Τρίτη 24 Μαρτίου 2020

Γενικά


Η απουσία είναι μια απάντηση, όπως και να το πάρεις. 
Έχει μια κάποια ευθραυστότητα η έννοια του σπιτιού, της πατρίδας και του σώματος -ό,τι ραγίζει δεν ξανακολλάει.

Γενικά, η έννοια ενός πράγματος είναι η αδυναμία αναστροφής στην προ-καταστροφής-περίοδό του. Η σιωπή είναι μια απάντηση: αυτός που μιλά πάντα ψεύδεται -έστω και χωρίς τέτοια προαίρεση- κι η αλήθεια είναι ακοινώνητη. Το σημαινόμενο μιας λέξης είναι μια διαδικασία νοσταλγίας, ομοίωσης και ανάστασης. Γενικά, είμαστε ένα τραύμα, μια πληγή στο χείλος του κόσμου.

Ρίχνω τον οβολό μου να περάσω αντίπερα στην όχθη,
απ' το σώμα μου στο σώμα σου.
Κι η βάρκα τρύπησε σαν από καρφί σαν στου Χριστού το χέρι.

Γενικά,
είμαι σάρκα από τα πλευρά σου,
γυμνά πόδια
στη φλεγόμενη βάτο σου.

Έχει μια κάποια ευθραυστότητα
η έννοια της ταυτότητας,
ό,τι εγγίζει
ραγίζει
σμίγει
αλλοιώνεται
αλλοιώνει
τον χωροχρόνο
τον πόνο
θαρρείς
τολμά
να κοινωνήσει.

Δευτέρα 23 Μαρτίου 2020

Καταλανός χωρικός με κιθάρα

©Miro


*Οι νεωτερικές και υπερνεωτερικές βιοϊατρικές τεχνικές έχουν επιφέρει την εισαγωγή της συμβολοποίησης του γενεαλογικού δεσμού, που ο Guyotat (1980) την ονόμασε γενεαλογία "από σώμα σε σώμα". Η γενεαλογία αυτή συνίσταται στην επαφή και τη σχέση μεταξύ μερών του σώματος και προϊόντων τους -αίμα, γαμέτες, χρωμοσώματα, όργανα- και όχι υποκειμένων με επιθυμίες και φαντασιώσεις (οιδιπόδειες, της πρωταρχικής σκηνής, αποπλάνησης κλπ).
[Maria Clelia Zurlo, "Βιοϊατρική πρόοδος και γενεαλογική προβληματική" - Το υπερνεωτερικό υποκείμενο, Κλήμης Ναυρίδης & Νικόλας Χρηστάκης, εκδ. Ελληνικά Γράμματα]


Απ' αυτό που
με βια μετράει τη γη,

τη λευτεριά,

θα κρατήσω
τη μονάδα μέτρησής της,

τη βια.

Κρατιέμαι

μες σ' αυτή τη βια,
να αφήνομαι ολάκερος

στα χέρια σου,
στο φιλί σου

κι όχι

χέρι στο χέρι σου,
χείλη στο φιλί σου,
στήθος στο προσκέφαλό σου,

μέρος αντί μέρους,
προϊόν αντί προϊόντος.

Θα ήταν αρκετά βολικό
από τη μια να σου ξεπλέκω τα μαλλιά
κι από την άλλη να γράφω έπη,

με τα μάτια να σε καρφώνω στη στιγμή
και με τα αυτιά να υπακούω στις Σειρήνες

και να 'μαι παντού και πουθενά.

Μα τι,
μα που,
μα ποιος
θα είμαι;

Φως το χέρι,
φως το πόδι
κι όλα γύρω σου
είναι φως.

Θα ήταν αρκετά βολικό
με το χέρι να φώτιζα το διάδρομο, όταν ξυπνάς
και πας με φώτα σβηστά
και τραγουδάς,
με το πόδι να φώτιζα την άλλη πλευρά του φεγγαριού,

μα τι,
μα που,
μα ποιος
θα ήμουν;

Θα ήταν αρκετά βολικό
από τη μια να είμαι εγώ
κι από την άλλη να είσαι εσύ,

να 'μασταν άλλα κι άλλοι αντί άλλων.

Μα τι,
μα που,
μα ποιοι
θα ήμασταν;

Είμαι το αίμα μου,
αλλά όχι μόνο αυτό.
Είμαι το σπέρμα μου,
αλλά όχι μόνο αυτό.
Είμαι το χέρι μου,
αλλά όχι μόνο αυτό.

Μα χωρίς το αίμα μου,
δε θα ήμουν εγώ.
Μα χωρίς το σπέρμα μου,
δε θα ήμουν εγώ.
Μα χωρίς το χέρι μου,
δε θα ήμουν εγώ.

Είμαστε εμείς,
αλλά δεν είσαι μόνο εσύ.
Μα χωρίς εσένα,
δε θα ήμουν εγώ.

Τετάρτη 18 Μαρτίου 2020

Πυκνό



Το σώμα
μια αρχαιολογική ανθρωπογεωγραφία,
μια ανθρωπολογία υψηλής πυκνότητας
-κάτω από στρώματα επιδερμίδας, χώματος, ινώδους, νεκρών δερματικών κυττάρων, χαδιών, ηλιοκαμμάτων, ριγών
βρίσκεις το έφηβό σου κάποτε
και
γιατί αυτή η κλίση των δαχτύλων, ποια χειρονομία
και ποιο γεγονός τα όρισε να κλείνουν τοιουτοτρόπως;

Γιατί κρατάω το μαχαίρι έτσι και κόβω έτσι
κρατώντας το ψωμί
κι αλείβω το βούτυρο
και στρογγυλεύω την πανσέληνο,
φτιάχνοντάς σου ένα γεύμα;

Το εσταυρωμένο φεγγάρι
κι ο καρφωμένος κεντημένος πίνακας μιας αναγνώστριας στην κορυφή της τραπεζαρίας -αντί ενός Δείπνου Μυστικού.
Το μπηγμένο μαχαίρι στο ξύλο κοπής με τη μύτη
και το δέντρο το γέρικο ανάμεσα απ' τις πλάκες του πεζοδρομίου
και το φεγγάρι να περνάει μέσα απ' τη φυλλωσιά
και να,
το φεγγάρι σαν πίνακας, σα στολίδι, σα μενταγιόν
στον κόρφο του δέντρου
(σαν τον πίνακα του Μαγκρίτ)
και το στήθος σου -αν και γυμνό-
με μία λάμψη στον κόρφο σου,
δάκρυ -ωκεανός συμπυκνωμένος-
και
ιδρώτας -κόπωση κι αγωνία αιώνων σε ένα κομμάτι δέρατος-
και
μικρό μικρό στολίδι με μιαν αόρατη αλυσίδα
περασμένο στο λαιμό σου.

Σπόρος
ίδιος
κι απαράλλαχτος
σαν τη στιγμή του Μπινγκ Μπανγκ
-κι ας μην υπήρξε, είναι τέλεια μεταφορά

κι είναι μαγικό που κάτι
που δεν υπάρχει
μοιάζει ικανό να μεταδώσει
την εικόνα
αυτού που υπήρξε, υπάρχει ή θα υπάρξει
ή την εικόνα για να υπάρξει.

Που ο τελευταίος θάνατος
θα τους συμπυκνώσει όλους
και
θα τους αναιρέσει

και θα 'ναι ίδιο και το αυτό.

Σπόρος
συμπυκνωμένο σύμπαν
κάθε τινός.

Και τώρα που πέρασαν τα βαρετά τα λόγια κι έφτασες ως εδώ,
σαν μήνυμα παραπλανητικό, να δω, αν θα φτάσεις,
σαν άθλοι που θα σε οδηγούσαν ως εδώ,
αν είχες καρδιά και σθένος κι υπομονή:

μες στην τρυφερή κοιλότητά σου,
σαν τη σπηλιά της Αλταμίρα

-δε με νοιάζει το άπλετο φως,
ούτε της θάλασσας η απεραντοσύνη
κι ούτε του μύθου οι εικόνες
και τα λόγια των μεγάλων ποιητών και προφητών-

σαν τη σπηλιά και στάβλο της Βηθλεέμ

και σαν τη σπηλιά που χώρισαν παντοτινά ο Ορφέας κι η Ευρυδίκη,

μες στη τρυφερή κοιλότητά σου
έμεινα χαραγμένος:
παλάμη και δαχτυλικό αποτύπωμα,
ταύρος και κυνηγός,
Χριστός,
ηχώ
και πένθος.

Σπόρος μες στην τρυφερή κοιλότητά σου
ένας λόγος,
να γεννηθεί ποίηση και προφητεία:
εγώ,
άνθρωπος συμπυκνωμένος,
φιλί συμπυκνώνω,
φιλί σου αφήνω
στον κόρφο σου.

Σάββατο 14 Μαρτίου 2020

Προχωράς

©Dubuffet


Ξεχειλώνει το σώμα,
όπως όταν ένα ρούχο το τραβάνε απ' τη μια,
το τραβάνε απ' την άλλη.
Θα γαντζωθεί μια άκρη από την πλάτη σου
σ' ένα αγκάθι μιας μπουκαμβίλιας,
που θα 'χει σκύψει πάνω από το σοκάκι που περνάς σκυφτός,
θα κρατηθεί το μικρό σου δαχτυλάκι
σ' ένα χέρι,
θα σφηνωθεί το σανδάλι σου
σε μια κακοκατασκευή του πεζόδρομου ή σ' ένα πετραδάκι
ξεχασμένο στην παραλία,
θα φυσήξει ο άνεμος τα μαλλιά σου προς τα πίσω,
θα καρφώσει τη σκιά σου ο ήλιος στη γη
για μια στιγμή.

Προχωράς.

Ξεχειλώνει το σώμα,
εσταυρωμένο στα μικρά σημεία που προαναφέρθηκαν.

Και προχωράς
σ' άλλα σοκάκια,
σ' άλλα μονοπάτια και παραλίες,
σ' άλλους ανέμους ψιθυρίζεσαι
και σ' άλλους ήλιους
-ο ήλιος σε έλκει κι εσύ έλκεις τον ήλιο,
τον άλλον,
τους άλλους.

Ξεχειλώνει το σώμα
κι από μέσα,
σαν τσιτωμένο απ' το παραγέμισμα τσουβάλι,
σαν το ξέχειλο ποτήρι με νερό,
σαν το ρούχο που σκίζεται κάτω απ' τη μασχάλη.

Ξεχειλώνει το σώμα
κι οι πόροι ανοίγουν ολοένα περισσότερο.

Προχωράς.


Δευτέρα 9 Μαρτίου 2020

ΣιωΠες



Εκκρεμείς
κι αναβάλλεσαι
για να υπάρξει μέλλον
συμβολικό.

Ποια η ταυτότητα της ομορφιάς, όταν αποχωρεί το πρόσωπο; Από τα πέρατα του κόσμου έρχεται το τέλος του κόσμου αφήνοντας πίσω του σα σαλιγκάρι σάλια, σαν το παρατεταμένο φιλί εραστών και Ιούδα, ένας μίτος Αριάδνης να βρει να επιστρέψει από τούτον τον κόσμο το τέλος του. Ποια η κίνηση της ομορφιάς, όταν αποσυρθεί το ρίγος;

Ποια η κίνηση της ομορφιάς, όταν αποσυρθεί το ρίγος, πέρα από το να κρατάς ζεστά τα χέρια σου τρίβοντας το ένα με το άλλο, όπως ενώθηκαν και τρίφτηκαν τα χέρια με άλλα χέρια.
Κι από τα τέρατα του κόσμου το πιο βίαιο, αυτό που δεν λέγεται: αυτό για το οποίο υπάρχει η λέξη, υπάρχει ο πόθος κι η συνέπεια, μα δε λέγεται και γίνεται μια σιωπή σα μαύρη τρύπα, που όλα τα σημαίνει και πιο πολλά απ' όσα θα σήμαιναν όσα δεν είπες. Όσα έχουν όνομα στον κόσμο δε λέγονται και δεν αποκαλούνται όσο υπνοβατούν.

Δεν κάνει να ξυπνάς τον υπνοβάτη με τ' όνομά του ή να φωνάζεις τον νεκρό την ώρα που πεθαίνει.
Λένε γυρνά σε μια κατάσταση ανάμεσα σε ύπνο και σε ξύπνιο, σε θάνατο και μη θάνατο. Όσα έχουν όνομα στον κόσμο να μη λέγονται και να μην αποκαλούνται, όσο υπνοβατούν. Μα μια σιωπή που όλα τα σημαίνει. Ποια η ομορφιά που να παρέμεινε ως το τέλος ομορφιά δίχως να νικήσει και δίχως να αμφισβητηθεί και δίχως να προδώσει;

Κι αυτοί που ήξεραν, τ' αγαπάνε πιο πολλοί, κι όσοι δεν ήξεραν, όσα γι' αγάπη κι έρωτα είπε θα μάθουν και θα λένε. Κι οι λέξεις θα μοιράζονται φειδωλά. Καλύτερα να έχουνε οι μεν λιγότερες στο σύνολο, μα πολύ περισσότερες από τους δε, παρά πάρα πολλές στο σύνολο, μα ίσα λίγο περισσότερες από τους δε. Κι όλο τα ίδια και τα ίδια θα λέγονται: από κουτσομπολιά μέχρι την υψηλή την ποίηση και τη φιλοσοφία. Ή για τον καιρό, που κρύωσε και μίκρυνε η μέρα. Και θα ΄χει λίγο μερίδιο η ομορφιά να λέγεται αυτολεξεί και να κρύβει μέσα της σα βαλίτσα -από μόνη της η λέξη- χείλια, πόδια, μάτια, καρδιές, δέντρα, λέξεις και πάλι.

Δεν υπάρχει δυστυχώς το σύντομο μονοπάτι. Για να γνωρίσεις ποιος είσαι, υπάρχει πάντα ο Άλλος και για να φτάσεις στους άλλους περνάς μέσα από τις τρύπες σου (αυτές που μετράς, όταν ξεμετράσαι, αυτές που λεν και σκουληκότρυπες, τις μαύρες τρύπες του μυαλού σου). Δεν υπάρχει δυστυχώς το σύντομο μονοπάτι ευτυχώς.

Αν στο φιλί δεν μιμούμαστε συμπαντικές ενώσεις στον μικρόκοσμο αυτόν μας, είναι δύο χείλια που ως τη σάρκα τους την ίδια φτάνουν. Εν ολίγοις, απ' τις μεταφορές τις ποιητικές γνωρίζουμε τι και τι δεν είμαστε.

*painting by Feodorowitz

Κυριακή 8 Μαρτίου 2020

Δρόμος

©Εγγονόπουλος


Τους ανθρώπους στη ζωή μας
με μιαν υποχρέωση τους ξεκλέψαμε απ' τον Άδη,
μα πώς να το κάνεις
και  να μην
τους κοιτάς μέσα στα μάτια.

Κάθε φορά που σε κοιτώ,
που γυρίζω να δω,
αν στο πεζοδρόμιο περπατάς, στις όχθες της πολυσύχναστης της λεωφόρου,
που γυρίζω να σε δω,
ξεμακραίνεις.

Δε μιλώ πολύ,
γιατί δε μιλούσε.

Μπερδευόμαστε
μέσα στον κόσμο
από σκιές κι αντανακλάσεις,
μα τι να κάνεις, αφού μπορείς
κι αυτές -και πόσω μάλλον αυτές, κυρίως-
να ερωτευτείς, να εμπιστευτείς και να τις
ακολουθείς.

Δεν είσαι μπλεγμένος σε ιστό.
Με τον ιστό που είσαι σε μπερδεύεις.

Όνειρο στο όνειρο έρχεται η νύχτα.

Τα σώματά μας είναι το πέρασμα της νύχτας.
Η νύχτα το πέρασμα των σωμάτων μας.

Διανυκτερεύουν σα σε ξενοδοχείο τα κορμιά μας μες στο όνειρο. Δεν
είναι
νύχτα. Είναι σκοτάδι όπου σταυρώνονται

όσα δε διασταυρώνονται.

Κάθε κεφάλι Λερναίας Ύδρας που κόβεις,
δυο φυτρώνουν,
όπως κάθε φορά που
κόβεις ένα πράγμα, μια αλήθεια, μια σκιά και μια αντανάκλαση.

Μιλώ
γιατί σιωπούσε.
Απλά ρήματα
οι μοίρες μας.
Η ουσία λανθάνει της ύπαρξης.
Σχεδόν δε χρειάζεται να είσαι.
Μιλώ.
Σχεδόν είμαι μιλιά.