Σάββατο 17 Μαρτίου 2018

Καλοκαίρι - άνοιξη - καλοκαίρι

©Ray


Σα σε ένα καθόλα πρόθυμο καλοκαίρι βυθιστήκαμε με την πρώτη βουτιά,
με τα μούτρα έπεσα πάνω σου, στο πρόσωπό σου,
ένα είδωλο στη θάλασσα
σαν να σε κοιτούσες Νάρκισσος απ' τα βράχια των Σειρήνων.

Γύρισα στον αέρα κι έπεσα κορώνα στο κέρμα που γύρισε ο θεός,
παραφράζοντας τον Αϊνστάιν πως παίζει ζάρια
-δίνω λιγότερες πιθανότητες να διαλέξει
κι όχι να επωφεληθεί από την τύχη.

Το σταματημένο αμάξι που μας φιλοξένησε έτρεχε με τεράστια ταχύτητα στο σύμπαν,
ενώ η γη κινούταν, το φιλί υπήρξε σε πολλά σημεία μες στο σύμπαν σαν να δόθηκε πολλές φορές.
Το σημείο στέκει εκεί, μια ανθρωπογεωγραφία αδέκαστη.
Συνυπήρξαμε.

Στον βυθό του δάκρυού μας δε φτάνει το φως.

Βάνω το αυτί μου στο στόμα σου κι ακούω τη θάλασσα,
δε σε φιλώ, ακούω τον κόσμο που φυλακίζεις ανάμεσα στα δόντια και τη γλώσσα σου
-χωρίς να μιλάς, μια και δε μου φτάνει να μιλάς.

Στο χλιαρό αεράκι ενός ανοιξιάτικου ζεστού βραδιού διεστάλησαν τα σώματα,
έτσι που το χέρι σου το βρήκα πιο μεγάλο απ' ό,τι το ήξερα,
ίσως και λίγο πιο πέρα, σαν να ξαστόχησα λίγο
που πήγα να το πιάσω
κι άγγιξα μόνο δυο τρία δάχτυλα.
Αφού μου δίνεσαι λιγοστά, ας λιγοστέψω κι άλλο την επαφή.

Κι έτσι ξέρεις πού οδηγούμαστε; Μυθριδατικά -μα τ' ανάστροφο-
όλο και λιγότερο φτάνεις να μη μου λείπεις.
Έτσι πάει στον κόσμο. Σταδιακά αυξομειωνόμαστε φτιάχνοντας μια κλίμακα και ως εκεί που φτάνουμε λίγο δεν είναι.

Τι λέω; Σε ξεσυνήθισα, πώς γαργαλιέσαι, πώς ερεθίζεσαι, πώς πονάς,
τι ανήμπορα δάχτυλα που έγιναν τα δάχτυλά μας
και τι μπόρα πλησιάζει, στύβω το σφουγγάρι στον νεροχύτη
να αφυδατωθεί
-μου σφίγγουν το χέρι και δε στάζει πια τίποτε από ιδρώτα,
μου δαγκώνουν τα χείλη και δε βγάνουν αίμα ή σάλιο,
μου γλείφουνε τ' αρχίδια και το σπέρμα έχει σχεδόν εκλείψει.
Τι ερημοποίηση το σώμα μου. Μιαν όαση ο ίδιος να βρω να ξαποστάσω λίγο δεν βρίσκω,
μόνο όπως ο ουρανός μπορεί κάποτε να φέρει βροχή σε άλλα κλίματα.

Μερικές φορές σε σκέφτομαι έτσι όπως είσαι:
ένας μελλοθάνατος. Άλλοτε
-και το πιο συχνά-
σε σκέφτομαι έτσι όπως μού είσαι:
ένα στόμα, που σαν τα μικρά πουλάκια περιμένουν το σκουλήκι από τη μάνα τους,
συ περιμένεις το φιλί μου.

Από ένα καθόλα πρόθυμο καλοκαίρι επιστρέψαμε μια μέρα, σ' ένα μικρό αυτοκίνητο ζέχνοντας απλυσιά και θάλασσα και δεν έκανα να έρθω έτσι να σε βρω, να δεις πώς μοιάζει ο άνθρωπος που κέρδισε τα κατάλοιπα της θάλασσας για ν' αντισταθμίσει την υγρασία απ' το κορμί του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου