Δευτέρα 13 Σεπτεμβρίου 2021

για τι μιλάει αυτή η ιστορία, νούμερο ένα


για τι μιλάει αυτή η ιστορία, Γιάννη;

είναι μια ιστορία θυμού

που η ανάγκη υπερβολικής προστασίας του ενός

οδηγεί σε ένα αίσθημα παραμέλησης του άλλου,

που κλαίει μες στο δωμάτιο και

ένα τρίτο σώμα δε μπορεί να δοθεί ολάκερο

και κάθε φορά που πάει να μιλήσει ο παραμελημένος

επωμίζεται όλη την κούραση και τον θυμό της ανημπόριας για τον υπερ-προστατευόμενο πρώτο

και η όποια έκφραση επιθυμίας φιλτράρεται από τους πόρους του δέρματος του παραμελημένου πρώτου και

του ανήμπορου και θυμωμένου και κουρασμένου τρίτου σώματος και συχνά μοιάζει να μην ακούγεται

και που ακούει

πως μοιάζει / πως είναι ίδιο και απαράλλαχτο / πως θα γίνει ολόιδιο με ένα σώμα που ποτέ δε γνώρισε

που πήρε τη θέση του σώματος αυτού

σαν να έχει δυο σώματα

ένα να μην ακούγεται κι ένα για να ακούει και που όταν ενωθούν σε ένα μοιάζει να μην ακούει το ίδιο το κλάμα του / να μη χρησιμοποιεί το κλάμα του πια για να επικοινωνήσει / που δε χρησιμοποιεί πια την επικοινωνία για να υπάρξει / που δεν υπάρχει πια για να μην επιβαρύνει

και μένει να κλαίει μες στο άδειο δωμάτιο όσο τα άλλα δωμάτια αδειάζουν από σώματα κι είναι πια αργά κάτι να ειπωθεί και να ακουστεί / για τι μιλάει αυτή η ιστορία, Δέσποινα;

είναι μια ιστορία μοναξιάς

ένα αιώνιο παιχνίδι που δεν πρέπει να βρεθεί η λύση γιατί καταρρέει ολόκληρο το οικοδόμημα / δεν ρωτάω για να μην απάντήσεις / δεν μιλάω για να μην ακούσεις / δεν λέω για να μην καταλάβεις / δεν μιλάς για να μην απορήσω / δεν ακούς για να μη σε αποσπάσω / δεν καταλαβαίνεις και δεν σου εκμυστηρεύομαι

ένα υπεραιωνόβιο δέντρο με άπειρα κλαδάκια στέκει μοναχό του με ρίζες

που ποτίζονται και φτάνουν σαν φλέβες κάτω από τη γη ως τη μακρινή θάλασσα και ποιος τόπος θα βρεθεί να ευδοκιμήσεις

η μοναξιά μέσα σε κόσμο ήταν κάποτε μια μοναξιά μακριά από τον κόσμο που γεννήθηκε από τη μοναξιά μες στον κόσμο

παιδί κι αυτή μιας μοναξιάς από την οποία κανείς δεν της τράβηξε το χέρι να τραβήξει το σώμα / το πολύ πολύ το χέρι που τραβιόταν μάκραινε / δεν έσωζε

αλλού ο πνιγμένος

αλλού η παλάμη του

κι ανάμεσά τους έτη φωτός ωλένης κι αγκώνα και βραχίονα

το σώμα πνιγμένο στο νερό

κι η παλάμη στο χέρη του διασώστη αιώνες και λόγια και ανάσες μακριά μακρύτερα και πιο μακριά απ' το μακριά / δεν καταλαβαίνω, για τι μιλάει αυτή η ιστορία, Γιάννη;

αυτή είναι μια ιστορία θανάτου

θαυμάζοντας τους ήρωες που τιμώνται με δάφνες και εμβατήρια και παρελάσεις μετά θάνατον

έχοντας ξεχάσει αυτοί που αποτίουν φόρο τιμής το έργο και το πρόσωπό τους και την αιματώδη σάρκα και τα πάθη τους

επιθυμήθηκα κάποτε / φαντασιώθηκα, για να το φέρω στο εγώ, εδώ και τώρα / φαντασιώθηκα / πίστεψα /

ακράδαντα

πως θα με καταλάβουν και θα με σεβαστούν και θα πουν "δεν πειράζει" μετά τον θάνατό μου και θα τους χάριζα τον θάνατό μου για να νιώσουν πως αυτοί φταίνε που με αφήσανε ανείδωτο κι ανείπωτο / σαν αίσχος

μα πιο πολύ θα μου χάριζα τον θάνατο, γιατί δεν ήξερα στο ενδιάμεσο τι σημαίνει να μιλάς / για τι μιλάει αυτή η ιστορία, Δέσποινα;

αυτή είναι μια ιστορία πόνου

που δεν επικοινωνείται, που αυτό που δεν επικοινωνείται γίνεται το ίδιο πόνος ξανά σε μιαν αλληλουχία μοναχική / μοναδική / άρρητη

που σ' όσα σώματα και να μοιραστεί πάντα κάτι περισσεύει ή υπολείπεται

στο πρωτογενές σώμα που πονάει / δεν καταλαβαίνω, για τι μιλάει αυτή η ιστορία, Γιάννη;

αυτή είναι μια ιστορία αγάπης

δε γίνεται να αγαπηθώ / παρά μόνο να αγαπάω

δε γίνεται να απαιτήσω παρά μόνο να δίνω

κι αυτό το κάνει μιαν ιστορία που δε σταματάει

αναβάλλεται στο μέλλον η απαίτηση

Τρίτη 7 Σεπτεμβρίου 2021

Σπουδή στον φόβο




αυτό που λέμε ανυπαρξία ίσως και να 'ναι το αρχικό αδιαίρετο με τον κόσμο γύρω μας
πού τελειώνω εγώ και πού αρχίζει ο έξω κόσμος
και τι σημαίνει εγώ και τι σημαίνει έξω κόσμος
και τα όρια παραμένουν σταθερά ή είναι ευμετάβλητα σαν ζελέ
είναι πλαστικά ή ελαστικά, ρευστά σαν ποτάμι ή βράχοι που σπάζουν στους αιώνες των αιώνων
αυτό που λέμε ύπαρξη, εκπόρευση είναι μια συνεχής διαπραγμάτευση

οι γονείς μάς αφήνουν μόνους στο σκοτεινό δωμάτιο. κλαίμε επειδή φοβόμαστε τον αποχωρισμό. σιγά σιγά, αν αυτό επαναλαμβάνεται, φτάνουμε να φοβόμαστε το σκοτάδι.
η μαμά φοβάται τις σκιές. αρχίζουμε να ψάχνουμε τις σκιές μες στο σκοτάδι.
ο μπαμπάς δε φοβάται. αρχίζουμε να λέμε στον εαυτό μας να μη φοβάται, αλλά συνεχίζει να φοβάται.
φοβόμαστε κι αποφεύγουμε τα πράγματα που μας κάνουν να αισθανόμαστε πόνο.
φοβόμαστε όλο και συχνότερα σκοτεινά μέρη, όπου πιο συχνά σκουντουφλάμε και νιώθουμε έτσι πιο συχνά πόνο.
μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο μάς αφήνουν οι γονείς, η απουσία σημαίνει φόβο και πόνο.
μετά έρχεται ο μπαμπάς κι η μαμά και μάς ανακοινώνουν, ότι θα μάθουμε μπάλα. στη μπάλα εγώ χτυπάω και πονάω. με μαλώσανε, που είπα ότι φοβάμαι.
μετά μου είπαν πως μεγάλωσα να έχω ανοιχτό το φωτάκι πριν κοιμηθώ. τους υπάκουσα κι έκανα κάτι, αν και φοβόμουν.
στα χέρια τους τα μαλλιά μου μπερδεύονταν σαν κορδόνια παπουτσιού
τα μαλλιά μου στο χάδι τους, τα κορδόνια των παπουτσιών μου, όσο προσπαθούσα να μάθω να τα δένω
στα χέρια τους το χέρι μου τραβιόταν -π(ροκρ)ούστηδες- και μάκραινε, καθώς με τραβούσαν για να μην τρέχω μακριά τους κι απομακρύνομαι και με φόβιζαν
στα χέρια τους το χέρι μου άλλοτε κόνταινε, όταν το χτυπούσαν σαν τιμωρία, αν χτυπούσα κάποιον που με ενοχλούσε και με θύμωνε ή άπλωνα το χέρι μου στα γλυκά. μη θυμώνεις
μη φωνάζεις
μη φοβάσαι
πώς μιλάς έτσι
κι εκείνοι
θύμωναν
φώναζαν
φοβούνταν
μιλούσαν έτσι και χειρότερα
οι γονείς και οι ενήλικες και θυμωμένα παιδιά και έφηβοι τριγύρω μου
μην το πεις στη μαμά / μην το πεις σε κανέναν / δεν είναι ανάγκη να μιλήσεις / μη μιλάς έτσι / μίλα, αλλιώς θα σε τιμωρήσω / μην ξαναμιλήσεις έτσι, αλλιώς θα σε τιμωρήσω / πώς μιλάς έτσι
και λοιπά κλπ κουλουπού

οι φαύλοι κύκλοι είναι τρομερά ανεξάντλητοι. σαν την κλίμακα του DNA πλησίασα σε ένα σημείο κι αποκωδικοποιώ ένα κομμάτι σαν mRNA και το μεταφέρω σε αυτό το tRNA ποίημα.

κάποια στιγμή όλα κι όλοι φεύγουν.
και μάς αφήνουν -χωρίς να πεθάνουν ή να φύγουν από τη ζωή μας, κάπως αφήνουμε κι αφηνόμαστε.
και μάς αφήνουν με χέρια ξεχειλωμένα, που κάτι πρέπει να τα κάνουμε. με φόβους και δεν είναι εδώ κανείς για να φοβόμαστε.

οι άνθρωποι αφήνουν ένα κενό ανάμεσα σ' εμάς και τα συναισθήματα που μάς πυροδότησαν και τις συμπεριφορές που μάς δίδαξαν να μιμηθούμε ή μάς επιβράβευσαν και μάς τιμώρησαν ή αφουγκραστήκαμε να τις υπονοούν.
και κάπως πρέπει να γεμίσουμε αυτό το κενό.

να το πούμε άβυσσο κι έξω κόσμο
ή
να το πούμε
εγώ.

δεν φοβάμαι πια το σκοτάδι ή το ύψος, δεν νιώθω μπερδεμένος πια επειδή δεν ξέρω ποιον και τι να υπακούσω.
αποχώρησαν τ' αντικείμενα.
φοβάμαι σκέτο.
κι ίσως αποχωρούν και τα υποκείμενα μες στην φυγή που προκαλεί το να φοβάσαι.
φόβος. σκέτο.

Κυριακή 1 Αυγούστου 2021

φλ




χαλίκια τα δόντια του φιλιού σου
σε μιαν ερωτική άσκηση ορθοφωνίας και άρθρωσης

να μπορέσω να πω
καθαρά τα υγρά σύμφωνα
στα

δεν θέλω
δεν ξέρω
σε θέλω

το νερό
τη στιγμή που ξεπηδά μια σταγόνα
μέχρι τη στιγμή που φτάνεις στην πηγή της
και δεν την πίνεις

κι εγώ
τη στιγμή που με σκέφτηκαν κάποτε οι γονείς μου
ξεχωριστά
μέχρι τη στιγμή που φτάνω σε στόματα
και δεν μου μιλάνε
και δεν τα ταΐζω
και δε φιλιόμαστε

μετράω αντίστροφα την αιωνιότητα
κι όχι από έναν χρόνο μηδέν
πρώτη μου φορά ονειρεύτηκα
χρόνια αφότου κοιμόμουν

και
η επιθυμία και η πρόθεση και η κίνηση και το όνειρο και το σώμα
επιτελούνται διαρκώς
επανανοηματοδοτώντας
την επιθυμία την πρόθεση την κίνηση το όνειρο το σώμα
και την επιτέλεση
και την επανανοηματοδότηση

αναζήτησα τόσο το χάδι
της στοργής
που δέχτηκα να πάρω τη θέση του ασθενούς μέσα στον κόσμο
για να φροντιστώ
αφού θα με φρόντιζαν αλλιώς
γιατί
δε χρειάζεται πάντοτε να παίρνουμε τη θέση του βασιλέως

με χαλίκια γευμάτισα
τη στιγμή που θα έτρωγα το τελευταίο τέκνο μου

όπως η Πανδώρα έκλεισε το κουτί τη στιγμή της ελπίδας
και δεν ήταν τα δόντια σου

και κάθε άνθρωπος
πέτρα την πέτρα Δευκαλίωνος και Πύρρας
να καταστεί πενθήσιμος
κι εσύ
ΕΣΥ
να έχεις τη θέση
του φιλήσιμου
χρόνια αφότου φιλήθηκα

Τρίτη 11 Μαΐου 2021

Ανθ'





κάποιες φορές το στόμα σου
έρχεται με το ίχνος των γνάθων σου σ' ένα μισοδαγκωμένο φρούτο

κι είναι μια χειρονομία αυτή
να ξεφύγεις
απ' την ποίηση και τη μεταφυσική που συντροφεύει ακόμη και την ολοκάθαρη ενσώματη παρουσία σου μπροστά μου

όπως το όνομα
έτσι κι οι μετωνυμίες σου

το ρούχο σου που σε υπονοεί
ή το μετακινημένο χαλάκι από τυχαίο πέρασμά σου στο διάδρομο
κάποιες φορές δε μπορούμε να αποχαιρετίσουμε ολοκληρωτικά τίποτε

τα αντικείμενα σα λυχνάρια
γεννάνε το τζίνι
κι όλες οι λέξεις μοιάζουν συστημικές θεσμίσεις της υφιστάμενης κατάστασης

και σε φιλώ μέχρι να σε ξαναφιλήσω

αλλά δε μιλώ εξ ονόματος αυτών που δεν τους επιτρέπεται ο λόγος
δε με νοιάζει η σιωπή, αλλά τι
οδήγησε την νύχτα να σωπαίνει κάτω από φύλλα που σκουπίζουν τα δάκρυα κι ιδρώτα της
να σωπαίνει πίσω από τα παραθυρόφυλλα σπιτιών
να σωπαίνει γύρω απ' τα φυλλοκάρδια
να επιτρέπω σε αυτό που δεν του επιτρέπεται ο λόγος

αγάπη μου, δεν τριγωνοποιώ
τη σχέση θύτη και θύματος
κι εξουσιαστή κι εξουσιαζόμενων

δε μιλώ

φιλώ

φύλλο φύλλο

τα άνθη, τα παράθυρα και την καρδιά σου
μέχρι να σε ξαναφιλήσω

Σάββατο 1 Μαΐου 2021

yseult / ηχητικά


είναι κάποια ηχητικά
που σε κατακεραυνώνουν
(σε άκουσα να μου μιλάς και να ακούς στο φόντο Yseult σε ένα περφόρμανς για το COLORS)

σαν ρεύμα που ραγίζει τα σύννεφα με αστραπή χρυσή
kintsugi στον ουρανό
που σηκώνεις το βλέμμα και ατενίζεις αυτό που είναι μεγαλύτερο από σένα
που σε κατακεραυνώνουν
(σε άκουσα να μου μιλάς)

σαν ρεύμα που ενώνει τα κύτταρα του σώματος
φρυκτωρίες στο μέγεθος της καμήλας που θα περάσει πιο άνετα από μια τρύπα της βελόνας παρά ένας πλούσιος να μπει στη βασιλεία του θεού
που σε διϋλίζουν
(η σκηνή ήταν βγαλμένη από ταινία, έτσι που συνηθίσαμε να ρομαντικοποιούμε τις στιγμές μας)

σε κάνουν και φύλλο και φτερό
που ηχούν εν τω μέσω της ερήμου
που αντηχούν σαν φωνές μες στο μυαλό σου
που ακούγονται σαν φωνές σε ένα κοκτέιλ πάρτι
που ακούγονται σαν παρεμβολές σε μια τηλεφωνική γραμμή
που σε διϋλίζουν και σε κοσκινίζουν
(η σκηνή ήταν βγαλμένη από ταινία)

ειδικά, αν δε θέλεις να ζυμώσεις
(σε πόθησα)

κι αφού τελείωσα κάπως με όλα όσα δεν ήθελα να πω,
πας και ειπωθεί κάτι από όσα ίσως να μη σκέφτηκα πως θέλω
(σε ποθώ)

είναι κάποια ηχητικά που ήρθαν με την υπόκρουση αυτή από πίσω
(θα σε έχω ποθήσει)

μοιάζει να έγινε τον περασμένο αιώνα
τύπου
και αποτελούν το soundtrack
επιστροφών
πηγαιμών
εσωτερικών ταξιδιών
τόσο εσωτερικών
που μάλλον είναι πέρα για πέρα εξωτερικά
(αναμονή στο σταθμό του τρένου και στις τόσες αναμονές που θα ακολουθήσουν)

είναι κάποια ηχητικά
που μιλούν για σένα
καλύτερα από σένα
γιατί μιλήσανε σ' εσένα
και μάλλον
(στις τόσες αναμονές που θα ακολουθήσουν προσδοκώ)

θέλω να σου πω
με όλα αυτά
τύπου
ο κόσμος είναι και στο μέγεθος της αστραπής
και στο μέγεθος του ανθρώπου
και στο μέγεθος του κυττάρου
(σε ακούω να μου μιλάς κάθε που ακούω την Yseult στο COLORS)

κι από όπου κι αν σε ατενίζω
αστράφτεις
σημαίνεις
εις τους αιώνας
των στιγμών
(θα σε έχω προσδοκήσει)

αμήν.


Παρασκευή 16 Απριλίου 2021

τε και




Τε και αυτός που έχει την τελευταία λέξη / κι αυτός που έχει εύκαιρη τη δικαιολογία / & αυτός που ψιθυρίζει κι επιβάλλεται / + αυτός που ουρλιάζει και μέσα στο πλήθος χάνεται / και αυτός που νίπτει τας χείρας του / κι αυτός που αλλάζει την δικαιολογία, όταν τα βρει σκούρα / γιατί αίτιο κι αιτιατό δεν υπάρχουν / κι αυτός που ψιθυρίζει έναν στίχο στο δρόμο για το σπίτι / και στο σπίτι το έχει ήδη ξεχάσει / και δεν θα μάθει κανείς ποτέ τον στίχο που θα μπορούσε να ταυτιστεί / & που θα χάραζε τον κόσμο σαν αστραπή / και σαν ηλιοβασίλεμα / + σαν γρήγορο αυτοκίνητο με τέρμα τη μουσική / σαν τη στιγμή που σπάζει το φράγμα του ήχου / κι αυτός ο στίχος που είναι η τομή τεκτονικών πλακών / και ανθρώπων / κι η σχισμή / + το κενό ανάμεσα σε δύο γαλαξίες και δύο κύτταρα ζωικά / κι αυτός που ουρλιάζει ένα σύνθημα και μια καταδίκη / κι έχει προ πολλού πνίγει σε μια θάλασσα τρικυμιώδη και αναθεματίζει όλους, όσοι τολμούν τη διέλευση / και αυτός που απαγορεύει / κι αυτός που δεν επιτρέπει / και που είναι άλλο / αυτός που ψιθυρίζει και τον παίρνει ο άνεμος / κι αυτός που ουρλιάζει και τον παίρνει η θάλασσα / & που όλοι αυτοί / συναντιούνται καθώς η ιστορία του ανθρώπου συμπυκνώνεται / και τα λόγια μπαίνουν σε άλλο κουτί / όπως στο μοντάρισμα /  και τα λόγια μπορεί να μπουν σε άλλα στόματα και τα φιλιά / να δοθούν σε άλλα στόματα / από τα αρχικά / σαν μεταγλωττίσεις / και οι ιθακες γενικά να είναι άλλες / κι αυτός που έχει τη τελευταία λέξη παίρνει τον ρόλο του θανάτου / και ας μην είναι καν θάνατος.

Τετάρτη 14 Απριλίου 2021

ανταλλάξιμοι




υπάρχουν τα ονόματα κι οι λέξεις
που σε ένα πάρτι
αν τις πεις κι αν τις αρθρώσεις
θα γυρίσουν δύο

Άργος

ο Πανόπτης
κι ο σκύλος ο πιστός

μα κι εγώ κάπου πιστός είμαι
ψιθυρίζει ο Πανόπτης, που φυλάει την Ιώ

κι εγώ κάτι φυλάω
λέει ο σκύλος, που γερνάει

κι αντάλλαξαν θέσεις
στην αιωνιότητα

σαν το αιώνιο δίλημμα
της ορθογραφίας
παίρνω
και περνώ

σαν στο πάρτι
ανάμεσα σε κόσμο πολύ
που φωνάζει και γελά και πίνει και ακούει μουσική δυνατά
ν' ακούω το όνομά σου
και να γυρνώ
πιο πολύ από σένα

για μια στιγμή
ανταλλάξιμοι
στον χώρο
και στο χρόνο

Δευτέρα 15 Φεβρουαρίου 2021

φιλί με δόντια




το πρώτο μας φιλί

είναι η ανακάλυψη της Αμερικής

κι η φαντασίωση της Ατλαντίδας

και

γι' ακόμη μια φορά στη ζωή μου

έψαξα

για το κομμάτι σώματος που μου λείπει

που κατέρρευσε πριν δω το πρώτο μου φως

μες στην νύχτα

και που μόνο θυμάμαι έναν ήχο

έναν παφλασμό

σαν βράχο μεγάλο που πέφτει από γκρεμό και σκάει στη θάλασσα

έψαξα λοιπόν

για το κομμάτι σώματος που μου λείπει

από αυτή την πρώιμη κατάρρευση

στο φιλί σου

μα

ήσουν κι εσύ

θάλασσα και κύμα και αφρός

που απαιτείς

να ρίξω κι άλλο βράχο στο κενό και να απεκδυθώ κι άλλο σώμα

το πρώτο μας φιλί

είναι η εφεύρεση του τηλεφώνου

κι η ονοματοδοσία του παιχνιδιού του χαλασμένου τηλεφώνου

κι η επινόηση του φιλιού με δόντια

στο σημείο που φαίνονται τα οστά γυμνά

στο ίδιο σημείο να τρίζουμε ο ένας τα δόντια του άλλου

Τετάρτη 13 Ιανουαρίου 2021

Πεισίστρατος




Σου μιλώ και σου ψιθυρίζω Έχουν
νόημα το θρόϊσμα της γλώσσας μου και το πέρασμα των μελτεμιών
απ' τους συμπληγάδες οδόντες μου Στο οδόντα αντί οδόντος του φιλιού μας Στο
τσακμάκι και στον σπινθήρα σαν δυο πέτρες που αναβιώνουν την πρώτη
σπίθα της πρώτης φωτιάς που άναψε ο άνθρωπος στον κόσμο

Την προφορικότητα των λόγων μου για σένα που δε σου είμαι
και για το φαΐ που δεν γεμίζει το στόμα μου Τις προφορικές μου αφηγήσεις
κάποιος Πεισίστρατος θα τις καταγράψει στίχο στίχο Στήθος στήθος συνυπάρχουμε
Κάνω να μπω στα παπούτσια σου Να έρθω στη θέση σου Κι όλο το βλέμμα μου απλώς
ρίχνεται στα παπούτσια σου σαν βλέμμα ντροπής
που είμαι γυμνός Και

φτάνω το φιλί από τα πόδια ως ως τα χείλη σου κι αυτό
γλιστράει πάλι πίσω
στα παπούτσια σου Μια ξεροκέφαλη ικεσία Και στο κρεβάτι περιμένω τελευταία στιγμή
το κριάρι ή το ελάφι να σ' αντικαθιστούν Σ' έναν χρόνο που δε μπορώ να θυμηθώ ακριβώς
σ' έχω ήδη φιλήσει Κοινός πρόγονος απ' όπου κατάγεται η Τροφός κι ο Έρωτας Όπως ακριβώς
ο άνθρωπος Σου μιλώ Κι ακούς Μ' ακούς κι ακόμη κι αν δε μιλώ Κοινός πρόγονος της παρουσίας μου κι απουσίας μου ας εντοπιστεί

και φιλιόμαστε
από φιλί
όσο φιλί
για το φιλί
ως το φιλί
φιλί

Δευτέρα 4 Ιανουαρίου 2021

σας εύχομαι να σας αγαπήσουν μέχρι τρέλας




σας εύχομαι να σας αγαπήσουν μέχρι τρέλας

μου έγραψε κάποτε σ' ένα πακέτο τσιγάρα κασετίνα με ένα μπικ στυλό

αχ δε θυμάμαι ακριβώς

ένας έρωτας ή ο παππούς που δεν γνώρισα ή αυτοπροσώπως ο Μπρετόν ή μια διαολεμένη συγκυρία που ένα άψυχο μπικ στυλό κινητοποίησε αυτοβούλως ένα χέρι με τον γραφικό του χαρακτήρα

κι αναρωτιέμαι από τότε

τι είναι τρέλα και τι είναι αγάπη και τι εξυπηρετεί μια ευχή

τον ευχοδότη ή τον ευχολήπτη

μικρές βουτιές σε μια θάλασσα αρχές καλοκαιριού, τότε που ακόμη οι παραλίες δεν γεμίζουν με λουόμενους

μικρές βουτιές σ' έναν βυθό και ίσα ίσα

οι ερωτήσεις αυτές, οι βουτιές αυτές δεν είναι για να βρεθεί η απάντηση, όσο να ελέγξεις και να εκπαιδεύσεις την αναπνοή σου σε ένα μακροβούτι σε μια θάλασσα αρχές καλοκαιριού

που είχες τα μαλλιά σου έτσι ακόμη, που μπορούσαν να μπλεχτούν μικρά κοχυλάκια κι αστέρια, όταν τολμούσες να καθίσεις ασκεπής στο φεγγαρόφωτο της πανσελήνου ή όταν με τη μηχανή περνούσαμε μέσα από βροχή των αστεριών που κάθε λίγο ανακοίνωνε το αστεροσκοπείο

μαζί σου αναζητούσα να απεδαφικοποιήσω την ευτυχία κι όχι απλώς να τη ζήσω,

εσύ που μπορούσα να σε βλέπω στο κάθε τι, που μπορούσες με κάποιον τρόπο να μετατραπείς σε καθετί, που κάθε τι στον κόσμο σε θύμιζε

εσένα ήθελα να σου ζητήσω να μετατραπείς σε μια σταγόνα νερό και να σε καταπιώ, να φέρω για πάντα εντός μου την πανουργία σου, την ομορφιά σου και την ανάσα σου

ή λίγο λίγο

όπως ποθείς, να αλλάζω με τον καιρό τμήματα απ' το σώμα μου, το χέρι και το πόδι, το πρόσωπό μου, τα μαλλιά μου, έτσι που θα είμαι γω και δε θα 'μαι

και να είμαι έρμαιό σου αβυσσαλέο, να προσαρμόζομαι στις ανάγκες σου,

να προσαρμόζομαι στο περιβάλλον σου, ξενιστή των πόθων μου, των φαντασιώσεων, των αναγκών μου, που πλέον ντρεπόμαστε να εξαρτηθούμε και να εξευτελιστούμε φιλώντας τα πόδια ενός πλάσματος σε πλήρη ικεσία πριν τον δείπνο ή τον κανιβαλισμό

κι όταν φτάνεις να αγαπήσεις μέχρι τρέλας

προκύπτουν ζητήματα αξιοπρέπειας, ορίων, ταυτότητας,

τι στο καλό κάνουν αυτές οι ευχές, τι αχρείαστος ρομαντισμός, είμαστε η λογοτεχνία κι αντι-λογοτεχνία που καταναλώνουμε, αφηγήσεις, μετα-αφηγήσεις κι αντι-αφηγήσεις σε έναν χορό τελετουργικό που ο ερωτευμένος γίνεται σαμάνος και καταλαμβάνεται από το ανεξήγητο κι ασύλληπτο, με μία τρέλα

θες γαλλικό φουντούκι ή θα πιεις ως τη τελευταία σταγόνα το κώνειο

αυτά θα έπρεπε να είναι τα αιώνια διλήμματα του έρωτα

και να σέρνουν από πίσω τους ολόκληρα σκηνικά:

ένα πρωινό που μόλις άνοιξες τα μάτια σου μετά από ένα μακρόσυρτο ύπνο στο κρεβάτι ενός πλάσματος που κάπως και κάτι σεσημασμένο φέρει στο δαχτυλικό του αποτύπωμα

ή

την πίστη στους νόμους, τη σκέψη σου, την συνέπεια

και τα δύο μού κάνουν πολύ ως υπότιτλο στο να μ' αγαπήσουν μέχρι τρέλας

που θα σήμαινε να αποδομήσω και την αγάπη και την τρέλα

και τη θάλασσα και το ποιος είμαι

κι απλώς να είμαι κάθε φορά που πίνουμε καφέ, που κάνουμε έρωτα, που απεδαφικοποιώ τη συνθήκη ως μια απλή προσαρμογή της ανάγκης στο παρόν ανιστορικά

και ξέρεις κάτι

ξέρω ποιος είμαι

όταν αφήνομαι