Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2018

ποιητική

©chagall


Θα σε κάνω ποίηση,
να σκοντάφτεις πάνω σε λέξεις,
να χτυπάς το μικρό σου δαχτυλάκι του ποδιού σου,
να βρίζεις, να πονάς, να στο φιλάω.

Θα σε κάνω ποίηση,
στο λήμμα της να μπει το όνομά σου.

Θα σου κάνω ποίηση,
όπως λέμε
μακαρόνια με κιμά
ή σεξ
ή μελανιά,
αυτή του σώματος τη μαύρη τρύπα που κάθε υπόνοια φωτός πέφτει εντός,
όπως το στόμα σου και το στόμα μου
η Σκύλλα και η Χάρυβδη.

Θα κάνω ποίηση την καύλα μας,
να έχει η γλώσσα που μιλάμε οργασμό.

Θα κάνω ποίηση
το μικρό σου δαχτυλάκι
στο χέρι το λευκό σου
που ανακατεύει εντός μου τη σιωπή.

Θα σου κάνω την ποίηση,
όπως λέμε
τον κλόουν
ή ένα ζώο,
κι έτσι θα τσουλάνε οι μέρες

με τις παρηχήσεις των σωμάτων μας
τα σαρδάμ
και τους γλωσσοδέτες των φιλιών μας.

Κάνει ποίηση,
όπως λέμε
κρύο
ή ζέστη

που όπως όλα όσα διακριτικά επαναλαμβάνονται
γίνονται αυτόματα,
γίνονται αντανακλαστικά

και φλερτάρουν

να γίνουνε
ρουτίνα
ή ποίηση.

Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2018

ενυδάτωση

©magritte


Θα 'θελα να έφτυνα
όλων των ερώτων μου τα ονόματα.
Θα 'θελα να το πρόφερα με μια
καθαρότητα
κι άρθρωση που στυλβώνει τους θεατές
-παρεμβάλλεσαι.

Στιγμές νιώθω ν' απέχω από μένα
περισσότερο απ' όσο η Γη από τον Ήλιο,
μια απόσταση αμελητέα
-μεσολαβείς.

Τόσο που ταυτίστηκα
-ταυτίζομαι
κι εις τους αιώνας των αιώνων
μάλλον
θα ταυτίζομαι-
με όλους, όσοι κατήλθανε στον Άδη,
έγινα κι εγώ πέρα ως πέρα Άδης. Πίστεψα τόσο στην ομορφιά
που φεύγει, που την έκανα να φύγει ίσως,
που την κάνω να φεύγει ίσως,
μα πού να πάει.
Μα πού να πάει;

Με όλη τη βροχή να αλλοιώνει το τοπίο έξω από το παράθυρο,
με εσένα στην άλλη μεριά του ενυδρείου στη μέση του δωματίου,
σε κοιτώ,
μια φιγούρα αλλοιωμένη,
να πίνεις ένα ποτήρι νερό -που λίγο το γυαλί
και λίγο το νερό αλλοιώνουν αυτό που διαθλάται,
να κλαις.
Κι όλος αυτός ο υδάτινος οργασμός,
η οπτική μου ενυδάτωση και μεταφορική μου ενυδάτωση

ένα ποτάμι.

Το φιλί
είναι ο Εφιάλτης, στων Περσών τη διέλευση,
που τα τόσα μικρόβιά μας θα αναμετρηθούν
με τα τόσα μας κύτταρα του ανοσοποιητικού.
Το φιλί
είναι μια Μοίρα,

Χτύπησε το κουδούνι.
Είναι τα παιδιά της γειτονιάς που χτυπάνε τα κουδούνια για πλάκα. Έτυχε το δικό μου.

Βήματα στις σκάλες. Οι γείτονες.

Χτύπησε η πόρτα. Ένας πλασιέ άσχετος.

Ακούστηκε ένας θόρυβος στην κουζίνα. Ήταν ένα ποτήρι που δεν είχε στερεωθεί καλά.

Ένιωσα κάτι στο χέρι, αλλά ένας μυς "έπαιζε".

Κάτι σκέφτηκα, μα ήταν απλή ανάμνηση.

Μια τυχαία πορεία γεγονότων, που έμοιαζαν με αυτό που θα ήθελα να τύχει έφτασε από τον δρόμο έξω μέσα στο μυαλό μου.
Και δυστυχώς είναι σχεδόν αδύνατη η αντίστροφη πορεία.

Παίζω με το σάλιο μου,
εσύ έχεις ήδη ακουμπήσει το ποτήρι πίσω από το ενυδρείο,
πίσω από τη βροχή ένα σπίτι με μπαλκόνι
και μπουγάδα ξεχασμένη,
μια εικόνα που ταυτίζεται μαζί μου με το
δεδομένο.

Και όλη η ποίηση,
με όλο το σάλιο να αλλοιώνει το τοπίο έξω από το παράθυρο,
με εσένα στην άλλη μεριά του ποτηριού στη μέση του δωματίου,
σε κοιτώ,
μια φιγούρα αλλοιωμένη,
να πίνεις βροχή
που το νερό αλλοιώνει αυτό που διαθλάται,
να κλαις.
Κι όλος αυτός ο υδάτινος οργασμός,
η αντιμεταθετική μου ενυδάτωση και μεταφορική μου ενυδάτωση

μια Μοίρα.

Σάββατο 17 Νοεμβρίου 2018

πήλιον.


©Rothko

Κι έρχονται οι ύπνοι και φεύγουνε πιο βιαστικά από τους ανθρώπους. Το ίδιο όνειρο δεν το βλέπεις δυο φορές ποτέ, όπως το ίδιο ποτάμι δεν κολυμπάς ποτέ, όπως τον ίδιο άνθρωπο δυο φορές δε φιλάς. Το κακό το να 'σαι τρύπα και να περιέχεις ή μέσα σου να πέφτουν είναι που σε τρύπα δε μπορείς να πέσεις ή να σε περιέξουν. Βαρειά στερεωμένα στη γη τα δέντρα. Μα πιο πολύ οι άνθρωποι, όταν κρατιούνται χέρι χέρι. Λένε πως τα δέντρα δεν μετακινούνται. Μα τα 5 δάχτυλά μου και τα 5 δάχτυλά σου είναι μια στοίβα ξυλαράκια που σπάνε πιο δύσκολα. Λένε πως οι άνθρωποι φεύγουν διαρκώς. Μα η στύση μου είναι μια ρίζα σου: όπως φουσκώνει και σκάει ένα πεζοδρόμιο από την ορμητική ρίζα ενός δέντρου που θεριεύει στα σπλάχνα του. Και κοιμούνται πλάι πλάι οι άνθρωποι σαν πεσόντες σε πόλεμο. Ένα κουτάβι ξαπλωμένο με τα ρούχα. Να μας θυμάται κάποιος σαν ήμασταν κουτάβια. Ο μη ων. Και κοιμόμαστε σαν ρίζες δέντρων στα χώματα των άλλων. Κι από πάνω μπλέκονται κλαδιά τα χέρια των ανθρώπων κι από κάτω στον υδροφόρο ορίζοντα περνά το ποτάμι που μέσα στο ίδιο δυο φορές δε μπορείς να βουτήξεις.

Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 2018

πολύγραφος

©magritte


Ο τρόπος που γράφτηκαν οι μυθολογίες
είναι ο τρόπος πάνω στον οποίο
γράφονται
μοίρες κι η ιστορία.

Έτσι, λοιπόν, δρόμος και ταξίδι και προορισμός
ένα μοντέλο και μια παρτιτούρα
πάνω στην οποία
αντιπαραβάλλουμε ανεξίτηλα
τον κόσμο
απέναντι στον κόσμο.

Οι δρόμοι και τα μονοπάτια,
τα σταυροδρόμια
βυθίζονται στην κινούμενη άμμο του δέρατος

γίνονται φλέβες.

Τ' αποτυπώματα και τα φιλιά
που αφήσαμε πάνω σε ξένα σώματα,
τα μικρόβια
γίνονται κάποτε
διεκδικητές ταυτοτήτων
κι αναμνήσεων.

Όπως μάς τα διηγηθήκανε τα ξέρουμε
κι όπως διηγηθήκαμε
ο κόσμος υπάρχει.

Όπως σε διηγήθηκες σ' εμένα σε ξέρω
κι όπως με διηγήθηκα
σου είμαι.

Και φιλιόμαστε
και δίπλα γράφονται στον πολύγραφο
-ή όπως κι αν μοιάζει τώρα-
προκηρύξεις και φορτώνονται
όπλα
κι έχουμε αυτούς που καίνε περιουσίες
και τα κορμιά τους
και τους Χριστούς που καίγονται στην μεταμόρφωσή τους
κι εμείς κάτω από μια λάμπα.
Πόσοι φωτισμοί μάς φέγγουν και πόσο φως
σπαταλάται για μιας στιγμής ελευθερία στην αιώνιά μας καταδίκη.

Δεν ήμασταν ερωτευμένοι, αλλά έτσι ξεγελάσαμε
τους φρουρούς που περνούσαν
παραδίπλα απ' το παγκάκι μας.

Και ξεγελάστηκα.

Χρόνια μετά, τώρα δα, ακόμη θυμάμαι
τα κρύα χείλη
σαν να φύλαγα σώμα νεκρό.

Κι έκανε κρύο.
Κι οι φρουροί περνούσαν παραδίπλα
απ' το παγκάκι μας.
Οι περαστικοί περνούσαν παραδίπλα
απ' το παγκάκι μας.
Οι δρόμοι,
το μοντέλο με το οποίο αντιπαραβάλλουμε τον κόσμο
απέναντι στον κόσμο,
περνούσαν παραδίπλα
απ' το παγκάκι μας.
Τα φιλιά και τ' αποτυπώματα
τ' αφήσαμε
σαν πεσμένα, ξεχασμένα κλειδιά
στο παγκάκι μας.

Και μια προκήρυξη,
σκέτη μυθολογία.

Πέμπτη 1 Νοεμβρίου 2018

Σπιτάκι

©De Chirico


Σκοντάφτοντας
στο κομοδίνο
δίπλα από το ημίδιπλο κρεβάτι
και σχεδόν αδιαχώριστος
ο νιπτήρας από τον νεροχύτη,
ένα μικρό σπίτι
-σπίτι μου, σπιτάκι μου-
σαν σπιτάκι σκύλου,
η καρτερία τετράποδη και ζωόμορφη,
η ανυπομονησία.

Όποιος θα γυρνάει πρώτος από τη δουλειά και θα καρτερεί,
θα ανυπομονεί
και θα φωλιάζει πάντα και μια αμφιβολία:
μα αυτή τη σταλιά ονειρεύτηκα να περάσω τη ζωή μου;
Κι όσο κι αν δεν την περάσαμε
και δε θα την περάσουμε,
αχ,
ναι, ναι, αυτό,
ότι η αγάπη είναι μια καρτερία,
δε θα καρτεράμε μόνο ο ένας τον άλλον,
αλλά και από αυτό το σπιτάκι να πάμε στο επόμενο
κι απ' αυτή τη ζωή να πάμε στην επόμενη.

Σκοντάφτοντας
στο παράθυρο του μπαλκονιού
μπαίνοντας από την εξώπορτα
-διαμπερές-
από το διάδρομο της πολυκατοικίας να βλέπεις
την απέναντι πολυκατοικία μέσα από το παράθυρο του δωματίου,
μέσα από τα μάτια σου
να φαίνεται η αντανάκλαση που καθρεφτίζεται σ' αυτά.

Μη θυμώνεις
για την καλύτερη ζωή που δεν έχουμε.
Ίσως τελικά,
η αγάπη να είναι ζήτημα ταξικό
-εμείς οι φτωχοί έχουμε τουλάχιστον την αγάπη μας-
ή ίσως να είναι κάτι που εφηύραμε για να ξεχωρίσουμε
-όπως σ' ένα πείραμα που ζητήσανε σε δυο ομάδες παιδιών να φτιάξουν μια καλύβα
μ' ό,τι υλικά είχαν, στην μία δώσανε και μια κόλλα, διευκολύνοντάς τους το έργο κι έτσι, η άλλη η ομάδα, η αδικημένη, έφτιαξε έναν υπέροχο κήπο, ν' αντισταθμίσει την αδικία.

Σου 'χα πει πως
θυμώνοντας
είναι μια διεκδίκηση ετερότητάς μας από τον άλλον,
μια διάκριση, ότι εγώ είμαι κάτι άλλο από σένα,
σου θυμώνω που αυτό που δεν κάνω το κάνεις
ή σου θυμώνω που ό,τι κάνω και δεν τολμάω να μου θυμώσω το κάνεις κι εσύ.
Ο θυμός είναι μια ανυπομονησία,
ναι,
ίσως αυτό το παίρνει από την αγάπη και στέκει μόνο με την καρτερία αδελφή.

Σου 'χα πει να
μη μου ζητάς συγγνώμη,
γιατί η συγγνώμη είναι μια σύμβαση κοινωνική,
μια αναγνώριση ενοχής
και τύψη,
ενώ εγώ σε θέλω να με κοιτάς στα μάτια
και να σε συγχωρώ,
να σε εμπεριέχω,
να σε αγκαλιάζω
με την τραχύτητά σου, που είσαι αυτό που είσαι
και να μην προσμένη μιαν αλλαγή σου, να μην καρτερώ να γίνεις κάτι άλλο
από αυτό που είσαι.

Ίσως, λοιπόν,
που σ' αγαπώ,
η αγάπη να μην είναι ούτε καρτερία
και να μένει ορφανή
και να 'ναι μόνο αυτό το φτωχό σπιτάκι
όπου σκεφτόμαστε να περάσουμε
λίγο καιρό,
ένα αντίβαρο θυμού.

Μη μ' αγαπάς,
αν δεν νιώθεις ανοίκεια στο σκοτάδι όπως εγώ
και
μη μ' αγαπάς,
αν δεν νιώθεις ανοίκεια στο σπίτι το μικρό αυτό.
Μη μ' αγαπάς,
αν εφόσον είμαι μια ευκαιρία να πας παρακάτω,
πιο πέρα κι από μένα τον ίδιο,
εσύ δεν φεύγεις μακριά,
παρά ορίζεις το εγγύς
εγγύτερα
απ' το δέρμα
και το ψέμα.
Διότι η αλήθεια, αγάπη μου,
είναι μια διαδοχική αλλοτρίωση
στο ψέμα.