©Picasso |
Έτσι σου μιλώ:
για το δωμάτιο.
Και στους τοίχους της κάμαρας γαντζώθηκε ένας κισσός σα σώμα απ' άλλο σώμα με τα νύχια και με δόντια,
σα σ' οργασμό, σα σε πνιγμό.
Έτσι σου μιλώ:
και για τις λέξεις.
Λέξη στη λέξη ξεδιπλώθηκε κάθε δοκάρι και κάθε πόρτα, κάθε σημείο που έγινε μνήμη και κάθε μνήμη που έγινε σημείο.
Λέξη προς λέξη θυμάμαι τα λόγια μας τον αιώνα που πέρασε.
Δωμάτιο προς δωμάτιο θυμάμαι τα δοχεία που δοκιμάσαμε την άνωση.
Αυτό που λένε βέλος του έρωτα, εγώ το λέω αχτίδα χλωμού φωτός που πέρασε απ' τις γρίλιες του παντζουριού και φώτισε στο σκοτάδι το πρόσωπό σου.
Λέμε άφοβα την αλήθεια, όταν μπορούμε να κρύψουμε κάτι από αυτή.
Έτσι σου μιλώ:
για τα υγρά σου.
σαν από πάρτι ολονύχτιο εξαντλημένα,
ξημέρωμα με φόντο τον Πύργο της Βαβέλ,
που ήτανε όλα τους μια στάλα
κι ήταν όλα τους ποτάμι
που πάνω τους θα έπλεε μια βάρκα
για να φτάσεις στο θεό.
Έτσι σου μιλώ:
για τον θεό.
Έτσι θυμάμαι:
τα σκουλαρίκια που αγόρασες
σε μια βόλτα μας.
Κι όχι μπλεγμένοι στον ιστό.
Σταυρωθήτω στο δοκάρι ο ιστός.
Σήμερον κρεμάται επί έρωτος.
Να είχα λίγο φως παραπάνω μες στο μεσημέρι.
Να τρέχανε τα πόδια μας στο πλακόστρωτο γυμνά.
Να ήταν τα όνειρα σα σταφύλια Σεπτέμβρη μήνα μες στο στόμα.
Να σου ψιθυρίσω την άνοιξη με ένα τραγούδι
-κι όποτε το ακούς να ανθίζεις.
Χτυπά η πόρτα.
Δυο μαυροφορεμένοι θέλουν να με οδηγήσουν στο τμήμα.
Ξέρουν το όνομά μου και ξέρουν εσένα και όλους τους κοντινούς μου ανθρώπους.
Δε χρειάζεται να είσαι ένοχος.
Αρκεί να σε έχουν φοβισμένο κι ενοχικό.
Αν δε γυρίσω το βράδυ, φάε.
Αν ακούσεξς το τραγούδι, άνθισε.
Κι άσε τον ιστό να το φυσά ο αέρας.
Και να παίρνεις μακριά σκουλαρίκια
που κουνιούνται σε κάθε κίνηση του κεφαλιού σου.