Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2019

Εν είδει ποιητικής

Magritte

Α.
Ο φόβος είναι ποτάμι.
Πάντα ρέει.
Δεν μπαίνεις στο ίδιο ποτάμι δεύτερη φορά.
Κολυμπάς με τη φορά του ή κόντρα σ' αυτό.
Πηγάζει από βουνό.
Ήτανε χιόνι.
Πέφτει σε θάλασσα ή λίμνη.
Στην όχθη απέναντι θέλεις να βρεθείς.
Είναι φλέβα. Κι έχει τη βία των οχθών.
Ο φόβος δέχεται την αντιμεταθετική ιδιότητα.
Υποκύπτει, αρκεί να υπάρχει.

Β.
Αυτό που την ευτυχία φέρνει δεν είναι η αιτία της,
αλλά το δέλεαρ της,
σαν ένα κομμάτι κρέας
σε μια πέτρα
σ' ένα ξέφωτο
για ένα αγρίμι
μες στο δάσος
μες στην νύχτα.

Γ.
Αλήθεια είναι η αγάπη για τον εαυτό σου.
Τραγωδία είναι ένα όραμα που εκφράστηκε σε ανώριμο πλαίσιο.
Το να φεύγεις σημαίνει πως γδέρνεις ένα κομμάτι από το ρούχο σου και να πιάνεται σε ένα κλαδί.
Το να αγαπάς δεν έχει βεβαιότητα, δε συνιστά απόφαση, μα αποφασιστικότητα.
Ο πόνος είναι ανεπικοινώνητος.
Η αγάπη για τον εαυτό σου είναι μια μορφή να αγγίζεις την αλήθεια.
Η αλήθεια είναι ανεπικοινώνητη.

Δ.
Περπάτησα ανάποδα στον κόσμο, απ'ο το ρολόι της πλατείας των 9.40 στο ρολόι του δημαρχείου που όταν έφτασα ήταν 9.40. Συνάντησα αυτόν που είχε ραντεβού στις 9.30 παρακάτω στο πάρκο και το παιδί που του είπαν να γυρίσει στις 9 απ' το παιχνίδι. Ένα ξυπνητήρι χτυπούσε από μια ανοιχτή μπαλκονόπορτα. Μια κοπέλα ξυπόλητη από το διπλανό μπαλκόνι έριχνε πετραδάκια στο παντζούρι του σπιτιού με το ξυπνητήρι -ενισχυμένη αρωγή αφύπνισης. Έφτασα αργοπορημένος σπίτι. Έτσι μαρτυρούσαν τα σβηστά φώτα. Ή κοιμόσουν ή έλειπες. Ξεκλείδωσα. Περπάτησα κι ανέβηκα τις σκάλες. Κοίταξα το ρολόι: 10.48. Δεν κοιμόσουν. Δεν έλειπες. Έβλεπες τηλεόραση. Ξυπόλητη. Με περίμενες από τις 9.30 που σε πήρα τελευταία φορά τηλέφωνο, είπες. Μα εγώ δε σε είχα πάρει τηλέφωνο. Χτύπησε το ξυπνητήρι. Πετάχτηκα απ' το κρεβάτι. Άκουγα σα χαλάζι κάτι στο παντζούρι μου. Μου πέταγες πετραδάκια. Τεμπέλη 11 η ώρα, είπες όταν βγήκα στο παράθυρο. Ήσουν ξυπόλητη. Είχες ανοιχτό το ραδιόφωνο, τηλεόραση δεν είχαμε ποτέ. Είχες δύο καφέδες στο τραπέζι και δώρο ένα ρολόι χειρός. Αν και ξέρεις πως δε φοράω τίποτα στα χέρια μου. Δεν περνούσε κανένας. Μόνο ήλιος στην αυλή έξω από την μονοκατοικία. Περπάτησα ανάποδα τον κόσμο, να μη μ' ακολουθήσουν.

Ε.
Τη θέση αυτού του σώματος θα την πάρουν κουβερλί και μπόγος από ρούχα φορεμένα, . Τη θέση αυτού του κρεβατιού το έπιπλο τουαλέτα με τον καθρέφτη. Στη θέση αυτού τού δωματίου από κρεβατοκάμαρα θα γίνει σχεδόν αποθήκη. Και την άποψη ότι τόσην ώρα περιγράφω μια κάμαρα ενός έρωτα τελειωμένου να την κρατήσετε για πάρτη σας.

ΣΤ.
Και οι λέξεις ξοδεύονται σα σπίρτα μια κρύα νύχτα του χειμώνα για να ζεσταθεί το κοριτσάκι με τα σπίρτα. Κάποια στιγμή οι λέξεις δε φτάνουν. Και κάποιες στιγμές δε φτάνουμε τις λέξεις σα βαζάκια σε ψηλό ράφι, αργά το απόγευμα καθώς λείπουν όλοι από το σπίτι κι εμείς μικρά παιδιά πατάμε σε καρέκλες και σκαμνιά για να ξεκλέψουμε λίγο από τη λιχουδιά τους. Οι λέξεις τελειώνουν κι οι λέξεις ποτέ δεν είναι αρκετές για κάθε ήχο της γλώσσας. Κι ο πόνος κι ο έρωτας κι η θλίψη κι ο θάνατος κι η αγάπη είναι όλα τους Σκύλλα και Χάρυβδη. Από τη μια παίρνουν τη λέξη για να γεννηθούν κι από την άλλη την ξερνάνε σαν να είναι πια άχρηστη κι εκείνη μια είναι τραγούδι και ποίημα κι από την άλλη φτυσιά και λάσπη και τη μία είναι αυτό που είναι και την άλλη τη ρουφάει το σκοτάδι. Η λέξη κυοφορεί τη λήθη της και τη θλίψη της. Η λέξη ονειρεύεται να μην ήταν λέξη ή να ήταν άλλη λάξη. Οι λέξεις κόκαλα δεν έχουν και κόκαλα τσακίζουν. Οι λέξεις φέρνουν τα λάχανα κι οι λέξεις φέρνουνε τα παραπούλια. Οι λέξεις είναι ποτάμια κι οι θάλασσες περιμένουν με ανοιχτό το στόμα. Οι λέξεις φτιάχνουνε ποιήματα. Τα ποιήματα γαντζώνονται σαν πνιγμένοι από όπου βρουν. Τα ποιήματα λειτουργούν σαν RNA -από ένα κομμάτι χεριού φτιάχνουν απέναντι άλλο σώμα. Τα ποιήματα δυναστεύουν τους ανθρώπους σαν πένθη ακόμη και στη βαθύτατη ευτυχία. Οι άνθρωποι εξεγείρονται εναντίον τους κι άλλα ποιήματα παίρνουν τη θέση των παλιών. Οι άνθρωποι πάντα υπομένουν και πάντα περιμένουν. Τα ποιήματα είναι όπλα -νομίζουν- για να αγγίζουν τον κόσμο και τους ανθρώπους μα ήδη οι ίδιοι έχουν αγγιχτεί. Νομίζουμε πως έχουμε τον τρόπο να επικοινωνούμε και να εξουσιάζουμε, μα ήδη όλα είναι τρόποι πρώτα από όλα εμείς να εξουσιαζόμαστε. Οι λέξεις ξοδεύονται και τις λέξεις ξοδεύω. Και δε μου φτάνουν να στα πω. Κι αλίμονο αν στα λέω και καλά. Να σου πω για τη θάλασσα που γεμίζει απ' τα ποτάμια όπως εγώ όταν με αγγίζεις. Να σου πω για την νύχτα που βγάζει νυχτολούλουδα και για τη θάλασσα που γεμίζει γρι-γρι την νύχτα για ψαριές. Να σου πω για τις λέξεις χρησιμοποιώντας τις λέξεις όπως σου μιλώ για την αγάπη και το μικρό αγριολούλουδο στην άκρη του γκρεμού. Και θα κοιμηθούμε ένα βράδυ μαζί που θα κρατήσει πιο πολύ από τον θάνατο. Κι εσύ που κόκαλα έχεις και φέρνεις την κατάλληλη στιγμή για κάθε αναμονή να θυμάσαι πως κυοφορούμε τη λήθη μας και τη θλίψη μας και μια λέξη που κυοφορεί τη λήθη της, τη θλίψη της και εμάς.

Ζ.
Πάντως να γίνεσαι αυτό που επιθυμείς
κι αυτό
μορφή αλλοτρίωσης είναι.

Η.
Με λέξεις γεννημένες πριν από μας
να λέμε για τ' αγέννητά μας πάθη.

Θ
Κι από το σκοτάδι έφυγα
και στο σκοτάδι μπήκα,
απάντησα στον έρωτα,
απάντησα στη Σφίγγα,

κοιτάχτηκα μες στο νερό
και δε μ' είδα ποτέ μου
κι αν σε ρωτώ ποιος είμαι γω
μην απαντάς κατά πώς

το περιμένω. Σπάσε

μου

την ομοικαταληξία.

Σπάσε το δρόμο
απ' τον κάματο
ως τον θάνατο.

Κι από το φως γεννήθηκα
και μες στο φως υπάρχω
κι έχω σπηλιά,
είμαι σπηλιά
και πάλι σπήλαιο ψάχνω.

Ι.
Επιμένω στις ίδιες λέξεις.
Η παραμονή στις ίδιες και στις ίδιες θα γίνει κάποτε μια δεύτερή μου φύση.
Από την πολλή την επανάληψη ο κόσμος φτάνει σ' έναν προορισμό.
Από την πολλή την επανάληψη αποκτάει μια λέξη ορισμό.
Από την πολλή την επανάληψη έμεινα και ξέμεινα στον κόσμο.
Αυτό είναι το σύμπτωμα και δεν το αρνούμαι.
Επιμένω στις ίδιες λέξεις κι επιμένω
να μη λέω και τα συνώνυμά τους.
Και τις ομολογώ και δεν τις αρνούμαι.
Από την πολλή την επανάληψη -κύμα, ανάσα, επιστροφή, φιλί, ίδια γουλιά,
γουλιά-γουλιά, φιλί-φιλί, κύμα το κύμα, θάλασσα, εσύ- έρχεται η μοίρα,
μένει,
ανθίζει
κι αυτή
αναζητώντας τον άνθρωπό της.
Επιμένω σαν να μην ξεχνάω ποτέ κάτι.

ΙΑ.
Όπως του Μίδα το χέρι το χρυσό
που του έκανε τον βίο αβίωτο
έτσι και του έρωτα το χάδι
όπου ακουμπά και όπου βρίσκει.

ΙΒ.
Λένε πως έχουμε νευρώνες-καθρέφτες, που αν κάνει κάποιος κάτι
και είμαστε εκεί
είναι σαν να το βιώνουμε και οι ίδιοι μέσες άκρες.
Χωρίς αυτούς πώς θα ένιωθα το κορμί σου και πώς θα ήταν σαν να ήμουν εσύ.
Ξέρεις μερικές φορές τα σώματα μπερδεύονται
σα σε τράπουλα
κι ενίοτε τραβάς άλλο χαρτί στη γύρα που είναι να παιχτεί.
Λένε κι είναι
λες και λέω εγώ.
Μιλάω και θα ήθελα να ήταν
λες και μιλάς εσύ.
Έστω λίγο.
Η ψύχρα άρχισε να πυκνώνει σα φυλλωσιά σε κήπο αφημένο σε σπίτι κλειστό
σαν εξοχικό
στο νησί που είδαμε περπατώντας κάποια νύχτα.
Το σώμα σου πυκνώνει σαν την ψύχρα.
Κι απ' όλες τις παρομοιώσεις
είναι λες κι είσαι η ψύχρα κι η φυλλωσιά.
Και από τον καθρέφτη σου μ' αρέσει να σε κοιτώ να βάφεσαι.

ΙΓ.
Σήμερον κρεμάται επί χείλους
αυτός που κρέμεται απ' τα χείλη σου.

Από μια μικρή κλωστή κρατιέται
που έπλεξε εγκώμιο για το φιλί σου.

ΙΔ.
Στο παραμύθι σκόνταψα μια νύχτα πριν ξαπλώσω.
Ούτε ονειρεύτηκα, μήτε κοιμήθηκα, μήτε έζησα εν τέλει.
Με ονειρεύτηκαν μια νύχτα πριν ξαπλωσω
όλοι
του παραμυθιού
οι ήρωες.

ΙΕ.
Λίγο φως.
Να μη διακρίνω πού αρχίζεις, πού τελειώνεις.
Λίγο φως, όσο έλειπε του Γκαίτε.
Λιγότερο φως, περισσότερο εσύ.

ΙΣΤ.
Η προαγωγή του πιονιού στο σκάκι στη τελευταία σειρά του αντιπάλει
το μετατρέπει.
Έτσι κι εσύ
πιόνι στην ακροθαλασσιά,
στο τελευταίο κύμα της θάλασσας,
που φέρνει τη θάλασσα και εκείνη δεν έρχεται,
που φυσά ο άνεμος και ο ουρανός δεν το κουνάει,
μετατρέπεσαι.
Κι αν μη τι άλλο
κάπως
αγαπιέσαι.

Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2019

Which is Earth?

Liu Kuo-sung


Φόρα ανάποδα ένα ρούχο να μη σε ματιάσουν.
Έγιναν ανάποδα τα πράματα από προκατάληψη, από μια ψευδή επίφαση πρόνοιας.
Τα γιασεμιά γαντζώνονται από τους τοίχους
και τα μπαλκόνια των σπιτιών,
αλλά το σίγουρο
θαρρούν να γίνουν αστέρια όταν μεγαλώσουν.
Τα γιασεμιά γαντζώνονται προπάντων απ' την νύχτα.
Οι άνθρωποι που γαντζώνονται σαν κισσοί σε άλλα κορμιά,
είναι προπάντων τα μέλη τους ξεχωριστά ένα προς ένα που γαντζώνονται
από μέρη ξεχωριστά ένας προς ένα στου άλλου το κορμί.

Τα 'πα λίγο ανάποδα τα πράματα, απ' ο,τι γίνονται μες στο κεφάλι μου.
Ο Μινώταυρος να ψάχνει τον Θησέα.
Αναμένοντας να έρθει ο σωτήρας, πάντα σωτήρας θα έρχεται
και πάντα σωτήρας δε θα έρχεται.
Ψυχρά κι ανάποδα καταμεσής καλοκαιριού.
Τα καράβια πλέουν καταμεσής του πελάγους
και τα βήματα ζωντανεύουν απάτητα σοκάκια.

Απ' το μελτέμι περιμένω να σου πάρει το φουστάνι σου
το απλό
στη βόλτα μας στο νησί σαν μια πολύ δική Μονρόε.

Σου είπα ποτέ πώς φτάνεις σ εμένα;
Σαν τη θάλασσα.
Πίστεψέ το.
Πίστευε το
και μη ερεύνα, αγάπη μου.
Μα την πίστη μου.

Το θαύμα είναι η άλλη όψη των πραγμάτων: η μέσα ραφή του φορέματος σου,
η σταγόνα ιδρώτα κάτω απ' το στήθος σου στον ήλιο και το κάμα,
το δάκρυ το ρετσίνι στον κορμό ενός δέντρου,
ο αφρός των κυμάτων που αφήνει το πλοίο μες στη θάλασσα που μια Αφροδίτη αναδυόμενη τσακώνεται με τους γλάρους για το ψίχουλο πριν βυθιστεί ξανά σαν σημάδι από τον ήλιο.

Το σημάδι από το μαύρισμα
στο κορμί σου συμπυκνώνει το νόημα του καλοκαιριού.
Είσαι η ανάπαυλα από την δυστυχία του κόσμου.
Να φοράς ένα ρουχαλάκι σου ανάποδα ή τώρα που φοράς λίγα,
φόρα ένα ματάκι μη σε ματιάσω.
Τα μαλλιά σου γαντζώνονται από την αρμύρα και το φως,
θαρρούν να γίνουν άνεμος σαν αφήνονται στον άνεμο.

Η άλλη όψη των πραμάτων, η άλλη όχθη του Αχέροντα,
η άλλη όψη των φορεμένων, ριγμένων στο πάτωμα ρούχων.
Θα 'θελα να πίστευα,
για να έλεγα ότι προσεύχομαι για σένα στο θεό.
Κι έτσι προσεύχομαι σ' εσένα να γεννήσεις τον Θεό,
να τον κλάψεις στο Σταυρό, να μ' αγκαλιάσεις σε μια δική μας
Πιετά
εξαντλημένοι όπως πέφτουμε μετά απ' τον έρωτα στο κρεβάτι.

Κι είμαστε η άλλη όψη των θιγμένων από τη φθορά θαυμάτων. Είμαστε
στο περιθώριο των θαυμάτων
κι ονειρευόμαστε να γίνουμε το περιθώριο των θαυμάτων.

Τα βραχάκια τα τρώει η αλμύρα, το φως κι ο αέρας. Τα σώματά μας
είναι η άλλη όψη των βράχων.
Κι έρχεσαι συ, θάλασσας άλλη όψη,
αγάπη μου,
μικρή παύση στου Ισαάκ και της Ιφιγένειας τον βωμό,
να βάλεις στο κρεβάτι, στο νησί ενός μεσημεριατικου κενού,
τα φορεμένα μας, τα ριγμένα στο πάτωμα αντί για σώματά μας κι έτσι
να το σκάσουμε ξανά πιο πέρα από δω που ήρθαμε για να ξεσκασουμε.

Οι λέξεις είναι έξεις. Δεύτερες φύσεις των πραμάτων.
Να λες τα πράματα με το όνομά τους. Να λες το όνομά μου.

Σα σταγόνα μέλιτος στον ωκεανό,
σαν άνθρωπος ανάμεσα σε ανθρώπους,
σαν αστέρι ανάμεσα στα φώτα της πόλης μέσα από το νέφος
και σαν ομιλία ψιθυριστά
σ' ένα ηχογραφημένο μήνυμα στο πεζοδρόμιο λεωφόρου.
Αν και μικροί, υπήρξαμε.

Χέρια που δεν ανταλλάσσουνε αντικείμενα τη στιγμή του σμιξίματός τους
είναι
οι
άνθρωποι.
Που δίνουν από αυτό που δεν στερούνται κι από αυτό που δεν περισσεύει.

Για τη γάτα του Σρέντινγκερ που μας κοίταξε μέσα στα σκοτεινά.

Κι ύστερα ήρθε το όνειρο ή εγώ πήγα στο όνειρο ή εγώ ήμουν το όνειρο και το όνειρο ήταν εγώ κι ήρθε αυτό σ' εμέ -το όνειρο- ή πήγα εγώ -το όνειρο- σ' αυτό -εμένα.

Στο όνειρο υπήρχε ένα υπόγειο με αναμμένα κάρβουνα. Μπορούσα να πατήσω.
Τι όμορφα που μυρίζουν πια τα απογεύματα.
Και σου είχα πει πως θα μαζέψω ένα σωρό μικρά γλαστράκια,
να σου παίρνει ώρα να τα ποτίζεις ένα ένα,
γιατί η φροντίδα θέλει συχνότητα, συνέπεια, αφιέρωση κι έτσι σου 'χα πει θα μάθεις
ξανά
να αγαπάς.
Να μυρίζουν
τα απογεύματά σου όμορφα δίπλα από την μπαλκονόπορτα,
βγαίνοντας ξυπόλητη και ημίγυμνη σαν άγαλμα που θα κρατούσε σαν κολόνα το μπαλκόνι,
τον ουρανό, τα απογεύματα.
Στο όνειρο υπήρχε ένα υπόγειο με αναμμένα κάρβουνα κι η ζέστη ήταν αποπνικτική.
Έτσι θα ήταν η κόλαση;
Μα εδώ ως την παραλία θα πηγαίναμε και δεν τ' αντέχαμε, την τόση ζέστη κι αποπνικτική ατμόσφαιρα.
Τι ωραία που θα μύριζαν τ' απογεύματα.
Οι άνθρωποι είναι μαύρες τρύπες.
Ή είναι αστέρια πριν καταρρεύσουν σε μαύρες τρύπες.

Μου 'πες πως έψαχνες τα τσιγάρα σου κι είδα ένα όνειρο που τα τσιγάρα σου μου εμφανίζονταν όσο και να τα έκρυβα σε συρτάρια,
σ' άλλα σπίτια ή βαθιά βαθιά στη μνήμη. Το καλύτερο και χειρότερο μέρος να κρυφτείς είναι βαθιά μες στο μυαλό. Που έρχεται σαν το μικρότερο αδερφάκι ενός φίλου σου, σουρουπωμενο απόγευμα μοσχοβολυστο
κλαίγοντας που το ξεχάσαμε στο κρυφτό.

Τι ωραία που θα μύριζαν τ' απογεύματα και τι ωραία που θα έφερναν οι θάλασσες ως εδώ
στα πόδια μας το φεγγάρι.
Εγώ δε γελάω με τους παγουραδες που προσπαθούσαν να κλείσουν στο παγούρι τους το φεγγάρι βουτώντας το μέσα στη λίμνη. Έτσι σε φιλούσα.
Άνοιγα τα στόμα σου με το φιλί και στεκόμουν πάνω από το στρογγυλό άνοιγμα
σαν πάνω από ένα βαθύ πηγάδι και έδινα κουράγιο σε κάποιον έκπτωτο.
Απ' τα μπουκάλια των κρασιών που ήπιαμε δεν άφησα κανένα στη θάλασσα με μήνυμα να ταξιδεύει. Θα λιώσω σαν παγάκι, ούτε καν σαν παγόβουνο.

Στο όνειρο υπήρχε ένα υπόγειο με αναμμένα κάρβουνα. Κι άντεχα.
Κι έλεγα
πώς
θα περάσουν οι αιώνες του θανάτου
αν δεν περνούν οι ώρες του ύπνου να ξυπνήσω να σε δω να σου μιλήσω;

Κι όταν ξύπνησα δεν ήταν τίποτα. Κι όλα είχαν γίνει.
Κι από κει ξεκίνησα να ξεχνάω.
Το καλύτερο που μπορείς να κάνεις για έναν άνθρωπο είναι να τον ξεχάσεις.
Επιμελώς με συχνότητα, συνέπεια κι αφιέρωση.

Κι από κει ξεκίνησα να ξεχνώ -εντός λίγων στιγμών- το όνειρο.
Σχεδόν δεν έμεινε τίποτε.
Και θυμήθηκα το πάρτι, στο πάρτι που μέθυσα, μεθύσαμε εχτές.

Τόσα χείλια θάλασσες κι ένα φιλί στεριά
ήρθε η φωνή που τ' όνομά μου πρόφερε
μες στην βουή του κοκτέιλ πάρτι
και γύρισα κατά κει
όπως μου ψάρευες το χέρι με το χάδι σου
όπως μου έριχνες δόλωμα το πυροφάνι του αναπτήρα σου
το φιλί που σου 'δωσα
δεν το είχα διπλό
σαν χιτώνα
δεν μοίρασα και δεν μοιράστηκα
η θάλασσα κι οι άπειρες σταγόνες της
τα χείλη και τα άπειρα φιλιά τους
εσύ και τα άπειρά σου
απείθαρχά σου
ανάπηρά σου
χωρίς φιλί τα χείλη
χωρίς στεριά η θάλασσα
χωρίς κορμί ο έρωτας
δρόμος δίχως βήματα
δέρμα χωρίς ανατριχίλα
κοκτέιλ πάρτι δίχως αλκοόλ
τ' όνομά μου δίχως τη φωνή σου να προφέρει να γυρνάω προς τα κει
τόσα χείλια θάλασσες κι ένα φιλί ψαράκι
στο πυροφάνι του αναπτήρα σου
στ' ανάπηρα πυρά σου
φλόγα δίχως δέρμα
δέρμα χωρίς ανατριχίλα
δέρμα δίχως κύμα
κύμα δίχως χείλια
ρούχο ανάποδο
μάτιασμά σου δίχως τα μάτια μου
φιλί σου δίχως χείλη μου.

Τα αστέρια γαντζώνονται από τους τοίχους
και τα μπαλκόνια των σπιτιών,
αλλά το σίγουρο
θαρρούν να γίνουν γιασεμιά όταν μεγαλώσουν.
Να κρέμονται,
να μυρίζουν
τα απογεύματά σου όμορφα δίπλα από την μπαλκονόπορτα,
συ, θάλασσας άλλη όψη,
αγάπη μου,
παύση των άλλων όψεων.

Τρίτη 9 Ιουλίου 2019

Που πάει να πει

©Hockney


Ας παύσει πια
για μια στιγμή να είναι νεκρός
να πάρουμε μιαν ανάσα
σαν βγάζοντας το κεφάλι από μακροβούτι
ένα καυτό μεσημέρι
μες στο καλοκαίρι
και
σαν ένα βράδυ υγρό
λίγων ωρών νιογέννητο
από ακατάπαυστη βροχή.

Δε ζητώ τίποτε μόνιμο, μα
μια κλεψιά
στους κανόνες που είθισται να ισχύουν.
Με ζαβολιές μόνο
απ' την εξουσία ξαποσταίνοντας.

Συχνά τα πράγματα που πιάνω
παίρνουνε τη μορφή μου
και τα αντικείμενα των ανθρώπων που κάποτε
διανυκτέρευσα σαν γάτα στο χαλάκι τους
ή σαν νερό στην άκρη στο πάτωμα της κουζίνας τους
παίρνουνε τη μορφή μου.
Κάνω να αγγίξω το ποτήρι ή την οδοντόβουρτσα
και με βλέπω καθαρά -όχι καθρέφτης, μα μια τέλεια
μινιατούρα ή απομίμηση διαστάσεων του αντικειμένου.
Κάνουν να αγγίξουν το ποτήρι τους ή την οδοντόβουρτσά τους
και με βλέπουν καθαρά σαν να 'μουνα μπροστά τους.

Ας έπαυε για μια στιγμή ο κόσμος να παίρνει
τη μορφή των ανθρώπων
να βλέπαμε καθαρά τη θάλασσα ως θάλασσα
και τον σκέτο καφέ, τον δυο γουλιές πιωμένο
με το στεφάνι απ' το καϊμάκι γραπωμένο απ' τα τοιχώματα
και έναν λεκέ απ' όπου πέρασε η γουλιά
-ποτάμι μαζί κι εικόνα σα θαυματουργή για το φιλί.

Δε ζητώ τίποτε μόνιμο,
αν και ουδέν μονιμότερον του προσωρινού,
ας είναι για τώρα κι ύστερα βλέπουμε.

Ύστερα θα σε δω;
Ύστερα θα 'σαι δω;
Οι λέξεις είναι έξεις. Δεύτερες φύσεις των πραμάτων.
Να λες τα πράματα με τ' όνομά τους.
Να λες το όνομά μου.
Μα να μη λες τ' όνομά μου, όταν προσφωνείς ένα πιρούνι,
όταν λες ότι κρυώνεις, όταν πεινάς ή όταν τελικά πονώντας,
βλέπεις πως ο πόνος σε προσφωνεί.

Πρέπει ν' αφήναμε τις λέξεις, σαν τα πλοία που απαγκιστρώνουν,
για να φεύγουμε, για να μπορούμε να φύγουμε.
Δυο φορές την ίδια λέξη δεν γίνεται να πεις και να εννοείς το ίδιο.
Φωλιάζουμε εκεί τόσα νεογνά περιμένοντας τη μάνα
να μας ταΐσει ένα σκουληκάκι.

Είμαστε γόρδιοι δεσμοί γύρω από λέξεις, γύρω από τοπία,
γύρω από σημεία του σώματος των άλλων.
Οι λέξεις, τα σοκάκια, τα κορμιά, οι συνήθειες
είναι βωμοί εν Αυλίδι, με ό,τι συνεπάγεται αυτό.
Ας παύσει για λίγο η κανονικότητα. Αυτό που κοιτάς
και βρίσκεις εκεί αυτό που περίμενες ή έστω μ' ελάχιστη αναζήτηση.
Αυτό που κοιτάς και βρίσκεις, χωρίς να θυμάσαι γιατί κοίταξες,
τι έλεγες, τι σκεφτόσουνα. Μια αμήχανη ισορροπία,
από μηχανής θεός,
να σώσει για μια στιγμή την ροή, που μοιάζει τόσο κανονική,
να ξανασκεφτείς τα πράματα από την αρχή.

Πολλές φορές δε σε θυμάμαι.
Λένε να κάνεις τα πράματα που έκανες για να θυμηθείς που έβαλες κάτι ή τι ήθελες να πεις.
Μα δεν κάνω πράματα που έκανα, για να μη φτάσω εκεί που είσαι.
Έτσι ξεμαθαίνεις τις λέξεις από τους ανθρώπους.

Πασχίζουμε μια ζωή να μάθουμε γλώσσες και λέξεις και παροιμίες.
Να ξεριζώνονταν με κάποιου είδους μάθηση
οι γλώσσες και οι λέξεις
και οι παροιμίες.
Να ξεριζώνονταν τα πέλαγα που μπλάβισαν τα βλέφαρά μας,
τώρα που πια καν αυτά δε μάς θυμούνται μες στη τόση βουή βλεφάρων
που τα θώρησαν και θώρησαν κι αυτά.
Να μη μας βλέπουν οι αιμομίχτες Κιθαιρώνες -του Ευριπίδη και του Χειμωνά-
κι εμείς τους Κιθαιρώνες από τα μάτια μας να τους ξεριζώναμε.
Να μην υπήρχαν συνειρμοί, να μη μένανε κατακάθια συναισθήματα
-κι ας μη θυμάσαι το γεγονός, κι ας μη θυμάσαι τ' όνειρο-
κάθε που μπλάβιζε μια ανταύγεια σιμά σου.

Μια παύση, λοιπόν,
μια στάση,
ένα ξαπόστασμα
απ' αυτό
που ή πας με το ρεύμα
ή κόντρα στο ρεύμα.

Να λες τα πράματα με τ' όνομά τους.
Δε θέλω να μην τα 'χα ζήσει, ούτε να μη τα θυμάμαι.
Λίγο θα 'θελα σαν να μην τα 'χα ζήσει, σαν να μην τα θυμάμαι,
ούτε να ρεύομαι και να νιώθω αυτό που έχω χωνέψει,
σαν να έρχεται στη γεύση μου ξανά.
Μα πώς να το λένε αυτό;
Μα πώς το λένε τώρα αυτό;
Πού να το πω αυτό;
Που πάει να πει...

Δευτέρα 20 Μαΐου 2019

Άγγιγμα



Κι όπου οι
άνθρωποι
δεν αγγί-
ζονται
δεν υπάρ-
χει αυτό
το μέρος
κι ούτε λί-
γη ποίηση
ή τραγού-
δι λίγο
δεν καλύ-
πτουν το ανέ-
παφο
το ανέγγιχτο
το αθώπευτο,
μένει αυτό
εκεί να ζει
με μια δική
του λογική
σχεδόν σαπίζει
κι από ένα ση-
μείο κι έ-
πειτα αν το
αγγίξεις κα-
ταρρέει.

(στα ξανάπα αυτά στις 15 Μαΐου του 2018)

Και τι σου μέ-
νει όταν οι άν-
θρωποι τε-
λικά φύγουν;
Ό,τι κι αν μένει
δεν σημαίνει
ότι με ό,τι από
αυτά μπορείς
να τον ξανα-
συνθέσεις.

Κυριακή 28 Απριλίου 2019

Πάσχα / Ερωτική Επιστολή

©Chagall


1.

Εγώ πήγα τον δικό μου Επιτάφιο και
δεν θέλησα ν' ακολουθήσω αυτόν της Μεγάλης Παρασκευής.

Και ο καιρός είχε ανοίξει και μοσχοβολούσε άνοιξη κι
η έξαψη του σώματός σου μοσχομύριζε σαν να 'χες μόλις πρωτανθίσει και
σαν να είχε καθίσει στο δάχτυλό σου -σαν να 'ταν ανθήρας στους στημόνες-
μια μέλισσα στα πρόθυρα των ερώτων μας.

Περνούσε από μπροστά μας της Μεγάλης Παρασκευής ο Επιτάφιος
και χιλιάδες πρόσωπα φωτίζονταν μ' έναν απόκοσμο, θεατρικό φως
ανθρώπινο -μια φλογίτσα που, αν πάρουμε ως "άνω θρώσκω" την ρίζα του ανθρώπου,
έτσι κι αυτή κοιτούσε προς τα άνω
τα πρόσωπα των ανθρώπων,
τα συγκεχυμένα πρόσωπα των ανθρώπων σα σε δρόμο πολυσύχναστο
μιας μεγαλούπολης γκρίζας την ώρα που περνάνε το φανάρι.

Μα εγώ πήγα τον δικό μου Επιτάφιο.
Κι η μέλισσα σαν να πετάει από το πένθος μου στον έρωτά μας
ή από τον έρωτά μας στο πένθος μου.
Το πρόσωπό σου το φανταζόμουν να φωτίζεται με το κεράκι της Ανάστασης
και να μοιάζεις σαν να στέκεσαι πάνω από τη φωτίτσα του κεριού στο Τάμα του Γύζη.

Μέσα σ' ένα δωμάτιο στην άκρη του νησιού,
στην άκρη της θάλασσας και
στην άκρη του κόσμου,
στην άκρη του έρωτα και
στην άκρη του χρόνου,
κοιτάζεις γυμνή την άκρη της θάλασσας και
την άκρη του κόσμου,
την άκρη του έρωτα και
την άκρη του χρόνου και
σε κοιτάζει η άκρη της θάλασσας και
η άκρη του κόσμου,
η άκρη του έρωτα και
η άκρη του χρόνου και
γίνεσαι μαζί η άκρη της θάλασσας και
η άκρη του κόσμου,
η άκρη του έρωτα και
η άκρη του χρόνου.

Περνάει μια γάτα -σύνηθες στα νησιά που θ' αγαπήσουμε-
κι ίσως μια ανταλλαγή ανάμεσά σας,
με τη γάτα να κοιτάζει την άκρη
κι εσύ να περνάς από μπροστά της,
να γέμιζε αλμύρα το νοητικό πείραμα του Σρέντινγκερ
και να συνέχιζα να επέμενα πως ταυτόχρονα
μπορείς να μ' αγαπάς και να μη μ' αγαπάς.

Το πρόσωπό σου το φανταζόμουν να φωτίζεται με το κεράκι της Ανάστασης
και να μοιάζει έτσι στο ηλιοβασίλεμα
και να κοιτάζω τη σκιά σου
κι η προσευχή ίσως να μην έχει παραλήπτη
κι ίσως η ποίηση να μην έχει παραλήπτη
κι όμως η ποίηση να μοιάζει και σε αυτό με την προσευχή: στον ψίθυρο.
Κι η ρίμα του δαχτύλου του χεριού σου με το δάχτυλο στο ψιθυριστό σου πόδι
ας άλλαζε σε
ρίμα του δαχτύλου του χεριού σου με την άκρη των χειλιών μου, σαν ακουμπάς το χαμόγελό μου
και συ,
η άκρη της θάλασσας και
η άκρη του κόσμου,
η άκρη του έρωτα και
η άκρη του χρόνου
ν' ακουμπούσες την άκρη των χειλιών μου,
την άκρη του λόγων μου,
των ανασών μου,
την άκρη των γκρεμών μου.

Η ποίηση είναι ψιθυριστή στο αυτί σου.
Και στην αντιστροφή των ρόλων
ο ψίθυρος είναι ποίηση στο αυτί σου.
Σου ψιθυρίζω στις μικρές καθημερινές μας τελετουργίες.

Την ώρα που κοιμάσαι, ώρες ώρες μου έρχεται
να σου ψιθυρίσω το "Αι γενεαί πάσαι" κι
ο Χριστός να γίνεται ολάκερος Έρωτας και
στην αντιστροφή των ρόλων
ο Έρωτας να γίνεται ολάκερος Εσύ.
Κι η κοίμηση ο Ύπνος Σου.


Intermezzo.

Είμαστε το φιλί του Klimt
σε μιαν απόκρυμνη πλαγιά στις ατμόσφαιρες του Turner και
βλέπουμε την γη από ψηλά σαν ένα ιπτάμενο ζευγάρι του Chagall
με τα πρόσωπά μας να τα κρύβουμε στις χούφτες μας,
μες στα χέρια ο ένας του άλλου,
μέσα σε μαντήλια -κάθιδροι ή και συγκινημένοι-
σαν εραστές του Magritte,
λίγο πριν σπάσουμε σα σώματα του Picasso για να βλέπουμε
κάθε πτυχή ο ένας του άλλου ταυτόχρονα -σαν τη γάτα του Σρέντινγκερ-
κυβιστικά,
μιλώντας για το σύμπαν σαν να 'ταν ολάκερο η κουζίνα του σπιτιού μας
και ο έρωτας να ήταν ένα όνειρο που έδυσε στα σώματά μας,
σαν Νάρκισσος που πνίγηκε στο στήθος μας,
όταν ο ένας έγειρε να ακούσει του άλλου την καρδιά για λίγο,
σε ένα δωμάτιο του hopper καθαρό και σένιο στην άκρη του νησιού.

Σε αγαπώ,
όπως το σύννεφο τη βροχή
και το λουλούδι το άρωμά του,
το όνειρο τον ύπνο
και το δέρμα το σώμα.


2.

Θα σμίγουμε όπως τα λουλούδια
με μια μέλισσα να μεταφέρει τα υγρά μας
μες στον κόσμο που απαρνείται την αφή,
που χάνουμε το σώμα μας πιο γρήγορα κι από τη μέρα που ζούμε και
θα αφήσω το κορμί μου ακουμπισμένο στο κορμί σου
σαν να κουβαλάς για μια στιγμή
τον ουράνιο θόλο κι εγώ θα αφήσω
το κορμί μου ακουμπισμένο στο κορμί σου
σαν εσταυρωμένος στο σταυρό
και σαν ριγμένο πέταλο ανθού πάνω στην επιφάνεια του νερού.

Θα αφεθώ στην φθορά σου,
θα αφεθώ στο φιλί σου για να λάβω σώμα και
αίμα για να λάβω θα αφεθώ στην πληγή σου.
Το σημάδι απ' το καρφί στο χέρι σου
δε θέλω να το δω να σε πιστέψω -η αλήθεια είναι πως το είδα.
Μόνο να μετανιώνω θέλω δίπλα σου.
και να βλέπω ν' ανατέλλει και να δύει ο ήλιος
καθώς αλλάζει χρώμα στα μαλλιά σου.


Νυχτερινή Προσευχή.

Έρωτά μου,
ο εν ταις ουρανού άκραις,
ο εν ταις θαλάσσης άκραις και
ο εν ταις κόσμου άκραις,
ο εν ταις έρωτος άκραις και
ο εν ταις χρόνου άκραις,
αγιασθήτω το όνομά Σου,
ελθέτω η δειλία σου,
γενηθήτω το θέλημά σου,
ως εν ταις άκραις
κι επί της γης.
Τον άρτον ημών τον επιούσιον
δος εμού σήμερον.
Και άφες εμού τα αφελήματα εμού
και άφες εμού τα οφειλήματα εμού
και δος εμού τα φιλήματα εσού
ως εγώ αφίω τους γόρδιους δεσμού.
Και μη εισενέγκης εμέ εις πειρασμόν,
αλλά ρύσαι εμέ από του πονηρού

και διώξε μακριά το πονηρό,
που θα μας έδιωχνε από ένα υπέροχο δωμάτιο του νησιού,
σαν να μας έδιωχνε από τον παράδεισο.

Και σ' αγαπώ.
Και πέρασα κάτω απ' το μπαλκόνι σου,
Πάσχα
από το μακριά σου -σκέτο-
στο μακριά σου -αφού είδα ένα οικείο σου κομμάτι.

Πέμπτη 4 Απριλίου 2019

Διττό ποίημα

©Hopper


Ψίχουλο ψίχουλο μαζεύω την ιστορία
κι από το χέρι το απλωμένο πιαστήκαμε

τις στιγμές τη σάρκα σου σκορπισμένη από τα χάδια
κι απ' τα μαλλιά μας τα ίδια και από την ποίηση επίσης

Το ότι είσαι σε κάθε πέτρα που σηκώνω μάλλον θα σχετίζεται με
αλλά κι από ένα ριγμένο κούτσουρο που επέπλεε Στράφι

Κάποιο πέρασμά σου από εκεί στιγμές προτού περάσω από κει και τη σηκώσω
στη θέα της θάλασσας ταξίδι αλμύρα και πνιγμός 

Ψίχουλο ψίχουλο σαν πεινασμένο πουλί μικρό προμήνυμα άνοιξης
και στη θέα μιας λεμονιάς τίποτε δεν προμηνύει το ξινό Στη θέα σου τίποτε δεν

Στη βορά μεγαλύτερων πτηνών Έτσι που κάθε χαρμόσυνο σύμβολο ή
προμηνύεται Κι από το χέρι σου πιάστηκα κι από τα μαλλιά σου και ό,τι κομμάτι σου έλειπε το επιχρύσωνα σαν αρχαία γιαπωνέζικη τέχνη Στράφι. 

μήνυμα είναι αδύναμο στον κόσμο των αρπακτικών
Στη θέα σου τίποτε δεν προμηνύει τον έρωτά μου

Το ότι είσαι ήλιος κάτω από την κάθε πέτρα
Γεμίζουμε τον πόνο με σενάρια σε ό,τι κομμάτι λείπει σαν σε αρχαία γιαπωνέζικη τέχνη Και

που σηκώνω άσπρη πέτρα ξέξασπρη μάλλον θα σχετίζεται
από όπου πιαστήκαμε αφήσαμε να σωθεί είτε ένα χέρι είτε μισός κορμός μικρά κομμάτια

με κάποια κρυψώνα σου που έκανε κάθε τι που μοιάζει με αυτή να επιχρυσωθεί όσο σώμα λείπει.
Κι ό,τι κράτησα από σένα ήταν ο παράμεσός σου

η αιώνια κατοικία σου.

Ψίχουλο ψίχουλο
κι από κει να σε ανασυνθέτω να σε θυμάμαι να σε φαντάζομαι

πέτρα στην πέτρα σε μαζεύω

Σα σαλιγκάρι άφησες τα σάλια σου στο πέρασμά σου




   

19 Μάρτη

©Hopper


Αν τύχει και πάρεις μιαν εξήγηση
για όλα αυτά
που χάθηκαν
και χάνονται

ξαναζούν για λίγο
γιατί
έστω υπάρχει ένας λόγος
για την ενοχή ή την αθωότητα του κόσμου και του ανθρώπου. Ξεχνάς

πως ο λόγος
είναι η βαρύτερη κατηγορία
ενοχής. Αν τύχει
και πάρεις μιαν εξήγηση

για ό,τι γίνεται
κι ό,τι δε γίνεται
στον κόσμο και τον άνθρωπο
νιώθεις μιαν αλάφρυνση

γιατί

όπως και να το κάνουμε
σου αφαίρεσαν μιαν ακόμη ευθύνη από πάνω σου. Αν

τύχει

και δεν πάρεις καμιάν εξήγηση
για τον κόσμο και τον άνθρωπο
ή δεν αυτοσχεδιάσεις
μία
πρόχειρη δικαιολογία
για το σπασμένο βάζο ή τη μουτζούρα με στυλό στον τοίχο

μαθαίνεις. Μαθαίνεις

συνηθίζεις
υποδουλώνεσαι. Όπως
σε

κάθε

θλίψη

του κόσμου
και

του ανθρώπου.

Σάββατο 23 Μαρτίου 2019

Το Σπίτι

©Picasso


Λέμε άφοβα την αλήθεια, όταν μπορούμε να κρύψουμε κάτι από αυτή.

Έτσι σου μιλώ:

για το δωμάτιο.

Δωμάτιο στο δωμάτιο έρχεται καταιγιστικά το σπίτι σαν ιστορία και σαν αφήγηση.
Και στους τοίχους της κάμαρας γαντζώθηκε ένας κισσός σα σώμα απ' άλλο σώμα με τα νύχια και με δόντια,
σα σ' οργασμό, σα σε πνιγμό. 

Έτσι σου μιλώ:

και για τις λέξεις.

Λέξη στη λέξη ξεδιπλώθηκε κάθε δοκάρι και κάθε πόρτα, κάθε σημείο που έγινε μνήμη και κάθε μνήμη που έγινε σημείο.
Λέξη προς λέξη θυμάμαι τα λόγια μας τον αιώνα που πέρασε.
Δωμάτιο προς δωμάτιο θυμάμαι τα δοχεία που δοκιμάσαμε την άνωση.

Αυτό που λένε βέλος του έρωτα, εγώ το λέω αχτίδα χλωμού φωτός που πέρασε απ' τις γρίλιες του παντζουριού και φώτισε στο σκοτάδι το πρόσωπό σου.

Λέμε άφοβα την αλήθεια, όταν μπορούμε να κρύψουμε κάτι από αυτή.

Έτσι σου μιλώ:

για τα υγρά σου.

Σκέψου τα δάκρυα, τον ιδρώτα, τη θάλασσα, το σάλιο, τη βροχή
σαν από πάρτι ολονύχτιο εξαντλημένα,
ξημέρωμα με φόντο τον Πύργο της Βαβέλ,
που ήτανε όλα τους μια στάλα
κι ήταν όλα τους ποτάμι
που πάνω τους θα έπλεε μια βάρκα

για να φτάσεις στο θεό.

Έτσι σου μιλώ:

για τον θεό.

Έτσι θυμάμαι:

τα σκουλαρίκια που αγόρασες

σε μια βόλτα μας.

Από τον έρωτα κρεμιόμαστε όπως ένας ιστός αράχνης στο δοκάρι.
Κι όχι μπλεγμένοι στον ιστό.

Σταυρωθήτω στο δοκάρι ο ιστός.
Σήμερον κρεμάται επί έρωτος.
Να είχα λίγο φως παραπάνω μες στο μεσημέρι.
Να τρέχανε τα πόδια μας στο πλακόστρωτο γυμνά.
Να ήταν τα όνειρα σα σταφύλια Σεπτέμβρη μήνα μες στο στόμα.
Να σου ψιθυρίσω την άνοιξη με ένα τραγούδι

-κι όποτε το ακούς να ανθίζεις.

Χτυπά η πόρτα.
Δυο μαυροφορεμένοι θέλουν να με οδηγήσουν στο τμήμα.
Ξέρουν το όνομά μου και ξέρουν εσένα και όλους τους κοντινούς μου ανθρώπους.

Δε χρειάζεται να είσαι ένοχος.
Αρκεί να σε έχουν φοβισμένο κι ενοχικό.

Αν δε γυρίσω το βράδυ, φάε.
Αν ακούσεξς το τραγούδι, άνθισε.
Κι άσε τον ιστό να το φυσά ο αέρας.

Και να παίρνεις μακριά σκουλαρίκια
που κουνιούνται σε κάθε κίνηση του κεφαλιού σου.

Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου 2019

Θυσία

©Τσαρούχης


Ακουμπάω το προσκέφαλό μου στα πόδια σου,
όπως η Ιφιγένεια ακουμπά το προσκέφαλό της στο βωμό.

Ένα ιερό ελάφι θα με αντικαταστήσει στην ποδιά σου,
ταχυπόδαρο, ανάλαφρο, νεοσσό -και άοσμο, να μην το αναζητούν οι θηρευτές του.

Ακούω στο στερεό σώμα τον ήχο που ταξιδεύει πιο γρήγορα
απ' όσο στον αέρα ή στο νερό
κι ακούω στο στερεό σώμα τους ήχους του Άδη που ταξιδεύουν πιο γρήγορα
απ' όσο στον αέρα ή στο νερό.

Ρίχνω τον οβολό μου να περάσω αντίπερα στην όχθη,
απ' το σώμα μου στο σώμα σου.

Η θυσία στην Αυλίδα συντελέστηκε -έτσι λένε, έτσι πιστεύουν,
αρκούσε το ελάφι.
Στην ποδιά σου φιλώ την ποδιά σου, μυρίζω, σε μυρίζω.

Ακουμπάω το προσκέφαλό μου στην ποδιά σου,
όπως ξαποσταίνει στον ήλιο ένα σκυλί
ράθυμα.

Στην ποδιά σου κοιμάται ένα ιερό ελάφι,
εγώ περνώ στο σώμα σου,
όπως η Ιφιγένεια στην Ταυρίδα,
ο οβολός πέφτει απ' τη τσέπη του βαρκάρη,
για λίγο αφήνει το κουπί.

Μου χαϊδεύεις τα μαλλιά,
για λίγο τ' αφήνεις,
σκύβεις, με φιλάς.

Ακουμπάς την ποδιά σου
στο προσκέφαλό μου,
όπως ο βωμός χτένιζε τα μαλλιά της Ιφιγένειας.

Με πήρε ο ύπνος,
θάνατος μικρός,
βαρκάδα απ' το σώμα μου στο σώμα σου.

Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2019

Ένας γέρος στην πλατεία

©Tommervik


Ένας γέρος στην πλατεία μ' ένα σκύλο παραδίπλα ξαπλωμένο τραγουδάει.
Έχει αμανέδες και τραβάει τα φωνήεντα, μα δεν ανοίγει το στόμα του πολύ 
/ έλα, το μωρό μας, άνοιξε το στοματάκι του πολύυυ πολύ, έρχεται αεροπλανάκι.

Ένας γέρος στην πλατεία τραγουδάει για έναν έρωτα που άρχισε ιδανικά.
Έχει παράπονο στη φωνή, μα περπατάω χωρίς να στρέψω να τον δω πιο λεπτομερώς
/ να το, το αεροπλανάκιιι, βββουυυμμμ!

Κι ένας σκύλος παραδίπλα ξαπλωμένος ακούει κι εγώ που περπατάω και τους προσπερνάω τον ακούω να τραγουδάει για τους φόβους, το παράπονο και τη χαρά, το ανάμικτο, που το νιώθεις τόσο ενιαίο. "Με ένα φιλί ξεκίνησε ο κόσμος να γυρίσει
/ και με ένα δεύτερο μου ορκίστηκες /
τον όρκο μου πως πίστεψες /
ο κόσμος να γυρίσει"
/ μία για τη μαμά, μία για τον μπαμπά...

Ένας γέρος τραγουδάει κι ένας σκύλος ακούει.
Εγώ τους προσπερνάω και ακούω: "Στο τρίτο φιλί με ρώτησες ξανά
/ στο τέταρτο με έκρυψες
/ όταν σε ρώτησε η μάνα σου
/ ποιος σε φιλούσε" /
με τάιζες -θυμάσαι;- απ' το φαί που δεν μαγείρεψες ποτέ κι είναι τόσο έντονο στη γλώσσα μου σα γεύση, σαν χαπιού επίγευση
-με φίλαγες, θυμάσαι;

Ένας γέρος στην πλατεία μ'ένα σκύλο παραδίπλα ξαπλωμένο τραγουδούσε.
Ήσουν το σώμα στο κρεβάτι μ'εμένα εκεί δίπλα ξαπλωμένο, με φιλούσες.

Σώπασε

©Kundu


Χαλάρωνε το σχοινί.
Σώπαινε. Να ρίχνεις νερό στο κρασί σου.
Κάνε και λίγο τα στραβά μάτια. Άσε και κάτι να πέσει χάμω.

Μια υποδόρια πειθαρχία να περνάνε τα πράματα κακήν κακώς,
να περνάνε τα πράματα, να περνάει ο καιρός.

Το άγχος σκοτώνει.
Η πολλή σοβαρότητα σκοτώνει.
Χαλάρωσε λίγο. Μην είσαι τόσο αυστηρός.

Εγώ, που μια ζωή με θυμάμαι, να θυμώνω που όλα ήταν ήδη συγχωρημένα στο μυαλό μου. 
Και δεν είναι ασυνείδητος θυμός, αλλά ρε γαμώτο, δεν είναι άλλη μορφή ασυχωρησιάς (θε μου, τι λέξη απαράδεκτη, αλλά έστω με κατάλαβες), μα γαμώτη μου... τελοσπάντων. 

Κι είναι τώρα που

θα μου έλεγες
"Πες. Μη το κόβεις. Μίλα. Πες τι σκέφτεσαι". Άστο, ξέχνα το, τελοσπάντων.
Άστο να πάει και φύγει. Άστο να πέσει χάμω.
Άστο.
Ας χαλαρώσουμε. Λένε πως η μνήμη είναι μια από κοινού διαδικασία.

Μπα.

Μόνος μου θυμάμαι... μαζί σου θέλω να ξεχνώ. Η λήθη, η ξεχασιά (κι άλλη απαράδεκτη λεξούλα) είναι δίπλα σου. Το σώμα σου, το ερωτευμένο σώμα, είναι
προ πάντων
το της λήθης σώμα. Σώπασε τώρα. Οι λέξεις πάντα σημαίνουν.

Εσύ μόνο μου θυμίζεις εσένα και μου λησμονάς το μη-εσένα.

Το πολύ μαζί σκοτώνει. Σώπαινε και μη ερεύνα.
Κοίτα με λίγο. Τελειώνει το κρασί.
Περνάει ο καιρός. Οι λέξεις σημαίνουν.
Οι άνθρωποι ξεχνούν. Οι άνθρωποι ξεχνιούνται.
Κι οι λέξεις ακόμη σημαίνουν.

Σώπασε λοιπόν.

Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2019

Σόλο σε μπανιέρα / μονόλογος / αποσπάσματα

Death of Mara / Jacques-Louis David


Τώρα πια μακριά σου, μοιάζει σαν να μη σε είχα ποτέ ξανά πιο κοντά ανά πάσα στιγμή. Από κοντά έμοιαζες σαν αέρας, άγγιγμα από κάπου μακριά - στάση πριν πας κάπου μακριά. Δεν φεύγουν οι άνθρωποι. Τσου. Ο άνθρωπος φεύγει, η στατιστικά ασήμαντη μοναδιαία περίπτωση. Που ανάμεσα στον μέσο όρων χιλίων ανθρώπων και στην μοναχική στιγμή του ενός, μοιάζει το δίκιο να γέρνει προς το δεύτερο. Τώρα πια μακριά σου, μοιάζει εσύ εμένα να νοσταλγήσεις, όσο κι αν πονώ. Στην αιώνια εξορία των λόγων θα ξενιτευτώ, εκεί που θα μιλάω για σένα, θα θυμάμαι εσένα, θα είμαι για σένα, χωρίς εσένα. Ερωτική ανθρωπογεωγραφία - μια πίστη χωρίς είδωλα, χωρίς εικόνες, χωρίς στιγμές, χωρίς σημάδια και θαύματα. Μια πίστη. Σκέτη. Σκέτο. Τώρα πια. Σκέτο.
[...]
Οι άνθρωποι που αγαπάς είναι οι μικρές προδοσίες στα μεγάλα ιδανικά σου -ας ξεράσω. Όχι, ούτε καν κάλλιον προτιμάν την αλήθειαν. Μικρές κερκόπορτες και ας κάνουμε μιαν εξαίρεση για τους ανθρώπους μας. Δίκοπα μαχαίρια και χαλάλι.
[...]
O φόβος τρέφεται από αυτό που κάποτε αγνόησες ή εξακολουθείς συστηματικά να αγνοείς. Το ίδιο κι ο πόνος κι ο θυμός. Τι τέρατα άραγε να γεννιούνται αύριο τέτοιαν ώρα, όταν άλλα τέρατα θα έχουν νικηθεί; Ο φόβος για κάτι τρέφεται από το ατελές κρύψιμο άλλου πράγματος αλλού. Ένα κρύψιμο που φτάνει να γίνεται κρυφτό. Μια λέξη που λέγεται αντί άλλης κι ένα όνειρο που έρχεται άλλης σκέψης.
Σαν ολάνθιστα μυριάδες γιασεμιά ο αφρός του κύματος. Να σου χτενίζω τα μαλλιά σαν να γαληνεύω θάλασσα τρικυμισμένη. Να σου φιλώ το σώμα σαν να σου φυλώ το σώμα. Ο φόβος για κάτι είναι η παρομοίωση του ατελούς κρυψίματος άλλου πράγματος αλλού. Ο φόβος τρέφεται από αυτό που αγνοείται. Το ίδιο κι ο πόνος κι ο θυμός.
[...]
Όπως βυθίστηκες μες στη γεμάτη μπανιέρα με νερό για το αφρόλουτρο -σε μια σκηνή κινηματογραφικού ενδιαφέροντος- υψώθηκε η στάθμη του νερού. Καθημερινή φυσική και προφανές, θα μου πεις. Αλλά τι να σου πω κι εγώ που σκαρφίζομαι τόσες παρομοιώσεις και μεταφορές για να σε τραγουδήσω. Να βουτήξεις μέσα το κεφάλι να ουρλιάξεις ή να κλάψεις -υπάρχει κι η ανάγκη του ανεπικοινώνητου. Μίλα. Πες μου. Πες τι σκέφτεσαι. Ούρλιαξε. Μη φοβάσαι να μιλήσεις. Βγες. Πάρε βήμα. Πάρε θέση. Εκφράσου. Ναι. Όλα καλά. Αλλά. Πάντα υπάρχει το αλλά. Που σαν πυκνή σταχτιά συννεφιά σκοτεινιάζει τη μέρα. Αλλά. Αλλά υπάρχει κι η ανάγκη του ανεπικοινώνητου. Ίσως γι' αυτό οι άνθρωποι αναλώνονται στα εφήμερα: μια νύχτα σ' ένα δωμάτιο ημιδιαμονής ή στην τουαλέτα εβός κλαμπ, που έκαναν σεξ, όπως δάκρυσες μέσα απ' το νερό. Το κοινωνημένο έχει μια βαθειά υποχρέωση συνέπειας. Τι κατάρα κι αυτή. Μια που το 'πες και μια που δε θες να σε βαραίνει καμία καταδίκη. Η κόλαση είναι η εξωστρέφεια -είναι η υποχώρηση στην αντίληψη και την εξουσία του άλλου. Λίγη επιείκεια. Ακόμη κι η καλημέρα ας ήταν να είχε σαν κρυφό σημαινόμενα τον οίκτο κι όχι μια δέσμευση του πλως αισθάνεσαι ή τι θες και πώς το μεταφράζει ο καθένας. Θες μια ξενοιασιά πού και πού. Πετάγεσαι από το νερό. Ασθμαίνεις. Έμεινες παραπάνω κάτω από το νερό. Τι κατάρα κι αυτή. Καθημερινή φυσική: η αυθόρμητη ανάσα όταν τελειώνει ο αέρας. Δε σε τραγούδησα κι απόψε. Πάλι στα δικά μου το γύρισα. Βυθίσου. Άνευ λόγου κι αιτίας. Έτσι θα πω. Πες το κι έτσι.

Πέμπτη 10 Ιανουαρίου 2019

Εσύ



Μ' εσένα
συν
ορεύω στον κόσμο
, γκρίζα ζώνη, ζώνη
τυλιγμένη
στη μέση σου,
στη μέση του
πουθενά
και μέση του
οπουδήποτε
, ζώνη ταυτισμένη με καμτσικιά στον κώλο σου
, ζώνη που σφίγγει να στραγγίξει το μουνάκι σου

όπως σφίγγουμε ένα σωληνάριο οδοντόκρεμας να βγει κι η τελευταία στάλα περιεχομένου,

έτσι που μέσα στα υγρά σου

-νερό της αθανασίας και νερό της λησμονιάς, αμίλητο νερό και νερό που βγαίνει απτήν ψυχή σου και στάζει ως τον βυθό μου
, μέτρημα,
λήμμα εσύ της πιο σπουδαίας ερώτησης,
εσύ παραγωγικός συλλογισμός
: όπως η απάντηση σε κάθε ερώτηση είναι ο Άνθρωπος
, έτσι κι η απάντηση σε κάθε ερώτησή μου Εσύ.

Στη ζώνη σου κρεμιέμαι σαν μαχαίρι
πριν κόψω το αυτί του Ρωμαίου από τον Πέτρο
ή
του Βαν Γκογκ πριν γίνει θρύλος
, να χαράξω ένα σημάδι κάτω από το αυτί σου,

να
φωλιά
ζουν εκεί σ
αν μικρόβια τα μυστικά μου
πιο μακριά από το χωνί που προσλαμβάνει τους ήχους του κόσμου, το αυτί σου δηλ
αδή
. Βάζω το αυτί μου στο μουνάκι σου κι ακούω σαν σε κοχύλι τους ήχους της θάλασσας
. Αν σκόρπιζες σε λόγια θα 'σουνα ψίθυρος, σ' αστερισμούς θα σκόρπαγες αν έσπαγες σ
αν ρόδι στην αγκαλιά μου, κάθε σφ
αί
ρα κ
αι 
αί
μα από τις δαγκωματιές
, μελανιά και μαύρη τρύπα
, κάθε μαύρη τρύπα και φως παγιδευμένο,

σώμα συ,
ω, φ
ω
ς που παγιδεύεις μέσα κει
: μέσα σου μείναμε μια στιγμή απαθανατισμένοι, σχεδόν αθάνατοι.

Στόμα που δαγκώνει τη ζώνη την ώρα του οργασμού, δάγκωμα στη μέση του πουθενά και του οπουδήποτε, γω γεννηθείς απτα πλευρά σου, συ Αδάμ μου, μήλο ανεπίδοτο, αμαρτία άδοτη, παράδεισος όχι πια απωλεσμένος.

Τετάρτη 9 Ιανουαρίου 2019

Δε θάπρεπε νάμαστε δω.

©Parrish

Δεν θα έπρεπε να ήμασταν εδώ
αλλά εκεί που ανασαίνει ο κεραυνός,
κρασί εκεί που γίνονται το αίμα κι ο Χριστός.

Δε θα 'πρεπε εδώ να είμαστε
μα πιο πέρα που τα γιασεμιά στολίζουν τα μαλλιά σου
και η φωτιά γλιστράει στα δάχτυλά σου.

Κι όμως δε θα 'πρεπε να βρισκόμαστε εδώ,
μα λίγο πριν τον θάνατο και απ' τη ζωή λιγάκι πιο μετά.
Να είσαι η χίμαιρα που βγάζει φως,
μα έχει σκιά δίπλα σε κάτι πιο φωτεινό,
να στάζει ρετσίνι ο κορμός και ρετσινιά
να σου κολλάω τον πετεινό,
που μια λαλεί και μας ξυπνά,
και δυο λαλεί και βρίζουμε αχάραγα,
τρεις λαλεί και σ' απαρνιέμαι,
τέσσερις και σου κάνω έρωτα ανάμεσα
στα σεντόνια, την ανάσα σου και το φιλί

που από τα χείλη του γκρεμού στα χείλη σου κρεμάται.

Δε θα έπρεπε να ήμασταν εδώ,
αλλά όπου αλλού
το θαύμα είναι τετριμμένο κι όχι εδώ που μοιάζει
κιτς.

Θα έπρεπε να ήμασταν αλλού,
εκεί που αρκείς
για να αρκεί το λίγο στο
σαρκίο,
ποιο πιο οικείο απ' το κορμί,
που είναι η ελάχιστη αφορμή
εν τέλει να μένω εδώ.

Πέμπτη 3 Ιανουαρίου 2019

σα γάτα

©Picasso

Σαν γάτα να κουρνιάζω στα πόδια σου,
σα λουλούδι αφημένο σε μνημείο,
σύννεφο τυλιγμένο στη ράχη ενός βουνού, ίσως
ανίδεο για τη τραγική πτώση κάθε σύννεφου.

Σαν πιστός να προσκυνάω τα πόδια σου
και σαν τρελός να σου λέω πως αν δεν με πατήσεις
δρόμος δεν υπάρχει και πως αν δεν πατηθώ δε γίνομαι μούστος,
δε γίνομαι οίνος,
δε γίνομαι αίμα,
δε γίνομαι πληγή για να κοκκινίσει το ηλιοβασίλεμα,
δε θα βγάλω κακάδι να γιάνει η πληγή,
σημάδι που μένει εκεί απ όπου κάποτε πέρασε η πληγή.

Σα γάτα τυλιγμένη,
απηυδισμένος από τις παρομοιώσεις και τις μεταφορές της ποίησης και της γλώσσας,
συ η κυριολεξία μου
κι η ανάγκη να φτιάξω μια λέξη που να περιγράφει το συναίσθημα όταν βρίσκομαι στα πόδια σου
και νιώθω δύναμη κι αδυναμία.
Ίσως γαλουργία: από το "γαλή", που είναι η γάτα και το "έργο", την πράξη να βρίσκομαι παρών στα πόδια σου.

Ίσως ακόμη να μη βρήκα τις λέξεις κι έτσι λαθραία και κρυφά να μένω εκεί ανέκφραστος κι ανεκλάλητος δράστης.
Κι έτσι μη μένοντας στην ιστορία ή στην ποίηση, να είναι σαν να 'μαι και να μην είμαι στα πόδια σου γαλουργός,
παρών και γάτος και σύννεφο, σαρκίο βαλτωμένο, αποδομημένο σώμα που ονειρεύεται, αλλού το πόδι κι άλλο χέρι, στόμα αφημένο στο στόμα σου για πάντα, αυτί ακουμπισμένο στην πόρτα ν' ακούει τα βήματά σου, πόδια μες στα παπούτσια σου, πέος κοιμισμένο μέσα στο μουνάκι σου, όπως ο Πολύφημος μες στη σπηλιά κι εγώ στα πόδια σου
γαλουργός και
πανούργος
Κανένας, σαν με ρωτάς να σου απαντάω
"Κανένας",
"Ποιος είσαι;" και "Ποιος είσαι;" σαν με ρωτάς συνέχεια.

Σα γάτα νυσταλέα και νύχτα θαρραλέα ανάμεσα στα
δυο βυζιά σου,
εκεί που ανατέλλει η καρδιά σου δηλαδή.

Δείπνος Ερωτικός

©Vladimir Kush

Σώμα και αίμα δικό σου
-κάποιου δείπνου μυστικού στο μισοσκόταδο
με δυνατή μουσική και κακό φαγητό
η αναθύμιση κι η αναπαράσταση.

Κάποιου δείπνου με τζανκ φουντ και κακό
κόκκινο ξηρό κρασί
γιατί δε θέλαμε κι άλλη ζάχαρη εκείνη την ημέρα
από κάποιο αναψυκτικό
κι έξω έβρεχε πυκνά και ανιδιοτελώς.

Σώμα κι αίμα δικό σου και πάντα δικό σου
το φαγητό και το όποιο ποτό
σε αναθύμιση δική σου κι αναπαράσταση.

Στον κόσμο κάθε σώμα είναι σώμα σου
και κάθε πιοτό είναι αίμα σου
και κάθε βροχή είναι δάκρυά σου.
Πίσω από κάθε τι
κρύβεσαι συ
όπως παλιότερα πίστευαν πως πίσω από το κάθε τι κρύβεται ο θεός.

Ένας μικρός ανιμισμός ο έρωτας.

Σώμα κι αίμα δικό σου
το σώμα που πληγώνω και το αίμα που στάζει στα χείλη μου
απ' τα χείλη σου.

Να σηκώσω μια πέτρα κι από κάτω εσύ,
να σηκώσω το χέρι να κρύψω τον ήλιο.

Είσαι τόσα άλλα πέρα από αυτά που είσαι,
σου προσάπτω τόσα θαύματα που γίνονται,
παίρνω όλη την ευθύνη της ύπαρξής σου εγώ.
Γιατί εγώ
σου λέω πως είσαι όλα αυτά που δε σε κάνουν μοναχά σώμα και αίμα.

Ποιος να 'ναι το χαρμόσυνο ψιθύρισμα σαν αεράκι σε δέντρο τέλη άνοιξης και σαν Ευαγγελισμός,
αν δεν είναι η καλημέρα σου.
Ποιος να 'ναι το βήμα που ακούγεται στο δρόμο κρουστό κι ύστερα στις σκάλες πριν γυρίσει το κλειδί,
αν δεν είναι το πόδι σου.
Ποιος να 'ναι η ανάσα που σμίγει τα πνευμόνια με τον ουρανό,
αν δεν είναι η μυρωδιά σου που ξεσπάει σαν μνήμη.
Ποιος να 'ναι το σύνορο του κόσμου και η άκρη μιας μαύρης τρύπας,
αν όχι το δέρμα σου.
Ποιος να 'ναι το πνιχτό γελάκι παιδιού και το πηχτό σκοτάδι στα μάτια,
αν μη τι άλλο το δικό σου το γέλιο και η νύχτα που γίνεσαι με τις φοβίες σου.
Ποιος να 'ναι ο μεγαλύτερος φόβος σου, που γι αυτόν τραγουδάς διασχίζοντας το σκοτεινό το δρόμο ως την ψυχή μου,
αν όχι το ότι εγώ που δεν πιστεύω στην ψυχή μήπως δεν έχω.

Πρόσαψέ μου την κατηγορία της ψυχής,
πες με τι σου είμαι και πάρε την ευθύνη μου στον κόσμο.
Αγάπη να 'ναι να φέρεις ευθύνη για ακόμη λίγη σάρκα, ακόμη λίγο σύμπαν,
που ποτέ σου δε θα 'ναι εσύ -μα εσύ ολάκερος θα 'σαι αυτό.
Σ' αγαπώ να 'ναι να φέρω ευθύνη για σώμα και αίμα σου που ποτέ δε θα 'ναι εγώ -μα εγώ ολάκερος θα μαι αυτά, ο κόσμος ολάκερος θα 'ναι αυτά,
θα 'σαι εσύ η ευθύνη,
η αναπαράσταση,
η μνήμη
και
η άκρη του κόσμου.