Κυριακή 28 Απριλίου 2019

Πάσχα / Ερωτική Επιστολή

©Chagall


1.

Εγώ πήγα τον δικό μου Επιτάφιο και
δεν θέλησα ν' ακολουθήσω αυτόν της Μεγάλης Παρασκευής.

Και ο καιρός είχε ανοίξει και μοσχοβολούσε άνοιξη κι
η έξαψη του σώματός σου μοσχομύριζε σαν να 'χες μόλις πρωτανθίσει και
σαν να είχε καθίσει στο δάχτυλό σου -σαν να 'ταν ανθήρας στους στημόνες-
μια μέλισσα στα πρόθυρα των ερώτων μας.

Περνούσε από μπροστά μας της Μεγάλης Παρασκευής ο Επιτάφιος
και χιλιάδες πρόσωπα φωτίζονταν μ' έναν απόκοσμο, θεατρικό φως
ανθρώπινο -μια φλογίτσα που, αν πάρουμε ως "άνω θρώσκω" την ρίζα του ανθρώπου,
έτσι κι αυτή κοιτούσε προς τα άνω
τα πρόσωπα των ανθρώπων,
τα συγκεχυμένα πρόσωπα των ανθρώπων σα σε δρόμο πολυσύχναστο
μιας μεγαλούπολης γκρίζας την ώρα που περνάνε το φανάρι.

Μα εγώ πήγα τον δικό μου Επιτάφιο.
Κι η μέλισσα σαν να πετάει από το πένθος μου στον έρωτά μας
ή από τον έρωτά μας στο πένθος μου.
Το πρόσωπό σου το φανταζόμουν να φωτίζεται με το κεράκι της Ανάστασης
και να μοιάζεις σαν να στέκεσαι πάνω από τη φωτίτσα του κεριού στο Τάμα του Γύζη.

Μέσα σ' ένα δωμάτιο στην άκρη του νησιού,
στην άκρη της θάλασσας και
στην άκρη του κόσμου,
στην άκρη του έρωτα και
στην άκρη του χρόνου,
κοιτάζεις γυμνή την άκρη της θάλασσας και
την άκρη του κόσμου,
την άκρη του έρωτα και
την άκρη του χρόνου και
σε κοιτάζει η άκρη της θάλασσας και
η άκρη του κόσμου,
η άκρη του έρωτα και
η άκρη του χρόνου και
γίνεσαι μαζί η άκρη της θάλασσας και
η άκρη του κόσμου,
η άκρη του έρωτα και
η άκρη του χρόνου.

Περνάει μια γάτα -σύνηθες στα νησιά που θ' αγαπήσουμε-
κι ίσως μια ανταλλαγή ανάμεσά σας,
με τη γάτα να κοιτάζει την άκρη
κι εσύ να περνάς από μπροστά της,
να γέμιζε αλμύρα το νοητικό πείραμα του Σρέντινγκερ
και να συνέχιζα να επέμενα πως ταυτόχρονα
μπορείς να μ' αγαπάς και να μη μ' αγαπάς.

Το πρόσωπό σου το φανταζόμουν να φωτίζεται με το κεράκι της Ανάστασης
και να μοιάζει έτσι στο ηλιοβασίλεμα
και να κοιτάζω τη σκιά σου
κι η προσευχή ίσως να μην έχει παραλήπτη
κι ίσως η ποίηση να μην έχει παραλήπτη
κι όμως η ποίηση να μοιάζει και σε αυτό με την προσευχή: στον ψίθυρο.
Κι η ρίμα του δαχτύλου του χεριού σου με το δάχτυλο στο ψιθυριστό σου πόδι
ας άλλαζε σε
ρίμα του δαχτύλου του χεριού σου με την άκρη των χειλιών μου, σαν ακουμπάς το χαμόγελό μου
και συ,
η άκρη της θάλασσας και
η άκρη του κόσμου,
η άκρη του έρωτα και
η άκρη του χρόνου
ν' ακουμπούσες την άκρη των χειλιών μου,
την άκρη του λόγων μου,
των ανασών μου,
την άκρη των γκρεμών μου.

Η ποίηση είναι ψιθυριστή στο αυτί σου.
Και στην αντιστροφή των ρόλων
ο ψίθυρος είναι ποίηση στο αυτί σου.
Σου ψιθυρίζω στις μικρές καθημερινές μας τελετουργίες.

Την ώρα που κοιμάσαι, ώρες ώρες μου έρχεται
να σου ψιθυρίσω το "Αι γενεαί πάσαι" κι
ο Χριστός να γίνεται ολάκερος Έρωτας και
στην αντιστροφή των ρόλων
ο Έρωτας να γίνεται ολάκερος Εσύ.
Κι η κοίμηση ο Ύπνος Σου.


Intermezzo.

Είμαστε το φιλί του Klimt
σε μιαν απόκρυμνη πλαγιά στις ατμόσφαιρες του Turner και
βλέπουμε την γη από ψηλά σαν ένα ιπτάμενο ζευγάρι του Chagall
με τα πρόσωπά μας να τα κρύβουμε στις χούφτες μας,
μες στα χέρια ο ένας του άλλου,
μέσα σε μαντήλια -κάθιδροι ή και συγκινημένοι-
σαν εραστές του Magritte,
λίγο πριν σπάσουμε σα σώματα του Picasso για να βλέπουμε
κάθε πτυχή ο ένας του άλλου ταυτόχρονα -σαν τη γάτα του Σρέντινγκερ-
κυβιστικά,
μιλώντας για το σύμπαν σαν να 'ταν ολάκερο η κουζίνα του σπιτιού μας
και ο έρωτας να ήταν ένα όνειρο που έδυσε στα σώματά μας,
σαν Νάρκισσος που πνίγηκε στο στήθος μας,
όταν ο ένας έγειρε να ακούσει του άλλου την καρδιά για λίγο,
σε ένα δωμάτιο του hopper καθαρό και σένιο στην άκρη του νησιού.

Σε αγαπώ,
όπως το σύννεφο τη βροχή
και το λουλούδι το άρωμά του,
το όνειρο τον ύπνο
και το δέρμα το σώμα.


2.

Θα σμίγουμε όπως τα λουλούδια
με μια μέλισσα να μεταφέρει τα υγρά μας
μες στον κόσμο που απαρνείται την αφή,
που χάνουμε το σώμα μας πιο γρήγορα κι από τη μέρα που ζούμε και
θα αφήσω το κορμί μου ακουμπισμένο στο κορμί σου
σαν να κουβαλάς για μια στιγμή
τον ουράνιο θόλο κι εγώ θα αφήσω
το κορμί μου ακουμπισμένο στο κορμί σου
σαν εσταυρωμένος στο σταυρό
και σαν ριγμένο πέταλο ανθού πάνω στην επιφάνεια του νερού.

Θα αφεθώ στην φθορά σου,
θα αφεθώ στο φιλί σου για να λάβω σώμα και
αίμα για να λάβω θα αφεθώ στην πληγή σου.
Το σημάδι απ' το καρφί στο χέρι σου
δε θέλω να το δω να σε πιστέψω -η αλήθεια είναι πως το είδα.
Μόνο να μετανιώνω θέλω δίπλα σου.
και να βλέπω ν' ανατέλλει και να δύει ο ήλιος
καθώς αλλάζει χρώμα στα μαλλιά σου.


Νυχτερινή Προσευχή.

Έρωτά μου,
ο εν ταις ουρανού άκραις,
ο εν ταις θαλάσσης άκραις και
ο εν ταις κόσμου άκραις,
ο εν ταις έρωτος άκραις και
ο εν ταις χρόνου άκραις,
αγιασθήτω το όνομά Σου,
ελθέτω η δειλία σου,
γενηθήτω το θέλημά σου,
ως εν ταις άκραις
κι επί της γης.
Τον άρτον ημών τον επιούσιον
δος εμού σήμερον.
Και άφες εμού τα αφελήματα εμού
και άφες εμού τα οφειλήματα εμού
και δος εμού τα φιλήματα εσού
ως εγώ αφίω τους γόρδιους δεσμού.
Και μη εισενέγκης εμέ εις πειρασμόν,
αλλά ρύσαι εμέ από του πονηρού

και διώξε μακριά το πονηρό,
που θα μας έδιωχνε από ένα υπέροχο δωμάτιο του νησιού,
σαν να μας έδιωχνε από τον παράδεισο.

Και σ' αγαπώ.
Και πέρασα κάτω απ' το μπαλκόνι σου,
Πάσχα
από το μακριά σου -σκέτο-
στο μακριά σου -αφού είδα ένα οικείο σου κομμάτι.

Πέμπτη 4 Απριλίου 2019

Διττό ποίημα

©Hopper


Ψίχουλο ψίχουλο μαζεύω την ιστορία
κι από το χέρι το απλωμένο πιαστήκαμε

τις στιγμές τη σάρκα σου σκορπισμένη από τα χάδια
κι απ' τα μαλλιά μας τα ίδια και από την ποίηση επίσης

Το ότι είσαι σε κάθε πέτρα που σηκώνω μάλλον θα σχετίζεται με
αλλά κι από ένα ριγμένο κούτσουρο που επέπλεε Στράφι

Κάποιο πέρασμά σου από εκεί στιγμές προτού περάσω από κει και τη σηκώσω
στη θέα της θάλασσας ταξίδι αλμύρα και πνιγμός 

Ψίχουλο ψίχουλο σαν πεινασμένο πουλί μικρό προμήνυμα άνοιξης
και στη θέα μιας λεμονιάς τίποτε δεν προμηνύει το ξινό Στη θέα σου τίποτε δεν

Στη βορά μεγαλύτερων πτηνών Έτσι που κάθε χαρμόσυνο σύμβολο ή
προμηνύεται Κι από το χέρι σου πιάστηκα κι από τα μαλλιά σου και ό,τι κομμάτι σου έλειπε το επιχρύσωνα σαν αρχαία γιαπωνέζικη τέχνη Στράφι. 

μήνυμα είναι αδύναμο στον κόσμο των αρπακτικών
Στη θέα σου τίποτε δεν προμηνύει τον έρωτά μου

Το ότι είσαι ήλιος κάτω από την κάθε πέτρα
Γεμίζουμε τον πόνο με σενάρια σε ό,τι κομμάτι λείπει σαν σε αρχαία γιαπωνέζικη τέχνη Και

που σηκώνω άσπρη πέτρα ξέξασπρη μάλλον θα σχετίζεται
από όπου πιαστήκαμε αφήσαμε να σωθεί είτε ένα χέρι είτε μισός κορμός μικρά κομμάτια

με κάποια κρυψώνα σου που έκανε κάθε τι που μοιάζει με αυτή να επιχρυσωθεί όσο σώμα λείπει.
Κι ό,τι κράτησα από σένα ήταν ο παράμεσός σου

η αιώνια κατοικία σου.

Ψίχουλο ψίχουλο
κι από κει να σε ανασυνθέτω να σε θυμάμαι να σε φαντάζομαι

πέτρα στην πέτρα σε μαζεύω

Σα σαλιγκάρι άφησες τα σάλια σου στο πέρασμά σου




   

19 Μάρτη

©Hopper


Αν τύχει και πάρεις μιαν εξήγηση
για όλα αυτά
που χάθηκαν
και χάνονται

ξαναζούν για λίγο
γιατί
έστω υπάρχει ένας λόγος
για την ενοχή ή την αθωότητα του κόσμου και του ανθρώπου. Ξεχνάς

πως ο λόγος
είναι η βαρύτερη κατηγορία
ενοχής. Αν τύχει
και πάρεις μιαν εξήγηση

για ό,τι γίνεται
κι ό,τι δε γίνεται
στον κόσμο και τον άνθρωπο
νιώθεις μιαν αλάφρυνση

γιατί

όπως και να το κάνουμε
σου αφαίρεσαν μιαν ακόμη ευθύνη από πάνω σου. Αν

τύχει

και δεν πάρεις καμιάν εξήγηση
για τον κόσμο και τον άνθρωπο
ή δεν αυτοσχεδιάσεις
μία
πρόχειρη δικαιολογία
για το σπασμένο βάζο ή τη μουτζούρα με στυλό στον τοίχο

μαθαίνεις. Μαθαίνεις

συνηθίζεις
υποδουλώνεσαι. Όπως
σε

κάθε

θλίψη

του κόσμου
και

του ανθρώπου.