Δευτέρα 30 Οκτωβρίου 2017

σύντομη ερωτική μας ιστορία

©Hector McDonnell

Τα ραβασάκι και τα σκονάκια που έγραψαν κάποιοι στους τοίχους και στους δρόμους, να έχουν να τα βλέπουν και να αντιγράφουν περαστικοί απ' το φεγγάρι. Γιατί δεν υπάρχει καμία ανάγκη μακροσκελούς διατύπωσης της αγάπης. Δεν υπάρχει παθογένεια στην άνευ όρων κι άνευ ορίων αγάπη κι αποδοχή. Παθογένεια είναι ο όποιος όρος και το όποιο όριο. Γιατί τα τελευταία -όπως και κάθε τείχος- περιορίζουν εσένα τον ίδιο, τον κατά τ' άλλα τόσο ελεύθερο. Και πάντα το κακό είναι αποτέλεσμα κι όχι αίτιο.
Η δικιοσύνη δεν έρχεται ποτέ. Είναι πιότερο μια μοιρασιά, παρά ένα κατόρθωμα. Η λύτρωση -απ' την άλλη- ίσως έρθει απροσδόκητα: όχι όταν φύγουν τα φαντάσματα, αλλά όταν τα συγχωρέσεις, είναι ζήτημα ανθρωπογεωγραφικό. Να τα παίρνεις μαζί σου στον καφέ ή στον διάολο. Και θα ουρλιάζεις στον κόσμο για το σκατοφάντασμα και ο κόσμος θα σε προσπερνάει σαν μέρα κηδείας. Και θα ψιθυρίζεις σε κάποιον εραστή για το κωλοφάντασμα και θα αποκοιμιέται ησύχως σαν σε νύχτα βαρειά. Αμοίραστος ο κόσμος: έτσι που όλος δικός σου -χωρίς να σε νιώθει άλλος- δεν υπάρχει κι έτσι που ακόμη κι αν μοιραστεί, θα μοιάζει μόλις διχασμένος.
Και βγήκαμε στ' ανοιχτά, στα σχεδόν αγύριστα, αν και λένε επίσης πως κάθε φευγιό είναι επιστροφή. Δε συναντήσαμε κανένα τέρας του μύθου, του μυαλού, του καιρού ή του θρύλου, ούτε καν κάποιο θηλαστικό του νερού ή γλάρο. Όλα είχαν μιαν αδυσώπητη ηρεμία. Και δεν είχαμε εξοπλιστεί -πέρα από τα όπλα, τα τουφέκια, τα κανόνια, τα δίχτυα, τις λέμβους, τα ξόρκια- με ίχνος κάποιου πράγματος να έχουμε να συζητάμε αναμεταξύ μας τώρα που όλα ήταν γαλήνια. Όχι, δε βυθιστήκαμε σε αναμεταξύ μας σφαγή. Κοιμόμασταν και ξυπνούσαμε στ' ανοιχτά αμίλητοι. “Μας κάνει καλό καιρό”. Και σάπιζαν τα όπλα και τα δόντια και τα χείλη και τα κορμιά και το καράβι. Γίναμε τέρατα και σμίξαμε σε μια γωνιά. “Να φάμε τους επόμενους”. Μα οι επόμενοι άργησαν. Σάπισε κι η υπομονή μας. “Κρατάτε λίγο ακόμη”. Και μ' όλα τα σαπισμένα αράξαμε κάποτε σε μια ξέρα. “Επιστρέψατε!” μας είπε μια γυναίκα που δε μας θύμιζε τίποτε. Μας έστρωσε να φάμε. “Αυτός πρέπει να είναι ο έρωτάς σου” κι έπειτα “κι αυτή η μικρή λίμνη με τα έλατα”. Και χωρίς να έχουμε μιλήσει για αιώνες στο ταξίδι, παροπλισμένοι, αυτή η γυναίκα ξανάγινε η θάλασσα, η σχεδόν αγύριστη, κι η μιλιά της ήταν όλα εκτός απ' τη σιωπή μας. Κι εκπορευτήκαμε.
Αργότερα τα χέρια μας τα σκέπασε η νύχτα, το πυκνό φύλλωμα των άστρων στο δάσος μας μάς είχε κρύψει καλά σαν θηρία από ιπτάμενους θηρευτές. Κάτω από άκρα μυστικότητα και διακριτικότητα -εσύ δήθεν χρειαζόταν να πλύνεις το πουκάμισο των φαντασμάτων σου κι εγώ να βγάλω για βόλτα το τετράποδο μαλλιαρό μου σκοτάδι- συναντιόμασταν. Και τότε κατάλαβα αυτό, πως ποτέ δε θα με ξανάβλεπες παρά σαν κάτι που θα έπρεπε συνεχώς να τελειοποιείται. “Δεν προλαβαίνω” σου έλεγα. Κι εσύ ζήτησες. Και παραφράζοντας και -ξέροντας πως δε θα καταλάβεις- κάπου ανάμεσα σε αυτό που ήμουν και σε αυτό που θα ήθελες να ήμουν και δεν είμαι και δεν έγινα, παραέπεσε ο αληθινός μου εαυτός, σαν κλειδί στη σχάρα υπονόμου. “Δεν προλαβαίνω” σου είπα κι από τότε μού καρφώθηκε στο μυαλό πως κι αυτό αίτημα αγάπης, ρε, είναι.
Αργότερα, τα χέρια μας χωρίσανε. “Να περιστοιχίζεσαι μοναχά από ανθρώπους που αμφισβητούν κάποιες στιγμές τα θέσφατα και προ πάντων τις μεγάλες σιγουριές τους. Όχι για να τους πετυχαίνεις αβέβαιους κι ανισόρροπους, μα για να μη σου μοιάζουν τοίχοι με ηχεία κρεμασμένα να παίζουν στο αυτόματο τα ίδια και τα ίδια. Να σου λένε τη μια μέρα “Καλημέρα, πιστεύω σε αυτό” και γι' αυτό που τόσο σε πείσανε τη μία, την άλλη να σου λένε “Καλησπέρα, τι μαλακίες κάθομαι και λέω κι εσύ τις πιστεύεις”. Αυτοί που τόσο ήξερες, καλά σου κάνανε και σου διέλυσαν την πιο μεγάλη σου βεβαιότητα, γιατί παραφράζοντας τον Ηράκλειτο: δεν μπορείς να φιλήσεις τον άνθρωπο δεύτερη φορά”, μου είπε η γυναίκα, που τώρα ήταν πωωλήτρια junk food, το βράδυ που έφτανα σαν κυνηγημένος πίσω στο σπίτι.
Στο χέρι μου κρατούσα το δαχτυλίδι σου, ένα απλό που αγόρασες κάποια στιγμή σε ένα πανηγύρι. Το δαχτυλίδι σου σαν το σακάκι ενός απόντος στην κρεμάστρα, μένει εκεί, όπως χωράει ένα μικρό διακοσμητικό “Κολοσσαίο”-μινιατούρα στο ράφι της βιβλιοθήκης, σαν να μένει εεί ολάκερο το δάχτυλό σου, που εκεί στης άκρης το δάχτυλο ακούμπησες άκρες του κόσμου.
Και φτάνω στο σπίτι. Υπάρχει η εκδοχή που ο άσωτος επιστρέφει βράδυ στο σπίτι, όπως όταν έφυγε. “Ήταν βράδυ και κοιμόνταν όλοι και το 'σκασα. Δεν ήξερα πού να πάω”. Αλλά κυρίως εκείνος δεν ήξερε. Τώρα που γύρισα που ήταν η πόρτα ανοιχτή, μισάνοιχτη, όπως όταν περιμένεις να επιστρέψει η γάτα από τον κήπο -άραγε εμένα περιμένανε ή καμιά γάτα; Γλίστρησα στο σπίτι. Όλοι κοιμόνταν. Άφησα ένα σημείωμα στο ψηγείο: “Δεν μπορώ να είμαι ευτυχισμένος. Δε σημαίνει πως νικήσατε. Έστω μακριά σας δεν είμαι δυστυχισμένος”. Το κόλλησε με ένα μαγνητάκι από ένα νησί, το 'χε αγοράσει από μια κυρία που τους είχε πει “σαν στο σπίτι σας”. Άνοιξα το ψυγείο, πήρα μια σοκολάτα για το δρόμο, ο μόσχος ο σιτευτός ο ολόδικός μου. Άκουσα ένα κουδουνάκι. Πλησίασα στην εξώπορτα. Μια γάτα τελικά με ένα κουδουνάκι. Βγήκα. Έκλεισα την πόρτα. Κοίταξα ψηλά στα παράθυρα των δωματίων. Στο ένα είχε φως: στο παράθυρο στεκόταν η γάτα κι η μικρότερή μου αδερφή. Με κοίταξε στην ψυχή έτσι που με έκανε να πιστέψω πως είχα. Ήταν μια συγχώρεση αυτό το βλέμμα. Κι ίσως η επανάσταση της μικρής μου αδελφής στην οικογένεια. Στ' αυτιά μου αντηχούσε το κουδουνάκι. Δάγκωσα λίγη σοκολάτα. Δε μου το συγχώρησαν ποτέ.
Πήγα στη θάλασσα πάλι. Πού ήταν εκείνος; Να στραγγίξουν απ' το αίμα οι φλέβες και να γεμίσουν θάλασσα κι όλα τα ψάρια κι όλα τα ναυάγια κι όλα τα βυθισμένα αγαθά στα πλοία, κτερίσματα ακούσια. Κι η θάλασσα να στάζει απ' την πρώτη πληγή και να πάει να βρει την θάλασσά της και το αίμα να πάει να βρει το αίμα του, το αίμα που στο όνομά του ο κόσμος γίνεται και ξεγίνεται. Και στό όνομα της θάλασσας, μα για όνομα του Θεού, μόνο οι τρελοί χτίσανε και γκρεμίσανε τη ζωή τους. Μα για όνομα της θάλασσας, νερό, όχι αίμα στις φλέβες, μια μνήμη που δεν είναι μνήμη και θα καθαρίζει, μια λησμονιά που δεν είναι τέτοια, αγάπες κι έρωτες που είναι σαν τη θάλασσα, στα ρηχά διαφανείς και στα βαθειά σκοτεινοί, φωτεινοί και σκοτεινοί, τείχη και δρόμοι. Ο πόνος να μην είναι πόνος κι η υγρασία να στοιχειώνει το μέσα μας κι όχι η ζεστασιά. Κι όταν από τη φθορά θα ξερνάμε τη θάλασσα, θα ανοίξουμε το στόμα σαν κοχύλι κι ένα μαργαριτάρι από σάλιο και φλέμα θα χάσκει στη γλώσσα. Θα λάμψει στον ήλιο. Το φιλί μας -θυμάσαι;- έλαμπε στον ήλιο. Και να μείνουμε έτσι για πάντα πια. Ήρθε έτσι ο θάνατος. Και κάποιος άλλος θα αδράξει το μαργαριτάρι. Ώσπου να τα θαλασσώσει κι αυτός. Ώσπου όλο το σύμπαν να μείνει φυτό χτυπώντας το σβέρκο του σε έναν βράχο στη θάλασσα. Θυμάσαι πόσο φοβήθηκα όταν είχες χτυπήσει σε μια βουτιά σου στην παραλία;
Και το πρώτο μας φιλί. Και φιλιόμαστε και δίπλα γράφονται στον πολύγραφο -ή όπως κι αν μοιάζει τώρα- προκηρύξεις και γορτώνονται όπλα και έχουμε αυτούς που καίνε περιουσίες, τους σινοπούλειους καιόμενους και τους χριστούς που φλέγονται στη μεταμόρφωσή τους κι εμείς κάτω από μια λάμπα. Πόσοι φωτισμοί μάς φέγγουν και πόσο φως σπαταλάται για μιας στιγμής ελευθερία στην αιώνιά μας καταδίκη; Δεν ήμασταν ερωτευμένοι, το παίζαμε για τους φύλακες, αλλά έτσι ξεγελάσαμε. Και ξεγελάστηκα. Χρόνια μετά, τώρα δα, ακόμη θυμάμαι τα κρύα χείλη, σαν να φύλαγα ήδη σώμα νεκρό. Θυμάμαι πάνω στο παγκάκι ένα ψιλοποίημα: “δεν υπάρχουν οι λέξεις των ποιητών. Ήχοι. Οι σκέψεις που βάζουμε ο ένας στο μυαλό του άλλου είναι σαν να βάζει ο ένας τη γλώσσα του στου αλλουνού το στόμα. Δυο κουβέντες είναι οι προσωπικές συμπληγάδες σου και αυτός που φεύγει το προσωπικό περιστέρι που θα σου μηνύσει να περάσεις από αυτές ή όχι” και πιο δίπλα γραμμένο στο παγκάκι: “ο κώλος σου είναι είναι ο ουρανός και τα βυζιά σου τ' άστρα, ο πούτσος μου βασιλικός και το μουνί σου η γλάστρα”.

Όρκος

©Γύζης


Πιστεύω στους οικείους, που με τρέφουν στην αρχή σαν ζώο αβοήθητο
κι εν συνεχεία αποδέχομαι τον κόσμο τους ανεξέλεγκτα,
στην εξουσία πιστεύω, στον νόμο του ψαριού του μεγάλου
που τρώει το μικρό, ότι πιο αξιόπιστα συνεπείς στην εντελέχεια.
Πιστεύω στην γοητεία που με (δι)εγείρει και στους φέροντες αυτήν.
Πιστεύω σ' αυτό που με εξυπηρετεί
μια δεδομένη στιγμή,
πιστεύω σε αυτό που ενισχύει αυτό που πιστεύω
κι όχι σ' αυτό που τ' ακυρώνει και μ' ακυρώνει.
Πιστεύω στην ομάδα που ανήκω,
δεν πιστεύω στην ομάδα που δεν ανήκω.
Πιστεύω στο δικό μου, όπως ορίζουν οι πλείστοι πιστοί σωστό,
διαρκώς δεν πιστεύω στο δικό μου, όπως ορίζουν οι πλείστοι αμφισβητίες.
Πιστεύω στη συμμόρφωση και στην προβολή,
να σκέφτομαι όπως οι άλλοι
και να πιστεύω πως οι άλλοι πιστεύουν ό,τι κι εγώ.
Πιστεύω στην προσμονή,
αυτό που ψάχνω να βρίσκω,
στους μαγικούς αριθμούς που με περιβάλλουν,
στην πιθανότητα να είμαστε τυχερότεροι των άλλων.
Πιστεύω στον συνειρμό που συνδέει
δυο πράματα να είναι το ένα αιτία και το άλλο αποτέλεσμα,
ενώ συνήθως συνυπήρξαν για μία και μόνη φορά στον κόσμο
και μόνο ως αφορμές προέκυψαν.
Πιστεύω στην αλήθεια της ευχαρίστησης,
ότι το ευχάριστον πιο αληθές.
Πιστεύω στον φαύλο κύκλο της γένεσης του κόσμου,
πιστεύω στην ψευδή μνήμη που έχει αργότερη ημερομηνία λήξης,
πιστεύω στο ζωτικό ψεύδος ότι αληθέστερο.
Πιστεύω στο επιχείρημα κι όχι την αλήθεια,
ότι πειστικότερον,
στο πρώτο πιστεύω και το τελευταίο, ότι ευκολότερον μνημονεύειν
και
πιστεύω στη βεβαιότητα,
από την αβεβαιότητα κάλλιον προτιμάν το μη πιστεύειν.
Το έντονο συναίσθημα και το δημοσιευμένο εγείρει την πίστη μου. Το λεχθέν υπαρκτότερον.
Πιστεύω στην προκατάληψη των πραγμάτων.
Πιστεύω στην παταποιητική, την ποιητική των κβανταλέξεων.
Ορκίζομαι στην ανυπαρξία των πραγμάτων.

Κυριακή 30 Ιουλίου 2017

Σκιάχτρο.



Κάτω από τη σκιά σου πλέον
θα καρφώσω έναν νέο ήλιο
και θα καρφώσω σαν οδοντογλυφίδες δέντρα
να μας σκιάζουν
και θα ψιθυρίσω φόβους
να μας σκιάζουν.
Μυρμήγκια, θα κουβαλάμε το πολλαπλάσιο του βάρους μας σε μνήμες. Όλα τα σημεία στους δρόμους τα γύρισα από την
ανάποδη σαν μπλουζάκια: όπου
φιληθήκαμε βράδυ θα είναι πρωί
κι όπου πρωί λαμπύρισαν τα υπέροχα μάτια σου
μόνο σκοτάδι.
Όσο σε περίμενα μια νυχτερίδα πήγε να μπλεχτεί
στα μαλλιά μου. Πώς
να αντέξω άλλο χάδι χωρίς μια τέτοια προθέρμανση.
Όλος ο κόσμος κάτω από τη σκιά σου
πλειστόκαινος
θα ανθίζει, θα ρίχνει τα φύλλα του και κιρκαδιανά θα βηματίζει στο τέλος του σα σε εργαστήριο in vivo.
Και η χρονολογία θα είναι προ και μετά εσού.
Θα φταρνίζομαι σε κάθε εκφορά σου σαν να μύρισα πιπέρι ή αλλεργία ή σαν να είπα την αλήθεια.
Υπό σκιά σου κάθε αναμέτρησή μου με την πλάση.

Πέμπτη 20 Ιουλίου 2017

Λευκό






 *το παρακάτω κείμενο αποτελεί ένα κράμα ιδεών, σκέψεων, κοσμοθεωριών που ακούστηκαν σε μια παράσταση-περφόρμανς στο Καλλιτεχνείο Αχαρνών με τον τίτλο "Λευκό" παρουσιάζοντας-εγκαινιάζοντας την νεοσύστατη ομάδα παραστατικών τεχνών "Θέατρο του Ψωμιού" και έχει προσαρμοστεί για να προσιδιάζει περισσότερο σε ένα "διήγημα" ή "αφήγημα" ή "δοκίμιο". ¨Η πολύ απλά, ΕΚΦΡΑΣΗ...


Ένας ραδιοφωνικός παραγωγός νιώθοντας απηυδισμένος από την “φωνή του βοούσα εν τη ερήμω” αποφασίζει να σταματήσει κάθε έκφρασή του: ραδιόφωνο, συγγραφή, συνεντεύξεις. Φτιάχνει έναν σκέτο, δυνατό καφέ φίλτρου και ανάμεσα στις υποσημειώσεις που κράτησε απνευστί προσθέτει αυτοσχεδιαστικά λέξεις και φράσεις και πάθη και πόθους, από αυτούς που θέλουν κάτι μακρινό, όχι ίμερους. Καθαρίζει με δύο βηξίματα τη φωνή, πλησιάζει το μικρόφων... Σσς:

“Καλησπέρα σας,
Όταν έγραφα αυτά τα κείμενα σκεφτόμουν την φωνή μου πορωμένη, σχεδόν να "φωνάζει", να ακούγεται δυνατά στα μικρόφωνα και τα ηχεία ή τα ακουστικά σας. Κι όλα να' ναι καταγεγραμμένα. Όσα σας διαβάζω τα έχω καταγράψει σχεδόν. Θα 'θελα όλα να είναι ίσα ίσα όσα σκέφτηκα τη στιγμή που είπα "Αυτή θα είναι η τελευταία μου εκπομπή". Είναι μια εκπομπή πρόζας, ένας μονόλογος. Τίποτε περισσότερο από την ορμή της στιγμής εκείνης και τίποτε λιγότερο από το άγχος και τη συγκίνηση. Και να μιλάω, όσα και να πω απόψε έχουν ξανα-ειπωθεί. Δίπλα στα λόγια μου, ολόιδια λόγια είναι επίσης κρεμασμένα, σαν αρνιά δίπλα σ' άλλα αρνιά σε μιαν απέραντη αγορά κρεάτων. Οπότε ποιο το νόημα να μιλήσω κι εγώ; Ας μιλάμε μόνο αν έχουμε να πούμε κάτι καλύτερο από τη σιωπή, λένε. Αυτή είναι η τελευταία μου εκπομπή.
Για κάθε κεφάλι του τέρατος που μοιάζουμε -και συνηθίζουμε και άρα δε μας τρομάζει- εφευρίσκονται δυο νέα. Σαν τη Λερναία Ύδρα. Βρισκόμαστε στην εκπομπή "ραδιοφωνείο" των 21.07, στην τελευταία εκπομπή.
Μέσα σ' ένα μονοπάτι ολοσκότεινο το λευκό σεληνόφως αναδείκνυε τo παχύ λευκό σύννεφο που είχε κατέβει. Και μέσα σ' ένα τέτοιο τοπίο, όπως όταν διασχίζεις έναν ολοσκότεινο διάδρομο ή δρόμο και φοβάσαι, τραγουδάς και μιλάς και λες και λες σαν να έχεις παρέα και να μη φοβάσαι. Κι έπιασα πολλές φορές τον εαυτό μου να μιλάει για να μη φοβάται.”

Ανάμεσα στα λόγια της πρόζας έπαιζαν τραγούδια, γνωστά και μη γνωστά, παρόμοια και ανόμοια, τραγούδια που επέταιναν ή διέλυαν το σκηνικό της βαρειάς φωνής του και της μέθης του τέλους που προετοίμαζε.

“Συζητούσα με έναν άνθρωπό μου τις προάλλες για την αγάπη που νιώθω γι' αυτόν. Η αγάπη δεν έχει να κάνει με την αποδοχή του άλλου όπως είναι, ούτε να μην θυμώνεις, ούτε να αποφεύγεις οποιοδήποτε αρνητικό συναίσθημα κατ' εμέ. Η αγάπη είναι σκέτη αμφιθυμία: αγαπάω και τον χειρότερο και τον καλύτερό σου εαυτό, είπα. Η αλήθεια είναι ότι και τους δυο μας εαυτούς πρέπει να τους ξεπερνάμε. Αφήστε, όμως, που εν τέλει κατέληξα ότι δεν πιστεύω στην έννοια του "εαυτού" ή του "χαρακτήρα" ή της "προσωπικότητας". Γιατί το κάνεις αυτό, μεγάλε; Εεε, επειδή είμαι έτσι. Α! Ωραίος. Και γιατί είσαι έτσι, μεγάλε; Επειδή συνήθως κάνω αυτό. Και να σου ένας φαύλος κύκλος που δεν ξέρει αν έκανε το αυγό την κότα ή η κότα το αυγό.
Ξύπνησα ένα πρωί και με είχε τυλίξει μια πρωτόγνωρη αχλύ, μια ομίχλη σαν πρωινή υγρασία. Δεν τη μύριζα, ούτε την ένιωθα στα κόκκαλα ή το δέρμα μου να κολλάει, αλλά όλα ήταν πιο αχνά, σαν ένα λευκό πέπλο να είχε απλωθεί σε όλα, σαν να είχαν όλα αποκτήσει μια διάφανη μαρμάρινη όψη σαν εκθέματα μουσείου. Όλα είχαν τα χρώματα που είχαν και το προηγούμενο βράδυ, αλλά με μιαν απόχρωση αρκετά νερωμένη με λευκό, σαν ξεθωριασμένα.”

Ο συγκεκριμένος είχε γράψει σε ένα άλλο χαρτάκι να πει κάτι άλλο για την αγάπη (και όχι μόνο), αλλά παραιτήθηκε από την προσπάθεια καν να το εκφέρει στο μικρόφωνο, γιατί ποιος άραγε θα πρόσεχε τον συνειρμό του; Μα δεν ήθελαν να τον καταλαβαίνουν. Οι λέξεις, οι ήχοι, οι συνειρμοί κουμπώνουν σε ένα υπόγειο κύκλωμα δονήσεων και λοιπών μετεώρων του μυαλού και της καρδιάς και μιλάνε ή χτίζουνε ποτάμια κάτω από το έδαφος τα οποία κάποια στιγμή ανοίγουνε πηγή, που κάποτε την λες πληγή και αναβλύζει λέξεις και ιδέες και σκέψεις που δεν πίστευες ποτέ πως θα σου ενέπνεε η ζωή. Κι όμως όλη η δουλειά γινόταν αιωνίως τόσο καιρό. Αυτό το χαρτάκι έγραφε 4 προτάσεις. Μα συνέχισε:

“Τις προάλλες διαβάσαμε, ακούσαμε, είδαμε για τον "ψυχικά ασθενή" που απασχόλησε την επικαιρότητα. Δε θα μπούμε σε λεπτομέρειες καθότι όλοι ξέρουμε για την ιστορία που αναδημοσίευσαν σχεδόν όλοι και στα social media αλλά και στα περισσότερα ΜΜΕ (Μέσα Μαζικής Εξουσίας κι όχι Ενημέρωσης και πόσω μάλλον Επικοινωνίας). Πλέον νοσηλεύεται σε γνωστή ιδιωτική ψυχιατρική κλινική τυλιγμένος στα λευκά ή στα νοσοκομειακά θεσμικά χρώματα του περιορισμού.
Αγαπητοί μου, θα σταθώ λίγο στην είδηση αυτή, αλλά όχι ως είδηση, αλλά ως έναυσμα για ένα μικρό σχόλιο: ας ορίσουμε τον ψυχικά ασθενή ως άνθρωπο, αρχικά, με μια λίγο παραπάνω ή λίγο παρακάτω ιδιαίτερη συμπεριφορά. Την εποχή που τα εγχειρίδια κλινικής ψυχιατρικής της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρείας τοποθετούν το μεγαλύτερο ποσοστό των ανθρώπων σε κάποια διαταραχή, ας θυμηθούμε πόσο διαφορετικά ορίζεται ανά εποχή και ανά μέρος στον κόσμο η "υγεία" και η "ασθένεια" κι ας έχουμε κατά νου τα πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα κυβερνήσεων και φαρμακευτικών.
Η λογική στην ταμπελοποίηση των ανθρώπων αυτών (και κάθε ανθρώπου) είναι η εξής: γιατί αυτός έκανε εκείνο; Μα, γιατί αυτός είναι έτσι. Και μετά, αν ρωτήσεις: γιατί αυτός είναι έτσι; Μα γιατί αυτός έκανε εκείνο...
Θα σας αφηγηθώ μιαν ιστορία που έρχεται από τον 18ο αιώνα. Ο Πινέλ σε μια φυλακή για "τρελούς" σπάει τις αλυσίδες και οδηγεί του ανθρώπους αυτούς σε θεραπείες και μεθόδους που περιλαμβάνουν τις τέχνες, βόλτες σε κήπους κλπ. Αυτή η σπουδαία κίνηση απελευθέρωσης, όμως, ήταν μια κίνηση που πήρε τους "τρελούς" (που θεωρούνταν δαιμονισμένοι από την εκκλησία κατά την περίοδο της φεουδαρχίας) από την αυθεντία της εκκλησίας και τους έριξε στο "έλεος" και την αυθεντία των ψυχιάτρων. Η νέα αστική τάξη που πλούτισε και διεκδίκησε εξουσία μετά την βιομηχανική επανάσταση χρειαζόταν έναν θεσμό που θα διευθετούσε το τι την εξυπηρετεί και τι την παρεμποδίζει από την άσκηση και διεκδίκηση της εξουσίας. Αυτό τον ρόλο τον έπαιξε η εκκλησία για τους φεουδαλιστές και η ιατρική για τους αστούς.
Αλλά μην ξεχνάτε πως όταν είμαστε υπέρ ή κατά ενός πράγματος, δεν πρέπει να το δεχόμαστε ή να το απορρίπτουμε εξ ολοκλήρου. Και να θυμόμαστε πως δε χρειάζεται μόνο να διεκδικούμε την διάκριση του κοσμικού κράτους από την εκκλησία στις μέρες μας, αλλά και από την ιατρική-ψυχιατρική.”

Η πρώτη πρόταση έγραφε κάτι που εμπνεόταν από τον αγαπημένο του ζωγράφο Μακγρίτ. Έγραφε πως κατά το “αυτό εδώ δεν είναι μία πίπα” (η λεζάντα ενός διάσημου πίνακα του Βέλγου”, κάθε περιγραφή που λέει “αυτό είναι αγάπη” ή προφορά αγάπης δεν είναι αγάπη.

“Τα σώματά μας είναι δοσμένα στον λόγο της ιατρικής και ο λόγος της ιατρικής είναι ένας εξουσιαστικός λόγος. Η ταυτότητά μας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το σώμα μας. Ποια πνευματικότητα αναζητούμε μέσα σε μια κοινωνία που θα μάς κρίνει, ταξινομήσει, μιλήσει ανάλογα με το πώς κινούμαστε, ντυνόμαστε, τρώμε, κοιτάμε, χαμογελάμε, κάνουμε έρωτα, αγκαλιάζουμε, σφίγγουμε το χέρι, με το αν έχουμε κοιλιακούς ή μπυροκοιλιά, τρίχες ή σημάδια από ουλές, βυζιά από σιλικόνη, μεγάλο πέος ή είμαστε μικροτσούτσουνοι, αν είναι καθαρά τα νύχια των ποδιών και των χεριών μας κλπ;
Ναι, οκ, αυτή είναι η επικοινωνία μας, αλλά, ναι, υπάρχει και αυτό: όταν ένας λευκοντυμένος γιατρός σε ρόμπα λευκή ιατρική κρίνει πως δε λέμε σωστά ένα γράμμα τότε πάμε για λογοθεραπεία. Όταν είμαστε χοντροί, πρέπει να κάνουμε δίαιτα και γυμναστική, όταν έχουμε ουλή καλό θα ήταν να κάνουμε μια πλαστική. Η καισαρική δεν χρησιμοποιείται μόνο για τις επείγουσες φάσεις. Οι γιατροί υπακούν ή και συμβουλεύουν κυβερνήσεις να αποσύρουν νομοσχέδια σχετικά με τις αμβλώσεις και την αντισύλληψη, για το πότε μια ασθένεια κινδυνεύει να γίνει επιδημία, οπότε διατάσσονται εκτεταμένα μέτρα πρόληψης. Τα φάρμακα, το τι τρώμε, οι εγχειρήσεις, που πια ο γιατρός ελέγχει το σώμα μας και το εσωτερικό του με τρόπο που εμείς δεν ελέγχουμε μέσω ορμονών ή λοιπών ουσιών, ααα!
Τα σώματά μας αντί να δίνονται στον ερωτικό λόγο και το παράλογο του έρωτα του άλλου...”

Η δεύτερη πρόταση έγραφε πως κατά το “ανέκφραστο είναι ανύπαρκτο”, που τόσο λάτρευε να πιστεύει,η αγάπη πρέπει να εκφράζεται για να υπάρχει.

“Ακολουθεί απόσπασμα από την ομιλία του Dario Fo στην τελετή των Νόμπελ στη Στοκχόλμη, ως επέκταση της συζήτησης περί της σωματικής μας ύπαρξης στον κόσμο αυτόν:
Σε ένα πανεπιστήμιο καταγγείλαμε το σχέδιο της χειραγώγησης του γενετικού υλικού ή αλλιώς την πρόταση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου να πατεντάρονται οι ζωντανοί οργανισμοί. Αισθανθήκαμε όλο το κοινό να ανατριχιάζει. Εγώ (βλ. Φο) και η Ράμε (η γυναίκα και συνεργάτις του) εξηγήσαμε πως οι ευρωκράτες μας παροτρύνονται από ισχυρές και πανταχού παρούσες πολυεθνικές εταιρείες προκειμένου να παρουσιάσουν ένα σχέδιο εφάμιλλο της πλοκής μιας ταινίας επιστημονικής φαντασίας-τρόμου με τον τίτλο “Ο γουρουναδελφός του Φρανκενστάιν”.
Πώς θα γίνει αυτό: βάζοντας χέρι στην γενετική ανασυγκρότηση ενός γουρουνιού, ένας επιστήμονας πετυχαίνει ένα διεστραμμένο αποτέλεσμα, δηλαδή να το μεταλλάξει σε κάτι που να μοιάζει περισσότερο με άνθρωπο. Με αυτή τη διευθέτηση είναι πιο εύκολο να του πάρει ένα συκώτι ή νεφρό και να το μεταμοσχεύσει σε έναν άνθρωπο. Αλλά, για να είναι βέβαιο πως τα μοσχεύματα θα είναι συμβατά με το ανθρώπινο σώμα, θα πρέπει να μεταβιβάσουν και στον άνθρωπο κάποια γονίδια και μοριακές δομές του γουρουνιού για να βελτιώσουν τις συνθήκες. Έτσι εν τέλει θα φτιάξουμε έναν άνθρωπο-γουρούνι (κι ας λέτε ότι έχουμε πολλούς από δαύτους) ή έναν γουρουνάνθρωπο.
Επιστροφή στο σήμερα. Ανακοινώθηκε τον Γενάρη του 2017 (20 χρόνια μετά την ιστορική ομιλία του Φο) η επιτυχής δημιουργία εμβρύου με DNA ανθρώπου και χοίρου με την ευτυχή κατά τ' άλλα ανακοίνωση πως έτσι αυξάνονται οι πιθανότητες δημιουργίας μοσχευμάτων ανθρώπινων ιστών και οργάνων που θα λύσουν το πρόβλημα της παγκόσμιας έλλειψης δωρητών οργάνων.
Και επιλογίζουμε την παράγραφο για τον έλεγχο των σωμάτων μας με ένα χωρίο του Erich Fromm: “Μια μη-υγιής κοινωνία δημιουργεί εχθρικό κλίμα και αφερεγγυότητα, που μετατρέπει τον άνθρωπο σε ένα όργανο χρησιμοποίησης και εκμετάλλευσης των άλλων που τον μειώνει, που υποκύπτει στους άλλους και που τον μετατρέπει σε ένα αυτόματο.”

Η τρίτη μικρή παραγραφούλα τόνιζε πως “όταν κάτι εκφραστεί κι υπάρξει, υπάρχει σιγά σιγά έξω από μας και χάνουμε την ευθύνη του”. Έτσι κι η αγάπη. Σαν να αποκτά δικό της σώμα, σχεδόν δική της βούληση, σχεδόν δική της ευθύνη.

“Τα σώματά μας αντί να δίνονται στον ερωτικό λόγο” συνέχισε πορωμένα, όπως είχε φορτιστεί από το τελευταίο τραγούδι που έπαιξε “και το παράλογο του έρωτα του άλλου δίνονται στον εξουσιαστικό λόγο της ιατρικής.
Περί έρωτος, λοιπόν. Έρωτας, ερωτήσεις, ρωτάω, τώρα, ώρα, ρ, ροή, ερώ (ο αρχαίος μέλλοντας του λέγω). Αν κάθε στιγμή δεν αναρωτιόμαστε, δεν αμφισβητούμε, δεν αμφιβάλλουμε για το καθεστώς, για το τώρα, αν δεν μπορούμε σε μια στιγμή να ανατρεψουμε το υφιστάμενο, τότε ποιο το νόημά του; Ποιο το νόημα της ελευθερίας, αν δεν σου δίνει τη δυνατότητα να αμφισβητήσεις την ίδια την ελευθερία και να απελευθερωθείς από αυτή; Κι αν ο έρωτας δεν σε εμπνέει, τότε λιώσε σε μιαν άλλη φυλακή.
Όπως το ορατό λευκό φως είναι ένα ελάχιστο φάσμα του φωτός που βλέπουμε και που μαθαίνουμε να βλέπουμε (με τις υπεριώδεις και υπέρυθρες ακτινοβολίες να είναι αόρατες στο μάτι μας που είναι κατασκευασμένο έτσι), έτσι και η αντίληψή μας για τα συναισθήματα που νιώθουμε κι εκφράζουμε είναι επειδή η επαφή μας με τον κόσμο μάς κατασκευάζει έτσι.
Διδασκόμαστε την αγάπη. Θέατρο, τηλεόραση, βιβλία, οι συζητήσεις μεταξύ των οικογενειών και των φίλων, οι εφημερίδες ή το διαδίκτυο με την σαπίλα ή την υψηλή αίσθησή ή τα ενδιάμεσά τους το καθένα ορίζουν ένα συγκεκριμένο φάσμα του τι μπορούμε να νιώθουμε. Συνήθως το ανέκφραστο στην τέχνη και την ενημέρωση και την επικοινωνία παραμένει μη διαθέσιμο προς αίσθηση, σαν να μην έχει κατακτηθεί. Οι έρωτές μας, οι αγάπες και τα συναισθήματά μας είναι μέγιστα γλωσσολογικά φαινόμενα.”

Τέταρτη και τελευταία: “Ό,τι κι αν λέγεται, δεν επικοινωνείται ποτέ”. Έτσι κι η αγάπη. Έτσι και κάθε σκέψη. Μα τι έκανε τόσην ώρα; Συνέχιζε. Δεν τον είχε ξανακαταλάβει ποτέ τέτοιο μένος απέναντι στην ίδια του την έκφραση, στην εξωστρέφεια των ιδεών του. Ήταν η πηγή-πληγή και αν και κάποιες φορές σχεδόν ακούσια μιλάμε την αλήθεια μας, ήδη ένιωθε την ενοχή κι ίσως και τη ντροπή, σαν να εκδίωχνε από την Εδέμ τα λόγια και τη σκέψη του, που τόσο μακάρια ζούσαν μέσα του.

“Αν ξέρουμε ότι δεν είμαστε μόνο αυτό που φαινόμαστε κι αυτό που δείχνουμε, μια και υπάρχει ένα τεράστιο ποσοστό σιωπής σε έργα μας και λόγια (και γιατί δεν θέλουμε και γιατί δε μας δίνεται η ευκαιρία και γιατί δε μας δίνονται τα εργαλεία για να εκφραστούμε), τότε το “αόρατό” μας μάς καταδυναστεύει. Αυτό που δεν είμαστε κατακλύζει αυτό που πιστεύουμε πως είμαστε. Το “ανύπαρκτό” μας είναι ή χαμένο στη μνήμη ή στη φαντασία ή σ' αυτό που δεν αντιλαμβάνονται οι άλλο.
Φυσική συνέχεια αυτού είναι το “είμαι, άρα υπάρχω” βάσει του συλλογισμού μας να γίνεται “δεν είμαι περισσότερο από όσο είμαι και άρα δεν υπάρχω περισσότερο από όσο υπάρχω.

Έρχεται μια στιγμή που γινόμαστε μιαν άκρη του κόσμου, φλερτάροντας με την πτήση ή την πτώση. Καλούμαστε να πούμε το μεγάλο καβαφικό ναι ή το μεγάλο καβαφικό όχι (και πάντα ο αρνηθείς δε θα μετανιώνει και πάντα θα τον κατατρώγει εκείνο το όχι σ' ολάκερή του τη ζωή) ή το νόημα της ζωής. Όπως στις Καρέκλες του Ιονέσκο. Ένα ηλικιωμένο ζευγάρι μ' άσπρα και γκρίζα μαλλιά σ' έναν απομακρυσμένο κι αποκλεισμένο από την θάλασσα (σαν φυλακή μεσοπέλαγα) νησί και κάστρο καλεί φανταστικούς φίλους και γνωστούς και επίσημους καλεσμένους για να τους πουν το μεγάλο μήνυμα. Όταν όλη η σκηνή είναι ασφυκτικά γεμάτη από φανταστικές καρέκλες και καλεσμένους, οι δυο γέροι βουτάνε στη θάλασσα και αυτοκτονούν. Το μήνυμα καλείται να το ανακοινώσει στους φανταστικούς καλεσμένους ένας κωφάλαλος. Ένας ραδιοφωνικός παραγωγός, λοιπόν, σ' έναν ειδικά διαμορφωμένο χώρο ανάμεσα σε θεατρική σκηνή και ραδιοφωνικό στούντιο προσπαθεί να πει τα λόγια του τα τελευταία απόψε εν λευκώ. Ό,τι τον απασχολεί αυτή την περίοδο της ζωής του. Και πάντα θεωρούσα το θέατρο και το ραδιόφωνο ως κατεξοχήν τέχνες αγάπης, γιατί μέσα σε αυτές μαθαίνουμε να αναμένουμε, να υπομένουμε, να καρτερούμε, να ακούμε, να αφουγκραζόμαστε τις αγωνίες του άλλου.

Και ποιο το νόημα της εκπαίδευσης κυρίες και κύριοι;
Τώρα πρόσφατα ξεκίνησε το ζήτημα για τα μαθήματα για τις έμφυλες ταυτότητες στο σχολείο. "Μα εδώ ο κόσμος καίγεται;" Και τι ρε φίλε; Επειδή ο κόσμος καίγεται, θα επικοινωνούμε μόνο με ουγκ και αγκ για να μεταφέρουμε νερό (αν συνεννοηθούμε ποτέ για τη χημική του σύσταση, την επαρκή του ποσότητα κλπ κλπ); Γιατί χρειαζόμαστε π.χ. τέτοια μαθήματα; Μα, για να μάθει το κορίτσι και το αγόρι πως η αξία του δεν επηρεάζεται από τα στερεότυπα που προβάλλουν οι άλλοι πάνω του στο πώς μπορεί να μοιάζει και να αισθάνεται ο "σωστός" άντρας" και η "σωστή" γυναίκα. Και γενικά για να μάθει ο άνθρωπος πως είναι εκ γενετής (προ)ορισμένος ίσος μεταξύ ίσων. Και λίγο μετά την γέννησή του από τα πρώτα πράγματα που θα πρέπει να μάθει είναι να μιλάει. Και αμέσως μετά θα πρέπει να μάθει να σιωπά, να το βουλώνει.
Τι είναι η εκπαίδευση; Ω, μα διαβάστε ή δείτε τη Δεσποινίδα Μαργαρίτα του Ατάϋντε. Μια θεατρική φιγούρα, δασκάλα και καλά, που συμπυκνώνει όλες τις αυταρχικές προσωπικότητες: Χίτλερ, Πινοτσέτ, Φράνκο, Μουσολίνι, Μεταξάς, Νίξον, Ντε Γκολ, Ερντογάν, Πούτιν.

Στο προηγούμενο κολλάει, σαφώς και η ανάγκη των συζητήσεων-μαθημάτων αυτών και για τα ζητήματα της ΛΟΑΤ+ ταυτότητας. Κι όχι δεν είναι μια προπαγάνδα υπέρ της αλλοίωσης των ταυτοτήτων και μάλιστα όταν σας μιλάει ένας άνθρωπος που πιστεύει πως δεν υπάρχει ταυτότητα ή χαρακτήρας σταθερός, αλλά υπέρ του σεβασμού στον Άνθρωπο και τη διαφορετικότητά του. Αναφέρεται από στοχαστές, τους Ντελέζ και Γκουάταρι, πως οι διαφορές δεν προκύπτουν λόγω των ταυτοτήτων μας, αλλά οι ταυτότητες λόγω των διαφορών μας. Αν εξαλείψουμε τις διαφορές, τι εξαλείφουμε; Πού οδηγούμαστε; Πού πάνε οι μειονότητες; Η καινοτομία; Η ελεύθερη σκέψη που τόσο διατεινόμαστε; Η βούληση; Κι αν εξαλειφθεί η ελεύθερη βούληση, πάπαλα κι η ελεύθερη νοσταλγία και η ελεύθερη ερωτική βούληση κι ο έρωτας κι ο ελεύθερος άνθρωπος.

Το τέλος του αγαπημένου μου “Ερωτικού Τραγουδιού του Προύφροκ” του Έλιοτ:

Έχω ακούσει τις σειρήνες, μία προς μία, να τραγουδούν.
Δε νομίζω πως θα τραγουδήσουνε για μένα.

Να καλπάζουνε στην ακροθαλασσιά, πάνω στα κύματα τις έχω δει
Να χτενίζουνε την άσπρη χαίτη των κυμάτων που ανεμίζει
Όταν ο αέρας τα νερά, λευκά και μελανά, αναρριπίζει.

Στης θάλασσας τα δώματα, με τα θαλασσοκόριτσα
Τα τυλιγμένα φαιοπόρφυρες φυκιάδες, ξεχαστήκαμε
Κι ώσπου να μας ξυπνήσουνε ανθρώπινες φωνές, πνιγήκαμε.”

Λόγια, τραγούδια, λόγια, τραγούδια, καφές, πολύς καφές. Να βαράει τα πλήκτρα, τα οποία πρώτη φορά μοιάσανε τόσο βαρειά κι αυτόβουλα στο κάθε πάτημά τους. Δεν πατιόνταν εύκολα. Μα γιατί συνέχιζε; Γιατί να ήταν η τελευταία εκπομπή; Ή μάλλον γιατί είχε ξεκινήσει να μιλάει και να χάνεται σαν σταγόνα μέλιτος στη θάλασσα; Ή μήπως δεν ήταν καν τόσο σπουδαίος για ν' αναζητηθεί η σταγόνα θάλασσας μέσα στο αίμα του, που τόσο το τρικύμιζε;

“Ας μην ξεχνάμε ότι η Νέα Ομιλουμένη στο 1984 ήταν η μόνη γλώσσα που δεν «μεγάλωνε», αλλά συρρικνωνόταν. Τι χρειάζεται να έχεις πολλές λέξεις, για να πεις τα πράματα (και τα αντίθετά τους -αν και δε χρειάζεται αντίθεση/αντίρρηση/αντίσταση για τα πράγματα που λέγονται) με το όνομά τους. Έτσι, τι χρειάζεται η πολιτική ορθότητα, ε; Ας ξεχάσουμε ότι οι λέξεις δεν είναι κραυγές, αλλά είναι συμπυκνωμένες ιστορίες, μνήμες, λήθες, αίμα και σπέρμα, δέρμα και όνειρα και ήττες σε έναν αρθρωμένο λόγο. Αυτό μάς καλούν. Ας ξεχάσουμε ότι ο χρόνος που μας δίνεται (ο μηδαμινός, γελοίος συμπαντικός-σχετικός χωροχρόνος που μας δίνεται) φτάνει ίσα ίσα για να αγαπήσουμε κάποιους ανθρώπους. Ας μισήσουμε όσους περισσότερους μπορούμε. Ας ξεχάσουμε την τυχαιότητα που μάς έβαλε να γεννηθούμε τώρα και εδώ κι όχι τότε και εκεί, ας ξεχάσουμε την τυχαιότητα που μας έκανε λευκούς χριστιανούς δυτικούς κι όχι μαύρους φυσιολάτρες αφρικανούς. Ας ντύσουμε με γκλαμουριά το αίμα, όπως η θρησκεία. Όσο ήσυχοι μπορούμε να κοιμόμαστε τα βράδια με το να υπομένουμε ή να ασκούμε την αθλιότητα, τόσο ήσυχα κι άδοξα θα σβήσουμε. Η γελοιότητά μας έχει ημερομηνία λήξης. Θα ξεγλιστρήσουμε ανώνυμοι στον θάνατο.

Ξέρετε τι είναι ο φόβος; Ξέρετε από πού προέρχεται; Ξέρετε πού πάει; Πώς ντύνεται; Είναι ΕΣΥ. Προέρχεται από την ΠΑΤΡΙΔΑ ΣΟΥ. Πάει στον ΠΡΟΟΡΙΣΜΟ ΣΟΥ. Έχει την ΓΚΑΡΝΤΑΡΟΜΠΑ ΣΟΥ.
Το πείραμα του Γουάτσον και της βοηθού του Ρέινερ που πραγματοποιήθηκε το 1920 θα μπορούσε να χαρακτηριστεί από τον καθένα αμφιλεγόμενο. Έχει μείνει γνωστό στα εισαγωγικά εγχειρίδια της ψυχολογίας ως το πείραμα του "μικρού Άλμπερτ". Ο στόχος του πειράματος ήταν να δείξει πως από κανονική κατάσταση μπορούσε να μετατραπεί σε κατάσταση φόβου ένας λευκός αρουραίος για τον "μικρό Άλμπερτ", ένα έντεκα μηνών αγόρι.
Ο Γουάτσον και η Ρέινερ εξέτασαν το "μικρό Άλμπερτ" χτυπώντας μια σιδερένια βέργα όταν του παρουσίαζαν έναν λευκό αρουραίο. Πρώτα παρουσιάστηκε στο αγόρι ένας λευκός αρουραίος και παρατηρήθηκε ότι δεν φοβόταν τα τρωκτικά. Στη συνέχεια παρουσίασε ένα λευκό αρουραίο και έπειτα ακούστηκε ο ήχος μιας σιδερένιας βέργας. Ο "μικρός Άλμπερτ" άρχισε να κλαίει. Αυτή η δεύτερη παρουσίαση επαναλήφθηκε αρκετές φορές. Τέλος ο Γουάτσον και η Ρέινερ παρουσίασαν μόνο του το λευκό αρουραίο και το αγόρι έδειξε να φοβάται.
Αυτή η μελέτη έδειξε ότι τα συναισθήματα θα μπορούσαν να γίνουν εξαρτημένες απαντήσεις.



Ακόμη και διά μαγείας να εξαφανιζόταν οποιοδήποτε φασιστικό καρκίνωμα από την πολιτική σκηνή ή ως οργανωμένη ομάδα, που εκφράζει συνειδήσεις κι ιδεολογίες, είναι διάχυτη η ιδεολογική και ηθική κρίση ανάμεσά μας. Ακόμη και αν έσβηναν οι φασίστες, που πολλοί εμίσησαν, θα παρέμενε ο φασισμός, που ουδείς δεν τον εμίσησε.

Πολλές οι φορές που δεν μπορούμε να αλλάξουμε, γιατί οι άλλοι γύρω μας μένουν στο παρελθόν μας. Επιμένουν να χρησιμοποιούν το "ήσουν" περισσότερο από το "είσαι". Η καταδίκη να μάς υπενθυμίζουν συστηματικά εν είδει τιμωρίας το παρελθόν μας είναι σχεδόν όπως οι ανοϊκοί, που ζουν το παρελθόν, το θυμούνται σχεδόν ξεκάθαρα σε σχέση με το παρόν.

Πλέον η μνήμη μου ξέρω ότι μοιάζει της φαντασίας κι όχι της ελεύθερης ανάκλησης γεγονότων. Όταν θυμάμαι, ξαναφτιάχνω το κάθε τι. Για κάθε τι που σιωπώ, είναι σαν να το 'χω ξεχάσει, αλλά αποσιωπώ: το τραύμα της μνήμης και την ντροπή της μνήμης. Η λήθη έρχεται σα φάρμακο και σα φαρμάκι. Η σιωπή έρχεται σα φάρμακο και σα φαρμάκι. Γι' αυτό σιωπώ και θα σιωπώ από δω και πέρα: δοσμένος στο πλασέμπο και στο δηλητήριο της σιωπής, ταυτόχρονα θα 'ναι σαν να 'χω πεθάνει για εσάς, μα και θα πεθαίνω, αφού πλέον δε θα εκπέμπω σήματα και λόγια και γραπτά κι έτσι δε θα γίνομαι αισθητός. Πλέον η μνήμη μου ξέρω, ότι έχει μιαν αχλύ σαν πρωινή υγρασία ή ομίχλη σαν πέπλο ημι-διάφανο: λευκή.

Ξέρετε για τους λευκούς θανάτους; Ξέρετε για τους λευκούς ελέφαντες;
Λευκός θάνατος, πέρα από τη ζάχαρη ή το αλάτι ή το λευκό αλεύρι ή κάποιο ναρκωτικό σε λευκή σκόνη, είναι ένα εργατικό ατύχημα που δεν φαίνεται ως εργατικό απαλάσσοντας την εργοδοσία από την ηθική αυτουργία του εγκλήματος. Τίποτε, φίλες και φίλοι, δε μας νοιάζει αν δεν είναι εύπεπτο κι αν δεν εμπλέκει σέλφι κι αυτο-προβολή. Ρωτάς κάποιον: γιατί λες να το έκανε; Και σου απαντάει μηχανικά: το έκανε γιατί είναι έτσι και γιουβέτσι. Και τον ξαναρωτάς, γιατί είναι έτσι και γιουβέτσι; Και σου απαντάει σα χάνος: μα γιατί έκανε αυτό που έκανε. Και πώς βρίσκεις την άκρη του νήματος; Αυτή είναι μια μικρή επαναστατική πράξη: να δεις τι έσπρωξε τους ανθρώπους να πράξουν.
Και ξέρετε τι είναι ένας λευκός ελέφαντας; Όταν ζητάνε από κάποιον να ΜΗΝ σκεφτεί έναν λευκό ελέφαντα, αυτός το πρώτο πράγμα που θα κάνει είναι να σκεφτεί έναν. Μια ακόμη μικρή επαναστατική πράξη: να παραμείνουμε άνθρωποι που αγαπάμε και φροντίζουμε.

Τίποτε δεν είναι καινούριο. Τα έχουν πει τόσοι και τόσοι και καλύτερα και πιο πειστικά και πιο εμπνευσμένα. Αλλά η γραφικότητά μας θα σώσει τον κόσμο.
Θα γυρίσω στο σπίτι και θα καλέσω όλους τους φίλους μου. Θα τους διαβάσω ακαταλαβίστικους στίχους σχεδόν σουρρεαλιστικούς και θα φάμε σουβλάκια. Και όπως θα αποκοιμιόμαστε ένας ένας αποβλακωμένοι από το κουραστικό κίτρινο φως του σαλονιού μου σαν κουνούπια θα κοιμηθούμε έναν μεγάλο ύπνο, σχεδόν αιώνιο. Κι όπως στο όνειρό μας πάντα ξυπνάμε όταν πάμε να πεθάνουμε, κάποια στιγμή, όταν θα πάμε να πεθάνουμε, θα ξυπνήσουμε με μια βαθειά ανάσα σαν από μακροβούτι. Θα κοιτάξω ολόγυρα και θα φτιάξω πρωινό με ψωμί και μερέντα. Κι αυτό που τελικά θα μ' έχει κάνει να ξεχωρίσω δε θα 'ναι αν ενέπνευσα κάποιον από τις εκπομπές μου ή τα κείμενά μου, αλλά αν αγαπήθηκα κι αν αγάπησα. Κι όλα τ' άλλα που κάνουμε, οι ηλίθιες κραυγές που τις λέμε φιλοσοφία ή επιστήμη ή η μουσική και οι άλλες τέχνες θα 'ναι αντιπερισπασμός: να μας κυνηγούν ή να αδιαφορούν γι' αυτά κι όχι για την αγάπη που θα δίνουμε. Σαν το αίνιγμα που πας να περάσεις τη γέφυρα κι ο φύλακας δε σ' αφήνει και θα πρέπει να πας πισωπατώντας κι απ' τα χνάρια να νομίζει πως απομακρύνεσαι και δεν πλησιάζεις τη γέφυρα.
Απορρίψατε τους δαχτυλοκοιτάδες.
Συμπονέστε τους ωχαδελφάκηδες.
Μη ντραπείτε μπροστά στους βολεψάκηδες.
Πονέστε τους φίλους σας: κάλλιον προτιμάν την αλήθειαν.
Μην παραμερίσετε, όταν θα σας ζητούν να σεβαστείτε την ιστορική αλήθεια. Δεν υπάρχει. Είμαστε μηδαμινές καμπυλώσεις του χωροχρόνου (για να πετάξουμε και κανα τσιτάτο).
Διαταράξτε την καθημερινότητα πιο συχνά από τους νόμους.
Κάντε έρωτα, κάντε "μπου", σκηνοθετήστε μιαν εξωγήινη εισβολή, κάτι να διαταραχθεί η ρουτίνα.
Προτιμήστε το ζωτικό ψεύδος των -και καλά- εχθρών σας από την αλήθεια των καλοθελητών.
Διαγράψτε και κοροϊδέψτε ό,τι κι αν ακούσατε απόψε.

Καλό βράδυ!”

Με το που τελείωσε την εκπομπή του ο ραδιοφωνικός παραγωγός έκλεισε τον υπολογιστή με την ρουτινιάρικη ευκολία που διακατείχε τις κινήσεις του κάθε φορά που έκλεινε τον υπολογιστή. Κανένας μελοδραματισμός, καμία δυσκολία, καμία επιβράδυνση για να προσδώσει έναν τόνο βαρύ στο κλείσιμο της τελευταίας του εκπομπής. Ίσως καλά καλά να μην το είχε συνειδητοποιήσει.
Βγήκε από το στούντιο, χαιρέτησε όλους, όσοι βρίσκονταν εκεί για την επόμενη εκπομπή κι ένα διοικητικό στέλεχος της γραμματείας του σταθμού που ολοκλήρωνε κάτι τελευταίες γραφειοκρατικές λεπτομέρειες για την πληρωμή των εργαζομένων που θα γινόταν από αύριο. Άλλωστε κανένας δεν ήξερε πως ήταν η τελευταία του εκπομπή, οπότε κανείς δεν είχε προκάμει να είναι εκεί για να του πει ένα περισσότερο ή λιγότερο τυπικό "αντίο".
Ότι ήταν η τελευταία του εκπομπή το είχε ανακοινώσει πριν από μιάμιση ώρα περίπου στον αέρα. Χαιρέτησε την επόμενη ραδιοφωνική παραγωγό -ανάμεσά τους παλιότερα είχε δημιουργηθεί ένα ερωτικό ειδύλλιο, που έληξε άδοξα, όταν τον ρώτησε: "Τι νιώθεις για μένα;" κι εκείνος της είχε απαντήσει "Ποιος ξέρει τι νιώθω και πού να καταλάβεις τι εννοώ με αυτό που θα σου πω. Δε σου φτάνει το μεταξύ μας;". Δεν της έφτανε.
Βγήκε χαιρετώτας τον φύλακα της εισόδου με ένα χαμόγελο κι ένα νεύμα σχεδόν απροσδιόριστο. Τον συμπαθούσε αυτόν τον χοντρούλη μεσήλικα ή είχε τόσο εντρυφήσει στο να κατανοήσει τις δυσκολίες της ζωής του που πια του ήταν συμπαθής λόγω αυτού; Ή ποια η διαφορά τελοσπάντων; Πλησίασε το αμάξι του. Κλήση. "Γαμώτο!" και τότε ήταν η πρώτη φορά που σκέφτηκε "όλα μαζεμένα!". Μα ποια όλα; Δική του ήταν η επιλογή να σιωπήσει. Δική του η επιλογή να μη διδάσκει πια, να μη γράφει, να αποσυρθούν τα βιβλία του και η φωνή του από τα ερτζιανά. Ήταν τόσο σίγουρος για κάθε μία από τις κινήσεις του.
"Απελθέτω το ποτήριον τούτο από μένα" σκέφτηκε. Όλοι προδίδουν, όσο αποφασισμένοι κι αποφασιστικοί κι αν είναι. Μήπως το μάθαμε λάθος να απομονωνόμουμε την όποια προδοσία από την όποια ειλικρινή μας πράξη; Μήπως γινόμαστε πιο ειλικρινείς όταν ξεγλιστρά η αδυναμία μας μέσω της προδοσίας; Άκουσε βήματα πίσω του στην είσοδο του σταθμού.
"Δεν είναι δυνατόν!" κι όμως από τον σταθμό έβγαινε αυτός! Ξανά! Χαιρετούσε απροσδιόριστα τον φύλακα και σκεφτόταν (άκουγε όντως τη σκέψη του) αν όντως τον συμπαθεί ή αν η ανάγκη τον έσπρωξε να τον συμπαθεί. Τον ξανάκουσε να ζητά να μην το υποστεί όλο αυτό, να γυρίσει πίσω σαν να μετάνιωσε ή ακόμη πιο εγωιστικά, σαν να μην έπραξε τίποτε, σαν να ήταν όλα μέλι γάλα. Γιατί να μη σε πιστεύουν οι άλλοι αν τους πεις ότι η πράξη σου ήταν σαν να μην έγινε; Γιατί να θυμούνται; Γιατί;
Τον πλησίασε αυτός που ήταν αυτός και που μόλις είχε βγει από τον σταθμό, κοντοστάθηκε έξω από το αμάξι του σε ελάχιστη απόσταση, σαν όλος ο κόσμος για το μιμητικό του ολόγραμμα να είχε μια μετατόπιση λίγων εκατοστών από τον δικό του κόσμο. Και τον ξανάκουσε να λέει πως δεν είναι δυνατόν. Έστρεψε ο άλλος αυτός το βλέμμα του στην είσοδο του σταθμού και να σου! Ένας τρίτος -ή δεύτερος- έβγαινε από τον σταθμό.
Πήγε να μιλήσει στον έναν που στεκόταν δίπλα του, μα ο άλλος δεν στράφηκε προς αυτόν. Εκείνος στράφηκε στον τρίτο. Κι ο τρίτος στον τέταρτο που ερχόταν από τον σταθμό. Μα τι συμβαίνει; Ο κόσμος δεν ήταν καθρέφτης, μα μια απέραντη καθυστερημένη του προβολή. Δεν ήταν σκιά, μα ένας αιώνιος ίδιος του εαυτός. Δεν ήταν αντανάκλαση, μα σιωπή. Από δω και πέρα ο κόσμος του ήταν σιωπή.

Σάββατο 1 Απριλίου 2017

Ορατότητα

 

Όταν ταυτίζομαι -το έμαθα καλά- βρίσκω ταυτότητα
κι όχι μιαν απλή αντιστοιχία.
Κατοικώ ανιμιστικά στο καθετί, ενυπάρχω.
Το Εγώ -αμφιταλαντεύομαι διαρκώς-
ψευδαίσθηση ή παραίσθηση.
Βρίσκω μιαν ακατάπαυστη, ασίγαστη ταυτότητα,
όχι απλή ποιητική αντιστοίχιση,
στις τριάδες
του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος
με
της Ινές & της Εστέλ & του Γκαρσέν
με
εμένα, εσένα και της γάτας που μας κοίταξε μέσα στα σκοτεινά.
Μη με μπλέκεις με έννοιες κούφιες και κουφές, όπως
"καλό" και "κακό" και "τίμιο" και "αθώο" και "ένοχο" και "κλπ". Βλέπω
απλώς το "τρίτο",
την -ας πούμε- συνέπεια των σχέσεων.
Η μυθολογία κι η θρησκεία ενίοτε μάς προσφέρουν
μιαν ιστορικότητα στη φθαρτή μας και αμνήμονα ηλιθιότητα,
μια και ποιος έζησε για να θυμάται χωρίς αφηγήσεις το παρελθόν.
Όμως τίποτε στον κόσμο δεν έχει ξαναγίνει.

Κι αν επιμείνουμε ότι ξέρουμε καλά ή μάθαμε ή θέλουμε κάποιον
ή κάτι, αυτή η επιμονή μας,
η δήλωσή μας,
αυτό αποτελεί πάντα κατηγόρια:
μιλώντας για το κάθε τι και για τον καθένα τού κληροδοτούμε την εσαεί ενοχή του
στον κόσμο αυτό
-να φταίει για κάτι.
Τα συναιθήματά μας κι η σκέψη μας, ως θεσμοί,
δεν επαρκούν. Χρειάζεται να ξαναμάθουμε το
συναίσθημα, το προαίσθημα, το αίσθημα και τη σκέψη πριν
ξαναμάθουμε και ξαναχτίσουμε τον κόσμο.
Και να μην υπάρχει ψυχή, έστω πως κάτι δεν υπάρχει,
αν μιλήσαμε γι' αυτό
-όπως για την ψυχή,
που μιλήσαμε γι' αυτή τόσο πολύ, που πια θα γεννήθηκε, το δίχως άλλο.
Η ανυπαρξία είναι μια ξεκάθαρη ταυτοτική μεταβλητή.
Να οριστείς και να ορίσεις
εντός νόμων, παραδόσεων και ηθών και ν' αναζητάς το "ποιος είσαι" μες στις απαγορεύσεις
και τις εντολές άλλων, αλλού κι άλλοτε ή
ελεύθερος, όπως λες, να έρχεσαι διαρκώς αντιμέτωπος με τη συνειδητοποίηση του αδύνατου της επικοινωνίας; Κι έτσι
χωρίς να μοιραστείς και να μοιράζεσαι, να ζεις τη μοίρα του "ποιος είσαι" μόνος, ανέκφραστος
σαν να μην είσαι.
Εγώ εξαντλούμαι σε σκέψεις όπως παρακάτω:
μια αγαπημένη μου ταύτιση είναι να λέω ένα σωρό πράματα που θα 'δινα
και τη ζωή μου, γιατί τα πιστεύω
και μετά χωρίς να έχω "πειστεί"
ν' αντιτίθεμαι με ένα "μα εγώ"
σαν ένα ολόδικό μου προσδιορισμό.

Μα εγώ
είμαι το πρόσωπο που κάποιος θα μ' ονειρεύτηκε.
Είμαι το πρόσωπο που κάποιος ποτέ του δε θυμόταν πως το είδε,
βλέποντάς με τυχαία και φευγαλέα στο δρόμο,
μα θα μ' ονειρεύτηκε καταπώς όλοι όσοι
βλέπουμε στον ύπνο μας
είναι πρόσωπα που κάπως, κάπου, κάποτε είδαμε για λίγο
ή για πολύ.
Είμαι η ηχώ κι όχι ο ήχος,
η ακρόαση κι όχι μόνο η ακοή,
η σκιά κι όχι ο αντικατοπτρισμός, η επαφή
κι όχι το δέρμα ή η αφφή.
Η σωματοποίηση που τόσο πιστεύω
θέλει την ποίηση των σωμάτων,
είσμαι.

Φέρουμε τα χέρια μας ή μας φέρουν; Πιάνονται
στην κουπαστή, στην άκρη στο τραπέζι, όταν σηκώνεσαι,
από έναν ώμο ή μέση ή την παλάμη,
πιάνουν το κεφάλι που πονάει ή νυστάζει ή κοιμάται ή βαριέται,
πιάνονται μεταξύ τους
σαν τις δύο άκρες του κόσμου:
"Τι άγγιξες;" ρωτάει το αριστερό,
"Ούτε που πρόσεξα με τόσο κουβάλημα",
να κουβαλήσεις τη τσάντα σου τη σχολική, το πιρούνι ή το στυλό
ή να βάλεις τα ρούχα σου, κούτες ή άλλα
φορτία να κουβαλήσεις, να μεταφέρεις. Πού να θυμάσαι τι άγγιξες;
Στα χέρια φωλιάζει όλη η ηθική κι η πρόθεση κι η βούληση. Ποιος
κώλος
θίχτηκε απ' το άγγιγμα του γονάτου;

Θα 'πρεπε να 'χαμε αγαπηθεί.
Θα 'πρεπε να 'χαμε φάει, αν και βαρυστομαχιασμένοι ήδη,
εκείνο το παγωτό.
Θα 'πρεπε να 'χαμε μια μέρα αργίας απ' όλους και όλα,
το δικαίωμα στη τεμπελιά ως ύψιστο ζητούμενο επανάστασης.
Θα 'πρεπε ήδη ν' απαρνούμασταν τη γλώσσα που μάθαμε,
τα συντακτικά και τις γραμματικές που μας κατάπιανε σαν άλλος Κρόνος,
τις λέξεις που μάς κλείδωσαν εντός ή εκτός δωματίων,
τη γραφειοκρατία της ποίησης,
τα γράμματα και τη στίξη, για να λιώνανε σαν κομματάκια σοκολάτας μες στο στόμα.
Όλα δε θα 'πρεπε να 'ταν διαπιστώσεις. Μήτε δεοντολογίες. Ακόμη και ως γεγονότα, να 'ταν κάτι σαν είδος υποθετικού λόγου. "Θα 'πρεπε".
Δε θέλω να με καταλαβαίνεις. Κάνουμε πάντα λάθος,
όταν καταλαβαίνουμε τους άλλους. Τόσο απλό
το να πεθαίνεις μες στη θύμηση
και την κατανόηση των άλλων.
"Δε θα 'πρεπε".

Σ' όση ύλη αντιστοιχιστήκαμε, σε τόσο θα αναλογούμε,
πάντα παρόντες, πάντα εδώ
φως ή ύλη ασύλληπτη ακόμη
με μιαν αγάπη που καταλαβαίνει μόνο αυτό που έχει μορφή σώματος
τη στιγμή που αυτό είναι τόσο στιγμιαίο
και την επόμενη στιγμή η σκόνη
θ' ακολουθήσει τη σιωπή των αστεριών
όπως κατά την αποδήμηση.

Όλα τα υψηλά συναισθήματα
είναι άγνοια
και πού και πού αγνωσίες.
Σ' αγαπώ.
Κι αν αγαπώ, θ' αρκούσε ένα κομμάτι σώματός σου για να σ'αγαπήσω
ολόκληρω σώματι.
Λέμε τις λέξεις ανεύθυνα.
Όλα στον κόσμο είναι φάσματα.
Τα 4 "σ" της γλώσσας: σημαίνον, σημαινόμενο, σημείο και σύμπτωμα.
Φάσμα κι εσύ + εγώ. Μα δεν μπορούμε να 'μαστε
ταυτόχρονα παντού. Το ότι είμαι εδώ και τώρα
σημαίνει πως δεν είσμαι εκεί και τότε. Στο φάσμα
υπήρξαμε, υπάρχουμε και θα υπάρξουμε μόνο μια φορά.
Μπορούμε να πούμε "θα είσμαι εκεί και τότε" ενώ την ίδια στιγμή
δεν είσμαι εδώ και τώρα.
Ποτέ δεν ξαναϋπήρξαμε, δεν ξαναϋπάρχουμε, δεν θα ξαναϋπάρξουμε.
Για μια τόση δα ζωή,
να αναμετρηθούμε με τόση ανεξάντλητη ανυπαρξία,
να χάνουμε τόση αθανασία.
Πασχίζοντας, όχι για τη ταυτότητα, μα την ορατότητα.

Σάββατο 11 Μαρτίου 2017

ΕξαπάΤησις



Η ποίηση που τόσο πιστέψαμε μάς εξαπάτησε. Που τόσα κρύψαμε μέσα της και σπρώξαμε δούρειο ίππο στον Άλλον. Άλογη, άνευ λόγου λόγια, ποίηση.
Δεν θέλησα να με καταλάβεις με όσα σου έγραφα, μα να σου ερεθίσω τη φαντασία, την τόσο μνήμη και τόσο λήθη, το τόσο γεγονός και μη.
Το υπαρξιακό άγχος να εκπέμπουμε διαρκώς για να μη θεωρηθούμε νεκροί πλέον ανεστράφη, άντε να μαζέψεις τα σημαινόμενα.
Μα πέρα από σημαίνοντα και σημαινόμενα υπάρχουν σημεία και συμπτώματα. Τα 4 Σ της ποίησης.
Μα εδώ σώνεται κάπου ο χώρος. Κάπου στα επόμενα θα Σου Σου Σου Σου μιλήσω γι'αυτά.
Δικός Σου.