Πέμπτη 22 Φεβρουαρίου 2018

Μετατροπή

©Εγγονόπουλος


αυτοί που γίνα-
νε
αστερισμοί
κι ο Νάρκισσος που άν-
θισε μετά από τον πνιγ-
μό,
αυτό που έπεται μετά απ' την προδοσία,
ο μετασχηματισμός.

Ναι, κάπου εκεί
και
κάπως έτσι
θα το έλεγα,
ναι,
ο μετασχηματισμός. Ε-
κεί
η δική μου ποιητι-
κή.

Στο ποίημα που γίνε-
σαι
σε
μιας στιγμής το βλεφάρισμα,
στην αυθυπαρξία
του να γίνεσαι
για να πάψεις να είσαι
όσα ήσουν.

Για την άλωση της (προ)ϊστορίας,
για το άλ-
λοθι
του
γνώθι
σεαυτόν,
μη.
     Όχι, βάσει του προβλεπόμενου, η ταυτότητα είναι μια προσδοκία, ένα σενάριο,
          το να σε γνωρίζεις, υποδουλώνεσαι.

Αυτό που γίνο-
μαι
μετά, κάθε φορά,
σωσίας στου καθενός την Ευρυδίκη,
ενώ άρπα ζωηρή ήδη στα χέρια του
Ορφέα,
ύπνος γλυκός,
θάνατος κι ειρήνη,
γλώσσοδέτης σου στα χείλη σου.

Δευτέρα 19 Φεβρουαρίου 2018

γραφεικρατία



Μένεις στο γραφείο ακόμη κι αφότου φύγουν όλοι,
όπως στις σχέσεις, ε; Τι λες;
Γράφεις δελτία τύπου, συνεντεύξεις, λόγους, ανακοινώσεις,
συντάσσεις, αλλά
κακό ρήμα δεν είναι τούτο; Συμφωνείς;

Κάψατε τον καρνάβαλο,
ένα ομοίωμα Αυτού κι Εκείνου και του Τάδε ή του Δείνα
δεινού κι όπου άλλου, α;
Λίγο πριν την πυρπόληση,
πλησίασες,
το πλησίασες,
αφουγκράστηκες, έμεινες, ξέμεινες, κοντοστάθηκες, στάθηκες,
μια συμπαράσταση για μελλοθάνατο,
όχι λόγια,
απλή παρουσία, εκεί.

Φωτιά!

Άναψες τσιγάρο στο γραφείο,
από τότε που κάηκε το ομοίωμα
μεθαύριο είναι,
τώρα,
φωτιά,
καπνός, πληκτρολόγιο.

Μόνο δοκιμές η ζωή,
αν σε ρωτήσουν "έζησες;", θ' απαντάς
πως τώρα να γράφεις μια τελευταία λέξη κι έρχεσαι
ή μισό,
μισό λεπτό να σβήσω το τσιγάρο,
αυτό με το οποίο μετράς τις αποστάσεις και τον χρόνο,
"έλα να κάνουμε ένα τσιγάρο μαζί"
κι αυτός κι αυτή
και όποιος κι όποια,
εκεί, εσύ εκεί απλή παρουσία,
ανάβεις το τσιγάρο,
φωτιά!

Σάββατο 17 Φεβρουαρίου 2018

βββββββββββουητό

©de Chirico

Είχα βουητό στ' αυτιά σαν να πέρασε δυνατός θόρυβος από μέσα μου, ένα τρικυμιώδες βουλεβάρτο από βιαστικά αμάξια να πηγαίνουν στις δουλειές τους, τα μικρά παιδάκια στα σχολεία, ψιλο- και χοντρο-μεθυσμένοι από τα ξημερωμένα ξενύχτια τους με αναθυμιάσεις αλκοόλ σαν να περνάς από διϋλιστήριο σε ώρα αιχμής, να πηγαίνουν για τον πρωινό καφέ τους ή για ψώνια, ή για να πηγαίνουν σ' ένα νοσοκομείο που κάποιος ξεψυχά, καθώς μέσα στον ύπνο τους τούς πήρε τηλέφωνο κάποιος υπεύθυνος μιας νοσοκομειακής μονάδας ή ένας αστυνομικός ή κοινωνικός λειτουργός κι αμάξια που πήγαιναν στον τόπο του εγκλήματος, περαστικοί οδηγοί και συνοδηγοί που μετρούν τα δέντρα και που δε βλέπουν τις πινακίδες, που βρέχουν τους πεζούς σε λακούβες πέφτοντας με ανυπολόγιστο βάθος και νερό ή επειδή απλά είναι στ'αρχίδια τους οι πεζοί, οδηγοί με συνοδηγούς άρτει μαλωμένους ή που τους σκεπάζει η μουσική του ραδιοφώνου, οδηγοί που οδηγούν κι οδηγώντας ψάχνουν στο μικρό ντουλαπάκι για ένα χαρτί που έχουν γραμμένο ένα τηλέφωνο από κάποιο ραντεβού ή ένα έγγραφο για μια γαμω-υπηρεσία (πρωί πρωί στην ουρά) ή λογαριασμό ή μια ξεχασμένη σοκολάτα, σκουπίδια από αποδείξεις διοδίων και σούπερ-μάρκετ, οδηγοί που κοιτάνε από τον καθρέφτη τα πίσω αμάξια και που φαντάζονται ολάκερες ζωές των όπισθεν οδηγών και συνεπιβατών, που ερωτεύονται στα φανάρια και που ξεχνιούνται στα φανάρια και μια κόρνα τους αφυπνίζει ξαφνικά ή που βάφονται σ' ένα κόκκινο φανάρι βιαστικά, γιατί δεν πρόλαβαν στο σπίτι γιατί τους πήρε ο ύπνος, επειδή είδαν μια ταινία ή μια σειρά χτες βράδυ ως αργά ή έγραφαν.
Είχα βουητό στ' αυτιά μου. Διάβαζα μες στη σιωπή. Γράφε, σου πάει, μου λες, μου είπες, μ' ερωτεύτηκες, μ' αγάπησες γιατί ήμουν ποιητής. Μ' αγάπησες γιατί ήμουν ποιητής, έλεγες. Αλλά πόσο ειρωνικό είναι να λες σε κάποιον που βρυχάται από πόνο πόσο τέλεια γράφει και μιλάει. Σχεδόν εριστικό. Πέρασα από το λιμάνι. χάσαμε την κιβωτό στο λιμάνι, που θα μάς έσωνε. Έφυγες κι έγινα εγώ η κιβωτός, να σε κουβαλώ μες στους καιρούς και τις βροχές. Άκυρο. Γάμα το. Μια σταγόνα μέσα μου ψάχνει να εκφραστεί: δάκρυ, σάλιο, ιδρώτας, ποτάμι, σπέρμα, αίμα, βροχή, μια τόση δα σταγόνα αρκετή για να χωρέσει τη μνήμη, να ενώσει σα μικρή κλωστή ιστορίες, δρόμος, τόσο απροκάλυπτο ινώδες να γλιστρά ο κόσμος με την ολίσθησή του. Είμαστε οι άλλη μεριά του κόσμου. Όσος κόσμος τριγύρω, τόσο εμείς. Πρόσεχε το "εσύ" σου. Τόσος κόσμος, όσο εσύ. Είχα μια σταγόνα μέσα μου, πηχτό σάλιο με γεύση από τσιγάρο, αλκοόλ και λόγια ανιστόρητα, αξεστόμητα, αδόκιμες λέξεις, ήχοι που δε σημαίνουν κάτι εν γένει, αλλά τόσο περιγράφουν εμένα, όχι αυτό που νιώθω, αλλά ολάκερο εμένα, μια σταγόνα που πέρασε από την αλμυρή θάλασσα, στην δροσερή βροχή και την πνιγηρή καταιγίδα μέσα από κεραυνούς και έγινε λάσπη κι έπεσε στο δέρμα και αναμασώ τα λόγια τ' ανείπωτα, τα τόσο εκφρασμένα, τα λόγια που δε λέγονται γενικά, τα λόγια που δε λέγονται ειδικά και γρήγορα λησμονιούνται, τα μάτια σου που γρήγορα λησμονιούνται γιατί δε τα βλέπω πια, μα μου τα θυμίζει η σταγόνα από το δάκρυ σου που έγκλειψα, από τα σάλια σου που φίλησα, από τον ιδρώτα σου που μύρισα. Έρωτα, άκυρο! Δεν υπάρχει στον κόσμο αυτόν, στον χρόνο αυτό που έχουμε κατανοήσει κατάλληλη στιγμή, κατάλληλος έρωτας, άνθρωποι κατάλληλοι, η καταλληλότητα είναι δηλητήριο για την ωρίμανση του φιλιού. Όσο φιλάς έρχεται ο έρωτας, ο κόσμος, ένα βουητό κρατά ένα ισοκράτημα για να ρυθμίζομαι στη συχνότητα που ακούς. Το φιλί είναι μια συχνότητα για να συμπυκνωθούμε από σώματα σε ασώματες έννοιες, που τις λεκτικοποιούμε και τις ονοματίζουμε λες και είναι είδη εξωτικά που αναγνωρίζουμε σε παρθένες εκτάσεις και άγνωστα εδάφη ακυβέρνητα ή κυβερνημένα από ιθαγενείς που ζουν με άλλα μέτρα κι άλλα σταθμά και πρέπει να ξαναξεκινήσουμε από την αρχή. Κρεολό φιλί αυτό που προκύπτει, προκύπτουμε κρεολοί, κρεολός έρωτας, μιγάς το σμίξιμό μας και όταν πάμε να χωρίσουμε δεν πολυκαταλαβαινόμαστε κιόλα. Τι ακατάπαυστη ομιλία τρέχει και εμμένω κι επιμένω σε μια γλώσσα που είναι πιο φθαρτή από μένα κι εγώ πιο φθαρτός και αρχίζω να χάνω το βουητό, πατάω την κόρνα για ισοκράτημα, να μείνει λίγο ακόμη βουητό στ' αυτιά μου, να μην ακούω αυτό που ακούω εντός μου, τις φωνές, τις κραυγές, τις επιθυμίες, σε φαντάζομαι κοινώς, μ' αρέσει και δε μ' αρέσει και ποιος λέει πως αυτή μου η αμφιθυμία είναι ότι δεν ξέρω τι θέλω, όσο μάλλον ότι ξέρω απόλυτα αυτό που θέλω κι αυτό που δε θέλω να μη θέλω. Έχω πιει. Έχω πιει; Ίσα ίσα να ξαναθυμηθώ πώς ήταν όταν είχαμε μαζί πιει. Όταν είχαμε μαζί φιληθεί, όταν είχαμε μαζί ερωτευτεί. Διάβαζέ με μες στη σιωπή, γράφω, μου πάει. Πες με όπως θες, ό,τι θες λέγε μου, μίλα μου κοινώς, πες μου. Μ' αγάπησες γιατί ήμουν τουλάχιστον αυτό που δεν ήθελες να μη θες κι ας μην ήμουν αυτό που ήθελες. Δεν ξέρω, αν τελικά θα συμφωνώ με όσα λέω, γράφω, κάνω τώρα. Θα προσπαθήσουμε να αγγίξουμε αυτό το βουητό κάποια στιγμή, ίσως και αύριο, που δε θα νιώθω το ίδιο βαρύς και ίσως να γελάω με όλα αυτά. Η αιώνια αναίρεση, η αιώνια εξαίρεση. Εξαίρετοι, αιρετικοί, εξαιρετικοί εραστές εμείς ως εν ουρανώ κι επί της γης, ως εν εαυτώ κι εφ' ημών. Θέλω να προσευχηθώ για εμάς, για μένα, κάτι να κάνω απ' αυτά που δεν πιστεύω, να πιαστώ απ' όσα εργαλεία διαθέτει ο άνθρωπος για να υπάρξει. Κάποιο πρέπει να πιάνει. Κάτι θα πιάσει, τι στο καλό. Να πιαστώ, να πιαστούμε, εφόσον δεν σε πιάνω. Κάτι παραπάνω, παραπέρα από όσα πιστεύουμε. Βουητό. Ββββββββββββββββββββββββββ!!!!!! Σταματώντας να γράφω και να σου γράφω και να μιλάω και να μιλάμε και να σκεφτόμαστε μένει αυτό και μόνο αυτό και μιλάει και γράφει, μοίρα και γραφτό κι άγραφο λευκό χαρτί, άγραφο λευκό σεντόνι, σύννεφο, λάμψη λευκή στην άκρη του τούνελ, τέλος του τούνελ, στροφή-έξοδος για να φτάσω στη δουλειά, μειώνεται η κίνηση, φτάνω. Διαρκώς φτάνουμε φεύγοντας από κάπου. Ο τροχός ενός ινδικού χοιριδίου η ζωή μας, ποιος μάς φροντίζει και ποιος μάς κοιτά απ' έξω από το κλουβί. Τίποτε επαναλαμβανόμενο. Ροή, μήτε συνεχής, μήτε επαναλαμβανόμενη. Άνευ μνήμης τίποτε. Αμνήμονες. Αμήν. Ως πότε. Μέχρι πότε αμήν. Ειρήνη υμίν, έρως ημίν, αμήν, αμνήμονο βουητό. Τι οινοποσία αυτή θε μου. Τι θα θυμάμαι και ποιος φαντάστηκε απ' τα άλλα αμάξια τόσην ώρα πως θα σκεφτόμουν όλα αυτά, πως θα σε σκεφτόμουν. Άραγε ποιος απ' όλους αυτούς σκεφτόταν κι εσένα, όπως εγώ. Παντού σε υπονοώ, υπονοείσαι. Η αιώνια υπόνοια του άλλου στα λόγια μας, σαν να μιλάμε για αυτόν, σε αυτόν.

τρία ψιλοπρόστυχα δοκιμιακά αφηγήματα



αφήγημα νούμερο ένα

"Ρε, ειλικρινά, στ' ορκίζομαι πως τον είδα" έλεγε φωναχτά και με έκδηλο πάθος και μάτια πορτοκάλια ενώ έμπαινε σαν άνεμος από την πόρτα, που άνοιξε σαν να την έσπρεωξε άνεμος, τόσο λίγο και τόσο δυνατά και πλησίαζε στο τραπέζι που καθόμουν. Πέρα από το ραντεβού μας -το κατά τ' άλλα ερωτικό, κάπως σαν παράνομο, αν λάβαινε κανείς υπόψη τη φύση των ζωών μας- και τα ημερολογιακά και ωρολογιακά κανονίσματα αυτού, δεν είχαμε μιλήσει για κάτι άλλο, για το οποίο θα μπορούσε να μου αναφέρει πως το είδα. Αυτός που είδε, δεν ήξερα καν ποιος μπορούσε να είναι.
     Μπαίνει, είναι εξίσου ψηλός, με μακριά μαύρα πολύ σγουρά μαλλιά, αδύνατος, πάντα ευδιάθετος -ακόμη κι αυτή τη στιγμή που ωρύεται σαν μαύρος καπνός μέσα στην καφετέρια, κόντρα στον αχνό, διάφανο καπνό που αχνίζει ο καφέ μου- και χαμογελαστός, διαχυτικός, εκφραστικός, μια δίοδος του σώματός του στο σώμα μου κάθε του κίνηση. Δεν μου ήταν ποτέ ενδιαφέρον, παρεμπιπτόντως, να μεταφράζω την ομορφιά σε επίθετα. Μ' αρέσει να λέω χίλιους δυο μύθους ή πίνακες ή στίχους ποίησης για να περιγράφω και να ενώνω το αίσθημά μου με τον κόσμο και την ιστορία τη θυμική, της θύμησης και της αφήγησης. Όπως και να 'χει, πλησίαζε. Πλησίασε.
     "Γιατί δεν κάθεσαι;" του αντέτεινα, αντί να επικεντρωθώ με ερώτηση σε αυτό που επέμενε σιωπηρός κοιτώντας με βαθειά και ίσως πίσω από μένα. Ένα φρικαρισμένο, καθόλου ερωτικό βλέμμα, μη υποσχόμενο, ίσως ενίοτε και γι' άλλους προσβλητικό. Όμως, εκείνη τη στιγμή ήταν κι αδιευκρίνιστα ερεθιστικό. Η σκέψη μου χάθηκε επιμένοντας σιωπηρά κοιτώντας τον βαθειά και ίσως πίσω από εκείνον στο απόγευμα στο πάρκο που την ώρα που έδυε ο ήλιος του έκανα στοματικό έρωτα ενώ φυσούσε ένα ελαφρύ, τελών χειμώνα αεράκι και διμοιρίες διαφόρων πτηνών επέστρεφαν στις φωλιές τους για τη διανυκτέρευση. Ενώ εκσπερμάτωνε δυνατά στο στόμα μου, ύστερα από λίγο με βλέμμα αποσβολωμένο, μάτια πανσελήνους ορκιζόταν χωρίς να κουνά τους βολβούς των ματιών του, καθηλωμένος, ξανα-ορκιζόταν σε μια συζήτηση που ακολούθησε ενώ σηκώθηκα από τα γόνατα που βρισκόμουν, πως είχε δει λίγο πιο πέρα τον νεκρό πατέρα του.
     "Ρε, ειλικρινά, στ' οκρίζομαι πως είδα τον τυπά από την κραυγή του Munch στη γέφυρα δω δίπλα", μου εκμυστηρεύτηκε τώρα μέσα στην καφετέρια. "Περπατούσα στο δρόμο με δυο περαστικούς πιο πίσω -ο ήλιος έπεφτε - ξαφνικά ο ουρανός έγινε κόκκινος σαν αίμα -σταμάτησα, νιώθοντας εξαντλημένος, και στηρίχτηκα στη βιτρίνα ενός μαγαζιού - αίμα και γλώσσες φωτιάς πάνω από το γκρίζο δρόμο και την πόλη - οι περαστικοί μου προχώρησαν, κι εγώ έμεινα εκεί τρέμοντας από την αγωνία - κι ένιωσα ένα ατέλειωτο ουρλιαχτό να διαπερνά τη φύση".
     "Γιατί δε μου κάθεσαι;" του αντέταινα, διακόπτωντάς τον.

~

αφήγημα νούμερο δύο

Ένα μκρό σπίτι διαγραφόταν στην κορυφή του απέναντι λόφου, το είδα το απόγευμα κατά τις 6 σχεδόν τυχαία, καθώς ατένιζα το βασίλεμα. Είχα έρθει περιοδεύων γιατρός σε στρατόπεδα του νησιού και θα έμενα για ένα βράδυ. Ύστερα από αυτή τη στιγμή, μέσα σε λίγες ώρες από το απόγευμα κατά τις 6 που σχεδόν τυχαία είδα το μικρό σπίτι στην κορυφή του απέναντι λόφου μέχρι και το βράδυ που έβλεπα το στρατόπεδο χαμηλά φωτισμένο από το ύψος του σπιτιού μαζί Του μεσολάβησαν τα δάχτυλά του που αγγίζοντας γύρω στις 7 και κάτι κάθε φορά το στυλό που είχα πιάσει πρωτύτερα και θα ξαναέπιανα αργότερα ξανά και ξανά, το γραφείο -παλαιικό με ένα μπλε νάιλον κάλυμμα από πάνω- και την πόρτα, όλα ήταν σαν να άγγιζε έναν κόσμο σαν το σκυλί, που κακοποιημένο υποπτεύεται τα πρώτα χάδια αγάπης.
     Οι ιστορίες, όπως αυτή η σωματοποιημένη δώ, διαγράφονταν ωραία με το φεγγάρι να αναρτάται στο δέντρο της νύχτας σα χρυσόμαλλο δέρας και με το νιώθω το κορμί του ως αλεξικέραυνο πάνω εκεί στο σπίτι. Το σώμα του χρυσό και αξημέρωτα σκοτεινό όπου σκιαζόταν από τις ίδιες του τις καμπύλες και από τη δική μου σκιά.
     Όταν επιστρέψαμε, εκείνος γύρισε στον λόχο κι εγώ στο ιατρείο. Το μικρό σπίτι διαγραφόταν στην κορυφή του απέναντι λόφου. Μες στην νύχτα ξανακοίταξα το σπίτι και μας ξανάδα ολογράφως χρυσοντυμένους (ακόμη κι εμένα που πριν δεν μπορούσα να με δω, παρά μόνο με ένιωθα νιώθοντάς τον) να κάνουμε έρωτα σα σκυλιά. "Ερεθίστηκε" θα έγραφε για μένα ένας εξωτερικός αφηγητής, "κατέβασε το παντελόνι της παραλλαγής και άρχισε να αυνανίζεται, κρατώντας το καυλί του, που τα προσπερματικά υγρά έλαμπαν υγρό πυρ στην πανσέληνο, ανασκεπτόμενος την προ ολίγης ώρας ερωτική επαφή, που πλέον θα έμενε φαντασίωση στο διηνεκές. Οι ιστορίες, όπως αυτή η σωματοποιημένη δω, απαιτούν ποίηση. Έκατσε κι έγραψε στο γραφείο του στο εγκαταλελειμμένο ιατρείο για ένα σκυλί που συναντούσε σε μιαν αυλή, κάθε φορά που κατέβαινε στην πόλη. Το φώναζε με ένα φιλί στον αέρα κι εκείνο έτρεχε και τον έγλειφε. Εκείνος έγραψε για το πώς έγλειφε το πρόσωπο του στρατιώτη σαν πεινασμένο σκυλί, γλείφοντας στρώση στρώση τη χρυσή κρούστα απ' το φεγγάρι και πόσο δε θα ήθελε να τον γλείψει το σκυλί που συναντούσε συχνά, αν το συναντούσε εκείνη ακριβώς τη στιγμή, για να μην πάρει μυρωδιά και να μην πάρει ίχνος απ' το σπέρμα του εραστή του. Καθώς έγραφε", θα έγραφε για μένα ένας εξωτερικός αφηγητής, "χτύπησε η πόρτα του ιατρείου. Κάποιος είχε λιποθυμήσει. Άφησε στη μέση το ποίημα (που ο εξωτερικός αφηγητής ως μη παντογνώστης δεν μπορούσε να το διαβάσει ακριβώς). Όταν γύρισε, δεν βρήκε το χαρτί".

~

αφήγημα νούμερο τρία

"Συνέχισε! Συν. Νέχισε!" η αποσπασματική ή επαναλαμβανόμενη λαθεμένη εκφροά λέξεων-ήχων κατά τη διάρκεια της ερωτικής πράξης ήταν μάλλον δείγμα του ότι κόβεται η ανάσα λόγω ευχαρίστησης, ηδονής, οργασμού. Όταν τελειώσαμε, τη ρώτησα, έχοντας κι οι δυο χωθεί κάτω από το πάπλωμα, πλεγμένοι σαν δερμάτινες κλωστές σ' ένα σωμάτινο κουβέρι, αν θα ήθελε πίτσα. "Ναι, πίτσα". Τον τελευταίο καιρό, ύστερα από μιαν ιδιαίτερη κι ιδιαίτερα έντονη ερωτικά και συναισθηματικά περίοδο -μετά το ταξίδι μας στο Παρίσι- είχε αρχίσει σταδιακά να μιλάει όλο και πιο ψυχρά, επίπεδα, σαν να μην ένιωθε να καταλαβαίνει αυτά που ξεστόμιζε.
     Την ώρα που έφτανε σε οργασμό λίγα λεπτά χωρίτερα, όσο μηχανικά κι αν εξέφερε κι εξέφραζε τις λέξεις της, το πέος μου πρώτη φορά στους 8 μήνες που κάνουμε έρωτα το ένιωθα να γλιστράει στον υγρό κόλπο της κι αδυνατούσα να μην εκσπερματίσω. Οι συσπάσεις των μυώνων της κι η ζεστασιά που τύλιγαν τις φλέβες και το σαρκίο της στύσης μου ήταν ιδιαίτερα έντονες, σαν να ρουφάει με ένταση μια μαύρη τρύπα το φως. Κοιταζόμαστε στα μάτια, ο ιδρώτας μου σταλάζει στη δεξιά της ρώγα, τη γλείφω, ένα ρυάκι δάκρυα και μια στάλα σάλιο τσουλάει στο δεξί της μάγουλο, ωστόσο η φωνή της επίπεδη -σχεδόν ακυρωτική, ματιστοκαλό, δεν της αρέσει;!- κι επαναλαμβάνει κουτσουρεμένα όσα της λέω. Τα υγρά από το μουνί της έχουν βρέξει για τα καλά τ' αρχίδια μου. Φωνάζει με ανεπιτήδευτα ψύχραιμο ουρλιαχτό, τα μάτια της χάνουν προς τα πάνω τις κόρες απ' την καύλα κι εκείνη μιλά σα ρομπότ. Χύνω μέσα της.
     "Θες πίτσα σπέσιαλ ή κάτι άλλο;", "Ναι, καλά είμαι!", "Θες ν παντρευτούμε;" μετά από δυο χρόνια τη ρωτώ κι εκείνη "Παντ.τρεύομαι. Ναι."
     "Μ' αγαπάς;" ρωτώ, "Αγαπάς. Ας αγαπ. Ναι!" εκείνη.
     Η ασθένειά της, που εξελισσόταν σταδιακά, αλλά όχι ραγδαία -ήδη το είχαμε μάθει λίγους μήνες μετά από εκείνη την ερωτική επαφή κι εκείνη τη τέλεια πίτσα και περίπου ενάμιση χρόνο πριν παντρευτούμε με το ασαφές της "ναι", κατέληξε σε ένα ισχυρό ισχαιμικό επεισόδιο. Όταν την χάσαμε λίγο καιρό αργότερα, είχαμε ήδη παιδί και ο καιρός πέρασε, εκείνο είχε παιδιά κι εκείνα άλλα παιδιά. Εγώ 70 πια, με τα παιδιά και τα εγγόνια και φίλους και συγγενείς σε ένα μνημόσυνο για τα 40 χρόνια γάμου που θα κλείναμε (αλλά βαθειά μέσα μου ήταν εκείνη η μέρα με την ερωτική επαφή που συνειδητοποίησα πως όντως κάτι δεν πήγαινε καλά και ταυτόχρονα πως όντως την αγαπούσα και την ήθελα), θυμήθηκα πώς είχα νιώσει εκείνη την νύχτα. Ανάμεσα στα ανεπαίσθητα δάκρυά μας -υπήρξαν και τέτοια- είχα τη τελευταία μου στύση.

Σάββατο 10 Φεβρουαρίου 2018

Μαρκίζα



Ό,τι από σένα τώρα έχει μείνει,
το κολλώδες αίσθημα από τα εξατμισμένα σωματικά υγρά,
έλη μιας άλλοτε ελευθερίας να σ' αγγίζω
και να αφήνω ίχνη πάνω σου,
σε μια φωτογραφία της στιγμής,
εκεί στην κουπαστή της Κιβωτού, που μας πήρε
από το νησί για πίσω στην πόλη,
έχοντας υπάρξει χωρίς να έχουμε ορίσει τι και πώς,
δίπλα από χνώτα κάποιων εκατοντάδων ειδών ζώων, που πολλά
πρώτη φορά τα βλέπαμε,
είναι αυτό που δεν τολμούν τα χείλη
σ’ εκείνο το τοπίο της βροχής,
που μου 'χες πει, πως κάποτε διάβασες πως θα έρθει
και θα 'ναι καταστροφική
και σου έλεγα πως είσαι υπερβολικός
και μου είπες θα 'ναι κατακλυσμός
και σου 'πα πως θα ταξιδέψουμε τον κόσμο
και μου 'πες να σώσουμε τους εαυτούς μας
και σου ανταπάντησα ν' αγαπηθούμε
και μου 'πες πως έτσι κι αλλιώς
όλα το ίδιο τέλος έχουν.

Δεν είμαστε τέλειοι, είμαστε εντελεχείς, όλα
μου λεν πως έχεις κιόλας φύγει
κι ας λάμπει η ξενοιασιά της εκδρομής,
στην παραλία να τραγουδάμε ξένα ποπ κομμάτια
που σ' αρέσουν και να μας καίει ο ήλιος ανάσκελα
και τις πλάτες, τους γλουτούς και τους γοφούς
ειδικά τους δικούς σου που τόσο λαχτάρισα
να καίει η άμμος
και
εσύ όπου να πας
-α, άκου με, θυμάσαι που σου 'πα πως η άμμος στη θάλασσα
όταν υπογραμμίζει τους έρωτές μας μοιάζει με την άμμο
μιας κλεψύδρας, που δεν ξέρεις ποτέ τη φορά της και τώρα
στο ταξίδι μας, που έτυχε να ταξιδεύουμε στην ίδια βάρκα
και σ’ όποιο ταξίδι κι αν ακολουθήσει, παραλία, στεριά
δε βλέπουμε, δεν έρχεται σημάδι στεριάς,
μείνε,
σε λάθος στάση θα κατεβείς,
έτσι πάντα πιστεύει όποιος μένει πίσω
κι ας έδωσε το λάκτισμα.

Χρόνια μετά και κάτω απ’ τη μαρκίζα
σ' ένα μαγαζί στο κέντρο της πόλης, όταν αποσύρθηκαν τα νερά
και στη θέση τους χτίστηκαν μνημεία-συντριβάνια, όπως οι ανδριάντες
που στήνονται για τους ήρωες και τους μεγάλους
-άραγε τι σπουδαίο να κατόρθωσε η βροχή εκεί που φιληθήκαμε,
εκεί που περπατήσαμε, εκεί που τσακωθήκαμε,
γιατί δεν πήρε σβάρνα όλη αυτή την μελαγχολία που μου προκαλεί
η ανάμνησή σου-
σε βρήκα που `ρθες για να μη βραχείς, ενώ εκεί
λίγο πριν φύγω για το νησί -ο κατακλυσμός
στο μεταξύ με τα αχανή νερά του είχε συντελέσει ως καθρέφτης
μια και τη τελευταία βραδιά πριν φύγω για το νησί μιλούσαμε στο τηλέφωνο
κάτω απ' αυτή την επιγραφή
και τώρα από δω κάτω συναντιόμαστε, ενώ ετοιμάζομαι να φύγω για το
νησί των Μακάρων, εκεί που πάμε όλοι όσοι αγαπηθήκαμε-
ίδια η βροχή τα μάτια σου τα γκρίζα
μα τίποτα, όπως πάντα, δε θα πεις.
Και εκεί είναι που κολλάω.
Παίζει ένα τραγούδι στο ένα ακουστικό,
ενώ το άλλο κρέμεται, προαιώνια αγχόνη, σαν να σπάει τη σιωπή,
που μου ζητάς να μιλήσω, να πω κάτι
και που λειτουργεί και σαν σάουντρακ μιας ταινίας,
που φαντάζομαι να παίζουμε και να ξέρουμε πώς καταλήγουμε
και πώς νιώθουμε, γιατί ένας παντογνώστης θεατής ξέρει,
αλλά τιστοκαλό, δεν ξέρω καν πώς νιώθω εγώ
και παίζει ένα τραγούδι το ακουστικό της Μοσχολιού,
αυτό που είχα πει κι είχα προτείνει να το τραγουδά μια κοπέλα
στην ομάδα, ενώ θα παίζαμε τη σκηνή του κατακλυσμού.
Ξέρεις, οι κατακλυσμοί είναι από μηχανής θεοί σ' αυτό που δε σώνεται με τίποτε.\
Στα χέρια μας θα κρατούσαμε ζευγάρια γυαλιά, ζευγάρια κάλτσες, ζευγάρια παπούτσια,
γάντια, ο,τιδήποτε μπορεί να σωθεί ως αντικείμενο ανάμνησης,
οπότε τι σημασία έχουν τα φιλιά, τα λόγια, τα ποιήματα, οι αναμνήσεις,
αν δεν έχουν μια πηγή,
μα κι αυτά φθείρονται ανέλπιστα γρήγορα, σαν κεριά που καίγονται.

Μονάχα εγώ ρωτώ χωρίς ελπίδα
πού μένεις, πού κοιμάσαι και πώς ζεις,
κι εσύ που ξέρεις όσα η καταιγίδα
δεν έχεις κάτι για να μου πεις.
Μονάχα εσύ ρωτάς χωρίς ελπίδα
πού μένω, πού κοιμάμαι και πώς ζω,
κι εγώ που ξέρω όσα η καταιγίδα
δεν έχω κάτι για να σου πω.
Γιατί ξεπερνώντας την καιταιγίδα,
θα έρθουν άλλες δοκιμασίες για να σώσουν αυτά
που έχουν φτάσει σε μιαν άσωτη κι ευφάνταστη κατάσταση: όπως μια βαβέλ,
όπου θα μιλάμε και θα 'ναι σαν να μη μιλάμε
και που θα 'ναι σαν να λέμε για τις ίδιες αναμνήσεις
σ' άλλη γλώσσα
αμετάφραστες, σχεδόν αδόκιμες στο μυαλό του άλλου.
Τελειώνουν οι τελευταίες νότες στο ακουστικό.
Ωραία μάς σκηνοθέτησα, ωραία μάς θυμήθηκα.
Από τα τόσα τέλη που θα μπορούσαμε να δώσουμε, εντελέχεια του έρωτά μας
να περπατήσουμε κάτω από μιαν ομπρέλα του Χερβούργου,
κοιτώντας τα πλοία, ξεχασμένο και παρατημένο αυτό που μας
κουβάλησε μέσα από τον κατακλυσμό, αραγμένο, να ξεκουράζεται, σχεδόν να γερνά,
εμείς σχεδόν να γερνάμε,
χρόνια μετά και κάτω απ' τη μαρκίζα, εσύ χλωμός, εγώ χλωμός,
χαμογελαστοί και πόσα να πεις και πόσα να προλάβεις,
ώσπου να κοπάσει η μπόρα.

Πέμπτη_08_Φλεβάρη_2018

©Chagall


Νηστεύω για να σε φιλήσω.
Έχει ευθύνη το να ανήκεις και να ενώνεσαι,
να εκβάλλεσαι,
στα χέρια σου να νιώθω δέρας χρυσό, πουκάμισο ματωμένο,
ρυθμός που αναμένει να ακουστεί
στο χτύπημα του δαχτύλου σου
στο τραπέζι.

Ας θεωθώ
κατά πώς εσύ εννοείς το άγγιγμα, ποιος
άλλωστε εγώ να οριστώ αλλιώς
στο σύμπλεγμα που μάς σκάλισαν
τυραννοκτόνους, βρέφη που
βυζαίνουν λύκαινα ή το
ζευγάρι στου Klimt το φιλί και η πτήση
στο ζευγάρι του Chagall.

Το συναίσθημα είναι διανυσματική μεταβλητή και
δεν είναι ο καιρός εγγύς να μάς αποκρυσταλλώσει ένα ποίημα και
να μη μάς χρειάζεται πια η ανάμνηση που
θα αφήσουμε στους αιώνες.

Φυλ-
λοβολώ, ρίχνω δυο δάχτυλα,
ένα κομμάτι στήθους,
ένα ζευγάρι μάτια,
να σωθώ
μονός
στις κιβωτούς και τους κατακλυσμούς.

Όχι για να με συμπληρώσεις, αλλά κάπως να
σωθεί κι ένα κομμάτι μοναξιάς,
καθώς πάντα εφευρίσκεται όσο επιμελώς κι αν την κλεισουμε έξω
από τη σωσίβια λέμβο.
Να, κράτα μου το χέρι.
Αυτό που μένει απ' όσα λέω "χέρι μου",
τελοσπάντων.