Τετάρτη 13 Ιανουαρίου 2021

Πεισίστρατος




Σου μιλώ και σου ψιθυρίζω Έχουν
νόημα το θρόϊσμα της γλώσσας μου και το πέρασμα των μελτεμιών
απ' τους συμπληγάδες οδόντες μου Στο οδόντα αντί οδόντος του φιλιού μας Στο
τσακμάκι και στον σπινθήρα σαν δυο πέτρες που αναβιώνουν την πρώτη
σπίθα της πρώτης φωτιάς που άναψε ο άνθρωπος στον κόσμο

Την προφορικότητα των λόγων μου για σένα που δε σου είμαι
και για το φαΐ που δεν γεμίζει το στόμα μου Τις προφορικές μου αφηγήσεις
κάποιος Πεισίστρατος θα τις καταγράψει στίχο στίχο Στήθος στήθος συνυπάρχουμε
Κάνω να μπω στα παπούτσια σου Να έρθω στη θέση σου Κι όλο το βλέμμα μου απλώς
ρίχνεται στα παπούτσια σου σαν βλέμμα ντροπής
που είμαι γυμνός Και

φτάνω το φιλί από τα πόδια ως ως τα χείλη σου κι αυτό
γλιστράει πάλι πίσω
στα παπούτσια σου Μια ξεροκέφαλη ικεσία Και στο κρεβάτι περιμένω τελευταία στιγμή
το κριάρι ή το ελάφι να σ' αντικαθιστούν Σ' έναν χρόνο που δε μπορώ να θυμηθώ ακριβώς
σ' έχω ήδη φιλήσει Κοινός πρόγονος απ' όπου κατάγεται η Τροφός κι ο Έρωτας Όπως ακριβώς
ο άνθρωπος Σου μιλώ Κι ακούς Μ' ακούς κι ακόμη κι αν δε μιλώ Κοινός πρόγονος της παρουσίας μου κι απουσίας μου ας εντοπιστεί

και φιλιόμαστε
από φιλί
όσο φιλί
για το φιλί
ως το φιλί
φιλί

Δευτέρα 4 Ιανουαρίου 2021

σας εύχομαι να σας αγαπήσουν μέχρι τρέλας




σας εύχομαι να σας αγαπήσουν μέχρι τρέλας

μου έγραψε κάποτε σ' ένα πακέτο τσιγάρα κασετίνα με ένα μπικ στυλό

αχ δε θυμάμαι ακριβώς

ένας έρωτας ή ο παππούς που δεν γνώρισα ή αυτοπροσώπως ο Μπρετόν ή μια διαολεμένη συγκυρία που ένα άψυχο μπικ στυλό κινητοποίησε αυτοβούλως ένα χέρι με τον γραφικό του χαρακτήρα

κι αναρωτιέμαι από τότε

τι είναι τρέλα και τι είναι αγάπη και τι εξυπηρετεί μια ευχή

τον ευχοδότη ή τον ευχολήπτη

μικρές βουτιές σε μια θάλασσα αρχές καλοκαιριού, τότε που ακόμη οι παραλίες δεν γεμίζουν με λουόμενους

μικρές βουτιές σ' έναν βυθό και ίσα ίσα

οι ερωτήσεις αυτές, οι βουτιές αυτές δεν είναι για να βρεθεί η απάντηση, όσο να ελέγξεις και να εκπαιδεύσεις την αναπνοή σου σε ένα μακροβούτι σε μια θάλασσα αρχές καλοκαιριού

που είχες τα μαλλιά σου έτσι ακόμη, που μπορούσαν να μπλεχτούν μικρά κοχυλάκια κι αστέρια, όταν τολμούσες να καθίσεις ασκεπής στο φεγγαρόφωτο της πανσελήνου ή όταν με τη μηχανή περνούσαμε μέσα από βροχή των αστεριών που κάθε λίγο ανακοίνωνε το αστεροσκοπείο

μαζί σου αναζητούσα να απεδαφικοποιήσω την ευτυχία κι όχι απλώς να τη ζήσω,

εσύ που μπορούσα να σε βλέπω στο κάθε τι, που μπορούσες με κάποιον τρόπο να μετατραπείς σε καθετί, που κάθε τι στον κόσμο σε θύμιζε

εσένα ήθελα να σου ζητήσω να μετατραπείς σε μια σταγόνα νερό και να σε καταπιώ, να φέρω για πάντα εντός μου την πανουργία σου, την ομορφιά σου και την ανάσα σου

ή λίγο λίγο

όπως ποθείς, να αλλάζω με τον καιρό τμήματα απ' το σώμα μου, το χέρι και το πόδι, το πρόσωπό μου, τα μαλλιά μου, έτσι που θα είμαι γω και δε θα 'μαι

και να είμαι έρμαιό σου αβυσσαλέο, να προσαρμόζομαι στις ανάγκες σου,

να προσαρμόζομαι στο περιβάλλον σου, ξενιστή των πόθων μου, των φαντασιώσεων, των αναγκών μου, που πλέον ντρεπόμαστε να εξαρτηθούμε και να εξευτελιστούμε φιλώντας τα πόδια ενός πλάσματος σε πλήρη ικεσία πριν τον δείπνο ή τον κανιβαλισμό

κι όταν φτάνεις να αγαπήσεις μέχρι τρέλας

προκύπτουν ζητήματα αξιοπρέπειας, ορίων, ταυτότητας,

τι στο καλό κάνουν αυτές οι ευχές, τι αχρείαστος ρομαντισμός, είμαστε η λογοτεχνία κι αντι-λογοτεχνία που καταναλώνουμε, αφηγήσεις, μετα-αφηγήσεις κι αντι-αφηγήσεις σε έναν χορό τελετουργικό που ο ερωτευμένος γίνεται σαμάνος και καταλαμβάνεται από το ανεξήγητο κι ασύλληπτο, με μία τρέλα

θες γαλλικό φουντούκι ή θα πιεις ως τη τελευταία σταγόνα το κώνειο

αυτά θα έπρεπε να είναι τα αιώνια διλήμματα του έρωτα

και να σέρνουν από πίσω τους ολόκληρα σκηνικά:

ένα πρωινό που μόλις άνοιξες τα μάτια σου μετά από ένα μακρόσυρτο ύπνο στο κρεβάτι ενός πλάσματος που κάπως και κάτι σεσημασμένο φέρει στο δαχτυλικό του αποτύπωμα

ή

την πίστη στους νόμους, τη σκέψη σου, την συνέπεια

και τα δύο μού κάνουν πολύ ως υπότιτλο στο να μ' αγαπήσουν μέχρι τρέλας

που θα σήμαινε να αποδομήσω και την αγάπη και την τρέλα

και τη θάλασσα και το ποιος είμαι

κι απλώς να είμαι κάθε φορά που πίνουμε καφέ, που κάνουμε έρωτα, που απεδαφικοποιώ τη συνθήκη ως μια απλή προσαρμογή της ανάγκης στο παρόν ανιστορικά

και ξέρεις κάτι

ξέρω ποιος είμαι

όταν αφήνομαι