*ιστός της αράχνης.
κβανταλέξεις του Σταμάτη Παρασκευά / ΑΚ
Σάββατο 19 Μαρτίου 2022
έρευνα ασύμφωνη της δεοντολογίας / σημείωση
Πέμπτη 6 Ιανουαρίου 2022
ποιητική
Rothko |
Δευτέρα 13 Σεπτεμβρίου 2021
για τι μιλάει αυτή η ιστορία, νούμερο ένα
για τι μιλάει αυτή η ιστορία, Γιάννη;
είναι μια ιστορία θυμού
που η ανάγκη υπερβολικής προστασίας του ενός
οδηγεί σε ένα αίσθημα παραμέλησης του άλλου,
που κλαίει μες στο δωμάτιο και
ένα τρίτο σώμα δε μπορεί να δοθεί ολάκερο
και κάθε φορά που πάει να μιλήσει ο παραμελημένος
επωμίζεται όλη την κούραση και τον θυμό της ανημπόριας για τον υπερ-προστατευόμενο πρώτο
και η όποια έκφραση επιθυμίας φιλτράρεται από τους πόρους του δέρματος του παραμελημένου πρώτου και
του ανήμπορου και θυμωμένου και κουρασμένου τρίτου σώματος και συχνά μοιάζει να μην ακούγεται
και που ακούει
πως μοιάζει / πως είναι ίδιο και απαράλλαχτο / πως θα γίνει ολόιδιο με ένα σώμα που ποτέ δε γνώρισε
που πήρε τη θέση του σώματος αυτού
σαν να έχει δυο σώματα
ένα να μην ακούγεται κι ένα για να ακούει και που όταν ενωθούν σε ένα μοιάζει να μην ακούει το ίδιο το κλάμα του / να μη χρησιμοποιεί το κλάμα του πια για να επικοινωνήσει / που δε χρησιμοποιεί πια την επικοινωνία για να υπάρξει / που δεν υπάρχει πια για να μην επιβαρύνει
και μένει να κλαίει μες στο άδειο δωμάτιο όσο τα άλλα δωμάτια αδειάζουν από σώματα κι είναι πια αργά κάτι να ειπωθεί και να ακουστεί / για τι μιλάει αυτή η ιστορία, Δέσποινα;
είναι μια ιστορία μοναξιάς
ένα αιώνιο παιχνίδι που δεν πρέπει να βρεθεί η λύση γιατί καταρρέει ολόκληρο το οικοδόμημα / δεν ρωτάω για να μην απάντήσεις / δεν μιλάω για να μην ακούσεις / δεν λέω για να μην καταλάβεις / δεν μιλάς για να μην απορήσω / δεν ακούς για να μη σε αποσπάσω / δεν καταλαβαίνεις και δεν σου εκμυστηρεύομαι
ένα υπεραιωνόβιο δέντρο με άπειρα κλαδάκια στέκει μοναχό του με ρίζες
που ποτίζονται και φτάνουν σαν φλέβες κάτω από τη γη ως τη μακρινή θάλασσα και ποιος τόπος θα βρεθεί να ευδοκιμήσεις
η μοναξιά μέσα σε κόσμο ήταν κάποτε μια μοναξιά μακριά από τον κόσμο που γεννήθηκε από τη μοναξιά μες στον κόσμο
παιδί κι αυτή μιας μοναξιάς από την οποία κανείς δεν της τράβηξε το χέρι να τραβήξει το σώμα / το πολύ πολύ το χέρι που τραβιόταν μάκραινε / δεν έσωζε
αλλού ο πνιγμένος
αλλού η παλάμη του
κι ανάμεσά τους έτη φωτός ωλένης κι αγκώνα και βραχίονα
το σώμα πνιγμένο στο νερό
κι η παλάμη στο χέρη του διασώστη αιώνες και λόγια και ανάσες μακριά μακρύτερα και πιο μακριά απ' το μακριά / δεν καταλαβαίνω, για τι μιλάει αυτή η ιστορία, Γιάννη;
αυτή είναι μια ιστορία θανάτου
θαυμάζοντας τους ήρωες που τιμώνται με δάφνες και εμβατήρια και παρελάσεις μετά θάνατον
έχοντας ξεχάσει αυτοί που αποτίουν φόρο τιμής το έργο και το πρόσωπό τους και την αιματώδη σάρκα και τα πάθη τους
επιθυμήθηκα κάποτε / φαντασιώθηκα, για να το φέρω στο εγώ, εδώ και τώρα / φαντασιώθηκα / πίστεψα /
ακράδαντα
πως θα με καταλάβουν και θα με σεβαστούν και θα πουν "δεν πειράζει" μετά τον θάνατό μου και θα τους χάριζα τον θάνατό μου για να νιώσουν πως αυτοί φταίνε που με αφήσανε ανείδωτο κι ανείπωτο / σαν αίσχος
μα πιο πολύ θα μου χάριζα τον θάνατο, γιατί δεν ήξερα στο ενδιάμεσο τι σημαίνει να μιλάς / για τι μιλάει αυτή η ιστορία, Δέσποινα;
αυτή είναι μια ιστορία πόνου
που δεν επικοινωνείται, που αυτό που δεν επικοινωνείται γίνεται το ίδιο πόνος ξανά σε μιαν αλληλουχία μοναχική / μοναδική / άρρητη
που σ' όσα σώματα και να μοιραστεί πάντα κάτι περισσεύει ή υπολείπεται
στο πρωτογενές σώμα που πονάει / δεν καταλαβαίνω, για τι μιλάει αυτή η ιστορία, Γιάννη;
αυτή είναι μια ιστορία αγάπης
δε γίνεται να αγαπηθώ / παρά μόνο να αγαπάω
δε γίνεται να απαιτήσω παρά μόνο να δίνω
κι αυτό το κάνει μιαν ιστορία που δε σταματάει
αναβάλλεται στο μέλλον η απαίτηση
Τρίτη 7 Σεπτεμβρίου 2021
Σπουδή στον φόβο
φοβάμαι σκέτο.
κι ίσως αποχωρούν και τα υποκείμενα μες στην φυγή που προκαλεί το να φοβάσαι.
Κυριακή 1 Αυγούστου 2021
φλ
Τρίτη 11 Μαΐου 2021
Ανθ'
κι είναι μια χειρονομία αυτή
όπως το όνομα
έτσι κι οι μετωνυμίες σου
το ρούχο σου που σε υπονοεί
κάποιες φορές δε μπορούμε να αποχαιρετίσουμε ολοκληρωτικά τίποτε
τα αντικείμενα σα λυχνάρια
γεννάνε το τζίνι
κι όλες οι λέξεις μοιάζουν συστημικές θεσμίσεις της υφιστάμενης κατάστασης
Σάββατο 1 Μαΐου 2021
yseult / ηχητικά
είναι κάποια ηχητικά
που σε κατακεραυνώνουν
που σε διϋλίζουν
(η σκηνή ήταν βγαλμένη από ταινία, έτσι που συνηθίσαμε να ρομαντικοποιούμε τις στιγμές μας)
κι αφού τελείωσα κάπως με όλα όσα δεν ήθελα να πω,
είναι κάποια ηχητικά που ήρθαν με την υπόκρουση αυτή από πίσω
είναι κάποια ηχητικά
τύπου
Παρασκευή 16 Απριλίου 2021
τε και
Τετάρτη 14 Απριλίου 2021
ανταλλάξιμοι
Δευτέρα 15 Φεβρουαρίου 2021
φιλί με δόντια
το πρώτο μας φιλί
είναι η ανακάλυψη της Αμερικής
κι η φαντασίωση της Ατλαντίδας
και
γι' ακόμη μια φορά στη ζωή μου
έψαξα
για το κομμάτι σώματος που μου λείπει
που κατέρρευσε πριν δω το πρώτο μου φως
μες στην νύχτα
και που μόνο θυμάμαι έναν ήχο
έναν παφλασμό
σαν βράχο μεγάλο που πέφτει από γκρεμό και σκάει στη θάλασσα
έψαξα λοιπόν
για το κομμάτι σώματος που μου λείπει
από αυτή την πρώιμη κατάρρευση
στο φιλί σου
μα
ήσουν κι εσύ
θάλασσα και κύμα και αφρός
που απαιτείς
να ρίξω κι άλλο βράχο στο κενό και να απεκδυθώ κι άλλο σώμα
το πρώτο μας φιλί
είναι η εφεύρεση του τηλεφώνου
κι η ονοματοδοσία του παιχνιδιού του χαλασμένου τηλεφώνου
κι η επινόηση του φιλιού με δόντια
στο σημείο που φαίνονται τα οστά γυμνά
στο ίδιο σημείο να τρίζουμε ο ένας τα δόντια του άλλου
Τετάρτη 13 Ιανουαρίου 2021
Πεισίστρατος
Δευτέρα 4 Ιανουαρίου 2021
σας εύχομαι να σας αγαπήσουν μέχρι τρέλας
σας εύχομαι να σας αγαπήσουν μέχρι τρέλας
μου έγραψε κάποτε σ' ένα πακέτο τσιγάρα κασετίνα με ένα μπικ στυλό
αχ δε θυμάμαι ακριβώς
ένας έρωτας ή ο παππούς που δεν γνώρισα ή αυτοπροσώπως ο Μπρετόν ή μια διαολεμένη συγκυρία που ένα άψυχο μπικ στυλό κινητοποίησε αυτοβούλως ένα χέρι με τον γραφικό του χαρακτήρα
κι αναρωτιέμαι από τότε
τι είναι τρέλα και τι είναι αγάπη και τι εξυπηρετεί μια ευχή
τον ευχοδότη ή τον ευχολήπτη
μικρές βουτιές σε μια θάλασσα αρχές καλοκαιριού, τότε που ακόμη οι παραλίες δεν γεμίζουν με λουόμενους
μικρές βουτιές σ' έναν βυθό και ίσα ίσα
οι ερωτήσεις αυτές, οι βουτιές αυτές δεν είναι για να βρεθεί η απάντηση, όσο να ελέγξεις και να εκπαιδεύσεις την αναπνοή σου σε ένα μακροβούτι σε μια θάλασσα αρχές καλοκαιριού
που είχες τα μαλλιά σου έτσι ακόμη, που μπορούσαν να μπλεχτούν μικρά κοχυλάκια κι αστέρια, όταν τολμούσες να καθίσεις ασκεπής στο φεγγαρόφωτο της πανσελήνου ή όταν με τη μηχανή περνούσαμε μέσα από βροχή των αστεριών που κάθε λίγο ανακοίνωνε το αστεροσκοπείο
μαζί σου αναζητούσα να απεδαφικοποιήσω την ευτυχία κι όχι απλώς να τη ζήσω,
εσύ που μπορούσα να σε βλέπω στο κάθε τι, που μπορούσες με κάποιον τρόπο να μετατραπείς σε καθετί, που κάθε τι στον κόσμο σε θύμιζε
εσένα ήθελα να σου ζητήσω να μετατραπείς σε μια σταγόνα νερό και να σε καταπιώ, να φέρω για πάντα εντός μου την πανουργία σου, την ομορφιά σου και την ανάσα σου
ή λίγο λίγο
όπως ποθείς, να αλλάζω με τον καιρό τμήματα απ' το σώμα μου, το χέρι και το πόδι, το πρόσωπό μου, τα μαλλιά μου, έτσι που θα είμαι γω και δε θα 'μαι
και να είμαι έρμαιό σου αβυσσαλέο, να προσαρμόζομαι στις ανάγκες σου,
να προσαρμόζομαι στο περιβάλλον σου, ξενιστή των πόθων μου, των φαντασιώσεων, των αναγκών μου, που πλέον ντρεπόμαστε να εξαρτηθούμε και να εξευτελιστούμε φιλώντας τα πόδια ενός πλάσματος σε πλήρη ικεσία πριν τον δείπνο ή τον κανιβαλισμό
κι όταν φτάνεις να αγαπήσεις μέχρι τρέλας
προκύπτουν ζητήματα αξιοπρέπειας, ορίων, ταυτότητας,
τι στο καλό κάνουν αυτές οι ευχές, τι αχρείαστος ρομαντισμός, είμαστε η λογοτεχνία κι αντι-λογοτεχνία που καταναλώνουμε, αφηγήσεις, μετα-αφηγήσεις κι αντι-αφηγήσεις σε έναν χορό τελετουργικό που ο ερωτευμένος γίνεται σαμάνος και καταλαμβάνεται από το ανεξήγητο κι ασύλληπτο, με μία τρέλα
θες γαλλικό φουντούκι ή θα πιεις ως τη τελευταία σταγόνα το κώνειο
αυτά θα έπρεπε να είναι τα αιώνια διλήμματα του έρωτα
και να σέρνουν από πίσω τους ολόκληρα σκηνικά:
ένα πρωινό που μόλις άνοιξες τα μάτια σου μετά από ένα μακρόσυρτο ύπνο στο κρεβάτι ενός πλάσματος που κάπως και κάτι σεσημασμένο φέρει στο δαχτυλικό του αποτύπωμα
ή
την πίστη στους νόμους, τη σκέψη σου, την συνέπεια
και τα δύο μού κάνουν πολύ ως υπότιτλο στο να μ' αγαπήσουν μέχρι τρέλας
που θα σήμαινε να αποδομήσω και την αγάπη και την τρέλα
και τη θάλασσα και το ποιος είμαι
κι απλώς να είμαι κάθε φορά που πίνουμε καφέ, που κάνουμε έρωτα, που απεδαφικοποιώ τη συνθήκη ως μια απλή προσαρμογή της ανάγκης στο παρόν ανιστορικά
και ξέρεις κάτι
ξέρω ποιος είμαι
όταν αφήνομαι
Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2020
Εναλλάξ
αν αλλάξεις τις θέσεις
των μυθικών τεράτων και των μαγισσών,
των πολεμιστών
σε σκηνικά και σε τοπία:
για παράδειγμα
έναν Κέρβερο στη θέση του Άργου, να περιμένει
ή μια Λερναία Ύδρα στον αποκεφαλισμό του Βαπτιστή
και μια Καταιγίδα καταμεσίς του Γούντστοκ
αλλά
να
πώς κατήντησε ένας απέραντος υποθετικός λόγος
το ποίημα
που είναι όστρακο
για εξοστρακισμό
των δήμιων
της γλώσσας και του κόσμου, της ψυχής και της ψυχής μας, που
μοιάζει άλλοι να την ξέρουνε καλύτερα
και που ο νόστος μας είναι επιστροφή στο σημείο του φόνου
να λογαριαστούμε με το τι μάς αξίωσε να μην είμαστε στη θέση του δολοφονημένου
και με παρρησία να είμαστε με το μέρος του δολοφονημένου, ωστόσο
το χέρι που οπλίστηκε του φονιά
τι κόσμους θα συντάρασσε
και τι
πριν το αντικείμενο χρησιμοποιηθεί πρέπει να καταστραφεί εντός μας
και το όνομα που λέμε είναι μια πράξη βίας
και για τη σκέψη μας και για την ίδια τη γλώσσα
κι αν το φεγγάρι είναι ένας επαναστατημένος βράχος
απ' τα χέρια του Σίσυφου, απ' τους ώμους του Άτλαντα,
απ' τις Συμπληγάδες που βλεφαρίζουν, νευρινώματος Morton
ή απ' τη δυσκολία κατάποσης σαν να στάθηκε κάτι στο λαιμό,
ένας βράχος που πέταξε
-πριν μεγαλώσει στο αλάτι-
μακριά απ' τις ακτές
κι η θάλασσα
με την παλίρροιά της ψάχνει να το φτάσει λυσσομανώντας στα βράχια που έμειναν
και μπερδεμένη από τον αντικατοπτρισμό του στην επιφάνειά της
καταπίνει και ξερνάει τον εαυτό της με χίλια στόματα
και χείλια
αν, λοιπόν, αλλάζανε τα πρόσωπα
στα ίδια σκηνικά
και με τις ίδιες πράξεις
κι αν όλα ήταν ίδια πέρα από τις αγιογραφίες των προσώπων και τις μάσκες
τότε
θα μπορούσα να πιστέψω
την αγάπη σου, αν ήταν σαν την αγάπη κάθε άλλου
που δε θα ήταν εξαίρεση
μα μεταφυσική δραματουργία
Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2020
Αλήτες του Μικρόκοσμου || Κείμενα 16-20
ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ (ΤΥΠΟΥ ΕΡΩΤΙΚΟ ΓΡΑΜΜΑ, ΠΡΟΣΦΩΝΗΣΗ ΑΛΑΝΙΑΡΙΚΗ-ΕΡΩΤΙΚΗ ΚΑΙ ΤΑ ΤΟΙΑΥΤΑ),
Σου γράφω αυτό το γράμμα για να σου μιλήσω για κάτι που έζησα χωρίς εσένα. Ξέρεις έχω αυτή την αλλόκοτη συνήθεια να συνταιριάζω τις λέξεις ηχητικά μεταξύ τους: π.χ. ο έρωτας μοιάζει τόσο πολύ με τον αρχαίο μέλλοντα του «λέγω» (βλ. «ερώ»). Έτσι, λοιπόν, θα σου πω για κάτι που έζησα χωρίς εσένα. Τα πράματα που μοιραζόμαστε υπάρχουν. Και κάπως έτσι γεννιέται ο έρωτας -όπως ο έρωτάς μας- κι η τέχνη κι η ζωή κι ο άνθρωπος μέσα από αυτά.
Εχτές το βράδυ (δεν ξέρω πότε θα διαβάζεις αυτό το γράμμα, αλλά σήμερα που σου γράφω είναι 05 Νοέμβρη του 1745 και ο καιρός είναι άστατος, αλλά με συχνή ηλιοφάνεια, πρεπό φθινόπωρο στο πόδι και στη σκέψη) παρακολούθησα την πρεμιέρα του «Υπηρέτη δύο αφεντάδων» του Νικολά Γκολντόνι. Θα τον έχεις ακουστά, ελπίζω. Η παράστασή του έγινε σε ένα θέατρο γεμάτο από ανθρώπους που ανέπνεαν, ανέμεναν, ανησυχούσαν -πολλοί ήταν αναστατωμένοι γιατί δεν έβλεπαν λόγω της διάταξης των θέσεων, καθότι αν καθόταν κάποιος ψηλότερος μπροστά, δεν είχαν την δυνατότητα καθαρής ορατότητας προς τη σκηνή, οπότε ζητούσαν ακατάπαυστα μαξιλαράκια από τους ταξιθέτες -σωστός μπελάς για τους υπεύθυνους, μα και σωστή πρόκληση, στην οποία ανταποκρίθηκαν ευγενεστάτως). Συχώρα μου που πλατειάζω: καταχράζομαι της ψευδαίσθησης πως σου μιλώ και σ’ αντικρύζω και εσύ μ’ ακούς και με κοιτάζεις.
Η Ομάδα Ιδέα με εκλεκτούς προσκεκλημένους φίλους ανέβασε το έργο αυτό. Θαρρώ πως είναι αρκετά γουστόζικο όνομα το «Ιδέα», καθότι το συνδυάζουν με ένα μότο, πως «οι ιδέες έχουν ένα απίστευτο -δεν θυμάμαι καθαρά τον χαρακτηρισμό- χαρακτηριστικό, να πληθαίνουν, όταν τις μοιραζόμαστε» ή κάπως έτσι. Σκέψου, λοιπόν, πως αν έχω μιαν ερωτική ιδέα για τη μορφή και το κορμί σου κι εσύ έχεις μιαν ανάλογη για τον νου και το σώμα μου και τις ανταλλάξουμε, τότε εγώ στο τέλος θα έχω δύο ερωτικές ιδέες κι εσύ άλλες δύο. Ενώ, αν είχα ένα μήλο κι εσύ ένα μήλο και τ’ ανταλλάσσαμε, τότε εγώ θα είχα ένα μήλο κι εσύ άλλο ένα μήλο. Με προσέχεις, αγάπη μου;
Λένε πως σ’ εκείνη τη γειτονιά της πόλης (μια πόλη που ανακάλυψα τυχαία καθώς περνούσα στο μακρύ ταξίδι μου, την Αθήνα), κοντά σε μια κεντρική πλατεία της, την Ομόνοια, απέναντι από ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα ανώτατο, το Πολυτεχνείο, στις οδούς Πατησίων και Στουρνάρη (κάτι, που -αχ, θα στο πω- το χρησιμοποίησαν και σαν λογοπαίγνιο εντός της παράστασης) επικρατεί βία και έγκλημα. Δε διαφωνώ, αλλά υπάρχουν χώροι και μυαλά και άνθρωποι γενικά, που ανθίστανται. Και ξέρεις, αγάπη μου, πιστεύω πως προβάλλοντας κάτι, το ενισχύεις. Έτσι, θα ‘θελα να σου μιλήσω για τη βία και το έγκλημα, αλλά υπάρχουν κι αυτοί εκεί οι άνθρωποι που κάνουν κάτι πολύ πολύ σπουδαίο και δεν χαίρουν ανάλογης προβολής. Ο Σενέκας θαρρώ, πως επιμένει να συσσωρεύουμε γνώση ως αντίβαρο της άγνοιας. Έτσι, πιστεύω, και με την προβολή του καλού και με την πράξη του καλού.
Ο Γκολντόνι, που τυχαίνει να τον γνωρίζω προσωπικώς, έγραψε μιαν εκπληκτική κωμωδία, την οποία βάζω και το χέρι μου στη φωτιά, πως θα εμπνέει και -μάλλον δυστυχώς- θα εκφράζει και τους μέλλοντες καιρούς. Και λέγω δυστυχώς, γιατί πρώτον, παρουσιάζει ένα τοπίο όχι τόσο ευχάριστο για τους ανθρώπους ανά τη γη (της υποτέλειας στο χρήμα και στους αφέντες) και γιατί δεύτερον, δε θα ζει ο αγαπητός Νικολά, να καρπώνεται τα πνευματικά δικαιώματα των έργων του. Μα δεν είναι τρομερό, αγάπη μου;!
Η Ομάδα Ιδέα συνδύασε ένα σωρό τρικ και θεατρικά στυλ και ευρύματα: το αγαπημένο μου, που έστησαν την παράσταση σαν «θέατρο μέσα σε θέατρο» και μέσα σ’ αυτό έπαιξαν κι άλλο θέατρο. Θα ‘θελα πάρα πολύ να τη δούμε μαζί, οπότε δε θέλω να σου κάνω άλλα spoils (συγχώρεσέ μου τον όρο, τον άκουσα από έναν περαστικό, που μιλούσε σε έναν φίλο του για μια ταινία εν ονόματι Anonymous και ο άλλος του μίλησε νευρικά: «Μη μου κάνεις spoils ρε» και τότε ρώτησα, σταματώντας τους, να τους ρωτήσω τι ‘ν’ τούτο και μου ‘παν πως είναι η διαρροή πληροφοριών για ένα έργο από κάποιον που ξέρει σε κάποιον που δεν ξέρει. Τι τραγική ειρωνεία!)
Αγάπη μου, δεν υπήρξα ποτέ κριτικός ή θεωρητικός του θεάτρου και δε θα ‘θελα σε αυτό το γράμμα, να βρεις τίποτε άλλο παρά μόνο την αγάπη μου και τον ενθουσιασμό μου για τη δυναμική και τη ζωντάνια και το σφρίγος του θεάτρου της ομάδας αυτής (της Ομάδας Ιδέα), την ευρηματικότητα κλπ. Κι αν δεν σου μιλώ για πιθανές ατέλειες, είναι γιατί μιλάμε για θέατρο, αγάπη μου. Μου μετέδωσαν γέλιο και προβληματισμούς, αγάπη για τη τέχνη τους και κέφι και δεν ξέρω καν πώς να το πω, αν πλατείασαν ή αν ήταν γραφικοί. Όχι, δεν ήταν, γιατί η αυθεντικότητα φάνηκε στην ισοτιμία όλων των συντελεστών, η ισονομία στη στήριξη της παράστασης. Ω, μα σου μιλώ για καθαρά δημοκρατικό εγχείρημα. Κι ας είναι επίκινδυνο να χρησιμοποιώ αυτή τη λέξη τέτοια εποχή!
Ανυπομονώ να συναντηθούμε και να πάμε να δούμε το τραγούδι και τον χορό, τα υπονοούμενα και το χιούμορ, την πρόζα και τα ακροβατικά, το στοιχειό του θεάτρου που ξεκινά από την ψυχή του πρώτου ζώου που «υποδύθηκε» την αυθεντικότητα κι όχι την αυθεντία μέχρι την ψυχή των πρόσφατων υποκριτών που «ποιούν» ήθος κι όχι ηθική. Αχ! όταν κλείνω τα γράμματά μας, φλυαρώ και λέω κενολογίες. Θα σου πω κάτι: το έργο αυτό μ’ έκανε παρά τις όποιες δυσκολίες μας και την υποτέλειά μας σε κάποιους ανώτερους -που ακόμη δεν μπορούμε να τους ξορκίσουμε- να σε ερωτευτώ και να σ’ αγαπήσω ακόμη περισσότερο. Τι έμπνευση!
Ελπίζω σε σύντομη απάντησή σου! Σε ασπάζομαι με τα χείλη που προσκυνώ αγίους και αγγέλους. Να προσέχεις -επίτρεψέ μου, αυτή την ελάχιστη βιοεξουσία στην ύπαρξή σου! Χαχαχα! Τι λέξεις, θε μου, κι ανυπομονώ να τις διαβάσεις!
Σε φιλώ,
με αγάπη,
παντοτινά δικός σου
Κι αφού γυρέψω στη σκιά τον δίχως όνειρα ύπνο θα στα αφήσω στο χαλί κλειδί εφεδρικό
Κι αφού ανοίξουν οι πληγές και βγάλουν καρπούς και άνθη μ’ όλα τα δάχτυλά μου εκεί θα σε ψηλαφώ
Σε ένα σημείωμα βιαστικό θα γράψω διαθήκη πως αφήνω στο σώμα σου ίχνη για να με βρεις
Όλα θα φύγουν και θα ‘ρθουν σ’ ανάστροφη πορεία κι είναι κι αυτή η μανία του ανεκπλήρωτου
Θα σου γεμίσω το φιλί με του Αιόλου καταιγίδες και θα κρατώ τον ουρανό για να βρεις τη μηλιά
Έτσι κυλάει το αίμα μου έτσι κυλάει ποτάμι σβάρνα παίρνει τα κούτσουρα και παίρνει τη σκιά
Η τελευταία φορά που έβρεξε ήμασταν μαζί, η βροχή το υπονοούμενό μας. Αν ξαναήμασταν μαζί, θα υπονοούσαμε βροχή. Η κιβωτός δεν κράτησε τίποτε, δεν έσωσε, όλα τα πήρε και τα κράτησε η βροχή σε ένα ενυδρείο αναμνήσεων βραχέων. Βράχηκα στην τωρινή βροχή. Πού να βρεις αποδεικτικά δακρύων. Γυρίζοντας πατημασιές λασπουριάς στο πάτωμα -έστω και χωρίς υγρασία να δικιολογείται η υγρασία.
Η τελευταία φορά που έβρεξε ήμασταν μαζί. Και τώρα έβρεξε για φορά τελευταία και μας υπονόησε. Κι αν ξανασμίγαμε ποτέ, δυο ζευγάρια λασπωμένες πατημασιές θα υπονοούσαν τη βροχή.
Αλήτες του Μικρόκοσμου || Κείμενα 11-15
11) ΑΝΤΙΚΡΥ
Αντίκρυ.
Εσύ ο βράχος που σταυρώθηκε ο Προμηθέας κι ε-
γώ η απάτητη κατά τ’ άλλα κορφή που απογειωνόταν ο αετός.
Δεν έχει σημασία ποιοι μας κατοίκησαν. Προορισμός
μας
να γίνουμε αγάλματα στον άνεμο και τη βροχή.
Το αιώνιο κοίταγμά σου.
(μειδίαμα)
Κάποτε ως αγάλματα θα σηκώσουμε μνήμες άσχετές Μας.
Αντίκρυ
στον κόσμο υψωνόμαστε. Να ‘μουν κάλ-
λιο χαλίκι στο παπούτσι σου ή άμμος στο μάτι σου. Κάτι
να ξεγλιστρά ή και να μη φαίνεται.
Να ‘ναι όλα πιο μικρά.
Κι
ε-
σύ.
(εμφατικά)
κι εσύ να ήσουν. Κι όχι όλα αυτά που μπορούν να μας
παρηγορήσουν και να μας υπονοήσουν.
Κι όταν χρόνια μετά κι αιώνες θα έχουμε άλλο δέρμα από τώρα
και παντού σεντόνια και σκόνη,
ούτε αν ήμουν όμορφος ή αν μ’ αγάπησες θα σε ρωτήσω, παρά μονάχα αν θυμάσαι.
Εσύ. Όχι όλα τ’
άλλα που μάς
θυμίζουν και μάς
υπονοούν.
Πετάγομαι ιδρωμένος, μαζί με λίγο αίμα -το ξανάπα, μοιάζει της Γεθσημανής- και ανακάθομαι οκλαδόν μέχρι να πέσουν οι παλμοί μου. Ψάχνω οικείες εικόνες, μυρωδιές, επαφές, λόγια για να συνδεθώ με τον κόσμο που με περιβάλλει κι έρχεσαι Συ, η μυρωδιά Σου, το χάδι Σου, η λέξη Σου. Οικεία όλα Σου, αλλά μη εν οίκω Συ.
Κάθομαι στην άκρη του κρεβατιού. Σε λίγη ώρα κοιμάμαι βαθειά, δεν Σε ονειρεύομαι τετριμμένα. Παρεμβλήθης νωρίτερα για να επανέλθω. Όπως τα εκατομμυρίων ετών αστέρια στον αποψινό ουρανό είσαι κι Εσύ εδώ στο δωμάτιο. Και τι θα είμαι όταν τινάξω τη στάχτη του φεγγαριού από πάνω μου, παρά σα μαύρο κάρβουνο στην νύχτα. Όπως γλίστρησα στο δωμάτιό σου για να μπω, έτσι επακριβώς θα βγω, μόνο που είναι δύσκολη η έξοδος: ποτέ μη φεύγεις απ’ τους δρόμους όπου πήγες, διάλεξε άλλες διαδρομές.
Να μη σε δουν οι γείτονες κι εσύ να μη δεις τα χνάρια και τα κατατόπια που παραφύλαγες. Αν μη τι άλλο δε θα ‘χει νόημα να προφυλαχτείς πια. Αλλά εγώ όπως ήρθα θα φύγω: σκιά χωρίς οβολό, σκιά χωρίς σώμα, σκιά χωρίς φως. Όλα θα τα υπονοώ μονάχα.
Και τι θα είναι το φιλί χωρίς εσένα πέρα από αντανακλαστικό στους όσους άλλους έρθουν. Αν χάσουμε τον Άλλον Άνθρωπο στον κόσμο, όπως όρισα ερωτικά για λίγο εσένα, χάνουμε την άκρη του μίτου στον λαβύρινθο κι αυτό όπως και να το πεις το κάνει πιο δυσχερές, το να βγεις από κει (από δω) σώος κι αβλαβής. Η Έξοδος συντελείται πιο εύκολα χωρίς αυτή τη χασούρα του ερωτικού σώματος του άλλου. Ωστόσο κι αλλιώς θα γίνει. Έτσι πάει: διαρκής αναζήτηση της θέας.
Αλήτες του Μικρόκοσμου || Κείμενα 6-10
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Αλήτες του Μικρόκοσμου || Κείμενα 1-5
και όλα ρηματίζονται.
Με πιάσανε στο στόμα τους πολλοί.
Τα κόκαλά μου κροτάλισαν στα δόντια τους κι ο ιδρώτας μου πάφλασε στο σάλιο τους.
Ρημάδι κι όχι ρήμα.
Εκθειάστηκα, με θεώθηκαν, με νεολόγισαν,
με αναγραμμάτισαν,
με συνέταξαν.
Μια λέξη όταν την προφέρεις,
τι της κανεις;
Θύμα που καταλήγει θύτης,
θύτης που θυματοποιείται.
Θυμός σε πένθος, θύμηση σε όνειρα.
Ρήμα, ρίμα στους ανθρώπους
και τον κόσμο, καταλήγω,
ομοιοκαταλήγω, ρυθμίζομαι.
Είμαι η αγάπη που δεν
προσφέρεται: αντιστοιχίζεται και σε αντίστιξη.
που από το σημείο εκείνο και
μετά ο,τιδήποτε
προοδεύει γεωμετρικά.
Λίγο να σπρώξεις ως εκεί και
μετά σαν να γλιστράει με
ελάχιστη αντίσταση
η απόπειρα και η δοκιμή.
Ο έρωτας που μου έδωσες
έτυχε αυτής της διαχείρισης:
το λίγο στην αρχή ήταν λίγο, μα
αργότερα το λίγο ήταν παραπάνω από αρκετό.
Και η όψη σου το ίδιο, το μικρό
σου δαχτυλάκι με διέγειρε.
Ακούμπησα εκεί
στης άκρης το δάχτυλο
άκρη του κόσμου.
Λίγο να με άγγιζε το μικρό σου
δαχτυλάκι ενωνόμασταν και
ύστερα γω με τον κόσμο όλο.
Το λίγο είναι περισσότερο μια
πιθανότητα παρά μια
ποσότητα: Δεν ξέρεις ποτέ
πότε θα επαρκεί.
– Με προσέχεις;
– Συγγνώμη. Μπορείς να επαναλάβεις;
– Βέβαια. Ξέρεις, μπορείς να συλλάβεις πόσο ιερό νιώθω το σώμα σου;
– (χαμογελούσε ασαφώς)
– Με καταλαβαίνεις;
– (κοιτούσε ασαφώς)
– Μάλιστα.
– Τι;
– Τη σκέψη σου και το σώμα σου τα ορίζεις εσύ και μόνο συ. Πώς θα πίστευες πως θα μπορούσα να προσβάλω, να βεβηλώσω το ιερότερο πράγμα που νιώθω για σένα;
– Δεν ξέρω.
– Η επιθυμία είναι ποτάμι. Έτσι ενώνονται οι άνθρωποι: ξεδιψούν, πετροβολούν, χωρίζονται, βρέχονται, ξεπλένου, παρασύρονται.
– (κοιτούσε ασαφώς)
– Μην κλείνεσαι. Μην μου κλείνεσαι. – (χαμογελούσε ασαφώς) – Οι άνθρωποι είναι θάλασσες. Νερό. Ίσως και σ’ άλλες μορφές, άλλα σχήματα. Άλλο ιξώδες. Να ‘το το ιξώδες. Κι έλεγα πως κάπου τ’ άκουσα για να το πω κι εγώ.
– Το ‘χεις ξαναπεί και το ‘χω ξανακούσει.
– Και;
– Τι και;
– Πού είναι η ορμή;
Μεσολάβησε σιωπή. Το δελφίνι είχε φύγει εδώ και ώρα.
– Θα ‘θελα στο λάθος, το σωστό, τη χαρά, τη λύπη, τη μοναξιά, την παρέα, όλες αυτές τις θάλασσες με τις άμπωτες και τις πλημμυρίδες τους να είχαμε ένα τραγούδι. Τότε το μόνο που θα μας θύμιζε θα ‘ταν πως υπάρχουμε στον ίδιο δεσμό ομάδες. Ούτε κατάκριση, ούτε έπαινος, ούτε θυμός ή μούτρα, ούτε πόνος ή ψέμα, ούτε φτιαχτά γέλια και αγκαλιές καταπιεσμένες που είναι καταδικασμένες να καταπιέσουν. Ένα τραγούδι που να μας θυμίζει πως υπάρχουμε. – (κοιτούσε ασαφώς) – Κατάλαβες;
– (χαμογέλασε) Όχι ακριβώς.
Στο μεταξύ άρχισαν να μαζεύονται σαν από το πουθενά σύννεφα και να ψιχαλίζει. Πρέπει να μεσολάβησαν περίπου 243 δευτερόλεπτα από τη στιγμή που πέρασε το δελφίνι και που ξεκίνησαν οι χοντρές ψιχάλες κι η σχεδόν βροχή.
– Φεύγουμε;
– Φεύγουμε.
Μα δεν κουνήθηκαν. Έμειναν εκεί. Ο ένας έδεσε τα κορδόνια σκύβοντας κάτω από το τραπέζι, ενώ το δέντρο από δίπλα ήδη ανάβλυζε βρεγμένο χώμα. Και το σώμα του βρεγμένο. Από δω και πέρα δε θα ξεχώριζες δάκρυα ή ιδρώτα ή το συνοφρύωμα και οι εκφράσεις αν ήταν από τη βροχή ή απ’ αυτό που τα λόγια επέφεραν.
– Πάμε;
– Πάμε.
Κι όλοι γύρω τους κουνιόνταν κι έτρεχαν, εκτός από εκείνους που έμεναν στη θέση τους.
Σάββατο 28 Νοεμβρίου 2020
27 με 28 Νοέμβρη του 2020
κάποια πράγματα δεν μαθαίνονται ποτέ
κάποια μυστικά για παράδειγμα
ή το αν υπάρχει ο Αη Βασίλης ή όχι δεν το συζήτησαν ποτέ κάποιοι γονείς με τα παιδιά τους
κι ούτε τη μελισσούλα και το λουλουδάκι ή τον πελαργό
παρά
μονάχα
μια μέρα ή μια νύχτα
σε μια συζήτηση με φίλ@ ή σώμα έρωτα που έρχεται από το μέλλον
σε μια κλήση στο messenger που διήρκεσε ως το ξημέρωμα στο απομονωμένο δωμάτιο που έχεις απ' το δημοτικό
παρά
μονάχα
λοιπόν
την νύχτα εκείνη
λέγεται κάτι
που δίνει νόημα σε τόσες αμφιβολίες
και το νόημα που πάντα αναβάλλεται κατά Derrida,
να το, έρχεται εν τω μέσω της νυκτός
παρά
μονάχα
σαν προστάδιο του υπνικού σου ονείρου
έναν έξυπνον ενύπνιον
σαν νανούρισμα
αυτό που λέγεται
σαν παραμύθι
αυτό που λέγεται
και δίνει νόημα
αν και κάποιες αλήθειες δεν ανακαλύπτονται ποτέ
και κάποια ψέματα δεν αποκαλύπτονται ποτέ
Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2020
Τρίτο Πρόσωπο
Αν με ρωτάς, εκτιμώ πως τα μέσα μαζικής επικοινωνίας επηρεάζουν τις αντιλήψεις του γενικού κοινού, εγώ ο ίδιος μπορώ και αντιστέκομαι στην πειθώ των μέσων.
Θεωρώ, ότι ένα μήνυμα ασκεί μεγαλύτερη επιρροή στους άλλους, παρά σ' εμένα ή σ' εσένα. Ωστόσο, όσο πιο θετικό το περιεχόμενο τόσο συχνότερη η εμφάνιση του πρώτου προσώπου, του "εγώ" και του "εμένα", ενώ όσο πιο αρνητική η δήλωση τόσο πιο πολύ το τρίτο πρόσωπο, το "οι άλλοι".
[...]
"Το Εγώ -αμφιταλαντεύομαι διαρκώς-ψευδαίσθηση ή παραίσθηση.
Βρίσκω μιαν ακατάπαυστη, ασίγαστη ταυτότητα,
όχι απλή ποιητική αντιστοίχιση,
στις τριάδες
του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος
με
της Ινές & της Εστέλ & του Γκαρσέν
με
εμένα, εσένα και της γάτας που μας κοίταξε μέσα στα σκοτεινά."
[...]
Συχνά, μια άποψη μειονοτική δεν αλλάζει τον κόσμο, αλλά οδηγεί σε ιδιωτική αλλαγή των στάσεων.
[...]
Στα σημεία που λέγαμε τους όρκους, άλλοι άνθρωποι ας έρθουν και να πουν:"Ο έρωτας είναι ταξικό προνόμιο. Δεν πρόκειται να σε ερωτευτώ ποτέ".