Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2019

Εν είδει ποιητικής

Magritte

Α.
Ο φόβος είναι ποτάμι.
Πάντα ρέει.
Δεν μπαίνεις στο ίδιο ποτάμι δεύτερη φορά.
Κολυμπάς με τη φορά του ή κόντρα σ' αυτό.
Πηγάζει από βουνό.
Ήτανε χιόνι.
Πέφτει σε θάλασσα ή λίμνη.
Στην όχθη απέναντι θέλεις να βρεθείς.
Είναι φλέβα. Κι έχει τη βία των οχθών.
Ο φόβος δέχεται την αντιμεταθετική ιδιότητα.
Υποκύπτει, αρκεί να υπάρχει.

Β.
Αυτό που την ευτυχία φέρνει δεν είναι η αιτία της,
αλλά το δέλεαρ της,
σαν ένα κομμάτι κρέας
σε μια πέτρα
σ' ένα ξέφωτο
για ένα αγρίμι
μες στο δάσος
μες στην νύχτα.

Γ.
Αλήθεια είναι η αγάπη για τον εαυτό σου.
Τραγωδία είναι ένα όραμα που εκφράστηκε σε ανώριμο πλαίσιο.
Το να φεύγεις σημαίνει πως γδέρνεις ένα κομμάτι από το ρούχο σου και να πιάνεται σε ένα κλαδί.
Το να αγαπάς δεν έχει βεβαιότητα, δε συνιστά απόφαση, μα αποφασιστικότητα.
Ο πόνος είναι ανεπικοινώνητος.
Η αγάπη για τον εαυτό σου είναι μια μορφή να αγγίζεις την αλήθεια.
Η αλήθεια είναι ανεπικοινώνητη.

Δ.
Περπάτησα ανάποδα στον κόσμο, απ'ο το ρολόι της πλατείας των 9.40 στο ρολόι του δημαρχείου που όταν έφτασα ήταν 9.40. Συνάντησα αυτόν που είχε ραντεβού στις 9.30 παρακάτω στο πάρκο και το παιδί που του είπαν να γυρίσει στις 9 απ' το παιχνίδι. Ένα ξυπνητήρι χτυπούσε από μια ανοιχτή μπαλκονόπορτα. Μια κοπέλα ξυπόλητη από το διπλανό μπαλκόνι έριχνε πετραδάκια στο παντζούρι του σπιτιού με το ξυπνητήρι -ενισχυμένη αρωγή αφύπνισης. Έφτασα αργοπορημένος σπίτι. Έτσι μαρτυρούσαν τα σβηστά φώτα. Ή κοιμόσουν ή έλειπες. Ξεκλείδωσα. Περπάτησα κι ανέβηκα τις σκάλες. Κοίταξα το ρολόι: 10.48. Δεν κοιμόσουν. Δεν έλειπες. Έβλεπες τηλεόραση. Ξυπόλητη. Με περίμενες από τις 9.30 που σε πήρα τελευταία φορά τηλέφωνο, είπες. Μα εγώ δε σε είχα πάρει τηλέφωνο. Χτύπησε το ξυπνητήρι. Πετάχτηκα απ' το κρεβάτι. Άκουγα σα χαλάζι κάτι στο παντζούρι μου. Μου πέταγες πετραδάκια. Τεμπέλη 11 η ώρα, είπες όταν βγήκα στο παράθυρο. Ήσουν ξυπόλητη. Είχες ανοιχτό το ραδιόφωνο, τηλεόραση δεν είχαμε ποτέ. Είχες δύο καφέδες στο τραπέζι και δώρο ένα ρολόι χειρός. Αν και ξέρεις πως δε φοράω τίποτα στα χέρια μου. Δεν περνούσε κανένας. Μόνο ήλιος στην αυλή έξω από την μονοκατοικία. Περπάτησα ανάποδα τον κόσμο, να μη μ' ακολουθήσουν.

Ε.
Τη θέση αυτού του σώματος θα την πάρουν κουβερλί και μπόγος από ρούχα φορεμένα, . Τη θέση αυτού του κρεβατιού το έπιπλο τουαλέτα με τον καθρέφτη. Στη θέση αυτού τού δωματίου από κρεβατοκάμαρα θα γίνει σχεδόν αποθήκη. Και την άποψη ότι τόσην ώρα περιγράφω μια κάμαρα ενός έρωτα τελειωμένου να την κρατήσετε για πάρτη σας.

ΣΤ.
Και οι λέξεις ξοδεύονται σα σπίρτα μια κρύα νύχτα του χειμώνα για να ζεσταθεί το κοριτσάκι με τα σπίρτα. Κάποια στιγμή οι λέξεις δε φτάνουν. Και κάποιες στιγμές δε φτάνουμε τις λέξεις σα βαζάκια σε ψηλό ράφι, αργά το απόγευμα καθώς λείπουν όλοι από το σπίτι κι εμείς μικρά παιδιά πατάμε σε καρέκλες και σκαμνιά για να ξεκλέψουμε λίγο από τη λιχουδιά τους. Οι λέξεις τελειώνουν κι οι λέξεις ποτέ δεν είναι αρκετές για κάθε ήχο της γλώσσας. Κι ο πόνος κι ο έρωτας κι η θλίψη κι ο θάνατος κι η αγάπη είναι όλα τους Σκύλλα και Χάρυβδη. Από τη μια παίρνουν τη λέξη για να γεννηθούν κι από την άλλη την ξερνάνε σαν να είναι πια άχρηστη κι εκείνη μια είναι τραγούδι και ποίημα κι από την άλλη φτυσιά και λάσπη και τη μία είναι αυτό που είναι και την άλλη τη ρουφάει το σκοτάδι. Η λέξη κυοφορεί τη λήθη της και τη θλίψη της. Η λέξη ονειρεύεται να μην ήταν λέξη ή να ήταν άλλη λάξη. Οι λέξεις κόκαλα δεν έχουν και κόκαλα τσακίζουν. Οι λέξεις φέρνουν τα λάχανα κι οι λέξεις φέρνουνε τα παραπούλια. Οι λέξεις είναι ποτάμια κι οι θάλασσες περιμένουν με ανοιχτό το στόμα. Οι λέξεις φτιάχνουνε ποιήματα. Τα ποιήματα γαντζώνονται σαν πνιγμένοι από όπου βρουν. Τα ποιήματα λειτουργούν σαν RNA -από ένα κομμάτι χεριού φτιάχνουν απέναντι άλλο σώμα. Τα ποιήματα δυναστεύουν τους ανθρώπους σαν πένθη ακόμη και στη βαθύτατη ευτυχία. Οι άνθρωποι εξεγείρονται εναντίον τους κι άλλα ποιήματα παίρνουν τη θέση των παλιών. Οι άνθρωποι πάντα υπομένουν και πάντα περιμένουν. Τα ποιήματα είναι όπλα -νομίζουν- για να αγγίζουν τον κόσμο και τους ανθρώπους μα ήδη οι ίδιοι έχουν αγγιχτεί. Νομίζουμε πως έχουμε τον τρόπο να επικοινωνούμε και να εξουσιάζουμε, μα ήδη όλα είναι τρόποι πρώτα από όλα εμείς να εξουσιαζόμαστε. Οι λέξεις ξοδεύονται και τις λέξεις ξοδεύω. Και δε μου φτάνουν να στα πω. Κι αλίμονο αν στα λέω και καλά. Να σου πω για τη θάλασσα που γεμίζει απ' τα ποτάμια όπως εγώ όταν με αγγίζεις. Να σου πω για την νύχτα που βγάζει νυχτολούλουδα και για τη θάλασσα που γεμίζει γρι-γρι την νύχτα για ψαριές. Να σου πω για τις λέξεις χρησιμοποιώντας τις λέξεις όπως σου μιλώ για την αγάπη και το μικρό αγριολούλουδο στην άκρη του γκρεμού. Και θα κοιμηθούμε ένα βράδυ μαζί που θα κρατήσει πιο πολύ από τον θάνατο. Κι εσύ που κόκαλα έχεις και φέρνεις την κατάλληλη στιγμή για κάθε αναμονή να θυμάσαι πως κυοφορούμε τη λήθη μας και τη θλίψη μας και μια λέξη που κυοφορεί τη λήθη της, τη θλίψη της και εμάς.

Ζ.
Πάντως να γίνεσαι αυτό που επιθυμείς
κι αυτό
μορφή αλλοτρίωσης είναι.

Η.
Με λέξεις γεννημένες πριν από μας
να λέμε για τ' αγέννητά μας πάθη.

Θ
Κι από το σκοτάδι έφυγα
και στο σκοτάδι μπήκα,
απάντησα στον έρωτα,
απάντησα στη Σφίγγα,

κοιτάχτηκα μες στο νερό
και δε μ' είδα ποτέ μου
κι αν σε ρωτώ ποιος είμαι γω
μην απαντάς κατά πώς

το περιμένω. Σπάσε

μου

την ομοικαταληξία.

Σπάσε το δρόμο
απ' τον κάματο
ως τον θάνατο.

Κι από το φως γεννήθηκα
και μες στο φως υπάρχω
κι έχω σπηλιά,
είμαι σπηλιά
και πάλι σπήλαιο ψάχνω.

Ι.
Επιμένω στις ίδιες λέξεις.
Η παραμονή στις ίδιες και στις ίδιες θα γίνει κάποτε μια δεύτερή μου φύση.
Από την πολλή την επανάληψη ο κόσμος φτάνει σ' έναν προορισμό.
Από την πολλή την επανάληψη αποκτάει μια λέξη ορισμό.
Από την πολλή την επανάληψη έμεινα και ξέμεινα στον κόσμο.
Αυτό είναι το σύμπτωμα και δεν το αρνούμαι.
Επιμένω στις ίδιες λέξεις κι επιμένω
να μη λέω και τα συνώνυμά τους.
Και τις ομολογώ και δεν τις αρνούμαι.
Από την πολλή την επανάληψη -κύμα, ανάσα, επιστροφή, φιλί, ίδια γουλιά,
γουλιά-γουλιά, φιλί-φιλί, κύμα το κύμα, θάλασσα, εσύ- έρχεται η μοίρα,
μένει,
ανθίζει
κι αυτή
αναζητώντας τον άνθρωπό της.
Επιμένω σαν να μην ξεχνάω ποτέ κάτι.

ΙΑ.
Όπως του Μίδα το χέρι το χρυσό
που του έκανε τον βίο αβίωτο
έτσι και του έρωτα το χάδι
όπου ακουμπά και όπου βρίσκει.

ΙΒ.
Λένε πως έχουμε νευρώνες-καθρέφτες, που αν κάνει κάποιος κάτι
και είμαστε εκεί
είναι σαν να το βιώνουμε και οι ίδιοι μέσες άκρες.
Χωρίς αυτούς πώς θα ένιωθα το κορμί σου και πώς θα ήταν σαν να ήμουν εσύ.
Ξέρεις μερικές φορές τα σώματα μπερδεύονται
σα σε τράπουλα
κι ενίοτε τραβάς άλλο χαρτί στη γύρα που είναι να παιχτεί.
Λένε κι είναι
λες και λέω εγώ.
Μιλάω και θα ήθελα να ήταν
λες και μιλάς εσύ.
Έστω λίγο.
Η ψύχρα άρχισε να πυκνώνει σα φυλλωσιά σε κήπο αφημένο σε σπίτι κλειστό
σαν εξοχικό
στο νησί που είδαμε περπατώντας κάποια νύχτα.
Το σώμα σου πυκνώνει σαν την ψύχρα.
Κι απ' όλες τις παρομοιώσεις
είναι λες κι είσαι η ψύχρα κι η φυλλωσιά.
Και από τον καθρέφτη σου μ' αρέσει να σε κοιτώ να βάφεσαι.

ΙΓ.
Σήμερον κρεμάται επί χείλους
αυτός που κρέμεται απ' τα χείλη σου.

Από μια μικρή κλωστή κρατιέται
που έπλεξε εγκώμιο για το φιλί σου.

ΙΔ.
Στο παραμύθι σκόνταψα μια νύχτα πριν ξαπλώσω.
Ούτε ονειρεύτηκα, μήτε κοιμήθηκα, μήτε έζησα εν τέλει.
Με ονειρεύτηκαν μια νύχτα πριν ξαπλωσω
όλοι
του παραμυθιού
οι ήρωες.

ΙΕ.
Λίγο φως.
Να μη διακρίνω πού αρχίζεις, πού τελειώνεις.
Λίγο φως, όσο έλειπε του Γκαίτε.
Λιγότερο φως, περισσότερο εσύ.

ΙΣΤ.
Η προαγωγή του πιονιού στο σκάκι στη τελευταία σειρά του αντιπάλει
το μετατρέπει.
Έτσι κι εσύ
πιόνι στην ακροθαλασσιά,
στο τελευταίο κύμα της θάλασσας,
που φέρνει τη θάλασσα και εκείνη δεν έρχεται,
που φυσά ο άνεμος και ο ουρανός δεν το κουνάει,
μετατρέπεσαι.
Κι αν μη τι άλλο
κάπως
αγαπιέσαι.