Σάββατο 19 Μαρτίου 2022

έρευνα ασύμφωνη της δεοντολογίας / σημείωση




*σημειώσεις / δοκιμές πάνω σε μια σκέψη

μια επιστημόνισσα
έφτιαξε ένα μοντέλο σταδίων δόμησης ταυτότητας λοατκι
πώς σύμφωνα με το status quo είμαστε a priori κάτι
και μετά συγχυζόμαστε
και πάντα συγκρινόμαστε
κι ενίοτε ανεχόμαστε
-κατά καιρούς μάς τρώει η άρνηση-
και ό,τι αποδεχόμαστε να βγάλουμε από τη ντουλάπα
και ό,τι χρειάζεται να βάλουμε στη θέση του μέσα στη ντουλάπα
και ανήκουμε
και πού και πώς ναήκουμε
και που ποτέ δεν είμαστε μόνο αυτό που τόσο θαλασσοδαρθήκαμε

δεν είναι η καβαφική Ιθάκη
ή το ταξίδι
που ή το ένα αξίζει ή το άλλο,
όσο το ότι η καβαφική Ιθάκη
δεν είναι ο μόνος νόστος

μια επιστημόνισσα
έφτιαξε ένα μοντέλο σταδίων
συλλέγοντας υλικό
από δικές της συντρόφους,
από γκομενικά κουτσομπολιά,
ποιηματάκια και ραβασάκια κρεμασμένα σε ψυγείο, τοίχους
ή μέσα σε πορτοφόλια καταχωνιασμένα

και να πώς
αμφισβητώντας πού και πού τη δεοντολογία
η επιστήμη,
η ποίηση,
ο κόσμος
προχωρά

όχι σε μια γραμμικότητα.

Πέμπτη 6 Ιανουαρίου 2022

ποιητική

Rothko



καταγράφω
για να είμαι παρ
ών
ούσα
όν

για να καταγράφω σε ένα σημειωματάριο
σκέψεις και συναισθήματα

για να πενθήσω και για να πενθώ
πενθόντας μες στο πένθος μου και για όσα ακόμη
δεν έχω πενθήσει

για να με διαβάσουν και να διαβαστώ και να σχηματιστεί μία φυλή
γύρω από λέξεις, όπως γύρω απ' τη φωτιά

για να γράψω γράμματα στον Άη Βασίλη, στο μέσα μου παιδί ή
για να προβάρω μιαν αλληλογραφία εξ αποστάσεως

για να μάθω πώς αλλιώς οι λέξεις σημαίνουν

για να κάνω ασκήσεις αναπνοής με τον ρυθμό των στίχων

για να είμαι παρ
ών
ούσα
όν

για να χτίζω έναν κόσμο φαντασίας ασφαλή και με έλεγχο

για να συνδεθώ

και για να είμαι μόν
ος
η
ο

για να δημιουργήσω

για να προσευχηθώ

για να πω την αλήθεια μου

για να πω τον πόνο μου

και δεν γράφω γιατί ορέγομαι βιβλία σε εκδόσεις και posts με χιλιάδες likes & κοινοποιήσεις και συνεντεύξεις και βραβεία και υστεροφημία

κατ
αγράφω
για
τί
δεν ξ
έρω
πώς, πότε, πού
αλλιώς κι αλλού
να τ
ο
π
ω.

Δευτέρα 13 Σεπτεμβρίου 2021

για τι μιλάει αυτή η ιστορία, νούμερο ένα


για τι μιλάει αυτή η ιστορία, Γιάννη;

είναι μια ιστορία θυμού

που η ανάγκη υπερβολικής προστασίας του ενός

οδηγεί σε ένα αίσθημα παραμέλησης του άλλου,

που κλαίει μες στο δωμάτιο και

ένα τρίτο σώμα δε μπορεί να δοθεί ολάκερο

και κάθε φορά που πάει να μιλήσει ο παραμελημένος

επωμίζεται όλη την κούραση και τον θυμό της ανημπόριας για τον υπερ-προστατευόμενο πρώτο

και η όποια έκφραση επιθυμίας φιλτράρεται από τους πόρους του δέρματος του παραμελημένου πρώτου και

του ανήμπορου και θυμωμένου και κουρασμένου τρίτου σώματος και συχνά μοιάζει να μην ακούγεται

και που ακούει

πως μοιάζει / πως είναι ίδιο και απαράλλαχτο / πως θα γίνει ολόιδιο με ένα σώμα που ποτέ δε γνώρισε

που πήρε τη θέση του σώματος αυτού

σαν να έχει δυο σώματα

ένα να μην ακούγεται κι ένα για να ακούει και που όταν ενωθούν σε ένα μοιάζει να μην ακούει το ίδιο το κλάμα του / να μη χρησιμοποιεί το κλάμα του πια για να επικοινωνήσει / που δε χρησιμοποιεί πια την επικοινωνία για να υπάρξει / που δεν υπάρχει πια για να μην επιβαρύνει

και μένει να κλαίει μες στο άδειο δωμάτιο όσο τα άλλα δωμάτια αδειάζουν από σώματα κι είναι πια αργά κάτι να ειπωθεί και να ακουστεί / για τι μιλάει αυτή η ιστορία, Δέσποινα;

είναι μια ιστορία μοναξιάς

ένα αιώνιο παιχνίδι που δεν πρέπει να βρεθεί η λύση γιατί καταρρέει ολόκληρο το οικοδόμημα / δεν ρωτάω για να μην απάντήσεις / δεν μιλάω για να μην ακούσεις / δεν λέω για να μην καταλάβεις / δεν μιλάς για να μην απορήσω / δεν ακούς για να μη σε αποσπάσω / δεν καταλαβαίνεις και δεν σου εκμυστηρεύομαι

ένα υπεραιωνόβιο δέντρο με άπειρα κλαδάκια στέκει μοναχό του με ρίζες

που ποτίζονται και φτάνουν σαν φλέβες κάτω από τη γη ως τη μακρινή θάλασσα και ποιος τόπος θα βρεθεί να ευδοκιμήσεις

η μοναξιά μέσα σε κόσμο ήταν κάποτε μια μοναξιά μακριά από τον κόσμο που γεννήθηκε από τη μοναξιά μες στον κόσμο

παιδί κι αυτή μιας μοναξιάς από την οποία κανείς δεν της τράβηξε το χέρι να τραβήξει το σώμα / το πολύ πολύ το χέρι που τραβιόταν μάκραινε / δεν έσωζε

αλλού ο πνιγμένος

αλλού η παλάμη του

κι ανάμεσά τους έτη φωτός ωλένης κι αγκώνα και βραχίονα

το σώμα πνιγμένο στο νερό

κι η παλάμη στο χέρη του διασώστη αιώνες και λόγια και ανάσες μακριά μακρύτερα και πιο μακριά απ' το μακριά / δεν καταλαβαίνω, για τι μιλάει αυτή η ιστορία, Γιάννη;

αυτή είναι μια ιστορία θανάτου

θαυμάζοντας τους ήρωες που τιμώνται με δάφνες και εμβατήρια και παρελάσεις μετά θάνατον

έχοντας ξεχάσει αυτοί που αποτίουν φόρο τιμής το έργο και το πρόσωπό τους και την αιματώδη σάρκα και τα πάθη τους

επιθυμήθηκα κάποτε / φαντασιώθηκα, για να το φέρω στο εγώ, εδώ και τώρα / φαντασιώθηκα / πίστεψα /

ακράδαντα

πως θα με καταλάβουν και θα με σεβαστούν και θα πουν "δεν πειράζει" μετά τον θάνατό μου και θα τους χάριζα τον θάνατό μου για να νιώσουν πως αυτοί φταίνε που με αφήσανε ανείδωτο κι ανείπωτο / σαν αίσχος

μα πιο πολύ θα μου χάριζα τον θάνατο, γιατί δεν ήξερα στο ενδιάμεσο τι σημαίνει να μιλάς / για τι μιλάει αυτή η ιστορία, Δέσποινα;

αυτή είναι μια ιστορία πόνου

που δεν επικοινωνείται, που αυτό που δεν επικοινωνείται γίνεται το ίδιο πόνος ξανά σε μιαν αλληλουχία μοναχική / μοναδική / άρρητη

που σ' όσα σώματα και να μοιραστεί πάντα κάτι περισσεύει ή υπολείπεται

στο πρωτογενές σώμα που πονάει / δεν καταλαβαίνω, για τι μιλάει αυτή η ιστορία, Γιάννη;

αυτή είναι μια ιστορία αγάπης

δε γίνεται να αγαπηθώ / παρά μόνο να αγαπάω

δε γίνεται να απαιτήσω παρά μόνο να δίνω

κι αυτό το κάνει μιαν ιστορία που δε σταματάει

αναβάλλεται στο μέλλον η απαίτηση

Τρίτη 7 Σεπτεμβρίου 2021

Σπουδή στον φόβο




αυτό που λέμε ανυπαρξία ίσως και να 'ναι το αρχικό αδιαίρετο με τον κόσμο γύρω μας
πού τελειώνω εγώ και πού αρχίζει ο έξω κόσμος
και τι σημαίνει εγώ και τι σημαίνει έξω κόσμος
και τα όρια παραμένουν σταθερά ή είναι ευμετάβλητα σαν ζελέ
είναι πλαστικά ή ελαστικά, ρευστά σαν ποτάμι ή βράχοι που σπάζουν στους αιώνες των αιώνων
αυτό που λέμε ύπαρξη, εκπόρευση είναι μια συνεχής διαπραγμάτευση

οι γονείς μάς αφήνουν μόνους στο σκοτεινό δωμάτιο. κλαίμε επειδή φοβόμαστε τον αποχωρισμό. σιγά σιγά, αν αυτό επαναλαμβάνεται, φτάνουμε να φοβόμαστε το σκοτάδι.
η μαμά φοβάται τις σκιές. αρχίζουμε να ψάχνουμε τις σκιές μες στο σκοτάδι.
ο μπαμπάς δε φοβάται. αρχίζουμε να λέμε στον εαυτό μας να μη φοβάται, αλλά συνεχίζει να φοβάται.
φοβόμαστε κι αποφεύγουμε τα πράγματα που μας κάνουν να αισθανόμαστε πόνο.
φοβόμαστε όλο και συχνότερα σκοτεινά μέρη, όπου πιο συχνά σκουντουφλάμε και νιώθουμε έτσι πιο συχνά πόνο.
μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο μάς αφήνουν οι γονείς, η απουσία σημαίνει φόβο και πόνο.
μετά έρχεται ο μπαμπάς κι η μαμά και μάς ανακοινώνουν, ότι θα μάθουμε μπάλα. στη μπάλα εγώ χτυπάω και πονάω. με μαλώσανε, που είπα ότι φοβάμαι.
μετά μου είπαν πως μεγάλωσα να έχω ανοιχτό το φωτάκι πριν κοιμηθώ. τους υπάκουσα κι έκανα κάτι, αν και φοβόμουν.
στα χέρια τους τα μαλλιά μου μπερδεύονταν σαν κορδόνια παπουτσιού
τα μαλλιά μου στο χάδι τους, τα κορδόνια των παπουτσιών μου, όσο προσπαθούσα να μάθω να τα δένω
στα χέρια τους το χέρι μου τραβιόταν -π(ροκρ)ούστηδες- και μάκραινε, καθώς με τραβούσαν για να μην τρέχω μακριά τους κι απομακρύνομαι και με φόβιζαν
στα χέρια τους το χέρι μου άλλοτε κόνταινε, όταν το χτυπούσαν σαν τιμωρία, αν χτυπούσα κάποιον που με ενοχλούσε και με θύμωνε ή άπλωνα το χέρι μου στα γλυκά. μη θυμώνεις
μη φωνάζεις
μη φοβάσαι
πώς μιλάς έτσι
κι εκείνοι
θύμωναν
φώναζαν
φοβούνταν
μιλούσαν έτσι και χειρότερα
οι γονείς και οι ενήλικες και θυμωμένα παιδιά και έφηβοι τριγύρω μου
μην το πεις στη μαμά / μην το πεις σε κανέναν / δεν είναι ανάγκη να μιλήσεις / μη μιλάς έτσι / μίλα, αλλιώς θα σε τιμωρήσω / μην ξαναμιλήσεις έτσι, αλλιώς θα σε τιμωρήσω / πώς μιλάς έτσι
και λοιπά κλπ κουλουπού

οι φαύλοι κύκλοι είναι τρομερά ανεξάντλητοι. σαν την κλίμακα του DNA πλησίασα σε ένα σημείο κι αποκωδικοποιώ ένα κομμάτι σαν mRNA και το μεταφέρω σε αυτό το tRNA ποίημα.

κάποια στιγμή όλα κι όλοι φεύγουν.
και μάς αφήνουν -χωρίς να πεθάνουν ή να φύγουν από τη ζωή μας, κάπως αφήνουμε κι αφηνόμαστε.
και μάς αφήνουν με χέρια ξεχειλωμένα, που κάτι πρέπει να τα κάνουμε. με φόβους και δεν είναι εδώ κανείς για να φοβόμαστε.

οι άνθρωποι αφήνουν ένα κενό ανάμεσα σ' εμάς και τα συναισθήματα που μάς πυροδότησαν και τις συμπεριφορές που μάς δίδαξαν να μιμηθούμε ή μάς επιβράβευσαν και μάς τιμώρησαν ή αφουγκραστήκαμε να τις υπονοούν.
και κάπως πρέπει να γεμίσουμε αυτό το κενό.

να το πούμε άβυσσο κι έξω κόσμο
ή
να το πούμε
εγώ.

δεν φοβάμαι πια το σκοτάδι ή το ύψος, δεν νιώθω μπερδεμένος πια επειδή δεν ξέρω ποιον και τι να υπακούσω.
αποχώρησαν τ' αντικείμενα.
φοβάμαι σκέτο.
κι ίσως αποχωρούν και τα υποκείμενα μες στην φυγή που προκαλεί το να φοβάσαι.
φόβος. σκέτο.

Κυριακή 1 Αυγούστου 2021

φλ




χαλίκια τα δόντια του φιλιού σου
σε μιαν ερωτική άσκηση ορθοφωνίας και άρθρωσης

να μπορέσω να πω
καθαρά τα υγρά σύμφωνα
στα

δεν θέλω
δεν ξέρω
σε θέλω

το νερό
τη στιγμή που ξεπηδά μια σταγόνα
μέχρι τη στιγμή που φτάνεις στην πηγή της
και δεν την πίνεις

κι εγώ
τη στιγμή που με σκέφτηκαν κάποτε οι γονείς μου
ξεχωριστά
μέχρι τη στιγμή που φτάνω σε στόματα
και δεν μου μιλάνε
και δεν τα ταΐζω
και δε φιλιόμαστε

μετράω αντίστροφα την αιωνιότητα
κι όχι από έναν χρόνο μηδέν
πρώτη μου φορά ονειρεύτηκα
χρόνια αφότου κοιμόμουν

και
η επιθυμία και η πρόθεση και η κίνηση και το όνειρο και το σώμα
επιτελούνται διαρκώς
επανανοηματοδοτώντας
την επιθυμία την πρόθεση την κίνηση το όνειρο το σώμα
και την επιτέλεση
και την επανανοηματοδότηση

αναζήτησα τόσο το χάδι
της στοργής
που δέχτηκα να πάρω τη θέση του ασθενούς μέσα στον κόσμο
για να φροντιστώ
αφού θα με φρόντιζαν αλλιώς
γιατί
δε χρειάζεται πάντοτε να παίρνουμε τη θέση του βασιλέως

με χαλίκια γευμάτισα
τη στιγμή που θα έτρωγα το τελευταίο τέκνο μου

όπως η Πανδώρα έκλεισε το κουτί τη στιγμή της ελπίδας
και δεν ήταν τα δόντια σου

και κάθε άνθρωπος
πέτρα την πέτρα Δευκαλίωνος και Πύρρας
να καταστεί πενθήσιμος
κι εσύ
ΕΣΥ
να έχεις τη θέση
του φιλήσιμου
χρόνια αφότου φιλήθηκα

Τρίτη 11 Μαΐου 2021

Ανθ'





κάποιες φορές το στόμα σου
έρχεται με το ίχνος των γνάθων σου σ' ένα μισοδαγκωμένο φρούτο

κι είναι μια χειρονομία αυτή
να ξεφύγεις
απ' την ποίηση και τη μεταφυσική που συντροφεύει ακόμη και την ολοκάθαρη ενσώματη παρουσία σου μπροστά μου

όπως το όνομα
έτσι κι οι μετωνυμίες σου

το ρούχο σου που σε υπονοεί
ή το μετακινημένο χαλάκι από τυχαίο πέρασμά σου στο διάδρομο
κάποιες φορές δε μπορούμε να αποχαιρετίσουμε ολοκληρωτικά τίποτε

τα αντικείμενα σα λυχνάρια
γεννάνε το τζίνι
κι όλες οι λέξεις μοιάζουν συστημικές θεσμίσεις της υφιστάμενης κατάστασης

και σε φιλώ μέχρι να σε ξαναφιλήσω

αλλά δε μιλώ εξ ονόματος αυτών που δεν τους επιτρέπεται ο λόγος
δε με νοιάζει η σιωπή, αλλά τι
οδήγησε την νύχτα να σωπαίνει κάτω από φύλλα που σκουπίζουν τα δάκρυα κι ιδρώτα της
να σωπαίνει πίσω από τα παραθυρόφυλλα σπιτιών
να σωπαίνει γύρω απ' τα φυλλοκάρδια
να επιτρέπω σε αυτό που δεν του επιτρέπεται ο λόγος

αγάπη μου, δεν τριγωνοποιώ
τη σχέση θύτη και θύματος
κι εξουσιαστή κι εξουσιαζόμενων

δε μιλώ

φιλώ

φύλλο φύλλο

τα άνθη, τα παράθυρα και την καρδιά σου
μέχρι να σε ξαναφιλήσω

Σάββατο 1 Μαΐου 2021

yseult / ηχητικά


είναι κάποια ηχητικά
που σε κατακεραυνώνουν
(σε άκουσα να μου μιλάς και να ακούς στο φόντο Yseult σε ένα περφόρμανς για το COLORS)

σαν ρεύμα που ραγίζει τα σύννεφα με αστραπή χρυσή
kintsugi στον ουρανό
που σηκώνεις το βλέμμα και ατενίζεις αυτό που είναι μεγαλύτερο από σένα
που σε κατακεραυνώνουν
(σε άκουσα να μου μιλάς)

σαν ρεύμα που ενώνει τα κύτταρα του σώματος
φρυκτωρίες στο μέγεθος της καμήλας που θα περάσει πιο άνετα από μια τρύπα της βελόνας παρά ένας πλούσιος να μπει στη βασιλεία του θεού
που σε διϋλίζουν
(η σκηνή ήταν βγαλμένη από ταινία, έτσι που συνηθίσαμε να ρομαντικοποιούμε τις στιγμές μας)

σε κάνουν και φύλλο και φτερό
που ηχούν εν τω μέσω της ερήμου
που αντηχούν σαν φωνές μες στο μυαλό σου
που ακούγονται σαν φωνές σε ένα κοκτέιλ πάρτι
που ακούγονται σαν παρεμβολές σε μια τηλεφωνική γραμμή
που σε διϋλίζουν και σε κοσκινίζουν
(η σκηνή ήταν βγαλμένη από ταινία)

ειδικά, αν δε θέλεις να ζυμώσεις
(σε πόθησα)

κι αφού τελείωσα κάπως με όλα όσα δεν ήθελα να πω,
πας και ειπωθεί κάτι από όσα ίσως να μη σκέφτηκα πως θέλω
(σε ποθώ)

είναι κάποια ηχητικά που ήρθαν με την υπόκρουση αυτή από πίσω
(θα σε έχω ποθήσει)

μοιάζει να έγινε τον περασμένο αιώνα
τύπου
και αποτελούν το soundtrack
επιστροφών
πηγαιμών
εσωτερικών ταξιδιών
τόσο εσωτερικών
που μάλλον είναι πέρα για πέρα εξωτερικά
(αναμονή στο σταθμό του τρένου και στις τόσες αναμονές που θα ακολουθήσουν)

είναι κάποια ηχητικά
που μιλούν για σένα
καλύτερα από σένα
γιατί μιλήσανε σ' εσένα
και μάλλον
(στις τόσες αναμονές που θα ακολουθήσουν προσδοκώ)

θέλω να σου πω
με όλα αυτά
τύπου
ο κόσμος είναι και στο μέγεθος της αστραπής
και στο μέγεθος του ανθρώπου
και στο μέγεθος του κυττάρου
(σε ακούω να μου μιλάς κάθε που ακούω την Yseult στο COLORS)

κι από όπου κι αν σε ατενίζω
αστράφτεις
σημαίνεις
εις τους αιώνας
των στιγμών
(θα σε έχω προσδοκήσει)

αμήν.


Παρασκευή 16 Απριλίου 2021

τε και




Τε και αυτός που έχει την τελευταία λέξη / κι αυτός που έχει εύκαιρη τη δικαιολογία / & αυτός που ψιθυρίζει κι επιβάλλεται / + αυτός που ουρλιάζει και μέσα στο πλήθος χάνεται / και αυτός που νίπτει τας χείρας του / κι αυτός που αλλάζει την δικαιολογία, όταν τα βρει σκούρα / γιατί αίτιο κι αιτιατό δεν υπάρχουν / κι αυτός που ψιθυρίζει έναν στίχο στο δρόμο για το σπίτι / και στο σπίτι το έχει ήδη ξεχάσει / και δεν θα μάθει κανείς ποτέ τον στίχο που θα μπορούσε να ταυτιστεί / & που θα χάραζε τον κόσμο σαν αστραπή / και σαν ηλιοβασίλεμα / + σαν γρήγορο αυτοκίνητο με τέρμα τη μουσική / σαν τη στιγμή που σπάζει το φράγμα του ήχου / κι αυτός ο στίχος που είναι η τομή τεκτονικών πλακών / και ανθρώπων / κι η σχισμή / + το κενό ανάμεσα σε δύο γαλαξίες και δύο κύτταρα ζωικά / κι αυτός που ουρλιάζει ένα σύνθημα και μια καταδίκη / κι έχει προ πολλού πνίγει σε μια θάλασσα τρικυμιώδη και αναθεματίζει όλους, όσοι τολμούν τη διέλευση / και αυτός που απαγορεύει / κι αυτός που δεν επιτρέπει / και που είναι άλλο / αυτός που ψιθυρίζει και τον παίρνει ο άνεμος / κι αυτός που ουρλιάζει και τον παίρνει η θάλασσα / & που όλοι αυτοί / συναντιούνται καθώς η ιστορία του ανθρώπου συμπυκνώνεται / και τα λόγια μπαίνουν σε άλλο κουτί / όπως στο μοντάρισμα /  και τα λόγια μπορεί να μπουν σε άλλα στόματα και τα φιλιά / να δοθούν σε άλλα στόματα / από τα αρχικά / σαν μεταγλωττίσεις / και οι ιθακες γενικά να είναι άλλες / κι αυτός που έχει τη τελευταία λέξη παίρνει τον ρόλο του θανάτου / και ας μην είναι καν θάνατος.

Τετάρτη 14 Απριλίου 2021

ανταλλάξιμοι




υπάρχουν τα ονόματα κι οι λέξεις
που σε ένα πάρτι
αν τις πεις κι αν τις αρθρώσεις
θα γυρίσουν δύο

Άργος

ο Πανόπτης
κι ο σκύλος ο πιστός

μα κι εγώ κάπου πιστός είμαι
ψιθυρίζει ο Πανόπτης, που φυλάει την Ιώ

κι εγώ κάτι φυλάω
λέει ο σκύλος, που γερνάει

κι αντάλλαξαν θέσεις
στην αιωνιότητα

σαν το αιώνιο δίλημμα
της ορθογραφίας
παίρνω
και περνώ

σαν στο πάρτι
ανάμεσα σε κόσμο πολύ
που φωνάζει και γελά και πίνει και ακούει μουσική δυνατά
ν' ακούω το όνομά σου
και να γυρνώ
πιο πολύ από σένα

για μια στιγμή
ανταλλάξιμοι
στον χώρο
και στο χρόνο

Δευτέρα 15 Φεβρουαρίου 2021

φιλί με δόντια




το πρώτο μας φιλί

είναι η ανακάλυψη της Αμερικής

κι η φαντασίωση της Ατλαντίδας

και

γι' ακόμη μια φορά στη ζωή μου

έψαξα

για το κομμάτι σώματος που μου λείπει

που κατέρρευσε πριν δω το πρώτο μου φως

μες στην νύχτα

και που μόνο θυμάμαι έναν ήχο

έναν παφλασμό

σαν βράχο μεγάλο που πέφτει από γκρεμό και σκάει στη θάλασσα

έψαξα λοιπόν

για το κομμάτι σώματος που μου λείπει

από αυτή την πρώιμη κατάρρευση

στο φιλί σου

μα

ήσουν κι εσύ

θάλασσα και κύμα και αφρός

που απαιτείς

να ρίξω κι άλλο βράχο στο κενό και να απεκδυθώ κι άλλο σώμα

το πρώτο μας φιλί

είναι η εφεύρεση του τηλεφώνου

κι η ονοματοδοσία του παιχνιδιού του χαλασμένου τηλεφώνου

κι η επινόηση του φιλιού με δόντια

στο σημείο που φαίνονται τα οστά γυμνά

στο ίδιο σημείο να τρίζουμε ο ένας τα δόντια του άλλου

Τετάρτη 13 Ιανουαρίου 2021

Πεισίστρατος




Σου μιλώ και σου ψιθυρίζω Έχουν
νόημα το θρόϊσμα της γλώσσας μου και το πέρασμα των μελτεμιών
απ' τους συμπληγάδες οδόντες μου Στο οδόντα αντί οδόντος του φιλιού μας Στο
τσακμάκι και στον σπινθήρα σαν δυο πέτρες που αναβιώνουν την πρώτη
σπίθα της πρώτης φωτιάς που άναψε ο άνθρωπος στον κόσμο

Την προφορικότητα των λόγων μου για σένα που δε σου είμαι
και για το φαΐ που δεν γεμίζει το στόμα μου Τις προφορικές μου αφηγήσεις
κάποιος Πεισίστρατος θα τις καταγράψει στίχο στίχο Στήθος στήθος συνυπάρχουμε
Κάνω να μπω στα παπούτσια σου Να έρθω στη θέση σου Κι όλο το βλέμμα μου απλώς
ρίχνεται στα παπούτσια σου σαν βλέμμα ντροπής
που είμαι γυμνός Και

φτάνω το φιλί από τα πόδια ως ως τα χείλη σου κι αυτό
γλιστράει πάλι πίσω
στα παπούτσια σου Μια ξεροκέφαλη ικεσία Και στο κρεβάτι περιμένω τελευταία στιγμή
το κριάρι ή το ελάφι να σ' αντικαθιστούν Σ' έναν χρόνο που δε μπορώ να θυμηθώ ακριβώς
σ' έχω ήδη φιλήσει Κοινός πρόγονος απ' όπου κατάγεται η Τροφός κι ο Έρωτας Όπως ακριβώς
ο άνθρωπος Σου μιλώ Κι ακούς Μ' ακούς κι ακόμη κι αν δε μιλώ Κοινός πρόγονος της παρουσίας μου κι απουσίας μου ας εντοπιστεί

και φιλιόμαστε
από φιλί
όσο φιλί
για το φιλί
ως το φιλί
φιλί

Δευτέρα 4 Ιανουαρίου 2021

σας εύχομαι να σας αγαπήσουν μέχρι τρέλας




σας εύχομαι να σας αγαπήσουν μέχρι τρέλας

μου έγραψε κάποτε σ' ένα πακέτο τσιγάρα κασετίνα με ένα μπικ στυλό

αχ δε θυμάμαι ακριβώς

ένας έρωτας ή ο παππούς που δεν γνώρισα ή αυτοπροσώπως ο Μπρετόν ή μια διαολεμένη συγκυρία που ένα άψυχο μπικ στυλό κινητοποίησε αυτοβούλως ένα χέρι με τον γραφικό του χαρακτήρα

κι αναρωτιέμαι από τότε

τι είναι τρέλα και τι είναι αγάπη και τι εξυπηρετεί μια ευχή

τον ευχοδότη ή τον ευχολήπτη

μικρές βουτιές σε μια θάλασσα αρχές καλοκαιριού, τότε που ακόμη οι παραλίες δεν γεμίζουν με λουόμενους

μικρές βουτιές σ' έναν βυθό και ίσα ίσα

οι ερωτήσεις αυτές, οι βουτιές αυτές δεν είναι για να βρεθεί η απάντηση, όσο να ελέγξεις και να εκπαιδεύσεις την αναπνοή σου σε ένα μακροβούτι σε μια θάλασσα αρχές καλοκαιριού

που είχες τα μαλλιά σου έτσι ακόμη, που μπορούσαν να μπλεχτούν μικρά κοχυλάκια κι αστέρια, όταν τολμούσες να καθίσεις ασκεπής στο φεγγαρόφωτο της πανσελήνου ή όταν με τη μηχανή περνούσαμε μέσα από βροχή των αστεριών που κάθε λίγο ανακοίνωνε το αστεροσκοπείο

μαζί σου αναζητούσα να απεδαφικοποιήσω την ευτυχία κι όχι απλώς να τη ζήσω,

εσύ που μπορούσα να σε βλέπω στο κάθε τι, που μπορούσες με κάποιον τρόπο να μετατραπείς σε καθετί, που κάθε τι στον κόσμο σε θύμιζε

εσένα ήθελα να σου ζητήσω να μετατραπείς σε μια σταγόνα νερό και να σε καταπιώ, να φέρω για πάντα εντός μου την πανουργία σου, την ομορφιά σου και την ανάσα σου

ή λίγο λίγο

όπως ποθείς, να αλλάζω με τον καιρό τμήματα απ' το σώμα μου, το χέρι και το πόδι, το πρόσωπό μου, τα μαλλιά μου, έτσι που θα είμαι γω και δε θα 'μαι

και να είμαι έρμαιό σου αβυσσαλέο, να προσαρμόζομαι στις ανάγκες σου,

να προσαρμόζομαι στο περιβάλλον σου, ξενιστή των πόθων μου, των φαντασιώσεων, των αναγκών μου, που πλέον ντρεπόμαστε να εξαρτηθούμε και να εξευτελιστούμε φιλώντας τα πόδια ενός πλάσματος σε πλήρη ικεσία πριν τον δείπνο ή τον κανιβαλισμό

κι όταν φτάνεις να αγαπήσεις μέχρι τρέλας

προκύπτουν ζητήματα αξιοπρέπειας, ορίων, ταυτότητας,

τι στο καλό κάνουν αυτές οι ευχές, τι αχρείαστος ρομαντισμός, είμαστε η λογοτεχνία κι αντι-λογοτεχνία που καταναλώνουμε, αφηγήσεις, μετα-αφηγήσεις κι αντι-αφηγήσεις σε έναν χορό τελετουργικό που ο ερωτευμένος γίνεται σαμάνος και καταλαμβάνεται από το ανεξήγητο κι ασύλληπτο, με μία τρέλα

θες γαλλικό φουντούκι ή θα πιεις ως τη τελευταία σταγόνα το κώνειο

αυτά θα έπρεπε να είναι τα αιώνια διλήμματα του έρωτα

και να σέρνουν από πίσω τους ολόκληρα σκηνικά:

ένα πρωινό που μόλις άνοιξες τα μάτια σου μετά από ένα μακρόσυρτο ύπνο στο κρεβάτι ενός πλάσματος που κάπως και κάτι σεσημασμένο φέρει στο δαχτυλικό του αποτύπωμα

ή

την πίστη στους νόμους, τη σκέψη σου, την συνέπεια

και τα δύο μού κάνουν πολύ ως υπότιτλο στο να μ' αγαπήσουν μέχρι τρέλας

που θα σήμαινε να αποδομήσω και την αγάπη και την τρέλα

και τη θάλασσα και το ποιος είμαι

κι απλώς να είμαι κάθε φορά που πίνουμε καφέ, που κάνουμε έρωτα, που απεδαφικοποιώ τη συνθήκη ως μια απλή προσαρμογή της ανάγκης στο παρόν ανιστορικά

και ξέρεις κάτι

ξέρω ποιος είμαι

όταν αφήνομαι

Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2020

Εναλλάξ




αν αλλάξεις τις θέσεις

των μυθικών τεράτων και των μαγισσών,

των πολεμιστών

σε σκηνικά και σε τοπία:

για παράδειγμα

έναν Κέρβερο στη θέση του Άργου, να περιμένει

ή μια Λερναία Ύδρα στον αποκεφαλισμό του Βαπτιστή

και μια Καταιγίδα καταμεσίς του Γούντστοκ


αλλά

να


πώς κατήντησε ένας απέραντος υποθετικός λόγος

το ποίημα

που είναι όστρακο

για εξοστρακισμό

των δήμιων

της γλώσσας και του κόσμου, της ψυχής και της ψυχής μας, που

μοιάζει άλλοι να την ξέρουνε καλύτερα


και που ο νόστος μας είναι επιστροφή στο σημείο του φόνου

να λογαριαστούμε με το τι μάς αξίωσε να μην είμαστε στη θέση του δολοφονημένου

και με παρρησία να είμαστε με το μέρος του δολοφονημένου, ωστόσο


το χέρι που οπλίστηκε του φονιά

τι κόσμους θα συντάρασσε 

και τι

πριν το αντικείμενο χρησιμοποιηθεί πρέπει να καταστραφεί εντός μας


και το όνομα που λέμε είναι μια πράξη βίας

και για τη σκέψη μας και για την ίδια τη γλώσσα


κι αν το φεγγάρι είναι ένας επαναστατημένος βράχος

απ' τα χέρια του Σίσυφου, απ' τους ώμους του Άτλαντα,

απ' τις Συμπληγάδες που βλεφαρίζουν, νευρινώματος Morton

ή απ' τη δυσκολία κατάποσης σαν να στάθηκε κάτι στο λαιμό,


ένας βράχος που πέταξε

-πριν μεγαλώσει στο αλάτι-

μακριά απ' τις ακτές


κι η θάλασσα

με την παλίρροιά της ψάχνει να το φτάσει λυσσομανώντας στα βράχια που έμειναν

και μπερδεμένη από τον αντικατοπτρισμό του στην επιφάνειά της

καταπίνει και ξερνάει τον εαυτό της με χίλια στόματα

και χείλια


αν, λοιπόν, αλλάζανε τα πρόσωπα

στα ίδια σκηνικά

και με τις ίδιες πράξεις

κι αν όλα ήταν ίδια πέρα από τις αγιογραφίες των προσώπων και τις μάσκες

τότε

θα μπορούσα να πιστέψω

την αγάπη σου, αν ήταν σαν την αγάπη κάθε άλλου

που δε θα ήταν εξαίρεση

μα μεταφυσική δραματουργία

Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2020

Αλήτες του Μικρόκοσμου || Κείμενα 16-20




16) CECI N' EST PAS UNE CRITIQUE

ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ (ΤΥΠΟΥ ΕΡΩΤΙΚΟ ΓΡΑΜΜΑ, ΠΡΟΣΦΩΝΗΣΗ ΑΛΑΝΙΑΡΙΚΗ-ΕΡΩΤΙΚΗ ΚΑΙ ΤΑ ΤΟΙΑΥΤΑ),

Σου γράφω αυτό το γράμμα για να σου μιλήσω για κάτι που έζησα χωρίς εσένα. Ξέρεις έχω αυτή την αλλόκοτη συνήθεια να συνταιριάζω τις λέξεις ηχητικά μεταξύ τους: π.χ. ο έρωτας μοιάζει τόσο πολύ με τον αρχαίο μέλλοντα του «λέγω» (βλ. «ερώ»). Έτσι, λοιπόν, θα σου πω για κάτι που έζησα χωρίς εσένα. Τα πράματα που μοιραζόμαστε υπάρχουν. Και κάπως έτσι γεννιέται ο έρωτας -όπως ο έρωτάς μας- κι η τέχνη κι η ζωή κι ο άνθρωπος μέσα από αυτά.

Εχτές το βράδυ (δεν ξέρω πότε θα διαβάζεις αυτό το γράμμα, αλλά σήμερα που σου γράφω είναι 05 Νοέμβρη του 1745 και ο καιρός είναι άστατος, αλλά με συχνή ηλιοφάνεια, πρεπό φθινόπωρο στο πόδι και στη σκέψη) παρακολούθησα την πρεμιέρα του «Υπηρέτη δύο αφεντάδων» του Νικολά Γκολντόνι. Θα τον έχεις ακουστά, ελπίζω. Η παράστασή του έγινε σε ένα θέατρο γεμάτο από ανθρώπους που ανέπνεαν, ανέμεναν, ανησυχούσαν -πολλοί ήταν αναστατωμένοι γιατί δεν έβλεπαν λόγω της διάταξης των θέσεων, καθότι αν καθόταν κάποιος ψηλότερος μπροστά, δεν είχαν την δυνατότητα καθαρής ορατότητας προς τη σκηνή, οπότε ζητούσαν ακατάπαυστα μαξιλαράκια από τους ταξιθέτες -σωστός μπελάς για τους υπεύθυνους, μα και σωστή πρόκληση, στην οποία ανταποκρίθηκαν ευγενεστάτως). Συχώρα μου που πλατειάζω: καταχράζομαι της ψευδαίσθησης πως σου μιλώ και σ’ αντικρύζω και εσύ μ’ ακούς και με κοιτάζεις.

Η Ομάδα Ιδέα με εκλεκτούς προσκεκλημένους φίλους ανέβασε το έργο αυτό. Θαρρώ πως είναι αρκετά γουστόζικο όνομα το «Ιδέα», καθότι το συνδυάζουν με ένα μότο, πως «οι ιδέες έχουν ένα απίστευτο -δεν θυμάμαι καθαρά τον χαρακτηρισμό- χαρακτηριστικό, να πληθαίνουν, όταν τις μοιραζόμαστε» ή κάπως έτσι. Σκέψου, λοιπόν, πως αν έχω μιαν ερωτική ιδέα για τη μορφή και το κορμί σου κι εσύ έχεις μιαν ανάλογη για τον νου και το σώμα μου και τις ανταλλάξουμε, τότε εγώ στο τέλος θα έχω δύο ερωτικές ιδέες κι εσύ άλλες δύο. Ενώ, αν είχα ένα μήλο κι εσύ ένα μήλο και τ’ ανταλλάσσαμε, τότε εγώ θα είχα ένα μήλο κι εσύ άλλο ένα μήλο. Με προσέχεις, αγάπη μου;

Λένε πως σ’ εκείνη τη γειτονιά της πόλης (μια πόλη που ανακάλυψα τυχαία καθώς περνούσα στο μακρύ ταξίδι μου, την Αθήνα), κοντά σε μια κεντρική πλατεία της, την Ομόνοια, απέναντι από ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα ανώτατο, το Πολυτεχνείο, στις οδούς Πατησίων και Στουρνάρη (κάτι, που -αχ, θα στο πω- το χρησιμοποίησαν και σαν λογοπαίγνιο εντός της παράστασης) επικρατεί βία και έγκλημα. Δε διαφωνώ, αλλά υπάρχουν χώροι και μυαλά και άνθρωποι γενικά, που ανθίστανται. Και ξέρεις, αγάπη μου, πιστεύω πως προβάλλοντας κάτι, το ενισχύεις. Έτσι, θα ‘θελα να σου μιλήσω για τη βία και το έγκλημα, αλλά υπάρχουν κι αυτοί εκεί οι άνθρωποι που κάνουν κάτι πολύ πολύ σπουδαίο και δεν χαίρουν ανάλογης προβολής. Ο Σενέκας θαρρώ, πως επιμένει να συσσωρεύουμε γνώση ως αντίβαρο της άγνοιας. Έτσι, πιστεύω, και με την προβολή του καλού και με την πράξη του καλού.

Ο Γκολντόνι, που τυχαίνει να τον γνωρίζω προσωπικώς, έγραψε μιαν εκπληκτική κωμωδία, την οποία βάζω και το χέρι μου στη φωτιά, πως θα εμπνέει και -μάλλον δυστυχώς- θα εκφράζει και τους μέλλοντες καιρούς. Και λέγω δυστυχώς, γιατί πρώτον, παρουσιάζει ένα τοπίο όχι τόσο ευχάριστο για τους ανθρώπους ανά τη γη (της υποτέλειας στο χρήμα και στους αφέντες) και γιατί δεύτερον, δε θα ζει ο αγαπητός Νικολά, να καρπώνεται τα πνευματικά δικαιώματα των έργων του. Μα δεν είναι τρομερό, αγάπη μου;!
Η Ομάδα Ιδέα συνδύασε ένα σωρό τρικ και θεατρικά στυλ και ευρύματα: το αγαπημένο μου, που έστησαν την παράσταση σαν «θέατρο μέσα σε θέατρο» και μέσα σ’ αυτό έπαιξαν κι άλλο θέατρο. Θα ‘θελα πάρα πολύ να τη δούμε μαζί, οπότε δε θέλω να σου κάνω άλλα spoils (συγχώρεσέ μου τον όρο, τον άκουσα από έναν περαστικό, που μιλούσε σε έναν φίλο του για μια ταινία εν ονόματι Anonymous και ο άλλος του μίλησε νευρικά: «Μη μου κάνεις spoils ρε» και τότε ρώτησα, σταματώντας τους, να τους ρωτήσω τι ‘ν’ τούτο και μου ‘παν πως είναι η διαρροή πληροφοριών για ένα έργο από κάποιον που ξέρει σε κάποιον που δεν ξέρει. Τι τραγική ειρωνεία!)

Αγάπη μου, δεν υπήρξα ποτέ κριτικός ή θεωρητικός του θεάτρου και δε θα ‘θελα σε αυτό το γράμμα, να βρεις τίποτε άλλο παρά μόνο την αγάπη μου και τον ενθουσιασμό μου για τη δυναμική και τη ζωντάνια και το σφρίγος του θεάτρου της ομάδας αυτής (της Ομάδας Ιδέα), την ευρηματικότητα κλπ. Κι αν δεν σου μιλώ για πιθανές ατέλειες, είναι γιατί μιλάμε για θέατρο, αγάπη μου. Μου μετέδωσαν γέλιο και προβληματισμούς, αγάπη για τη τέχνη τους και κέφι και δεν ξέρω καν πώς να το πω, αν πλατείασαν ή αν ήταν γραφικοί. Όχι, δεν ήταν, γιατί η αυθεντικότητα φάνηκε στην ισοτιμία όλων των συντελεστών, η ισονομία στη στήριξη της παράστασης. Ω, μα σου μιλώ για καθαρά δημοκρατικό εγχείρημα. Κι ας είναι επίκινδυνο να χρησιμοποιώ αυτή τη λέξη τέτοια εποχή!

Ανυπομονώ να συναντηθούμε και να πάμε να δούμε το τραγούδι και τον χορό, τα υπονοούμενα και το χιούμορ, την πρόζα και τα ακροβατικά, το στοιχειό του θεάτρου που ξεκινά από την ψυχή του πρώτου ζώου που «υποδύθηκε» την αυθεντικότητα κι όχι την αυθεντία μέχρι την ψυχή των πρόσφατων υποκριτών που «ποιούν» ήθος κι όχι ηθική. Αχ! όταν κλείνω τα γράμματά μας, φλυαρώ και λέω κενολογίες. Θα σου πω κάτι: το έργο αυτό μ’ έκανε παρά τις όποιες δυσκολίες μας και την υποτέλειά μας σε κάποιους ανώτερους -που ακόμη δεν μπορούμε να τους ξορκίσουμε- να σε ερωτευτώ και να σ’ αγαπήσω ακόμη περισσότερο. Τι έμπνευση!
Ελπίζω σε σύντομη απάντησή σου! Σε ασπάζομαι με τα χείλη που προσκυνώ αγίους και αγγέλους. Να προσέχεις -επίτρεψέ μου, αυτή την ελάχιστη βιοεξουσία στην ύπαρξή σου! Χαχαχα! Τι λέξεις, θε μου, κι ανυπομονώ να τις διαβάσεις!

Σε φιλώ,
με αγάπη,
παντοτινά δικός σου

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

17) ΜΟΛΩΝ ΛΑΒΕ ΜΕ
Ελεύθερωσέ με, δείξε μου τι αγαπάς, να έρθω λίγο, να πιω σε μια βρύση μια σταγόνα, σαν να περάσει από το στόμα μου ολάκερος ο ποταμός που ποτέ δεν είναι ίδιος πια. Κάποτε, κυτταρικά, δε θα ‘μαι ποτέ ο ίδιος που πρωτοχαιρετηθήκαμε. Πού ξαποσταίνει η μνήμη, πώς μεταβιβάζεται στους μικροκόσμους μας, πώς γίνεται μέρος της ιστορίας του σύμπαντος, υπερβαίνοντας την αρχή διατήρησης της μάζας. Ο έρωτας είναι μια μορφή ν’ ακυρωθεί το «όσο γεννήθηκε, τόσο θα πεθάνει». Δεν υπάρχει επανάληψη, υπάρχει μια αιώνια επιβάρυνση: κάτι που ήταν συν κάτι άλλο. Η μνήμη που σφαδάζει, το φιλί που εντείνει, η ιδέα που πολλαπλασιάζεται, το σώμα που υποπολλαπλασιάζεται -όχι, δε διαιρείται- ο χρόνος που περισσεύει για ένα τσιγάρο ή ένα χουζούρι. Κάτι άλλο είναι όλα. Κάποια στιγμή όλα όσα μάς έμαθαν τι είναι και πώς γίνονται, μπορούν ν’ ακυρωθούν, αλλά σμίγουμε με ανθρώπους κι οι άνθρωποι απαιτούν συχνά να τους μιλάμε με λέξεις και νοήματα που δεν μας πολυ-εκφράζουν. Ας είναι. Στα στενά που τόσο στάθηκες με θάρρος, κάποιος θα προδώσει ένα πέρασμα και θα περικυκλωθείς: είναι κι αυτό μια βαθύτατη ανάγκη, το να περικυκλωθούμε.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

18) ΑΤΙΤΛΟ ΚΙ ΑΤΟΝΟ
Κάθε βράδυ σου τραγουδώ έξω απ’τα τείχη κι εσύ έχεις πεθάνει αιώνες τώρα ή αγέννητος παραμένεις. Τα λόγια μου δεν τα καταλαβαίνεις. Αφού δεν τ’ ακούς δεν ακούγονται. Μια σημαία χάσκει αντί εσού στο όνομα της λευτεριάς που δε ζήσαμε μαζί. Ο ουρανός γλιστρά σαν νύχτα κάθε βράδυ μέσα στις πολεμίστρες, πετάει ένα λευκό μαντήλι σαν σύννεφο και ανεμίζει λίγο, σημάδι έναρξης μιας μονομαχίας που ποτέ δεν θα γίνει. Δεν υπάρχει αντίπαλος και δεν υπάρχεις εσύ. Μα σε τραγουδώ μέσα στους αντιερωτικούς παιάνες και ύμνους εθνικούς. Έξω απο τα τείχη κοιμάται η πόλη κι εγώ. Μέσα στα τείχη κανείς. Μέσα στα τραγούδια μου εμείς. Οι κόσμοι που ποτέ δε θα σμίξουν. ποτέ δε θα προδοθούν. Ποτέ δε θα παραδοθούν. Ποτέ δε θα είναι ελεύθεροι.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

19) ΕΤΣΙ ΚΥΛΑ ΤΟ ΑΙΜΑ
Αν δεν ανθίσει η μηλιά το στέρνο σου αν δε ραγίσει πώς θα σου δώσω το φιλί το προπατορικό
Κι αφού γυρέψω στη σκιά τον δίχως όνειρα ύπνο θα στα αφήσω στο χαλί κλειδί εφεδρικό

Κι αφού ανοίξουν οι πληγές και βγάλουν καρπούς και άνθη μ’ όλα τα δάχτυλά μου εκεί θα σε ψηλαφώ
Σε ένα σημείωμα βιαστικό θα γράψω διαθήκη πως αφήνω στο σώμα σου ίχνη για να με βρεις

Όλα θα φύγουν και θα ‘ρθουν σ’ ανάστροφη πορεία κι είναι κι αυτή η μανία του ανεκπλήρωτου
Θα σου γεμίσω το φιλί με του Αιόλου καταιγίδες και θα κρατώ τον ουρανό για να βρεις τη μηλιά 

Θα σου γεμισω το φιλί με γλώσσα που δε μιλάει για να ανθεί το στόμα σου μη βγάλει ούτε μιλιά
Έτσι κυλάει το αίμα μου έτσι κυλάει ποτάμι σβάρνα παίρνει τα κούτσουρα και παίρνει τη σκιά

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

20) ΗΜΑΣΤΑΝ ΜΑΖΙ
Η τελευταία φορά που έβρεξε ήμασταν μαζί, τα δάκρυα δε χρειάστηκαν ανάμεσα στους δυο κατακλυσμούς -τον τότε κοινό μας και τον τώρα. Η κιβωτός δεν χρειάστηκε στις δυο καταιγίδες που κατέληξαν σε λάσπες. Τα δάκρυα δε χρειάστηκαν, λάσπη μαζεύτηκε κάτω από τα μάτια και εντός μου, στα νύχια μου, στην ήβη, μες στην νύχτα, πατημασιές λασπωμένες παντού στο σπίτι ανάμεσα στουα δυο κατακλυσμούς, στην ξαστεριά -χωρίς δάκρυα από πού να έρχεται η υγρασία, ανάμεσα στις δυο καταιγίδες.

Η τελευταία φορά που έβρεξε ήμασταν μαζί, η βροχή το υπονοούμενό μας. Αν ξαναήμασταν μαζί, θα υπονοούσαμε βροχή. Η κιβωτός δεν κράτησε τίποτε, δεν έσωσε, όλα τα πήρε και τα κράτησε η βροχή σε ένα ενυδρείο αναμνήσεων βραχέων. Βράχηκα στην τωρινή βροχή. Πού να βρεις αποδεικτικά δακρύων. Γυρίζοντας πατημασιές λασπουριάς στο πάτωμα -έστω και χωρίς υγρασία να δικιολογείται η υγρασία.

Η τελευταία φορά που έβρεξε ήμασταν μαζί. Και τώρα έβρεξε για φορά τελευταία και μας υπονόησε. Κι αν ξανασμίγαμε ποτέ, δυο ζευγάρια λασπωμένες πατημασιές θα υπονοούσαν τη βροχή.

Αλήτες του Μικρόκοσμου || Κείμενα 11-15




11) ΑΝΤΙΚΡΥ
Αντίκρυ.

(βλέμμα στον τέταρτο τοίχο)

Εσύ ο βράχος που σταυρώθηκε ο Προμηθέας κι ε-
γώ η απάτητη κατά τ’ άλλα κορφή που απογειωνόταν ο αετός.

Δεν έχει σημασία ποιοι μας κατοίκησαν. Προορισμός
μας
να γίνουμε αγάλματα στον άνεμο και τη βροχή.

(βαθειά ανάσα)

Το αιώνιο κοίταγμά σου.

(μειδίαμα)

Κάποτε ως αγάλματα θα σηκώσουμε μνήμες άσχετές Μας.
Αντίκρυ
στον κόσμο υψωνόμαστε. Να ‘μουν κάλ-
λιο χαλίκι στο παπούτσι σου ή άμμος στο μάτι σου. Κάτι
να ξεγλιστρά ή και να μη φαίνεται.
Να ‘ναι όλα πιο μικρά.
Κι
ε-
σύ.

(εμφατικά)

Αχ,
κι εσύ να ήσουν. Κι όχι όλα αυτά που μπορούν να μας
παρηγορήσουν και να μας υπονοήσουν.
Κι όταν χρόνια μετά κι αιώνες θα έχουμε άλλο δέρμα από τώρα
και παντού σεντόνια και σκόνη,
ούτε αν ήμουν όμορφος ή αν μ’ αγάπησες θα σε ρωτήσω, παρά μονάχα αν θυμάσαι.
Εσύ. Όχι όλα τ’
άλλα που μάς
θυμίζουν και μάς

υπονοούν.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

12) ΝΤΕΛΙΡΙΟ
Τις νύχτες που μοιάζουν με αυτές της Γεθσημανής δεν προσεύχομαι. Δυστυχώς τα λόγια μπερδεύονται ακόμη κι αν τα λέω από μέσα μου σαν ένας δαίμονας να μου αποσπά την προσοχή από αυτό που θέλω να προσευχηθώ. Ξαπλώνω ανάσκελα και παίρνω βαθιές ανάσες. Γυρίζω σε στάση εμβρυική και πάνω που λαγοκοιμάμαι, τσουπ σκοντάφτω στον γκρεμό που βλέπουμε συχνά πριν αποκοιμηθούμε, τραντάζομαι.

Πετάγομαι ιδρωμένος, μαζί με λίγο αίμα -το ξανάπα, μοιάζει της Γεθσημανής- και ανακάθομαι οκλαδόν μέχρι να πέσουν οι παλμοί μου. Ψάχνω οικείες εικόνες, μυρωδιές, επαφές, λόγια για να συνδεθώ με τον κόσμο που με περιβάλλει κι έρχεσαι Συ, η μυρωδιά Σου, το χάδι Σου, η λέξη Σου. Οικεία όλα Σου, αλλά μη εν οίκω Συ.

Κάθομαι στην άκρη του κρεβατιού. Σε λίγη ώρα κοιμάμαι βαθειά, δεν Σε ονειρεύομαι τετριμμένα. Παρεμβλήθης νωρίτερα για να επανέλθω. Όπως τα εκατομμυρίων ετών αστέρια στον αποψινό ουρανό είσαι κι Εσύ εδώ στο δωμάτιο. Και τι θα είμαι όταν τινάξω τη στάχτη του φεγγαριού από πάνω μου, παρά σα μαύρο κάρβουνο στην νύχτα. Όπως γλίστρησα στο δωμάτιό σου για να μπω, έτσι επακριβώς θα βγω, μόνο που είναι δύσκολη η έξοδος: ποτέ μη φεύγεις απ’ τους δρόμους όπου πήγες, διάλεξε άλλες διαδρομές.

Να μη σε δουν οι γείτονες κι εσύ να μη δεις τα χνάρια και τα κατατόπια που παραφύλαγες. Αν μη τι άλλο δε θα ‘χει νόημα να προφυλαχτείς πια. Αλλά εγώ όπως ήρθα θα φύγω: σκιά χωρίς οβολό, σκιά χωρίς σώμα, σκιά χωρίς φως. Όλα θα τα υπονοώ μονάχα.

Και τι θα είναι το φιλί χωρίς εσένα πέρα από αντανακλαστικό στους όσους άλλους έρθουν. Αν χάσουμε τον Άλλον Άνθρωπο στον κόσμο, όπως όρισα ερωτικά για λίγο εσένα, χάνουμε την άκρη του μίτου στον λαβύρινθο κι αυτό όπως και να το πεις το κάνει πιο δυσχερές, το να βγεις από κει (από δω) σώος κι αβλαβής. Η Έξοδος συντελείται πιο εύκολα χωρίς αυτή τη χασούρα του ερωτικού σώματος του άλλου. Ωστόσο κι αλλιώς θα γίνει. Έτσι πάει: διαρκής αναζήτηση της θέας.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

13) ΣΙΦΟΝΕΙΡΟ
Κι έχεις μονάχα τ’ όνειρο στις αναμετρήσεις με αυτό που λένε αναμνήσεις και φαντασία. Εκεί ξεσπά η καταιγίδα, όταν φωλιάζει στο σώμα σου ο θάνατος μικρός, που ακόμη καν δεν ξέρει την αλφαβήτα ή να γράφει ή να ξέρει τι είναι ψέμα και τι μαγεία και τι μονιμότητα αντικειμένου και που η νύχτα σε έχει ρυθμίσει τίποτα από τη ζωή σου σε εγρήγορση να μην πιάνει τότε. Κι έχεις μονάχα το όνειρο, για να πεις, όταν σε ρωτούν, πως κάπως κάτι λίγο σε συγκλόνισε ακόμη κι αν δεν το πήρες πρέφα. Το σιφόνι για κάθε σταγόνα σύννεφου ή σώματος είναι τ’ όνειρό σου. Που τ’ όνειρο είσαι ολάκερος, ώστε καταλήγει δικό σου να μην είναι.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

14) ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΙΩΝΙΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ
Τα σώματά μας αυτονόητα κι αυτόματα. Το χρυσόμαλλο δέρας σήμανε την προσφυγιά της Μήδειας, τα σώματά μας -ως άλλα κι άλλοτε δέρατα- τον επαναπατρισμό της στην ιερότητά της -μια και απόγονη του Ήλιου. Φοράμε παράσημα άλλους ανθρώπους κι άλλοι άνθρωποι παράσιτα μάς φέρουν. Στο πάθος μας νομιμοποιείται και κωδικοποιείται ο φαύλος κύκλος του αδιεξόδου. Στη Μήδειά μας νομιμοποιτείται και κωδικοποιείται ο φαύλος αυτός κύκλος. Το χρυσόμαλλο δέρας σήμανε την προσφυγιά του πάθους και της ιερότητας, τα σώματά μας τον επαναπατρισμό. Να σε ασπαστώ εικόνα θαυματουργή, που σου δέομαι κι εσύ ακούς, μα πιο πολύ σαν γέρικο σκυλί ριγμένο πλάι πιστό κι ευήκοον. Να το τάμα μου, ολάκερο το χέρι μου, αυτονόητο κι αυτόματο. Πέρασαν απ’ τα χέρια μου τόσες σφαγές, που σαν κλαδιά απλώθηκαν στο έξω δέρας μου φλέβες να το φωλιάζουν. Κι εγώ κρεμασμένος σε ένα δέντρο της Κολχίδας πάντα επιστρέφω ξέροντας τη διαδρομή. Το βάρ-βαρον πάθος, διπλά βαρύ, μια για το σαράκι και μια για την ενοχή. Πλησιάζει μες στο σκοτάδι η Μήδεια κι ο Ιάσονας, ψαρωμένος ξοπίσω της, πάτησαν κάτι ξερά κλαδιά. Έφτασαν. Απλώνουν χέρι πάνω μου. Φέρομαι. Είμαι. Εσόμενος.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

15) ΑΝ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ
Αν θες, πες το από δω και πέρα διεκπεραιωτικά. Στη χαλυβουργία θα λιώνω τις λέξεις και τα σημαίνοντα σπαταλώντας φωτιά, θα λιώνω τις μεταφορές και τις παρομοιώσεις με φεγγαρόφωτο, θα λιώνω τα σημαινόμενα με ήλιο και στάλα στάλα -από δω και πέρα- θα μαζεύω το χυτό μολύβι. Σ’ ό,τι αφιερωθήκαμε και σ’ ό,τι πιστέψαμε και προσευχηθήκαμε δε θα ‘ναι πια τάματα οι λέξεις. Το μολύβι θα παγώσει ξανά. Θα το ρίξω στη θάλασσα, θα ανέβει η στάθμη τόσο που μάλλον όλα θα βυθιστούν. Και τα έλεγα: κεκαλυμμένο θανατικό η γλώσσα. Τα είπα από στόματα εκατομμυρίων ανθρώπων αιώνες τώρα. Τι; Τι δεν είμαι όλοι οι άνθρωποι! Όσος δεν φαίνομαι, είμαι. Κι αν είμαι κάθε στιγμή για όλους η ανάμνηση της προηγούμενης στιγμής, τότε είμαι ο κάθε ξένος και αλλότριος. Από δω και πέρα διεκπεραιωτικά θα είμαι ο ων. Αν είναι δυνατόν να λέμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους, την ώρα που αφαιρέσαμε απ’ τα πράγματα τ’ αυτιά και δε μας ακούνε πια. Και είναι αυτά που λιώσαμε μολύβι κι όχι τις λέξεις κι έπεσε ο κόσμος στη σιωπή και την παρήχηση.

Αλήτες του Μικρόκοσμου || Κείμενα 6-10




6) NYXTA
Μέσα στην νύχτα προσπέρασα το φεγγάρι. Εκείνο γαντζώθηκε γι’ αγκράφα στην κοιλιά μου κι η νύχτα πύκνωσε στις τρίχες της κοιλιάς μου και έγινε πίσσα χειροπιαστή στις τρίχες του στήθους μου κι η νύχτα μάδησε σε σκιές δέντρων και περαστικών σαν πούπουλα από μαδημένο περιστέρι που το άρπαξε σαΐνι στον ουρανό κι η νύχτα αρπάχτηκε όπως όπως να γαντζωθεί πάνω μου. Μέσα στην νύχτα προσπέρασα το φεγγάρι. Εκείνο πέτρωσε στο δάχτυλό μου κι η νύχτα ήταν το χώμα στα νύχια μου από κάτω όταν την έγδαρα με τα δάχτυλά μου για να μην ουρλιάξω κι η νύχτα ήταν η λασπουριά με τον ιδρώτα ανάμικτη και έγινε δέρμα δεύτερο η νύχτα σαν αυτά που φοριέται ως χρώμα, που στον ήλιο είναι χρυσό και στο σκοτάδι ασήμι κι η νύχτα φώλιασε σαν νυχτοπούλι την ημέρα μες στα νύχια. Μέσα στην νύχτα προσπέρασα το φεγγάρι. Ήρθε με μια βαρειά θηλιά τριγύρω απ’ το λαιμό μου και πήρε να κάνει μια βουτιά μέσα στη λίμνη, μα επέπλεε και με μια ειρωνία ήταν σαν να το 'ξερε πως τώρα που πια προσπέρασα το φεγγάρι είμαι καταραμένος να μην μπορώ να χαθώ κι η νύχτα μ’ έδεσε για πάντα πάνω από την λίμνη να μην μπορώ να φύγω προς τα πέρα, προς τα πάνω ή στο βυθό. Μέσα στην νύχτα προσπέρασα το φεγγάρι. Εκείνο έγινε πρόσωπο και τότε ανακάλυψα πως δεν είναι πρόσωπο κι ας ήταν πρόσωπο απ' αυτά που δεν αντέχονται την νύχτα και πήρε και χέρια να φυτρώνουν σαν κισσοί τριγύρω απ’ το λαιμό μου και έκανε και πόδια να στάζουν σαν βροχή μπροστά στα πόδια μου κι έφτιαξε σώμα να καίει, να καίγεται στην μεταλλική αγκράφα σιμά να καίει την κοιλιά μου κι έγινε πρόσωπο και τότε ανακάλυψα πως δεν ήσουν πρόσωπο μέχρι τότε κι ας ήσουν πρόσωπο απ' αυτά που δεν αντέχονται την νύχτα και ήσουν Εσύ η σιωπή και η νύχτα, που το φως της είναι οι ανάσες που ακούγονται μέσα στη σιγαλιά κι ήσουν Εσύ που αρπάχτηκες να γαντζωθείς απάνω μου και που κρύφτηκες σαν μικρό πετραδάκι στα νύχια των ποδιών μου, όταν ξυπόλητος σκάλισα τη γη κι ήσουν Εσύ που τυλίχτηκες σαν πέτρα στο λαιμό μου, όταν ούρλιαξα στο μαξιλάρι μου μέσα να μην ακουστώ κι ήσουν Εσύ και δεν ήσουν για να είσαι το κάθε τι ακόμη κι όταν δεν είσαι για να είσαι από δω και πέρα το φεγγάρι που το προσπερνούν και μέσα παγωμένη σαν σε παγετώνα σαρκοβόρο μας η κατάρα και η νύχτα πριν την νύχτα.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

7) ΜΕΤΕΩΡΟΙ
Μετέωροι ανάμεσα στην νύχτα και τη λάμπα σα σκόροι ή σπόροι ρολογιάς: περιρρέουσα ώρα ωραίος χρόνος αποκύημα της φαντασίας και της μνήμης μας. Όσο σάρκινα τα σώματά μας τόσο ενδιάμεσος ο χρόνος ανάμεσα στην νύχτα και τη λάμπα. Ίσα ίσα ένα σεκάνς ενός σεκόντ για την επαλήθευση όλου του χρόνου, όλης της νύχτας, και κάθε παρομοίωσης, μεταφοράς και ηχητικής ομοίωσης. Κι από κει όλη η ποίηση μετέωρη ανάμεσα στο άρρητο των σωμάτων μας και στη λέξη σαν ανάσα. Και πάλι Απ την αρχή μετέωροι ανάμεσα στην νύχτα και την ποίηση σα λέξεις ή έξεις.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

8) ΝΥΧΤΕΣ ΜΑΡΤΥΡΙΟΥ
Γνωρίζεις μόνο τη τελική στιγμή από νύχτες μαρτυρίου του Άλλου. Το περιστέρι ή το κοράκι ύστερα από τόσες μέρες καταιγίδας δεν είναι τίποτα για εκείνον. Ούτε η οργή ούτε η επιβράβευση. Σ’ αυτό που βυθιζόταν αιώνες ήταν μόνος λόγω διαφοράς τεχνογνωσίας. Δέξου το. Και περίμενε. Τις δικές σου 40 μέρες, 40 νύχτες. Την δική σου μετέπειτα αναγνώριση. Τα άνευ σημασίας πτηνά άλλων στον δικό σου κατακλυσμό. Την επανέναρξη του κόσμου στην κατάρρευση κάθε ανθρώπου.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

9) ΕΚΚΡΕΜΩ
Εκκρεμώ. Και νύχτα να το πεις ή ηλιόλουστο πρωινό ή βαθύ μεσημεριανό ύπνο καλοκαιριού και καντάδα σε μπαλκόνι, γκρεμός είναι, που η βαρύτητα δεν επιτρέπει να δούμε τον κόσμο χωρίς και πριν και πέρα από αυτήν. Αυτό που ο κόσμος θα ήταν άνευ ημών δε λυτρώνεται. Φέρω. Και την νύχτα μας ή το πρωινό μας και το τραγούδι μας στην άμμο της παραλίας το περασμένο καλοκαίρι κι αν τα πεις, σεσημασμένες λέξεις που κατηγορούν τον κόσμο. «Είστε εραστές» ή «Αγάπη» ή «είσαι όμορφος»ενώ είμαστε απλές παύσεις του γκρεμού που ανασαίνει ο ρυθμός του σύμπαντος. Τόσο αστέρι στην νύχτα αιώνων πριν, όσο στην ωλένη σου που άρμοσε πάνω της για λίγο ο λαιμός μου. Φέρω εσένα, γιατί φέρω τον κόσμο. Σου εκκρεμώ, απόφαση κι ετυμηγορία. Πύκνωμα του χωροχρόνου το φιλί μας, σου είπα. Ένα απλό φιλί, τι λες τα ακαταλαβίστικα, μου είπες. Τόσο φιλί το δικό μου, όσο το δικό σου. Πώς μοιραστήκαμε την απόσταση αιώνων; Όσο στενέψαμε το πλάτος, τόσο μεγαλώσαμε το βάθος του γκρεμού. Φέρω το γκρεμό. Εκκρεμώ. Και φέρω μόνο το ένα από τα πλείστα. Τα λοιπά που δε θα τα δεις, δεν υπάρχουν. Δεν είμαι το γεγονός. Είμαι αυτή του η θύμησή σου. Αμήν.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

10) ΣΑΝ ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΦΟΝΟΥ
Πού να σε γράψω σαν ομολογία φόνου εκ προμελέτης σε παγκάκι ή κορμό και πώς να μη φοβάμαι πια τη λευκή πανσέληνο που τόσο βαθιά με φόβισε ο λευκός προβολέας του αμαξιού σου καθώς φεύγεις. Έλα -μόνο προσκλήσεις ο έρωτάς μας, προστακτικές. Μείνε. Πες. Φάε. Πρόσεχε. Κάνε. Δώσε. Γίνε. Και μετά μόνο βλέμματα ικετευτικά. Ύβρις, κάθαρσις, όταν υπερβάλλουμε εαυτόν για τον άλλον και ο άλλος ολοκάθαρα έχει μάθει μόνος του πια το πρόγραμμα που του ορίσαμε με τις προστακτικές και πλέον δεν χρειάζεται κάποιον να του τα λέει. Έχει όλη τη βιοεξουσία του έρωτα ενστερνιστεί ολάκερος Κρέων και ψάχνει μες στη νύχτα ένα παγκάκι να χαράξει το φόνο και κάθεται μες στο σκοτάδι στο παγκάκι που φιλιόταν ο Αίμων με την Αντιγόνη. Κλάψε. Θυμήσου. Φοβίσου. Έτσι που έγινες στην πόλη αυτός που εξουσιάζει τα πάντα πια χωρίς να έχεις κάποιον ανάγκη να σε κοιμίσει ή κάποιος να σε έχει ανάγκη να κοιμίσεις. Χάραξε.

Αλήτες του Μικρόκοσμου || Κείμενα 1-5




1) 24_ΙΟΥΛΗ_2016
Θα αναγνωρίζουμε ο ένας τον άλλον, θα θυμόμαστε ο καθένας τον άλλον σε τόσα πράματα, θα νιώθουμε, θα ονειρευόμαστε ο ένας τον άλλον ακόμη κι αν είμαστε τόσο μακριά, θα έχουμε εξαντλήσει όλη τη δύναμη της φαντασίας: να λες π.χ. το αδειανό πουκάμισο μου με τ όνομα μου, που τα σώματά μας είναι εξαϋλωμένα, εξαντλημένα στο ανέγγιχτο, αόριστα, αερικά. Θα είμαστε παντού κι όχι εδώ, θα ‘ναι όλα στο όνομά μας χωρίς όνομα, κι εμείς θα χάσκουμε. Ας πήγαιναν στο διάολο όλα όσα έχουν τη θύμησή μας και την νοσταλγία μας, σαν να μην υπήρξαμε ποτέ. Το σώμα μου και το σώμα Σου έχουν μόνο νόημα και τ’ αλλά είναι αερικά, όπως κι εμείς αερικά όταν τ’ άλλα είναι σαν να ‘χουν νόημα. Αλαφροΐσκιωτοι αντί για ερωτευμένοι.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

2) ΡΗΜΑΔΙ
Από το όλα ρηματίζουν
και όλα ρηματίζονται.

Με πιάσανε στο στόμα τους πολλοί.
Τα κόκαλά μου κροτάλισαν στα δόντια τους κι ο ιδρώτας μου πάφλασε στο σάλιο τους.

Ρημάδι κι όχι ρήμα.

Εκθειάστηκα, με θεώθηκαν, με νεολόγισαν,
με αναγραμμάτισαν,
με συνέταξαν.

Μια λέξη όταν την προφέρεις,
τι της κανεις;

Θύμα που καταλήγει θύτης,
θύτης που θυματοποιείται.

Θυμός σε πένθος, θύμηση σε όνειρα.
Ρήμα, ρίμα στους ανθρώπους
και τον κόσμο, καταλήγω,

ομοιοκαταλήγω, ρυθμίζομαι.

Είμαι η αγάπη που δεν
προσφέρεται: αντιστοιχίζεται και σε αντίστιξη.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

3) ΛΙΓΟ
Υπάρχει ένα όριο, μια ουδός
που από το σημείο εκείνο και
μετά ο,τιδήποτε
προοδεύει γεωμετρικά.

Λίγο να σπρώξεις ως εκεί και
μετά σαν να γλιστράει με
ελάχιστη αντίσταση
η απόπειρα και η δοκιμή.

Ο έρωτας που μου έδωσες
έτυχε αυτής της διαχείρισης:
το λίγο στην αρχή ήταν λίγο, μα
αργότερα το λίγο ήταν παραπάνω από αρκετό.

Και η όψη σου το ίδιο, το μικρό
σου δαχτυλάκι με διέγειρε.

Ακούμπησα εκεί
στης άκρης το δάχτυλο
άκρη του κόσμου.

Λίγο να με άγγιζε το μικρό σου
δαχτυλάκι ενωνόμασταν και
ύστερα γω με τον κόσμο όλο.

Το λίγο είναι περισσότερο μια
πιθανότητα παρά μια
ποσότητα: Δεν ξέρεις ποτέ
πότε θα επαρκεί.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

4) Ο,ΤΙ ΕΡΩΤΙΚΟΤΕΡΟ ΤΟ ΜΗ ΡΗΜΑΤΙΣΜΕΝΟ
Ό,τι ερωτικότερο έχει γραφτεί σε ποίηση, τραγούδια, βιβλία, σινεμάδες και θέατρα το έχω γράψει εγώ. Βρίσκομαι σε δικαστική διαμάχη με δισεκατομμύρια δημιουργούς ανά τους αιώνες. Από αυτή τη διαμάχη βγαίνουν κάθε φορά όλοι κερδισμένοι για τα πνευματικά τους δικαιώματα, μα η αυτουργία είναι δική μου. Εγώ σε αγαπώ, εγώ σε φιλώ κι εγώ σε νιώθω. Απλώς ό,τι έχει περιγραφεί κι εκφραστεί είναι ένα φάσμα απ’ όπου μαθαίνω τι να νιώθω και πώς και πόσο. Κι αυτό θέλω να γκρεμίσω. Να νιώσω πέρα από τις γνωστές αισθήσεις και να εκφραστώ πέρα από τις γνωστές ποιήσεις. Ό,τι ερωτικότερο το μη ρηματισμένο.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

5) 243 ΔΕΥΤΕΡΟΛΕΠΤΑ
Ένα δελφίνι διέσχισε τον αέρα. Η σκιά σκέπαζε επιφάνειες στο έδαφος, όπως ένα συννεφάκι ή αεροπλάνο καθώ περνάει κάτω από τον ήλιο κι είναι μικρό να μη σκοτεινιάσει, μα αρκετά μεγάλο να τον κρύψει. Σε μία από αυτές τις επιφάνειες που ενίοτε σκεπάζονταν υπήρχε ένα τρίποδο τραπεζάκι βαμμένο γαλάζιο. Στην επιφάνειά του αντιλαμβανόσουν ένα πράσινο ημιδιαφανές μπουκάλι 330ml, ένα ποτήρι διαφανές που φιλοξενούσε μια διαφανή μάζα υψηλού ιξώδους με χιλιάδες φούσκες γύρω από μια φέτα λεμόνι, δύο σάρκινες μάζες να ξεπροβάλλουν από δυο μάλλινα μωβ μανίκια με πέντε άνισες εξοχές/διακλαδώσεις. Χέρια. Ω ναι, χέρια. Δε θα μπορούσαν παρά να ήταν χέρια. Πόσο χαζός θα ‘μουν να ‘κανα μιαν εξαντλητική και περίπλοκη περιγραφή αντί να πω “χέρια”. Χέρια. Χέρια που αν τ’ ακολουθούσες ως τις ρίζες τους θα σ’ οδηγούσαν σ’ έναν άνθρωπο. Ω ναι. Ξανά. Ένας άνθρωπος με τα χείλια του συχνά συντάρασσε, λοιπόν, την επιφάνεια της διαφανούς μάζας του ποτηρ… Ω, ναι, σόδα ήταν, σαν να μου ‘ρθε η γεύση της τώρα δα. Έπινε. Έπινε, τι άλλο θα ‘κανε με τα χείλια του στο σώμα με το υψηλό ιξώδες και τις φούσκες τις χιλιάδες γύρω απ’ το λεμόνι. Μα έκανε και κάτι άλλο. Μιλούσε. Συχνά πυκνά τα λόγια του, οι ήχοι απ’ όσα έλεγε σχημάτιζαν ένα ινώδες στο σκίσιμο του προσώπο του. Από τις κινήσεις και τον τρόπο ομιλίας σίγουρα υπήρχε κι άλλος. Ένας άλλος άνθρωπος, αρκετά ίδιος, αν το μάτι σου έρχεται πρώτη φορά σ’ επαφή με ανθρώπους, αλλά δε μιλούσε εκείνος, δεν κινούταν. Άκουγε. Πότε άκουγε και πότε όχι, βασικά. Συχνά πυκνά την προσοχή του αποσπούσαν τα γράμματα στο πράσινο ημιδιαφανές μπουκάλι της σόδα ή κανένας περαστικός στο φόντρο αυτού που μιλούσε, που έπινε, που κινούταν, που έμπλεκε το ινώδες με το ιξώδες από μια μεριά αν το ‘βλεπες. Πότε την προσοχή του την έπαιρνε ένας ήχος από μηχανάκι που έσχιζε την επιφάνεια του δρόμου παρακεί ή η σκιά του δελφινιού που τώρα διέσχιζε τον άερα ακριβώς από πάνω τους. Ένα δελφίνι σαν αυτή την εικόνα των δελφινιών που έχουμε, που όλα μάλλον αρκετά ίδια είναι, αν το μάτι σου δεν έχει έρθει πολλές φορές σ’ επαφή με δελφίνια. Αλλά το δελφίνι έμοιαζε αρκετά ίδιο με οποιοδήποτε άλλο για έναν ακόμη λόγο: είχε “καεί”. Μεσολαβούσε ανάμεσα στον ήλιο και στο μάτι, έτσι που έμοιαζε σχεδόν μαύρο, σαν η σκιά στο έδαφος να ‘ταν τελικά αντικατοπτρισμός του, ίδια μαύρη. Υπήρχε, όμως, θάλασσα κοντά; Τι γύρευε ένα δελφίνι; Μόνο το ποτήρι με νερό στο διπλανό τραπέζι.

– Με προσέχεις;
– Συγγνώμη. Μπορείς να επαναλάβεις;
– Βέβαια. Ξέρεις, μπορείς να συλλάβεις πόσο ιερό νιώθω το σώμα σου;
– (χαμογελούσε ασαφώς)
– Με καταλαβαίνεις;
– (κοιτούσε ασαφώς)
– Μάλιστα.
– Τι;
– Τη σκέψη σου και το σώμα σου τα ορίζεις εσύ και μόνο συ. Πώς θα πίστευες πως θα μπορούσα να προσβάλω, να βεβηλώσω το ιερότερο πράγμα που νιώθω για σένα;
– Δεν ξέρω.
– Η επιθυμία είναι ποτάμι. Έτσι ενώνονται οι άνθρωποι: ξεδιψούν, πετροβολούν, χωρίζονται, βρέχονται, ξεπλένου, παρασύρονται.
– (κοιτούσε ασαφώς)
– Μην κλείνεσαι. Μην μου κλείνεσαι. – (χαμογελούσε ασαφώς) – Οι άνθρωποι είναι θάλασσες. Νερό. Ίσως και σ’ άλλες μορφές, άλλα σχήματα. Άλλο ιξώδες. Να ‘το το ιξώδες. Κι έλεγα πως κάπου τ’ άκουσα για να το πω κι εγώ.
– Το ‘χεις ξαναπεί και το ‘χω ξανακούσει.
– Και;
– Τι και;
– Πού είναι η ορμή;

Μεσολάβησε σιωπή. Το δελφίνι είχε φύγει εδώ και ώρα.

– Θα ‘θελα στο λάθος, το σωστό, τη χαρά, τη λύπη, τη μοναξιά, την παρέα, όλες αυτές τις θάλασσες με τις άμπωτες και τις πλημμυρίδες τους να είχαμε ένα τραγούδι. Τότε το μόνο που θα μας θύμιζε θα ‘ταν πως υπάρχουμε στον ίδιο δεσμό ομάδες. Ούτε κατάκριση, ούτε έπαινος, ούτε θυμός ή μούτρα, ούτε πόνος ή ψέμα, ούτε φτιαχτά γέλια και αγκαλιές καταπιεσμένες που είναι καταδικασμένες να καταπιέσουν. Ένα τραγούδι που να μας θυμίζει πως υπάρχουμε. – (κοιτούσε ασαφώς) – Κατάλαβες;

– (χαμογέλασε) Όχι ακριβώς.

Στο μεταξύ άρχισαν να μαζεύονται σαν από το πουθενά σύννεφα και να ψιχαλίζει. Πρέπει να μεσολάβησαν περίπου 243 δευτερόλεπτα από τη στιγμή που πέρασε το δελφίνι και που ξεκίνησαν οι χοντρές ψιχάλες κι η σχεδόν βροχή.

– Φεύγουμε;
– Φεύγουμε.

Μα δεν κουνήθηκαν. Έμειναν εκεί. Ο ένας έδεσε τα κορδόνια σκύβοντας κάτω από το τραπέζι, ενώ το δέντρο από δίπλα ήδη ανάβλυζε βρεγμένο χώμα. Και το σώμα του βρεγμένο. Από δω και πέρα δε θα ξεχώριζες δάκρυα ή ιδρώτα ή το συνοφρύωμα και οι εκφράσεις αν ήταν από τη βροχή ή απ’ αυτό που τα λόγια επέφεραν.

– Πάμε;
– Πάμε.

Κι όλοι γύρω τους κουνιόνταν κι έτρεχαν, εκτός από εκείνους που έμεναν στη θέση τους.

Σάββατο 28 Νοεμβρίου 2020

27 με 28 Νοέμβρη του 2020




κάποια πράγματα δεν μαθαίνονται ποτέ

κάποια μυστικά για παράδειγμα

ή το αν υπάρχει ο Αη Βασίλης ή όχι δεν το συζήτησαν ποτέ κάποιοι γονείς με τα παιδιά τους

κι ούτε τη μελισσούλα και το λουλουδάκι ή τον πελαργό

παρά

μονάχα

μια μέρα ή μια νύχτα

σε μια συζήτηση με φίλ@ ή σώμα έρωτα που έρχεται από το μέλλον

σε μια κλήση στο messenger που διήρκεσε ως το ξημέρωμα στο απομονωμένο δωμάτιο που έχεις απ' το δημοτικό

παρά

μονάχα

λοιπόν

την νύχτα εκείνη

λέγεται κάτι

που δίνει νόημα σε τόσες αμφιβολίες

και το νόημα που πάντα αναβάλλεται κατά Derrida,

να το, έρχεται εν τω μέσω της νυκτός

παρά

μονάχα

σαν προστάδιο του υπνικού σου ονείρου

έναν έξυπνον ενύπνιον

σαν νανούρισμα

αυτό που λέγεται

σαν παραμύθι

αυτό που λέγεται

και δίνει νόημα

αν και κάποιες αλήθειες δεν ανακαλύπτονται ποτέ

και κάποια ψέματα δεν αποκαλύπτονται ποτέ

Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2020

Τρίτο Πρόσωπο

 



Αν με ρωτάς, εκτιμώ πως τα μέσα μαζικής επικοινωνίας επηρεάζουν τις αντιλήψεις του γενικού κοινού, εγώ ο ίδιος μπορώ και αντιστέκομαι στην πειθώ των μέσων.

Θεωρώ, ότι ένα μήνυμα ασκεί μεγαλύτερη επιρροή στους άλλους, παρά σ' εμένα ή σ' εσένα. Ωστόσο, όσο πιο θετικό το περιεχόμενο τόσο συχνότερη η εμφάνιση του πρώτου προσώπου, του "εγώ" και του "εμένα", ενώ όσο πιο αρνητική η δήλωση τόσο πιο πολύ το τρίτο πρόσωπο, το "οι άλλοι".

[...] 

"Το Εγώ -αμφιταλαντεύομαι διαρκώς-ψευδαίσθηση ή παραίσθηση.
Βρίσκω μιαν ακατάπαυστη, ασίγαστη ταυτότητα,
όχι απλή ποιητική αντιστοίχιση,
στις τριάδες
του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος
με
της Ινές & της Εστέλ & του Γκαρσέν
με
εμένα, εσένα και της γάτας που μας κοίταξε μέσα στα σκοτεινά."

[...]


Συχνά, μια άποψη μειονοτική δεν αλλάζει τον κόσμο, αλλά οδηγεί σε ιδιωτική αλλαγή των στάσεων.


[...]

Στα σημεία που λέγαμε τους όρκους, άλλοι άνθρωποι ας έρθουν και να πουν:
"Ο έρωτας είναι ταξικό προνόμιο. Δεν πρόκειται να σε ερωτευτώ ποτέ".

[...]

Σκέψου, δηλαδή, εκεί που εμείς, εγώ κι εσύ, ανάμεσα σ' εμένα και σ' εσένα, στο πρώτο και το δεύτερο πρόσωπο της σχέσης μας, ορκιζόμασταν αιώνια αγάπη, να έρχονται άλλοι και να ορκίζονται τ' αντίθετο.

Κι επειδή είναι τόσο μη δημοφιλές αυτό το μήνυμα, κάνει περισσότερο θόρυβο το περιεχόμενό του, απ' ό,τι αν για μιαν ακόμη φορά στα ποιήματά μας γραφόταν "ο αιώνιος έρωτάς μας" ή "η αειθαλής αγάπη μας". Κάπως,
ο κόσμος
είθισται
να ταρακουνιέται.

Ή με το νανούρισμα της πλειοψηφίας
ή με το τράνταγμα της μειοψηφίας

στον τρόπο που κουνάνε το κρεβάτι μας.

Τρίτη 23 Ιουνίου 2020

κύκλος


Να μη δώσει κανένας θεός που πιστεύεται
-κι από τους άλλους που δεν υπάρχουν, ας μη δώσει-
να περάσεις απ' τα χέρια μου
σαν κύκλος του νερού
κι όχι σαν χρόνος και σώμα και χώρος και τόπος

φαύλος κύκλος

και να με ρωτάς
να με ρωτάς, θέλω, συνέχεια
τι θα ήμασταν εμείς δίχως αγάπη
και να σου απαντώ

αγάπη
δίχως
εμάς

εξάτμιση
σύννεφο
βροχή
θάλασσες και λίμνες
κι εξάτμιση
και σύννεφο
και
τι θα ήμουν
αν δε μου προσευχόταν
κάποιος να μη δώσω να περάσει απ' τα χέρια του
σα φως
μα σαν νύχτα που κουρνιάζει σαν μωρό
στην ρώγα του