιγραφή αντί να πω “χέρια”. Χέρια. Χέρια που αν τ’ ακολουθούσες ως τις ρίζες τους θα σ’ οδηγούσαν σ’ έναν άνθρωπο. Ω ναι. Ξανά. Ένας άνθρωπος με τα χείλια του συχνά συντάρασσε, λοιπόν, την επιφάνεια της διαφανούς μάζας του ποτηρ… Ω, ναι, σόδα ήταν, σαν να μου ‘ρθε η γεύση της τώρα δα. Έπινε. Έπινε, τι άλλο θα ‘κανε με τα χείλια του στο σώμα με το υψηλό ιξώδες και τις φούσκες τις χιλιάδες γύρω απ’ το λεμόνι. Μα έκανε και κάτι άλλο. Μιλούσε. Συχνά πυκνά τα λόγια του, οι ήχοι απ’ όσα έλεγε σχημάτιζαν ένα ινώδες στο σκίσιμο του προσώπο του. Από τις κινήσεις και τον τρόπο ομιλίας σίγουρα υπήρχε κι άλλος. Ένας άλλος άνθρωπος, αρκετά ίδιος, αν το μάτι σου έρχεται πρώτη φορά σ’ επαφή με ανθρώπους, αλλά δε μιλούσε εκείνος, δεν κινούταν. Άκουγε. Πότε άκουγε και πότε όχι, βασικά. Συχνά πυκνά την προσοχή του αποσπούσαν τα γράμματα στο πράσινο ημιδιαφανές μπουκάλι της σόδα ή κανένας περαστικός στο φόντρο αυτού που μιλούσε, που έπινε, που κινούταν, που έμπλεκε το ινώδες με το ιξώδες από μια μεριά αν το ‘βλεπες. Πότε την προσοχή του την έπαιρνε ένας ήχος από μηχανάκι που έσχιζε την επιφάνεια του δρόμου παρακεί ή η σκιά του δελφινιού που τώρα διέσχιζε τον άερα ακριβώς από πάνω τους. Ένα δελφίνι σαν αυτή την εικόνα των δελφινιών που έχουμε, που όλα μάλλον αρκετά ίδια είναι, αν το μάτι σου δεν έχει έρθει πολλές φορές σ’ επαφή με δελφίνια. Αλλά το δελφίνι έμοιαζε αρκετά ίδιο με οποιοδήποτε άλλο για έναν ακόμη λόγο: είχε “καεί”. Μεσολαβούσε ανάμεσα στον ήλιο και στο μάτι, έτσι που έμοιαζε σχεδόν μαύρο, σαν η σκιά στο έδαφος να ‘ταν τελικά αντικατοπτρισμός του, ίδια μαύρη. Υπήρχε, όμως, θάλασσα κοντά; Τι γύρευε ένα δελφίνι; Μόνο το ποτήρι με νερό στο διπλανό τραπέζι.

– Με προσέχεις;
– Συγγνώμη. Μπορείς να επαναλάβεις;
– Βέβαια. Ξέρεις, μπορείς να συλλάβεις πόσο ιερό νιώθω το σώμα σου;
– (χαμογελούσε ασαφώς)
– Με καταλαβαίνεις;
– (κοιτούσε ασαφώς)
– Μάλιστα.
– Τι;
– Τη σκέψη σου και το σώμα σου τα ορίζεις εσύ και μόνο συ. Πώς θα πίστευες πως θα μπορούσα να προσβάλω, να βεβηλώσω το ιερότερο πράγμα που νιώθω για σένα;
– Δεν ξέρω.
– Η επιθυμία είναι ποτάμι. Έτσι ενώνονται οι άνθρωποι: ξεδιψούν, πετροβολούν, χωρίζονται, βρέχονται, ξεπλένου, παρασύρονται.
– (κοιτούσε ασαφώς)
– Μην κλείνεσαι. Μην μου κλείνεσαι. – (χαμογελούσε ασαφώς) – Οι άνθρωποι είναι θάλασσες. Νερό. Ίσως και σ’ άλλες μορφές, άλλα σχήματα. Άλλο ιξώδες. Να ‘το το ιξώδες. Κι έλεγα πως κάπου τ’ άκουσα για να το πω κι εγώ.
– Το ‘χεις ξαναπεί και το ‘χω ξανακούσει.
– Και;
– Τι και;
– Πού είναι η ορμή;

Μεσολάβησε σιωπή. Το δελφίνι είχε φύγει εδώ και ώρα.

– Θα ‘θελα στο λάθος, το σωστό, τη χαρά, τη λύπη, τη μοναξιά, την παρέα, όλες αυτές τις θάλασσες με τις άμπωτες και τις πλημμυρίδες τους να είχαμε ένα τραγούδι. Τότε το μόνο που θα μας θύμιζε θα ‘ταν πως υπάρχουμε στον ίδιο δεσμό ομάδες. Ούτε κατάκριση, ούτε έπαινος, ούτε θυμός ή μούτρα, ούτε πόνος ή ψέμα, ούτε φτιαχτά γέλια και αγκαλιές καταπιεσμένες που είναι καταδικασμένες να καταπιέσουν. Ένα τραγούδι που να μας θυμίζει πως υπάρχουμε. – (κοιτούσε ασαφώς) – Κατάλαβες;

– (χαμογέλασε) Όχι ακριβώς.

Στο μεταξύ άρχισαν να μαζεύονται σαν από το πουθενά σύννεφα και να ψιχαλίζει. Πρέπει να μεσολάβησαν περίπου 243 δευτερόλεπτα από τη στιγμή που πέρασε το δελφίνι και που ξεκίνησαν οι χοντρές ψιχάλες κι η σχεδόν βροχή.

– Φεύγουμε;
– Φεύγουμε.

Μα δεν κουνήθηκαν. Έμειναν εκεί. Ο ένας έδεσε τα κορδόνια σκύβοντας κάτω από το τραπέζι, ενώ το δέντρο από δίπλα ήδη ανάβλυζε βρεγμένο χώμα. Και το σώμα του βρεγμένο. Από δω και πέρα δε θα ξεχώριζες δάκρυα ή ιδρώτα ή το συνοφρύωμα και οι εκφράσεις αν ήταν από τη βροχή ή απ’ αυτό που τα λόγια επέφεραν.

– Πάμε;
– Πάμε.

Κι όλοι γύρω τους κουνιόνταν κι έτρεχαν, εκτός από εκείνους που έμεναν στη θέση τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου