Παρασκευή 30 Μαρτίου 2018

θεωρία διπλού δεσμού.


©Hopper

Συμφραζόμενοι.
Κι εσύ, ομοίως.

Ο καθυστερημένος ήχος ενός αεροπλάνου ειδωμένου από ώρα
ακουγόταν ταυτόχρονα με την ανάσα σου λίγο πιο κάτω
από το πηγούνι μου.
Μέσα στο λαγοκοίμισμα και τον ύπνο τον ελαφρύ,
που δε φέρνει όνειρα,
με τις διαρκείς αφυπνίσεις -τις σχεδόν αμοιβαίες και ταυτόχρονες-
σιγοψιθυρίσαμε
ο ένας
στον άλλον
κουβέντες κι ερωτήσεις στο σκοτάδι.

"Γιατί εμένα;" ρώτησες,
"γιατί έτσι" απάντησα.
Ως εκεί απ' όλο το βράδυ τόσα θα μπορούσες να καταλάβεις
από τα συμφραζόμενα.

Η νύχτα είναι ο κέρβερος στη ζωή μας. Οι νύχτες
είναι οι φύλακες στη ζωή μας. Αν
κάνεις να τις περάσεις, αν καταφέρεις και τις περάσεις.

Τα μαλλιά σου σε προλογίζουν:
με ή χωρίς σώμα
είσαι εκεί. Σαν πηλός
το χέρι μου, η παλάμη μου πήρε το σχήμα των καμπυλών σου,
σχεδόν σαν να μη σε χρειάζομαι για να σε νιώσω
πού κυρτώνεις,
πού το στήθος
και πού το ξέφωτο, πού
το χείλος
και πού ο ξέχειλος ορός του αίματός σου.

Όπως και να 'χει, όχι λόγια βαρειά,
όχι ποίηση βαρειά, όχι σώματα βαρειά,
όχι ματιές βαρειές. Αν κάτι
να κάνει να διακριθεί, είναι το ελαφρύ.
Το χάδι που ακουμπά και δεν ακουμπά,
το φιλί που νοτίζει και δεν νοτίζει,
η αγκαλιά που σφίγγει και δεν σφίγγει,
το βήμα που φεύγεις και δε φεύγεις,
τα λόγια που λες και δε λέγονται,
που υπονοείς,
που όπως και να 'χει:
"είσαι τρελός;" ρώτησες
και σε ρωτώ, αν ξέρεις για τη θεωρία του διπλού δεσμού
στην ανθρώπινη επικοινωνία.

Πέμπτη 29 Μαρτίου 2018

είδωλο.


©Turmer

Διαρριγνύω τα ιμάτιά μου,
ως άλλος Καϊάφας,
γυμνός μπροστά σου να σταθώ,
γυμνός μπροστά σου στέκομαι.

Όλα τα είδωλα στα κάτοπτρα
είναι τα πρωτότυπα,
το γυμνό κορμί σου μπροστά στον καθρέφτη δεν είναι
το δικό σου.

Χτυπάω την πόρτα την ξύλινη,
για να φύγουν οι δαίμονες που ακούν
-κούφια να 'ν' η ώρα που τ' ακούει-
σ' αγαπάω
και υπήρξα ερωτευμένος μ' εσένα
σε έναν ακραίο βαθμό,
σαν να μπορούσα να υποστηρίξω τις βαθύτερες ιδεολογίες μου
και υπαρξιακές μου ταυτότητες:

είσαι η μεγαλύτερη ιδέα που συνέλαβα ποτέ.
Και δεν είσαι -συγχρόνως.

Εκεί που στράφηκε το βλέμμα
άνθισε ένα βουνό γεμάτο από αμυγδαλιές
κι ένα ηφαίστειο εξερράγη
κι αυτά τα δύο όλως περιέργως δεν αλληλοεπηρεάστηκαν,
καθώς η καυτή λάβα πέρασε μέσα από τα κορμιά των αμυγδαλιών.
Μάλλον

οι αμυγδαλιές επηρέασαν περισσότερο το καυτό κορμί της λάβας,
απ' όπου ξεπετάχτηκαν ηλίανθοι,
ψημένα αμύγδαλα
και ηλιόσποροι. Εκεί

που στράφηκε το βλέμ-
μα
άνθισες,
σφηνώθηκε ανάμεσα στα δυο σου πόδια
ένα άλογο
κι έγινες κένταυρος με τη βαθειά σοφία και τη βαθειά επιθετικότητα
κι ανήμπορος να εκφραστείς και να ερωτευτείς,
μισός μισός, χιμαιρικός,
έζησες. Έτσι

ζήσαμε
χιμαιρικοί
-χτύπα ξύλο-
κι ερωτευτήκαμε
για μια στιγμή, όσο η λάβα
έκαψε τα κορμιά μας και είχαμε
το ψημένο συκώτι μας προσφορά στην όρεξη του άλλου
κι είχαμε και την αναγέννησή του
για κάθε άλλον επόμενο πεινασμένο εραστή.
Μην ανάβεις το φως,
που

γι' αυτό μάς τιμώρησε ο θεός,
καρφωμένους σε κρεβάτια,
το λειψό μας σώμα ν' αναγεννάται για κάθε επόμενη βορά
στου καθενός τα χέρια.

Μάλ-
λον
εκεί που στράφη-
κε
το βλέμ-
μα
άστραψε το είδωλό μας,
πιο εμείς
απ' όσο εμείς
μες στο κορμί μας.

Τετάρτη 28 Μαρτίου 2018

κύκλος.



Χάιδεψες ποτέ σου έναν κύκλο;
Αν άγγιξες ποτέ σου ένα κομμάτι ενός κύκλου, ένα απειροελάχιστο τμήμα του,
άγγιξες τον κύκλο:
το ποτήρι νερό που ήπιες,
την ιδέα που μοιράστηκες,
τη φήμη που άκουσες και λίγο σ' επηρέασε,
η άρνηση στην άποψή σου,
το δέρμα που αναρρίγησε στο χάδι σου,
το χαρτί που δίπλωσες και το έστειλες ταχυδρομικώς
ή το mail, που είχες την ευκαιρία να σκεφτείς,
να σβήσεις και να διορθώσεις και να επαναδιατυπώσεις σε ελάχιστες στιγμές χωρίς μουτζούρες
-πόσο λείπει η μουτζούρα από τα ποιήματα, όπως
ακριβώς λείπει κι η φωνή, το ασθμαίνον και το κόμπιασμά της-
στον αποστολέα, που μένει αποθηκευμένο,
το ανεπίδοτο -εν γένει- και το προ πολλού εννοημένο και δοσμένο
ποικιλοτρόπως εκλαμβανόμενο,
σημαίνον και σημαινόμενο,
η κένωση και τα κόπρανα,
οι μύγες που γύρω γύρω στη μέση άσκοπα ενός θερινού δωματίου,
το μεσημέρι που μυήθηκε στον έρωτα στο κρεβάτι του ίδιου δωματίου,
η μέλισσα με την κολλημένη γύρη
και το πτηνό που το κουβαλά το σύννεφο
και το σύννεφο που το καβαλά ο ουρανός
και το ψάρι -ακόμη και η μικροσκοπική πανίδα που κουβανεί έναν Ιωνά-
που πιάστηκε στα δίχτυα του ψαρά,
η άκαρπη ψαριά
κι η ξαστεριά ένα κρύο ανοιξιάτικο βραδάκι,
η ώρα που έφυγε κι έφυγε αυτός που σε περίμενε,
η αναμονή που επιστρέφει
κι αυτό που αν κι επιστρέφει, δεν είναι ποτέ νόστος
κι άλλα πολλά που θα μπορούσες να τα ζήσεις και ξαναζήσεις
κι όμως,
αγγίζοντάς τα τα κάνει φαύλο κύκλο,
μια δίνη που αν κι είσαι εντός τους,
διαρκώς απομακρύνεσαι,
σαν βουτώντας στη θάλασσα και καταβυθίζεσαι, απομακρυνόμενος από την επιφάνεια,
μα πάντα εντός της θάλασσας.
Χάιδεψες ποτέ τον Κύκλο;

and so



And so,
I will be reading to you
-about-
for the tree that is cut,
for the sun that is set,
for the truth that is forgotten,
for the word that is unspoken,
for the house that is abandoned,
for the wind that has not blown for ages,
for the rain that has never been cried,
for your skin that left you naked,
for the love that I haven't felt for you,
for everything that existed somehow in the past,
for the past that misses its own past,
for the memory that misses its own memory,
for me that I miss your leg upon my body,
-me- just being a path for your leg.

Then I'll wash your hair and I will sing them through my poems, both the unwritten ones and the unread ones, just like you have no hair, just like we never existed until I read to you the ones that do not exist anymore.

Κυριακή 25 Μαρτίου 2018

δείπνον.

da Vinci

Και θα τρυπάνε τα δάχτυλα το δέρμα & θα μυρίζουν μύρο οι αποστειρωμένες πληγές. Θα σε αγκάλιαζα σα σε Πιετά, το ευλύγιστο και σαν ύφασμα μεταξένιο το κορμί σου εσταυρωμένο στην αγκαλιά μου. Οι άνθρωποι κι αν δεν ενώνονται ποτέ, αν δε σμίξουν οι χείμαρροι εις κοίτην μίαν κι αν τα υγρά του σώματός μας δεν αλλοιώσουν την αυτονομία τους. Τα στήθη σου με την απόκρημνη θέα σκάνε σαν υπερκαινοφανής ή σαν τον καρπό που ωριμάζει σαν ενδακτυλιστούν στο άγγιγμα. Το δέρμα λιώνει και το δέρμα λιώνει και συμπεριφέρεται σα τέλειο υγρό μέσα σε κολωνάτα ποτήρια ενός δείπνου Εξολοθρευτή Αγγέλου και Περί Έρωτος Συμποσίου και του Λυκάωνος και Δείπνου Μυστικού και των Πατατοφάγων και στο τζανκ φουντ σε ένα κρύο και βρώμικο στενό της Νέας Υόρκης. Είμαστε πέρα για πέρα ανταλλάξιμη σάρκα στα βαθειά πελάγη και μηδενός εξαιρουμένου μη αναντικατάστατοι, έτσι που κανείς δεν αντικαθιστά κανέναν και παραμένουμε εκεί ασάλευτοι. Αν για μια στιγμή ερωτευτήκαμε, το σώμα μας το νιώσαμε για μια στιγμή. Αν δεν πόνεσε το σώμα μια φορά, δεν θα υπάρξει άλλος πόνος πιο βαθύς από τον πόνο που δεν νιώθεις. Κι αν δεν ερωτεύτηκες, βαθύτερος έρωτας δε θα υπάρξει από τον ανεκπλήρωτο που στάζει αίμα, μα δε στάζει σπέρμα. Σαν το άκοπο λουλούδι, θα είσαι το άκοπο λουλούδι, για να είσαι λουλούδι και να νιώθεις λουλούδι. Όλοι οι άνθρωποί σου κάποτε καταλήγουν σε έναν, εκπίπτουν εις σάρκαν κι έννοιαν μίαν.

Σάββατο 17 Μαρτίου 2018

κλάπσα.

©Lichtenstein

Aναρριγώ.

Ποια σκέψη σου πέρασε σαν αέρας απο τα φυλλώματά μου.

Κρυώνω.

Ποια υγρασία υπόγειων ρυακιών ρέ-
ει κάτω από τα πόδια μου,
τις ρίζες που σηκώνουν σαν πλάκες πεζοδρομίων
το δέρμα σου.

Δε μ' αρέσει πια
το φως
που σ' αλλοιώνει.
Δε γουστάρω ούτε το σκοτάδι που σε κρύβει.

Δε μυρίζεις, σαν ελάφι
απομακρύνεσαι μακριά από τα μικρά του για να μη τα βρει ο εχθρός.
Μου απομακρύνεσαι σαν ελάφι να μη με βρουν.

Δε σε βρίσκω.
Όχι δε σ' έχασα.
Απλώς δε σε βρίσκω εύκολα πια.
Ο καφές κρυώνει, ο καφές είναι βαρύς, το τσιγάρο τελειώνει πιο γρήγορα, όπως ασθμαίνω
καπνίζοντάς το -άλλη συνήθεια από το πουθενά-
και το φεγγάρι τελειώνει πιο γρήγορα όπως ασθμαίνω.

Όλα γύρω μου είναι μια αντίδραση σε ό,τι κάνω:
ο ουρανός ψηλώνει και το φεγγάρι δυναμώνει και ε-
σύ σκληραίνεις το δέρμα σου και οι ρώ-
γες σου στάζουν ένα αρχαίο γάλα, μάρμαρο και αστέρι,
ένα ρετσίνι γλύφει το μάγουλό σου, το γλείφω κι έχει τη γεύση των δακρύων σου,
μα πια ξέρω πως δεν κλαις και πως πια δεν αντιδράς σε όσα λέω.

Είμαι αδρανής στην αιώνια κίνηση του κόσμου. Σε θέλω.
Δε γράφω ποίηση πια, δεν κάνω κάτι σπουδάίο, δε σώζω τον κόσμο και γε-
νι-
κά
δεν παίρνω ευθύνη.
Αν μετρούσα τις φορές που είπα πως φτάνει, ως εδώ, όλα θα ήταν ανεπαίσθητες κουκίδες στο σύμπαν.

Δεν είσαι η Αριάδνη.
Ο μινώταυρος είναι ο έρωτας που ψάχνουμε
ή τελοσπάντων αυτό που ψάχνουμε πάντα. Το
πώς θα βγούμε είναι άλλη γαμησιάτικη μανούβρα.

Μην παίρνεις τους ρόλους που σου επιβάλλω. Μου αρ-
κεί που μπορώ να σε φλερτάρω ενώ κάνεις όσα παλιότερα δε θα με έλκυαν.
Έμαθα πλέον πως οι άνθρωποι είναι σαν τ' αστέρια, αιώνες φωτός απομακρυ-
σμένοι και φτάνουν σ' εμάς καθυστερημένα.

Δεν ξέρω, αν πια υπάρχεις κι αν υπάρχω όπως είμαι τώρα για σένα.

Γι' αυτό σε κερνάω ένα κρασί κι ένα τσιγάρο κι αυτά αρκούν για να ξεχαστούμε λίγο από τη βοή του κόσμου.

Αύριο θα ξυπνήσουμε για τη δουλειά και τα μαθήματα κι ίσως με νέα όνειρα για τις ζωές μας. Αλ-
λά τώρα άκου με:
δε μπορώ άλλο τον κόσμο.
Δε θέλω ν' αυτοκτονήσω σαφώς. Μείνε.
Έλα να καπνίσουμε ένα φεγ-
γάρι και να πιούμε δυο μπουκάλια κρασί, ενώ μου μιλάς για τη φθορά.
Ή
μάλλον εγώ θ' ακούω τη φθορά έξω από κάθε τι που μου λες.

Καλοκαίρι - άνοιξη - καλοκαίρι

©Ray


Σα σε ένα καθόλα πρόθυμο καλοκαίρι βυθιστήκαμε με την πρώτη βουτιά,
με τα μούτρα έπεσα πάνω σου, στο πρόσωπό σου,
ένα είδωλο στη θάλασσα
σαν να σε κοιτούσες Νάρκισσος απ' τα βράχια των Σειρήνων.

Γύρισα στον αέρα κι έπεσα κορώνα στο κέρμα που γύρισε ο θεός,
παραφράζοντας τον Αϊνστάιν πως παίζει ζάρια
-δίνω λιγότερες πιθανότητες να διαλέξει
κι όχι να επωφεληθεί από την τύχη.

Το σταματημένο αμάξι που μας φιλοξένησε έτρεχε με τεράστια ταχύτητα στο σύμπαν,
ενώ η γη κινούταν, το φιλί υπήρξε σε πολλά σημεία μες στο σύμπαν σαν να δόθηκε πολλές φορές.
Το σημείο στέκει εκεί, μια ανθρωπογεωγραφία αδέκαστη.
Συνυπήρξαμε.

Στον βυθό του δάκρυού μας δε φτάνει το φως.

Βάνω το αυτί μου στο στόμα σου κι ακούω τη θάλασσα,
δε σε φιλώ, ακούω τον κόσμο που φυλακίζεις ανάμεσα στα δόντια και τη γλώσσα σου
-χωρίς να μιλάς, μια και δε μου φτάνει να μιλάς.

Στο χλιαρό αεράκι ενός ανοιξιάτικου ζεστού βραδιού διεστάλησαν τα σώματα,
έτσι που το χέρι σου το βρήκα πιο μεγάλο απ' ό,τι το ήξερα,
ίσως και λίγο πιο πέρα, σαν να ξαστόχησα λίγο
που πήγα να το πιάσω
κι άγγιξα μόνο δυο τρία δάχτυλα.
Αφού μου δίνεσαι λιγοστά, ας λιγοστέψω κι άλλο την επαφή.

Κι έτσι ξέρεις πού οδηγούμαστε; Μυθριδατικά -μα τ' ανάστροφο-
όλο και λιγότερο φτάνεις να μη μου λείπεις.
Έτσι πάει στον κόσμο. Σταδιακά αυξομειωνόμαστε φτιάχνοντας μια κλίμακα και ως εκεί που φτάνουμε λίγο δεν είναι.

Τι λέω; Σε ξεσυνήθισα, πώς γαργαλιέσαι, πώς ερεθίζεσαι, πώς πονάς,
τι ανήμπορα δάχτυλα που έγιναν τα δάχτυλά μας
και τι μπόρα πλησιάζει, στύβω το σφουγγάρι στον νεροχύτη
να αφυδατωθεί
-μου σφίγγουν το χέρι και δε στάζει πια τίποτε από ιδρώτα,
μου δαγκώνουν τα χείλη και δε βγάνουν αίμα ή σάλιο,
μου γλείφουνε τ' αρχίδια και το σπέρμα έχει σχεδόν εκλείψει.
Τι ερημοποίηση το σώμα μου. Μιαν όαση ο ίδιος να βρω να ξαποστάσω λίγο δεν βρίσκω,
μόνο όπως ο ουρανός μπορεί κάποτε να φέρει βροχή σε άλλα κλίματα.

Μερικές φορές σε σκέφτομαι έτσι όπως είσαι:
ένας μελλοθάνατος. Άλλοτε
-και το πιο συχνά-
σε σκέφτομαι έτσι όπως μού είσαι:
ένα στόμα, που σαν τα μικρά πουλάκια περιμένουν το σκουλήκι από τη μάνα τους,
συ περιμένεις το φιλί μου.

Από ένα καθόλα πρόθυμο καλοκαίρι επιστρέψαμε μια μέρα, σ' ένα μικρό αυτοκίνητο ζέχνοντας απλυσιά και θάλασσα και δεν έκανα να έρθω έτσι να σε βρω, να δεις πώς μοιάζει ο άνθρωπος που κέρδισε τα κατάλοιπα της θάλασσας για ν' αντισταθμίσει την υγρασία απ' το κορμί του.

Πέμπτη 15 Μαρτίου 2018

λογίδριο σε ερώτηση σε φανταστική συνέντευξη σ' εμένα, γιατί είμαι ένα ματαιόδοξο γουρούνι αυτοαναφοράς

©van Gogh


Αυτό που πιστεύω για τον θάνατο είναι ότι επιστρεφόμαστε. Ναι, αυτό το ακράδαντο της διατήρησης της μάζας και της ενέργειας που πάντα επιστρέφει από αυτή την πύκνωση που είμαστε και κάνουμε. Το φιλί που δίνει  μάγουλό σου στα χείλη μου, ο ήλιος του μεσημεριού στη θάλασσα που αντανακλάται στον ουρανό. Δεν πιστεύω στην αιώνια επιστροφή ως κάτι που επαναλαμβάνεται αιωνίως στον πεπερασμένο χρόνο, με πεπερασμένο όγκο και σε πεπερασμένο χώρο, αλλά στην αιώνια επιστροφή των βασικών συστατικών της ύλης, της ενέργειας και των συγκυριών σε άπειρες εκδοχές και μορφές. Ακόμη κι αν κάθε φορά θα είναι κατάλληλες συνθήκες για να προέκυπτε ξανά κάτι που προϋπήρξε ακριβώς το ίδιο κάποτε, αυτό επίσης θα προϋπέθετε μιαν αιώνια λήθη που αυτή επέρχεται ύστερα από ολικές καταστροφές οι οποίες μάς ξεπερνούν αστείρευτα. Ο θάνατος, το λοιπόν, είναι μια τέτοια ολική καταστροφή για τις συνειδητότητες και υπάρξεις μας, τις βαθειά σωματικές όσο και απομνημονευμένες, μαθημένες, ενισχυμένες και τιμωρημένες μέσα από τις αγάπες, τους έρωτες και τις απογοητεύσεις μας. Ίσως σε μιαν άλλη εκδοχή της πύκνωσής μας, που θα είμαστε κάτι άλλο -ίσως όχι με την αυτογνωσία και τη μνήμη για να συγκριθούμε με αυτό που είμαστε τώρα- να καταφέρουμε να αγγίζουμε τους απομακρυσμένους γαλαξίες όπως αγγίζουμε τα ερωτευμένα σώματα των διπλανών μας ένα απόγευμα με ηλιοβασίλεμα, που η δύση στη θάλασσα θα ομοιάζει του φιλιού ενός τελευταία αγγιζόμενου ερωτευμένου ζευγαριού ή όπως δυο σώματα που γαμιούνται έρχονται κοντά, αλλά ποιος ξέρει, αν θα έχουμε τη γλώσσα για να (επι)κοινωνήσουμε. Απλές σκηνοθεσίες μάς προσφέρει η ποίηση για τη ζωή, το μέλλον, τα όνειρα, την ιστορία. Το ψέμα, όπως κι η αλήθεια, απαιτούν να μην ξεχνάμε -η δεύτερη μάλιστα το δηλώνει με το στερηντικό α- και τη λήθη να επακολουθεί- κι εκεί έγκειται η διαφορά τους: η αλήθεια προσφέρεται για να μη λησμονηθεί κάτι, ενώ το ψέμα κατασκευάζεται για να καλυφθεί κάτι που δεν μπορεί να ξεχαστεί, σαν να έχουν την ίδια βάση, αλλά διαφορετικό σκοπό. Τρώω πολύ, τρώω λαίμαργα, νιώθω ενοχές, αλλά δεν θέλω να στερούμαι αυτή την απόλαυση, καθώς στερήθηκα πολύ σαν αυτο-τιμωρία εσένα, που μυρίζεις και θυμάμαι, που σε μυρίζω φορές φορές από τα έγκατα της θύμησής μου αρκετά μακριά από κει που είσαι, όπως τώρα οι γαλαξίες που δεν τους αγγίζουμε όπως ένα διπλανό μας σώμα, γιατί η φύση μας μάς το απαγορεύει, δεν μπορούν να ειδωθούν σε τωρινό χρόνο, αλλά έναν χρόνο που δεν έφτασε σ' εμάς ακόμη. Κι έτσι κάνω να σε φανταστώ -και να το γενικεύω σ' όλους τους ανθρώπους- σαν έναν τέτοιον γαλαξία, σαν γαλαξίες τέτοιοι όλοι οι άνθρωποι. Τρώω λαίμαργα, ποθώ λαίμαργα, ονειρεύομαι άγαρμπα, συμπεριφέρομαι κατά καιρούς άγαρμπα και οι άνθρωποι συνήθως με συνηθίζουν, γιατί φέρνω στα μούτρα τους την αλήθεια -αυτό που δεν μάς επιτρέπει να ξεχνάμε- πως είμαστε αλλοπρόσαλλες συγκεντρώσεις ατόμων, μορίων, ύλης που εμπνέουν κι εμπνέονται και γιατί υπενθυμίζω το ψέμα -αυτό που συγκαλύπτει το μη δυνάμενο να ξεχαστεί- πως είμαστε αλλοπρόσαλλες συγκεντρώσεις ατόμων και τα λοιπά και τα λοιπά. Ο κόσμος πάντα πεθαίνει, πάντα σκοτώνεται και πότε με πιάνει μια λύσσα να αλλάξω τον κόσμο, μια λύσσα να με αλλάξω, μια λύσσα να σε αλλάξω, κάτι ν' αλλάξω για να φύγει αυτό το απωθημένο της καταστροφής που μαίνεται σαν καταιγίδα στον κόσμο. Και το μάτι του κυκλώνα, της νηνεμίας που είναι στο κέντρο της καταστροφής, συχνά ταυτίζεται στα μάτια σου. Νιώθω χοντρός κι άσχημος συχνά λόγω της τριχοφυΐας και άχρηστος λόγω της ανικανότητάς μου να κάνω κάτι να σώσω ή να σωθώ, μα τελικά στα μικρά χέρια που απλώνονται άβουλα για να σωθούν και κάνω να τα πιάσω -όπως σήμερα που ένας οικογενειάρχης θέλησε να κάνει τη θητεία του τη στρατιωτική στα 36 με τόσα προβλήματα ξωπίσω του, αλλά τελικά τον βοήθησα να μην το κάνει στα κλεφτά. Αυτό είναι, το "στα κλεφτά". Στα κλεφτά τρώω λίγο παραπάνω, στα κλεφτά σου σκάω φιλί, στα κλεφτά εμπνέομαι, στα κλεφτά αυνανίζομαι, στα κλεφτά αφιερώνω λίγες στιγμές και λίγες σκέψεις μου για τον κάθε αγαπημένο μου. Είμαι αφάνταστα κυκλοθυμικός -δε μοστράρομαι για να δικαιολογηθώ- αλλά πιστεύω πως όλοι είμαστε έτσι. Νιώθω να σαπίζω κάθε φορά που ηρεμώ. Κι ως αυτοκαταστροφικός, κάθε πράξη μου κι απόλαυση την θεωρώ αυτοκαταστροφική είτε περνάω καλά, είτε κακά. Διαρκώς επιστρέφω στις ίδιες εμμονές, διαρκώς σκέφτομαι μια το ένα, μια το άλλο, σχεδόν ασύνδετα. Κι όπως είπα σε μια φίλη μου σήμερα τ' απόγευμα "δε πανε να γαμηθούνε οι συνδέσεις", είμαστε τόσο προσωρινοί και θέλουμε τα πράγματα να είναι αυτά που θα γίνουν μόνιμα;

Τετάρτη 14 Μαρτίου 2018

Ποιος κόσμος καλέ;

©Γύζης


Προσωρινοί
σαν να μας μπερδεύουνε
μ' αλάτι αντί για ζάχαρη
σ' έναν νερόβραστο καφέ
και που σημασία δεν έχει που είναι νερόβραστος.

Προσωρινοί
σαν τ' άστρα
να βάφουμε με στάχτη
που μένει μαυρίλα στα ακροδάχτυλα
την νύχτα
εκεί που έχει αστέρια.

Προσωρινοί
και να θυμάσαι
ευτυχώς που είμαστε έτσι.

Όπως τελειώνει ο χώρος ο βιώσιμος
έτσι κι ο χρόνος
και αναζητώντας και διεκδικώντας κι άλλο χώρο
έτσι γίνεται και με τον χρόνο
και γι' αυτό όλος ο χρόνος μας είναι μοιρασμένος
στο πριν και το μετά
και δεν υπάρχει το τώρα.

Προς ώρας
πρόσω ολοταχώς
προσωρινοί κι αγαπημένοι
τεθλασμένοι άνθρωποι
στα σώματα άλλων κι αλλοτινών.

Ο κόσμος δύει
σε μιαν ερώτησή σου
"Ποιος κόσμος καλέ;"