Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2019

Which is Earth?

Liu Kuo-sung


Φόρα ανάποδα ένα ρούχο να μη σε ματιάσουν.
Έγιναν ανάποδα τα πράματα από προκατάληψη, από μια ψευδή επίφαση πρόνοιας.
Τα γιασεμιά γαντζώνονται από τους τοίχους
και τα μπαλκόνια των σπιτιών,
αλλά το σίγουρο
θαρρούν να γίνουν αστέρια όταν μεγαλώσουν.
Τα γιασεμιά γαντζώνονται προπάντων απ' την νύχτα.
Οι άνθρωποι που γαντζώνονται σαν κισσοί σε άλλα κορμιά,
είναι προπάντων τα μέλη τους ξεχωριστά ένα προς ένα που γαντζώνονται
από μέρη ξεχωριστά ένας προς ένα στου άλλου το κορμί.

Τα 'πα λίγο ανάποδα τα πράματα, απ' ο,τι γίνονται μες στο κεφάλι μου.
Ο Μινώταυρος να ψάχνει τον Θησέα.
Αναμένοντας να έρθει ο σωτήρας, πάντα σωτήρας θα έρχεται
και πάντα σωτήρας δε θα έρχεται.
Ψυχρά κι ανάποδα καταμεσής καλοκαιριού.
Τα καράβια πλέουν καταμεσής του πελάγους
και τα βήματα ζωντανεύουν απάτητα σοκάκια.

Απ' το μελτέμι περιμένω να σου πάρει το φουστάνι σου
το απλό
στη βόλτα μας στο νησί σαν μια πολύ δική Μονρόε.

Σου είπα ποτέ πώς φτάνεις σ εμένα;
Σαν τη θάλασσα.
Πίστεψέ το.
Πίστευε το
και μη ερεύνα, αγάπη μου.
Μα την πίστη μου.

Το θαύμα είναι η άλλη όψη των πραγμάτων: η μέσα ραφή του φορέματος σου,
η σταγόνα ιδρώτα κάτω απ' το στήθος σου στον ήλιο και το κάμα,
το δάκρυ το ρετσίνι στον κορμό ενός δέντρου,
ο αφρός των κυμάτων που αφήνει το πλοίο μες στη θάλασσα που μια Αφροδίτη αναδυόμενη τσακώνεται με τους γλάρους για το ψίχουλο πριν βυθιστεί ξανά σαν σημάδι από τον ήλιο.

Το σημάδι από το μαύρισμα
στο κορμί σου συμπυκνώνει το νόημα του καλοκαιριού.
Είσαι η ανάπαυλα από την δυστυχία του κόσμου.
Να φοράς ένα ρουχαλάκι σου ανάποδα ή τώρα που φοράς λίγα,
φόρα ένα ματάκι μη σε ματιάσω.
Τα μαλλιά σου γαντζώνονται από την αρμύρα και το φως,
θαρρούν να γίνουν άνεμος σαν αφήνονται στον άνεμο.

Η άλλη όψη των πραμάτων, η άλλη όχθη του Αχέροντα,
η άλλη όψη των φορεμένων, ριγμένων στο πάτωμα ρούχων.
Θα 'θελα να πίστευα,
για να έλεγα ότι προσεύχομαι για σένα στο θεό.
Κι έτσι προσεύχομαι σ' εσένα να γεννήσεις τον Θεό,
να τον κλάψεις στο Σταυρό, να μ' αγκαλιάσεις σε μια δική μας
Πιετά
εξαντλημένοι όπως πέφτουμε μετά απ' τον έρωτα στο κρεβάτι.

Κι είμαστε η άλλη όψη των θιγμένων από τη φθορά θαυμάτων. Είμαστε
στο περιθώριο των θαυμάτων
κι ονειρευόμαστε να γίνουμε το περιθώριο των θαυμάτων.

Τα βραχάκια τα τρώει η αλμύρα, το φως κι ο αέρας. Τα σώματά μας
είναι η άλλη όψη των βράχων.
Κι έρχεσαι συ, θάλασσας άλλη όψη,
αγάπη μου,
μικρή παύση στου Ισαάκ και της Ιφιγένειας τον βωμό,
να βάλεις στο κρεβάτι, στο νησί ενός μεσημεριατικου κενού,
τα φορεμένα μας, τα ριγμένα στο πάτωμα αντί για σώματά μας κι έτσι
να το σκάσουμε ξανά πιο πέρα από δω που ήρθαμε για να ξεσκασουμε.

Οι λέξεις είναι έξεις. Δεύτερες φύσεις των πραμάτων.
Να λες τα πράματα με το όνομά τους. Να λες το όνομά μου.

Σα σταγόνα μέλιτος στον ωκεανό,
σαν άνθρωπος ανάμεσα σε ανθρώπους,
σαν αστέρι ανάμεσα στα φώτα της πόλης μέσα από το νέφος
και σαν ομιλία ψιθυριστά
σ' ένα ηχογραφημένο μήνυμα στο πεζοδρόμιο λεωφόρου.
Αν και μικροί, υπήρξαμε.

Χέρια που δεν ανταλλάσσουνε αντικείμενα τη στιγμή του σμιξίματός τους
είναι
οι
άνθρωποι.
Που δίνουν από αυτό που δεν στερούνται κι από αυτό που δεν περισσεύει.

Για τη γάτα του Σρέντινγκερ που μας κοίταξε μέσα στα σκοτεινά.

Κι ύστερα ήρθε το όνειρο ή εγώ πήγα στο όνειρο ή εγώ ήμουν το όνειρο και το όνειρο ήταν εγώ κι ήρθε αυτό σ' εμέ -το όνειρο- ή πήγα εγώ -το όνειρο- σ' αυτό -εμένα.

Στο όνειρο υπήρχε ένα υπόγειο με αναμμένα κάρβουνα. Μπορούσα να πατήσω.
Τι όμορφα που μυρίζουν πια τα απογεύματα.
Και σου είχα πει πως θα μαζέψω ένα σωρό μικρά γλαστράκια,
να σου παίρνει ώρα να τα ποτίζεις ένα ένα,
γιατί η φροντίδα θέλει συχνότητα, συνέπεια, αφιέρωση κι έτσι σου 'χα πει θα μάθεις
ξανά
να αγαπάς.
Να μυρίζουν
τα απογεύματά σου όμορφα δίπλα από την μπαλκονόπορτα,
βγαίνοντας ξυπόλητη και ημίγυμνη σαν άγαλμα που θα κρατούσε σαν κολόνα το μπαλκόνι,
τον ουρανό, τα απογεύματα.
Στο όνειρο υπήρχε ένα υπόγειο με αναμμένα κάρβουνα κι η ζέστη ήταν αποπνικτική.
Έτσι θα ήταν η κόλαση;
Μα εδώ ως την παραλία θα πηγαίναμε και δεν τ' αντέχαμε, την τόση ζέστη κι αποπνικτική ατμόσφαιρα.
Τι ωραία που θα μύριζαν τ' απογεύματα.
Οι άνθρωποι είναι μαύρες τρύπες.
Ή είναι αστέρια πριν καταρρεύσουν σε μαύρες τρύπες.

Μου 'πες πως έψαχνες τα τσιγάρα σου κι είδα ένα όνειρο που τα τσιγάρα σου μου εμφανίζονταν όσο και να τα έκρυβα σε συρτάρια,
σ' άλλα σπίτια ή βαθιά βαθιά στη μνήμη. Το καλύτερο και χειρότερο μέρος να κρυφτείς είναι βαθιά μες στο μυαλό. Που έρχεται σαν το μικρότερο αδερφάκι ενός φίλου σου, σουρουπωμενο απόγευμα μοσχοβολυστο
κλαίγοντας που το ξεχάσαμε στο κρυφτό.

Τι ωραία που θα μύριζαν τ' απογεύματα και τι ωραία που θα έφερναν οι θάλασσες ως εδώ
στα πόδια μας το φεγγάρι.
Εγώ δε γελάω με τους παγουραδες που προσπαθούσαν να κλείσουν στο παγούρι τους το φεγγάρι βουτώντας το μέσα στη λίμνη. Έτσι σε φιλούσα.
Άνοιγα τα στόμα σου με το φιλί και στεκόμουν πάνω από το στρογγυλό άνοιγμα
σαν πάνω από ένα βαθύ πηγάδι και έδινα κουράγιο σε κάποιον έκπτωτο.
Απ' τα μπουκάλια των κρασιών που ήπιαμε δεν άφησα κανένα στη θάλασσα με μήνυμα να ταξιδεύει. Θα λιώσω σαν παγάκι, ούτε καν σαν παγόβουνο.

Στο όνειρο υπήρχε ένα υπόγειο με αναμμένα κάρβουνα. Κι άντεχα.
Κι έλεγα
πώς
θα περάσουν οι αιώνες του θανάτου
αν δεν περνούν οι ώρες του ύπνου να ξυπνήσω να σε δω να σου μιλήσω;

Κι όταν ξύπνησα δεν ήταν τίποτα. Κι όλα είχαν γίνει.
Κι από κει ξεκίνησα να ξεχνάω.
Το καλύτερο που μπορείς να κάνεις για έναν άνθρωπο είναι να τον ξεχάσεις.
Επιμελώς με συχνότητα, συνέπεια κι αφιέρωση.

Κι από κει ξεκίνησα να ξεχνώ -εντός λίγων στιγμών- το όνειρο.
Σχεδόν δεν έμεινε τίποτε.
Και θυμήθηκα το πάρτι, στο πάρτι που μέθυσα, μεθύσαμε εχτές.

Τόσα χείλια θάλασσες κι ένα φιλί στεριά
ήρθε η φωνή που τ' όνομά μου πρόφερε
μες στην βουή του κοκτέιλ πάρτι
και γύρισα κατά κει
όπως μου ψάρευες το χέρι με το χάδι σου
όπως μου έριχνες δόλωμα το πυροφάνι του αναπτήρα σου
το φιλί που σου 'δωσα
δεν το είχα διπλό
σαν χιτώνα
δεν μοίρασα και δεν μοιράστηκα
η θάλασσα κι οι άπειρες σταγόνες της
τα χείλη και τα άπειρα φιλιά τους
εσύ και τα άπειρά σου
απείθαρχά σου
ανάπηρά σου
χωρίς φιλί τα χείλη
χωρίς στεριά η θάλασσα
χωρίς κορμί ο έρωτας
δρόμος δίχως βήματα
δέρμα χωρίς ανατριχίλα
κοκτέιλ πάρτι δίχως αλκοόλ
τ' όνομά μου δίχως τη φωνή σου να προφέρει να γυρνάω προς τα κει
τόσα χείλια θάλασσες κι ένα φιλί ψαράκι
στο πυροφάνι του αναπτήρα σου
στ' ανάπηρα πυρά σου
φλόγα δίχως δέρμα
δέρμα χωρίς ανατριχίλα
δέρμα δίχως κύμα
κύμα δίχως χείλια
ρούχο ανάποδο
μάτιασμά σου δίχως τα μάτια μου
φιλί σου δίχως χείλη μου.

Τα αστέρια γαντζώνονται από τους τοίχους
και τα μπαλκόνια των σπιτιών,
αλλά το σίγουρο
θαρρούν να γίνουν γιασεμιά όταν μεγαλώσουν.
Να κρέμονται,
να μυρίζουν
τα απογεύματά σου όμορφα δίπλα από την μπαλκονόπορτα,
συ, θάλασσας άλλη όψη,
αγάπη μου,
παύση των άλλων όψεων.