Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2012

Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2012

Οι καφέ ή οι ξύλινες χάντρες είναι περισσότερες;

Έχω τα μάτια του ήλιου και τα δάκρυα της βροχής. Ένας πιστός Εωσφόρος σ' έναν μπιστικό σεληνάτο ουρανό. Με καινούρια γλώσσα ξημερώναμε, με μια παιδική άγνοια -ποτέ αθωότητα, ποτέ τα παιδιά δεν υπήρξαν αθώα- και με την ίδια τη γλώσσα του χτεσινού βραδιού νυχτώναμε ή ξενυχτούσαμε και με μια κούραση ενήλικου χωραφιού ή κοπαδιού ή δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο: “Καχλημέρα! Τι κάνεις;” το πρωί, με την άγνοια, και “Καληνύχτα! Να ξημερωθούμε με το καλό!”, το βράδυ με την κούραση, την ελπίδα ή την κρυφή πεθυμιά, ποτέ να μην ξημερώσει. Αυτό το χ παρέμενε, σαν μιαν άγνωστη μεταβλητή, το μόνο που κρατώ από τα σχολικά χρόνια. Η τελευταία μαθηματική έννοια που έμαθα ήταν αυτό το χ. Κάποτε υπέθεσα, αν μπορούσα να βάζω σε όλες τις λέξεις χ, που ο καθείς θα το μετέφραζε ως ήθελε, αλλά μετά ποιος ήμανε εγώ να φτιάξω νέα γλώσσα. “Σ' αρέσει το σεληνάτο;” “Τρώω ίσαμε δύο μεγάλα πιάτα, τα βαθιά.”
Λαχταρώ συχνά την ηρεμία του χωριού. Τι μπορείς να ακούσεις ή να φανταστείς μέσα στην ηρεμία του. Να ακούς... πολλά... και να μη μολογεί κανείς... έτσι όλοι κάνουν σαν να μην ακούν... κι έτσι, όντως, τίποτε δεν ακούγεται...
Πόσοι φίλοι μας μείνανε πιστοί; Έχω κι αυτά τα ζωντανά, περνάνε οι μέρες. Πρωί πρωί τα βγάζω για βοσκή, αργά το απόγευμα γυρνάμε. Ένας καλός τσοπάνης χρειάζεται πρώτα να σφυράει καλά και μετά ν' αγαπά. Να σφυράει δυνατά, ν' αντιλαλεί παντού, να συρίζει στ' αυτιά των προβάτων το σφύριγμα, όπως συρίζει ο άνεμος, να τα περικυκλώνει, να ξέρουν πως όπου πάνε, υπάρχει το σφύριγμα κι ας μην υπάρχω εγώ. Τουλάχιστον εγώ, θα τους δώκω να φάνε. Σπέρνεις, ποτίζεις, φροντίζεις, θερίζεις. Το πιο τραγικό είναι να φροντίζεις. Ξέρεις τι είναι αυτή τη γης που είναι κοινή, που όλοι μοιράζονται την ίδια βροχή, τον ίδιο ήλιο, την ίδια φροντίδα, να την επιδιώκεις μόνο για τα φυτά σου; Αλλά πώς να ζήσεις; Βγάζεις τα ζιζάνια. Είναι κι αυτά ζωή, αλλά όχι η ζωή που θες. Τα ξεριζώνεις, τα καις. Έχουν κάθε δικαίωμα κι εσύ έχεις κάθε υποχρέωση, ενώ κανείς δε σου ζήτησε τίποτε. Εσύ αυτεπάγγελτα ορίστηκες γεωργός μιας γης, κάτοχος αυτής και δικαιοδοτείς την ύπαρξη ή όχι. Σχωράτε με, δεν είναι δικά μου αυτά τα λόγια.
Πήρε ένα πατσαβούρι καθαρό και στεγνό, το βούτηξε σε καθαρό κρύο νερό με μπόλικο ξύδι και βούτηξε το πανί μέσα. Το έβγαλε, αυτό καταρρακτωδώς δέσποζε σα ζωή και το έστυψε να μείνει απλώς βρεμένο. Το πήρε και άρχισε να γυαλίζει τις επιφάνειες. Έτριβε, έτριβε, έτριβε, έτριβε, έτριβε, έτριβε... Όπως οι λέξεις αλλοιώνονται στην επανάληψή τους, έτσι και οι κινήσεις. Βυθιζόταν σε μια νιρβάνα, σα δερβίσης που στροβιλίζεται γύρω από τον άξονά του. Η γη σίγουρα θα έχει χάσει την συνειδητότητα της ίδιας της τής ύπαρξης και της ύπαρξής μας. Έτριβε και γυάλιζε τις επιφάνειες. Μέσα στο ξύλο δε μπορούσε να μπει. Κι οι επιφάνειες όσο καλά τις καθαρίζεις, τόσο πιο εύκολα θα ξαναδείς τη σκόνη πάνω τους. Και το ξύλο θα παλιώσει και θα πιάσει σαράκι. Είναι τόσο θαυμαστή η ζωή που δημιουργείται μες στο ξύλο, που θαρρείς όλη η ζωή από κει ξεκίνησε. Σαράκι.
Υλοτομία ακάθεκτη στο κοντινό δάσος. Για κάθε δέντρο που πέφτει φυτρώνουν ένα νέο. Για κάθε ζωή που καταδικάζεται; Συγγνώμη, κύριε, μονολογώ στο τσεκούρι μου. Ο πέλεκυς. Κι ο κύριος πήρε το λερωμένο από ξυλόσκονη χέρι του από το αλυσοπρίονο και το κίνησε με μια κίνηση κλασική τόσο, που αν την επαναλάβεις στο μυαλό σου αργότερα, θα σκεφτόσουν πως είχες το περιθώριο να σκεφτείς πως ο θάνατος χωρούσε μέσα σε αυτό το διάστημα. Και πήγε το χέρι του στο πλαστικό ποτήρι με νερό. Το έφερε στα χείλη σα θείο δισκοπότηρο, γιατί όλα αγιάζουν στην ανάγκη σου, και το κατάπιε όλο, ως τη τελευταία σταγόνα, ως το τελευταίο δέντρο που χωρούσε να περάσει από τη σκιά του κεφαλιού του στην απαστράπτουσα επιφάνεια του νερού. Όλο το κατάπιε. Τσακ! Τσακ! Τσακ! Βουνά παντού αλύγιστα, απροσπέλαστα, απόκρημνα, βραχώδη, πυκνοφυτεμένα (από κάποιο άγνωστο χέρι, που το λέμε θεϊκό), προσφιλή για εκδρομές όσο αντέχουν τα παιδιά στον ήλιο της άνοιξης ή του καλοκαιριού, με πηγές, με ζώα. Μπορούσες να δεις τέλεια από το παράθυρο στο δεύτερο όροφο της δεύτερης ετεροθαλούς αδερφής του ετεροθαλούς αδελφού του πατέρα μου το βουνό που δεν θυμάμαι το όνομά του, γιατί είχε κάτι με άγιο μέσα. Σκιάζομαι να θυμάμαι τα ονόματα αγίων και ηρώων. Αυτό το παράθυρο είχε σιδεριές, όχι γιατί φοβόντουσαν κάποιον κλέφτη, αλοίμονο εδώ πέρα, αλλά κυρίως για τα μικρά παιδιά. Έτσι έχασαν το πρώτο παιδί τους, έπεσε από το παράθυρο, γιατί νόμιζε πως θα μπορούσε να πετάξει. Το πιο τραγικό είναι πως δεν είχε το αριστερό του χέρι και το δεξί του ήταν ατροφικό. Του είχαν μιλήσει όμως, πως όπου υστερείς, υπερτερείς σε κάτι μεγαλύτερο. Και τόλμησε.
“Μετράς τ' αστέρια;” “Δεν ξέρω να μετρώ πάνω από το είκοσι.”
Ένας μεγάλος καθρέφτης μεγάλωνε τον χώρο στο σαλόνι στο σπίτι της γιαγιάς. Ήταν σαν ένα βαθύ τραύμα στον τοίχο που έβλεπες βαθιά μέσα, αλλά ακόμη μακρύτερα πέρα έξω. Το σκρίνιο δεν ήταν δεξιά σου, ήταν αριστερά σου, στη φωτογραφία με τον παππού και τη γιαγιά, δεν έβλεπες τη γιαγιά στα δεξιά πια, μα στ' αριστερά και γυάλιζε λίγο καθώς φως ερχόταν από το παράθυρο, που έμοιαζε μικρότερο τώρα στον καθρέφτη. Τα είδωλα πέρα από τη στειρότητα της πρωτοτυπίας τους, πρέπει να γυρίσουν πλευρό, πριν αποκρυσταλλωθούν, κάτι που ξεχνάμε πάντοτε. Η μαμά πέρασε από την κουζίνα προς το διάδρομο, έριξε μια ματιά και σίγουρα θα νόμιζε πως κοιταζόμουν στον καθρέφτη. Ή έτσι νομίζω. Ή μπορεί τίποτε να μη σκέφτηκε. Μπορεί καν να μη με είδε. Μπορεί να κοίταξε τον εαυτό της. Εγώ δεν είχα προσέξει πως φορούσα στραβά το μπλουζάκι μου, το μέσα έξω και το μπρος πίσω. Κι όμως δεν έδωσα πολλή σημασία, θα το άλλαζα αργότερα.
“Αλεπούυυ! (ακούστηκε ηχώ: αλεποούυυ – επούυυ – πούυυ – πού).”
Πού βρίσκεται το ομορφότερο μέρος του κόσμου; Λίγο αν σκεφτόμασταν ότι ο καθένας μας έχει το δικό του ομορφότερο σημείο, το ολόδικό του σημείο... Εγώ λατρεύω τα σημεία που κάνουν ηχώ. Πηγαίνω, φωνάζω και ακούω την κατάληξη που μπορεί να πάρει μια λέξη κι ακούω να δημιουργείται μια νέα λέξη. Που και που απαντά κανένα ζώο.
“Τα μάτια σου.” “Τι τα μάτια μου;” “Τα μάτια σου με καθρεφτίζουν.” “Και τα δικά σου εμένα.” “Τα μάτια σου.” “Μάτια μου.”
Όλες αυτές τις φωνές ακούω σ' αυτό το χωριό όπως φυσώ κι όπως κρεμιέμαι από κλουβιά κι όπως αγγίζω τα πλυμένα ρούχα στα σχοινιά κι όπως δίνω σώμα ασώματο. Δεν έχω τίποτε δικό μου, μα είμαι όλων. Νυχτώνει. Οι δυο τρελοί του χωριού βγήκαν στην πλατεία και συζητούν: “Είδα ένα αλλόκοτο όνειρο. Πάτησα κάτι γυαλιά στον ύπνο μου και ξύπνησα και έδεσα τις πατούσες μου, γιατί πονούσαν.” “Αμ, καλά μας λένε τρελούς, αφού κοιμόμαστε ξυπόλυτοι!”
Όχι, δεν είναι οι τρελοί, είναι περιφερόμενοι διασκεδαστές. Ο αρκουδιάρης με την αρκούδα του αντικαταστάθηκαν από δυο προσποιητούς τρελούς. Όχι επειδή οι φιλοζωικές ομάδες κατάφεραν να δώσουν λευτεριά στ' απειλούμενα ζώα, αλλά επειδή τα τσίρκα πήραν τις δουλειές και τα λεφτά. Δυο προσποιητοί τρελοί. Προσποιητοί τρελοί. Σάμπως είναι κανείς αυτούσια τρελός; Ή ο,τι δήποτε άλλο, αν δεν προσποιηθεί; Παρακάτω κάτι παιδιά με βόλους, ένας παππούς τα κοιτάζει. Αναπολεί; Καμαρώνει; Φοβάται; Αδιαφορεί; Κοιτά πέρα από τα παιδιά; Κοίτα τους βόλους τους ξύλινους; Τους καφέ και άσπρους; Κοιτά πέρα από τους βόλους; Ονειρεύεται ξύπνιος; Αναπολεί; Καμαρώνει; Φοβάται; Αδιαφορεί; Απλώς κοιτά; Πεντόβολα. Κρυφτό. Όποιος είναι πίσω του, μπροστά του, δεξιά του, αριστερά του, θα καεί. Το κοπερτί. Το κονφετί. Μετά μάζεμα και σκυθρωπά πρόσωπα για την επιστροφή στο σπίτι. Φαγητό, πλύσιμο, ύπνος. Όνειρα, ο συνεκτικός κρίκος. Κρίκοι, αλυσίδες, δουλοπάζαρο ονείρων. Πώς έφτασα ως εδώ;
Όπου υπάρχει άγαλμα, δημιουργείται κι ιστορία. Και στην πλατεία υπάρχει άγαλμα με δυο παγκάκια που κοιτούν προς αντίθετες κατευθύνσεις. Εκεί συναντήθηκαν πολλά ζευγάρια κι από αυτά καταλαβαίνει κανείς πως το χωριό είναι πιο μεγάλο από όσο νομίζαμε. Εκεί φιλήθηκαν πρώτη φορά, εκεί χάιδεψαν πρώτη φορά αντρικά χέρια έναν γυναικείο ώμο, εκεί ακούστηκε το αχνιστό γέλιο ενός αστείου με γυναικεία χροιά, εκεί ζητήθηκαν συγγνώμες, εκεί απορρίφθηκαν προτάσεις με ερωτηματικό και θαυμαστικό μαζί με τη σιγουριά της τελείας στη σκέψη της γέννησής τους, εκεί χώρισαν ζευγάρια που δεν ειδώθηκαν ποτέ ξανά, εκεί χωρίζονταν τα πρωινά, ακόμη κι ομόφυλα ζευγάρια ή παράνομα ζευγάρια ετερόφυλα. Όλοι τους υπήρξανε αγάλματα. Ο καθένας και μια ιστορία. Αυτό το άγαλμα δεν ένιωσε ποτέ του μοναξιά, όσο μοναχικό κι αν ήθελε να δείχνει. Όσο μοναχικοί κι αν θέλουμε να δείξουμε, δεν είμαστε ποτέ μόνοι. Εκεί χαιρέτησα για πρώτη φορά σαν ανάσα του το λουλούδι της. Χαμογέλασε. Στη φρουτιέρα πέντε πορτοκάλια, σαν ήλιοι βασιλέματος. Ο χυμός τους ηλιόλουστος με μια ουράνια οξύτητα. Ξίνησα τα μούτρα κι ο αδερφός μου, κατάκοιτος στο κρεβάτι, με κοίταξε και γέλασε, γιατί κι εκείνου του άρεσε να ξυνίζεται, όταν η μητέρα του έδινε πορτοκαλάδα στυμμένη. Είχαμε όλοι κρύψει έστω και για ελάχιστη στιγμή έναν στυμμένο ήλιο στο αίμα μας. Όλοι κρύβαμε έναν ουρανό μέσα μας, όλοι κρύβουμε έναν ουρανό μέσα μας. Όλοι; Χα!
Ξέρεις τι είναι να πουλάω και να μη δίνω σ' όσους δεν έχουν; Ανοίγω τη τηλεόραση και βρίζω όλους για εκεί που μας κατήντησαν. Έχουμε πολλές οικογένειες που δίνω που και που δωρεάν κατιτίς, αλλά κι εγώ οικογενειάρχης είμαι, πώς θα μεγαλώσω την οικογένειά μου; Η δυστυχία έρχεται όταν θες να μεγαλώσεις άσκοπα κι άλλο.
“Πού θες μπαλώματα; Α, εδώ; Είναι προίκα από την προγιαγιά σου; Πωπώ, θα το προσέξω σαν τα μάτια μου. Α, πες και στον γιο σου, όταν μπορέσει, να έρθει να μου ξαραχνιάσει λίγο δυο γωνιές μες στην αποθηκούλα, μη μεγαλώσουν οι ιστοί. Να 'σαι καλά!”
Ένα μωρό κλαίει. Κοίτα τον ορίζοντα, η κοιλάδα ανάμεσα στα δυο βουνά, σα χαμόγελο. Μυρωδιά ψητού αρνιού. Κάποιος θυσιάζει στον θεό του τη τσίκνα. Αλλά πάνε τ' αρχαία, κάποιος θα γιορτάζει ή θα έσφαξε κάποιο πρόβατό του. Η εκκλησία του χωριού. Μέχρι εδώ φτάνει η τσίκνα, αλλά μέσα το λιβάνι κερδίζει κάθε άλλη μυρουδιά. Στο τέμπλο οι άγιοι. Αμαρτία μου, αλλά μοιάζουν έτσι όλοι μαζί, πιασμένοι να χορέψουν, να τραγουδήσουν πέρα από τους ύμνους, τις ευχές, τις προσευχές, να σφυρίξουν, ν' αγκαλιαστούν. Στο γυαλί πάνω από την εικόνα, μπορούσα να διακρίνω τη σκιά μου κι η εικόνα του αγίου αλλοιωνόταν κι από πίσω μου το φως από το κερί μου διέγραφε ένα φλόγινο μαλλί, σαν φλογερό φωτοστέφανο. Μεμιάς έτρεξα έξω από την εκκλησία κι έτρεξα σπίτι.
Ένα μικρό κουνέλι ή γάτα ή σκύλα ή δεν ξέρω τι, ο,τιδήποτε, γέννησε 8 μικρά και έφαγε τα δύο. Τα κατασπάραξε... Εκεί στο σπίτι, η μάνα ετοίμαζε φαγητό. Είχε στρώσει τα μαχαιροπίρουνα και τα πιάτα. Οι δυο μας. Τώρα τελευταία τρώγαμε νωρίς πολύ, χωρίς να περιμένουμε τον πατέρα και τα φαγητά είχαν παράξενη γεύση και μου προκαλούσαν γρήγορο ύπνο. Ήταν πολύ αλμυρά κι όλα τρώγονταν με κουτάλι, σα σούπα. Όμως σήμερα είχε μαχαίρι. Άρχισα να παίζω, όπως μικρός έτρεχα από το σχολείο και κραδαίνοντας αρχικά το μαχαιροπίρουνο, μετά ξεσπούσα σε τυμπανοκρουσίες ανυπομονησίας για να έρθει το φαγητό κι η μάνα μου έλεγε: “Έρχεται, περίμενε”, κοιτώντας με με ένα ύφος, σα να μου έλεγε ότι θ' αργήσει, αν επιμείνεις. Έχανα τον ενθουσιασμό μου και μου έλεγε ξανά: “Τι μύρισες τα φασόλια και δεν πεινάς πια; Για το καλό σου τα φτιάχνω”. Έσκυψα πάνω από το μαχαίρι. Μπορούσα και χωρούσα παραμορφωμένος σ' ένα μαχαίρι. Το σήκωσα κι έμοιασε ιδιαίτερα ελαφρύ. Το έπαιζα στα δάχτυλά μου. Έβαλα την κόψη του στο ύψος των ματιών για να διχοτομήσω το παράθυρο. Σα τοπία πάνω σε λίμνη καθρεφτιζόταν το πάνω μέρος, ενώ το κάτω αγνοούνταν, αργότερα παρατήρησα μια μύγα, που ίσως έβλεπε τα πόδια μου με το κάτω μέρος. Έδιωξα τη μύγα. Προμηνυόταν βροχή. Είχε ήδη συννεφιάσει. Άρχισα να χτυπάω τα μαχαιροπίρουνα αυθόρμητα. Έβλεπα τη μορφή μου να προσαρμόζεται στο σχήμα του μαχαιριού από τη μια και του πιρουνιού απ' την άλλη, αν και οι απολήξεις του έμοιαζαν σαν κέρατα, σα να έγινα διάβολος, Εωσφόρος. Ο ήχος του ταλαντώμενου πιάτου και του μαχαιριού (άφησα ωστόσο το πιρούνι), έκαναν ηχώ παρατεινόμενη. Έβλεπα το πρόσωπό μου στο μαχαίρι, άκουγα τον ήχο. Ήρθε η μάνα μου από την κουζίνα και με μια αυστηρότητα μου κάνει: “Ε! Τι πράματα είναι αυτά, κοτζάμ γομάρι” κι έμοιασα στα μάτια της τόσο μικρός, σα μυρμήγκι. Όσο με κοιτούσε, τόσο δε μπορούσα να φτάσω στα μάτια της να με δω. Σήκωσα το μαχαίρι και της το κάρφωσα 32 φορές στην κοιλιά, στο στήθος, στο μάγουλο, στο πόδι.
Το σχολείο μεγάλο, με καμιά κατοσταριά παιδιά. Και δημοτικό και γυμνάσιο και λύκειο με θεατρικές, χορευτικές και μουσικές ομάδες.
“Όποιος απαντήσει στην επόμενη ερώτηση, θα πάρει τον μεγαλύτερο βαθμό στη τάξη.”
Στις τρεις πρώτες τάξεις του δημοτικού η ερώτηση ήταν: Τι είναι βαρύτερο; Ένα κιλό βαμβάκι ή ένα κιλό σίδερο; Στις τρεις τελευταίες τάξεις του δημοτικού: Ποια είναι η πρωτεύουσα της Γουατεμάλας; Στο γυμνάσιο, στις δύο πρώτες τάξεις, η ερώτηση ήταν μια δευτεροβάθμια εξίσωση με χ. Στη τρίτη γυμνασίου, ρωτήθηκαν για τη σύνταξη ενός αρχαίου κειμένου. Στο λύκειο ήταν ενιαίο το ερώτημα (παρμένο από κάτι ανάμεσα σε θρησκευτικά, αρχαία, μαθηματικά, φυσική, χημεία, μουσική, αστρονομία, σχέδιο): Ποιος έχει δικαίωμα στον θάνατο;
Δεν υπάρχει χωριό. Αλλά και να υπάρχει το χωριό, τι δεν είναι έγκλημα εδώ;

Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 2012

Ιστορία μιας μπουκιάς #2

Έφαγε παϊδάκια. Έριξε στον σκύλο κόκαλα. Είχε λιώσει η γιαγιά. Συλημένη αντιστοιχία. Συλημένος συνειρμός. Ήπιε κόκα κόλα. Έριξε ένα κόκαλο σ' όση κόκα κόλα είχε απομείνει. Έλιωσε κι αυτό.


Δευτέρα 5 Νοεμβρίου 2012