Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2018

τα πράματα / νεκρή φύση



Kι είναι αυτή η κατάρα, που τα πράματα έρχονται στην ώρα τους κι είναι η απόλυτη προδιαγραφή για να προβλέψεις ότι θα φύγουν στην ώρα τους.

Η πρώτη συνάντησή μας:
Tα βιβλία που σας έπεσαν στο δρόμο, όταν βγήκατε βιαστική από ένα μαγαζί κι έπεσα πάνω σας, τα είδα, τα αγόρασα και τα έχω στοιβαγμένα κι αδιάβαστα στο ράφι. Τα μάτια σας δεν τα συγκράτησα. Θα τα ανακτήσω διαβάζοντας αυτά που ίσως διαβάσετε στις ίδιες σελίδες των βιβλίων μας.

Tα πράματα που έρχονται στην ώρα τους είναι η απόλυτη προδιαγραφή για να προβλέψεις ότι θα φύγουν στην ώρα τους.

Κι έπειτα σ' ένα νησί:
Tίναξες τα μαλλιά σου στον αέρα, την πυκνή σου τριχοφυΐα στο μικρό δαχτυλάκι του κόσμου. Ανεμοσκορπίσματα - ανεμομαζώματα. Τα σώματά μας σαν τα βαθειά φαράγγια διαβρώνονται απ' το πέρασμα των άλλων κι ήρθες και ταίριαξες επακριβώς. Και τι σημάδι άραγε να άφηνες να σε θυμάμαι, ήταν που αναρωτήθηκες, όταν δε θα περνάω και να το κάνω σαν να πέρασα: κι είναι αυτή η αίσθηση του μόνιμου, σαν να 'χει μόλις γίνει. Μυρίζει το άρωμα των μαλλιών σου. Πέρασες μόλις σαν να μοιάζει, μα πάνε μέρες που διέσχισες ξυπόλυτα το πάτωμα. Η ζωή είναι μη αντοχή σε ό,τι είναι παρόν κι ό,τι απουσιάζει. Αυτό που παρίσταται είναι ένα ινώδες στις απουσίες. Τίναξες τα μαλλιά σου στον αέρα. Το άγαλμα που στέκει ακίνητο, ίσως κοντοστάθηκε εκεί λίγο πριν το κοιτάξεις. Το φιλί που δόθηκε κάτω απ' το φανοστάτη, ίσως λαξεύτηκε σα σκιά για πάντα. Η σκιά των μαλλιών σου στον αέρα, μια μικρή σκιά στο φως του κόσμου. Τίναξες τα μαλλια σου στον αέρα. Ανεμοσκορπίσματα - ανεμομαζώματα. Αυτό που ήταν για λίγο κι έμεινε κι αυτό που θα 'μενε για πάντα και είναι παντού πέρα από δω έχουν το ίδιο στίγμα και είναι η ίδια στίξη στου κόσμου τη στιγμή. Τα μαλλιά σου.

Τα πράματα έρχονται στην ώρα τους, για να φύγουνε στην ώρα τους

Και το φθινόπωρο στις γειτονιές μας:
Μια γάτα θυμήθηκε να πλένεται αυτές τις πρώτες και μικρές ώρες της νύχτας και μου θύμισε εμάς, που ερωτοτρούμε τέτοιες ώρες, γυρίζουμε από τη δουλειά ή τη βόλτα και που μια και φτάσαμε τέτοια ώρα ως εδώ, ας πάει όσο αργά θέλει. Η κίνηση της γάτας ήταν ολάκερη αψήφιση του θανάτου -όχι γιατί τον κατήργησε, αλλά γιατί τον έγραψε στα παλιά της τα πατούσια. (Στρίβω πάντα εκεί, στο γιασεμί, γωνία Αγίου Γεωργίου και Παύλου Μελά) Κι όπως νυσταγμένος, να, δινόμαστε ολάκεροι κι ολότελα σαν ποντάρισμα όλα για όλα σ' αυτό που δε δίνεται, μόνο λίγο εγγίζεται (ούτε καν ακουμπιέται, ακριβώς σαν την νύχτα) Στους δυο αγαπημένους μου μαύρους κύκλους θα βάλω δυο λευκά γιασεμιά σα δυο νύχτες με φεγγάρι. Τ' άστρα σαν ανθάκια γιασεμί. Σημάδι που πάντα σημαίνει πως στρίβω στη γωνία Αγίου Γεωργίου και Παύλου Μελά. (Κι είσαι ολοκάθαρη σαν φως και όσο σ' αγγίζω δε σ' αγγίζω, σαν νύχτα) Θα σου βάλω ένα γιασεμί στο αυτάκι. Και θα θυμηθώ να σε πλένω, γλέίφοντάς σε σαν να 'σαι γάτα ριγμένη στο κρεβάτι μου τεμπέλα.

Τα πράματα άρχισαν να φεύγουν πριν την προβλεπόμενη ώρα τους και όσα μείνανε κρατούσανε το βάρος και όλων, όσα έφυγαν.

Στο δωμάτιό μου:
Για σένα πια δε γράφω ποιήματα ωραία, γιατί γραφτήκανε πολλά προτού καν γεννηθούμε. Και γεννηθήκαμε γι' αυτά και γεννηθήκαμε από αυτά. Και αυτά κι εμείς γεννηθήκαμε από κει που αναβλύζει ο κόσμος όλος, απ' το σύννεφο που κρύβεται και απ' το φιλί που δίνεται σαν να 'ν' το πρώτο πρώτο.

Τα πράματα μοιάζουν ολοένα και πιο δανεικά.
Η αλήθεια μας ήταν κάποτε μι' αλήθεια δανεική.

Σε μια ερωτική μας στιγμή:
Θα σκάψω στο δέρμα σου μια τρύπα. Θα φωνάξω το μυστικό μέσα (του τύπου "ο Μήδας έχει αυτιά γαιδάρου") και θα το σκεπάσω με μπόλικο δέρμα. Στο σημείο εκεί θα φυτρώσουν και θα ανθίσουνε λουλούδια, χορτάρια και δέντρα. Κάθε φορά που αναρριγείς και φυσάει ένα αγεράκι αλαφρύ, το μυστικό (που δεν αφορά του Μήδα τα αυτιά) θα το σκορπάει στους γύρω και πέρα ανθρώπους. Θα το ακούν και θα ψάχνουν ποιος μιλεί. Θα το ακούν και θα ψάχνονται. Θα ανοίγουν τις τσέπες και τις τσάντες μην πατήθηκε κανα πλήκτρο στο κινητό και κάλεσαν κανέναν και τους μιλά ανήξερος για το κατά λάθος. "Σύγγνώμη, κατά λάθος. Σε ξύπνησα;" ή άλλοι θα θαρρούν πως τρελάθηκαν. Στο σημείο εκεί θα φυτρώσω κι ανθίσω κι εγώ σιωπηρός. Θα φυσάει ο άνεμος και τίποτε δε θα μου παίρνει να το σκορπά. Θα φυσάει ο άνεμος και θα σκορπάει τα μαλλιά σου. Και τι ειρωνία που το μυστικό δεν θα το ακούσεις που δε στο ψιθύρισα στο αυτί ή στα χείλη και που οι άλλοι θα τ' ακούνε κατά λάθος. Μα δεν είναι λάθος. Δεν είναι λάθος. Ένα μυστικό είναι πάντα μυστικό. Δε το μαθαίνουνε ποτέ δυο αυτιά συγκεκριμένα. Μονάχα γίνεται αίσθηση και υπόνοια.

Τα πράματα θα γυρίσουν με άδεια χέρια ή σ' άδεια χέρια.

Ή ταν ή επί τας / την ασπίδα που 'χεις για κορμί / το κορμί που 'χεις για ασπίδα / που λαμπύριζε στον ήλιο / που κρύωνε την νύχτα / που βάραινε στο χέρι / που σ' έφερνε / με πήγαινε / κι όμως θα σου πω / ταν τε και επί τας / την ασπίδα / το κορμί / σε κάθε πτύχωση και πύκνωση του κόσμου / είτε στον έρωτα / είτε στο πένθος / είτε στον πόνο / είτε στον νόστο / ή στην κάθε αρχή / κι είτε στο κάθε τι απόκοσμο.

Τα πράματα που τα υπερβάλλουμε και εκείνα που τα υποτιμούμε είναι κιόλας νεκρά κτερίσματα.

Και σε μια μελλοντική θάλασσα του κόσμου, πετώντας:
*εσύ που θες να πας παραπέρα *κι εσύ που θες να πας παρακάτω *που θες να έχεις κάτι καλύτερο *κι εσύ που λες πως το αξίζεις *κι εσύ που λες γιατί όχι *τι μου λείπει *ό,τι χρειαζόταν έγινε και το κάναμε *κι εσύ που έχεις όνειρα και φιλοδοξίες *κάποια στιγμή έρχεται η στιγμή να αντικρύσεις το πόσο ψηλά έφτασες *τους καλύτερους έρωτες και τα περισσότερα αγαθά αποκόμισες *κοιτώντας προς τα κάτω *ή προς τα πίσω *γιατί στο κάτω κάτω αυτό *είναι *να κοιτάξεις κάτω και πίσω *σαν να μην έχει άλλο *κι όταν το κάνεις *θα ζαλιστείς *γιατί τίποτε δε θα έχει μείνει από κάτω κι από πίσω *διαρκώς επιθυμώντας το γοητευτικό περισσότερο *παρά μόνο κενό *αλλά καλά έκανες *στην πτώση σου ολάκερο πέλαγο θα σου αφιερωθεί *θα μας αφιερωθεί *λίγο πολύ όλοι μας κι οι πιο πολλοί *Ίκαροι μικροί *μεγάλοι.

Και σε μια μελλοντική παραλία του κόσμου, αράζοντας μ' έναν καφέ, υγροί από θάλασσα κι ιδρώτα:
Ναυάγια κι όλα τα βυθισμένα αγαθά στα πλοία, κτερίσματα ακούσια. Κι η θάλασσα να στάζει από την πρώτη πληγή και να πάει να βρει την θάλασσά της και το αίμα να πάει να βρει το αίμα του, το αίμα που στο όνομά του ο κόσμος γίνεται και ξεγίνεται. Και στο όνομα της θάλασσας, μα για όνομα του Θεού, μόνο οι τρελοί χτίσανε και γκρεμίσανε τη ζωή τους. Να για όνομα της θάλασσας, νερό, Όχι αίμα στις φλέβες, μια μνήμη που δεν είναι μνήμη και θα καθαρίζει, μια λησμονιά που δεν είναι τέτοια, αγάπες κι έρωτες που είναι σαν τη θάλασσα, στα ρηχά διαφανείς και στα βαθειά σκοτεινοί, φωτεινοί και σκοτεινοί, τείχη και δρόμοι. Ο πόνος να μην είναι πόνος κι η υγρασία να στοιχειώνει το μέσα μας Κι όχι η ζεστασιά. Κι όταν από τη φθορά θα ξερνάμε τη θάλασσα, Θα ανοίξουμε το στόμα σαν κοχύλι κι ένα μαργαριτάρι από σάλιο και φλέμα θα χάσκει στη γλώσσα. Θα λάμψει στον ήλιο. Και να μείνουμε έτσι για πάντα πια. Ήρθε έτσι ο θάνατος. Και κάποιος άλλος θα αδράξει το μαργαριτάρι. Ώσπου να τα θαλασσώσει κι αυτός. Ώσπου όλο το σύμπαν να μείνει φυτό χτυπώντας το σβέρκο του σε έναν βράχο στη θάλασσα.

Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2018

you chagall

©Chagall



Your hand
flowers
in the spring

Your hair
fall
in the autumn

You are
both
the tree and the true,

not the truth

You are
the hand of yours
and
you are
your hair,

you 're
the spring itself
and
the autumn that
comes over.

I'll call your name at
a

cocktail party
and
you will accept a dance with me
and I will spoil my gin & tonic on you
and I will apologize till the dawn,
till the death
, oh
you dawn
, you death.

Your hand
shows the direction of your skin.

Your hair be the wind.
You be
the tree that stands
and you are
the true
, but

you are

not the truth.

Τρίτη 2 Οκτωβρίου 2018

Παραλία



Φίλος, φίλου, μου ‘χε μιλήσει για ένα αραχνοΰφαντο καλοκαίρι, για μια νυχτερινή γωνιά ενός καλοκαιριού & για τη διχοτόμηση παραδείσου και κόλασης.

Τα τελευταία ερυθρά αιμοσφαίρια που οξυγώνοναν τη μέρα σε ένα αιμάτινο ηλιοβασίλεμα έδυαν κι ο ουρανός όμοιος με φλέβα μπλάβιζε ως κι ίσαμε την νύχτα.
“Τέλεια νύχτα”, είπε ο Γιάννης ο ξανθός.
“Όντως” συμφώνησε η Λία.
Ο μελαχρινός Γιάννης, ο Ζαν -λόγω της γνώσης της γαλλικής τον φώναζαν έτσι- σήκωσε το βλέμμα του την ώρα που σουρούπωνε. Το αγόρι που κάποια στιγμή -να πάνε… μα (κοντοστάθηκε στη σκέψη του) πότε πέρασαν κοντά 2 χρόνια;- ίσως ερωτεύτηκε να ξέφευγε της ταυτόχρονης αυτής νυχτιάς ή να ‘ταν στο ίδιο πλάτος της γης που έπεφτε η σκιά;

Ίσως ερωτεύτηκε: ξέρεις, αυτή η ολίσθηση της πιθανότητας κι αβεβαιότητας ακόμη και για τα προσωπικά μας θέματα που ξανάρχεται -όπως τότε στα ντουζένια- τώρα που όλα ατονούν μετά το πέρας.
“Γιατί να ισοπεδώνουμε ό,τι νιώσαμε σαν λιγότερο σημαντικό, όταν αυτό τελειώνει;”, σκέφτηκε φωναχτά ο Ζαν και γύρισαν και τον κοίταξαν όλοι πέρα από τη Λευκή, που έπαιζε με την πετσέτα της. Καιρό τσιμπημένη με τον Ζαν, γιατί “Τι εννοείς πως επειδή είναι γκέι, εγώ δεν έχει νόημα να τον γουστάρω;” είχε πει κάποτε, όταν την αντέκρουε η Λία -φίλες από το Γυμνάσιο, όταν η Λία μετακόμισε λόγω μετάθεσης του στρατιωτικού πατέρα της.

“Τι εννοώ, ρε Λευκή; Αφού δε βγαίνει!” κι η Λευκή σιωπούσε και τότε:
“Δεν ισοπεδώνουμε τη σημαντικότητα. Αυτή παραμένει, απλώς αποσύρουμε το πάθος μας γι’ αυτή”, είπε ο Γιάννης επαναφέροντας τη συζήτηση στην ερώτηση του Ζαν.
“Τι λες ρε; Πώς γίνεται να υπάρχει κάτι εκεί ξέχωρο σαν τοτέμ χωρίς να το ανατροφοδοτούμε; Δηλαδή η σημασία κι η σημαντικότητα παραμένουν εκεί κι εμείς, όποτε γουστάρουμε τις “αιματώνουμε” με προσοχή και πάθος;” αντέτεινε η Λία.
“Αλλά;” “Αλλά…” και του εξήγησε η Λία, πως βρίσκουμε υποκατάστατα για να καλύψουμε μιαν ανάγκη και μια σημασία που γκρεμίστηκε.

Ο Ζαν είχε να το λέει, πως γι’ αυτούς που προσεύχεσαι λίγο λίγο κάνεις και τους αγαπάς. Έτσι του είχε πει η μάνα του. Διόλου θρήσκος, αλλά διατηρούσε μιαν επαφή με την προσευχή πολύ ιδιαίτερη. Προσευχόταν για όλους τους απόντες τριγύρω του τη στιγμή της προσευχής και απευθυνόταν στους ψυχολογικά παρόντες τη στιγμή της προσευχής. Καταλαβαίνει κανείς πως ο φυσικά απών μπορεί να είναι ο ίδιος με τον ψυχολογικά παρόντα κι έτσι η προσευχή ήταν σαν μιαν επίκληση στην αυθεντία του καθενός.

Η Λία ήταν γαρύφαλο. Δεν ήταν τα μαλλιά της, ούτε κάποιο ιδιαίτερο χρώμα μαλλιών ή δέρματος, ούτε το σύνηθες άρωμά της. Αν προσπαθούσες να την ανακαλέσεις στη μνήμη σου, πρώτα θα σου ερχόταν η εικόνα ενός γαρύφαλου σε πολύ κοντινό πλάνο γερμένο προς τ’ αριστερά. Την προηγούμενη νύχτα της αποψινής τους διανυκτέρευσης στην παραλία αυτή την ήσυχη είχε ανταλλάξει μηνύματα με ένα αγόρι, που της είχε κάνει ερωτική εξομολόγηση. Δεν έβρισκε ο ίδιος τον εαυτό του όμορφο και άξιο να γυρίσει αυτή να τον κοιτάξει, μα “Η ομορφιά δεν είναι αξιολογητικό κριτήριο. Είναι σημείο έμπνευσης”. Αυτός τη ρώτησε, γιατί δεν βγαίνανε λοιπόν. “Μα επειδή στο λέω και στο αναγνωρίζω, πως είσαι όμορφος, δε σημαίνει πως σαν Μεσσίας θα σου αποδείξω εγώ τι σημαίνει ομορφιά”. Κι εκείνος δεν καταλάβαινε.
- Ζαν
- Ναι, Λευκή μου!
- Ξέρεις τον Άτλαντα και τον Σίσυφο;
- Ναι.
- Ο Άτλας έφερε τον ουράνιο θόλο, μια γιγάντια πέτρα διαρκώς, αδιάκοπα. Ο Σίσυφος πάνω που κάθε φορά έφτανε στο τσακ να τον αποθέσει στην κορυφή τον βράχο του αυτός κατρακυλούσε.
- Θα μου πεις κάτι για Καμύ;
- Όχι. Ο Σίσυφος είναι η απάντηση στην υποτιθέμενη ισοπέδωσή σου. Σκέψου εσαεί να είχες το βάρος και την ενοχή μιας σημασίας που δε θα μπορούσες να ελπίζεις πως κάπου θα την εναπόθετες.
Δε βοηθά η φιλοσοφία, αγαπημένη μου, γλυκιά μου, Λευκή. (τόσο γλυκά μιλούσε ο Ζαν στους ανθρώπους).

Εκείνη τη στιγμή φύσηξε ένας πολύ πολύ δυνατός αέρας μέσα στη ζεστή σκοτεινιά που σάλιωνε η θάλασσα στα χείλη της αμμουδιάς έτοιμη να ψιθυρίσει κάτι. Δυσανασχέτησαν έντονα οι περισσότεροι (ή όλοι, δε θυμόταν καλά ο φίλος που μου μιλούσε για την ιστορία του φίλου του) για τον δυνατό αέρα. Την ίδια στιγμή ο ίδιος ο άερας σε κάποιαν αυλή στο χωριό πιο πέρα θα ήταν ένα βάλσαμο μες στην νύχτα την πνιγηρή από ζέστη κι υγρασία.

Λογικά η Λευκή θα κοιμήθηκε κοντά στον Ζαν ή μακριά, είναι ένα μεγάλο ταλέντο των ερωτευμένων ανθρώπων να δίνουν υπερβολική σημασία στην απόσταση ή υπερβολική αδιαφορία να δείχνουν κι ίσως να τον ονειρεύτηκε ή μπορεί να μην ονειρεύτηκε και τίποτε σχετικό. Στον ύπνο της ήρθε το παλικάρι αυτό που είχε κάνει την εξομολόγηση την προηγούμενη νύχτα στην Λία, τελικά. Τον είδε να της μιλάει με ένα ράμφος και ενώ ήταν αυτός -να, αναγνώριζε τα μάτια του, τη μύτη, το πρόσωπο, τα χέρια του, ένιωθε πως ήταν αυτός, αν και ποτέ του δεν τον είχε δει- θα έπαιρνε όρκο πως ήταν και κύκνος. Και φιληθήκανε ακουμπώντας τα δάχτυλά τους και τα νύχια τους έπεσαν ένα ένα σαν φυλλοφόλου δέντρου τα φύλλα.

Ο Γιάννης ο ξανθός είχε τυλιχτεί γύρω από την κουβέρτα του κι η Λία είχε ξαπλώσει στα πόδια του Ζαν. Έφτιαχναν ένα μεγάλο “Π” αν τους έβλεπες από ψηλά. Ξυπνούσαν από μυγάκια ή το πιο έντονο κύμα της παλίρροιας. Πού και πού ξανάρχιζαν τη συζήτηση. Δεν ξαναφύσηξε παρά μονάχα το πρωί.


Πρώτη δημοσίευση:
Πάστα Φλώρα / 27 Ιούλη 2017

Τουλούζ Λωτρέκ



Δεν πήρα στεφάνι, ως συνήθως γίνεται.
Ως συνήθως γίνεται, δεν πήρα στεφάνι.

Προχώρησα με ένα μικρό λουλουδάκι στην παλάμη,
νομίζω γαρύφαλλο,
προχώρησα κάπως σκυθρωπός και έφτασα
σ’ ένα μεγάλο κτίριο.

Πυραμίδες, Μαυσωλεία, ογκωδέστατοι καλλιτεχνικοί τάφοι
τόσα χρόνια,

μα ένα τόσο μοντέρνο κτίριο, ομολογώ παραξενεύτηκα.

Άνοιξε η πόρτα
και μπήκα.

Σιωπή
και πολλοί να κοιτούν νεκρά τους πίνακες,
οι φύλακες να επιβάλλουν τη σιωπή,
ίσως αν τους εξωθούσε κάποιος και διά της βίας.

Έκθεση Τουλούζ Λωτρέκ.

Ακούμπησα κάτω από έναν πίνακα
το λουλούδι κι έκατσα με το κεφάλι κατεβασμένο
«Παρακαλώ όχι σκουπίδια»
κι έσκυψα,
πήρα το λουλούδι

κι έφυγα.


Πρώτη δημοσίευση:
Πάστα Φλώρα / 01 Απρίλη 2017

0029



Στα ρίγη να δεις αν χωράς: στην ταλάντωση των σωμάτων,
εκεί στην ελάχιστη μετατόπιση αν μπορείς να γλιστρήσεις.

Οι άνθρωποι με τις βαρύτητές μας, μαύρες τρύπες για το φως και για τον χρόνο και
αδηφάγες κλειδαρότρυπες να δει ο Άλλος τον κόσμο διαμέσου.

Χωρίς το άγγιγμά Σου σου ‘χω πει ποτέ πόσο ανυπόγραφο μένει το σώμα μου διαθήκη στον κόσμο;
Είμαι η υποθήκη Σου.

Σαν το θηκάρι της λεπίδας του Πέτρου που έκοψε του Ρωμαίου το αυτί και της λεπίδας που σφάγιασε την Ιουλιέτα.
Γελας ε;

Παίρνω ενίοτε λίγο από την ιστορία. Η παρομοίωση είναι πέρα από γλωσσολογικό/φιλολογικό/ποιητικό φαινόμενο, μία βαθειά υπαρξιακή παραδοχή, ότι αυτό που λες ή κάνεις έχει ξαναϋπάρξει στον κόσμο και στην ιστορία.

Ότι
τελοσπάντων,

γαμώ,

δεν είσαι μόνος κι ότι δεν είναι μόνο του το κάτι που λες και κάνεις.

Σαν εσένα κι
εγώ σηκώνομαι στις μύτες των
ποδιών και
σπρώχνω την νύχτα παραπάνω.

Την υπαρξιακή μας κρίση μια σεισάχθεια χρόνων και σωμάτων της
αρμόζει.
Γελάς ε;
Τι γελάς;

Όχι, δε μ’ αρέσει απλώς. Με τρελαίνει που γελάς. Πες πως δε μιλάω στη γλώσσα σου μα πως βρυχάται ένα θεριό μπροστά σου.

Εξ
ημέρωσέ το,
ηρέμησε, ξ
ημερώνει.

Μια λογική συνέχεια απαιτεί ο κόσμος.
Εκ
λογίκευσε, δικαιο
λόγεισαι και το πιο ανήκουστο, πρόλαβε, χώρεσε, στρίμωξε όχι με βιασύνη, αλλά σαν πολλοί φίλοι να χωρέσουν σε ένα αμάξι μικρό για μιαν ημερήσια εκδρομούλα.

Εφεύρε
νέα Γλώσσα, ούρλιαξε, 
γέλα. Ναι, γέλα
με την ποίηση. Κλάψε, πείνασε -να Τώρα που στα λέω αυτά μπέρδεψε αν είναι προστακτική ή οριστική αορίστου, παιχνίδισε.

Κάθε φορά που παναγράψω, όλα έχουν γραφτεί, που παναμιλήσω, όλα έχουν
ειπωθεί.
Σ’
αυτό το
τρέμουλο της φωνής
να δω αν χωράω κι αν χωράς:
στην ταλάντωση.

Γέλα. Το συμπαθώ περισσότερο από το να σ’ αρέσει η ποίηση μου. Γέλα με τα χάλια της,
με τη σοβαροφάνεια, το βάρος της, τις παρομοιώσεις,
τις αρρυθμίες της.

Ξέρεις τι είναι λευτεριά;
Όχι να επιλέγεις στο δίλημμα, μα αφού το έχεις στα χέρια, να διαλύεις, να αφανίζεις το δίλημμα και να ‘σαι λευτερωμένος.
Αυτό κι εγώ. Να διαλύσω την
ποίηση και να την λέω αναμονή, να περιμένω, να περιμένω.

Μην κάνεις το αναμενόμενο. Καθυστέρησε.


Πρώτη δημοσίευση:
Πάστα Φλώρα / 31 Οκτώβρη 2016

Ηλιοτρόπια



«Πιο κοντά, πιο κοντά, να νιώθω την αγάπη σου» & «πιο μακριά, αν είναι να φωνάζεις» ή «πιο πέρα αν είναι να σκέφτεσαι έτσι για μένα».

Σαν να τοποθετείς κάδρο στον απέναντι τοίχο.

«Πιο πάνω», «λιιίγο πιο λοξά», θυμάσαι προχτές που κρεμάγαμε μιαν αφίσα με τα Ηλιοτρόπια του Van Gogh σε κάδρο στον τοίχο; Με ρώτησες «Τι είναι ηθικό», σου είπα «Δε μπορώ να μιλάω με καρφιά στο στόμα μου» και η αλήθεια είναι ότι είχα τρεις πρόκες στο στόμα μου και κάθε λέξη είχε μια γεύση σίδερου, σαν να είχα ματώσει.

Μετά από στο δυο ποτήρια νερό για να φύγει το μούδιασμα απ’ τα χείλη σ’ απάντησα:

«Ηθικό είναι αυτό που μου ξυπνάει την αγάπη».
«Κι αν σε ταπεινώνει σα σκυλί;»
«Μα αγάπη μου, η ηθική είναι μια έξοδος κινδύνου»

Πρώτη δημοσίευση:
Πάστα Φλώρα / 18 Γενάρη 2017
ανακατεύθυνση στο πρωτότυπο εδώ

Λακωνικό



Τώρα τελευταία αλλάζω όλες τις αιτιώδεις σχέσεις μου: συνήθως τις αναποδογυρίζω.

Δεν κλαίω γιατί λυπάμαι, λυπάμαι γιατί κλαίω. Δεν πονάω επειδή χτύπησα, χτύπησα επειδή πονάω. Δεν σ’ αγαπάω επειδή, αλλά επειδή σ’ αγαπάω.

Κάπως έτσι σκονίζονται όλες οι πλευρές και ξεκουράζονται.

Αλλάζω πλευρά κάθε τόσο στο κρεβάτι του Προκρούστη.

Μισώ τα λόγια μου και τ’ αγαπάω. Κι όχι επειδή είναι δικά Μου, αλλά επειδή τα μισώ και τ’ αγαπάω είναι δικά μου.

Σαν κι αυτά δω τα λόγια.


Πρώτη δημοσίευση:
Πάστα Φλώρα / 27 Δεκέμβρη 2016

Μην νοσταλγείς ό,τι δεν πόθησες



– (κρατώντας ένα χαρτί στα χέρια διπλωμένο στα τέσσερα) “Μη γίνεις να νοσταλγήσεις, ό,τι δεν πόθησες. Δοκίμασε, μην απορρίψεις. Θυμάσαι τις Διδυμίδες που εγώ τις έψαχνα όσο εσύ κρύωνες; Μάζεψα λίγα απ’ τ’ αστέρια που έπεσαν, τα ‘κανα φωτόμπαλα και στα πετώ στα μούτρα. Κι όπως λάμπεις, φωτίζομαι και ιδρώνω. Να ‘σαι συνεπής: όσο, τόσο. Όπου, επιτόπου. Αν, όταν. Όχι ελπίζω, θέλω.”
- (χαμογελάει) Όχι, ακριβώς!

Στο μεταξύ είχαν αρχίσει να μαζεύονται σύννεφα και να ψιχαλίζει.

- Φεύγουμε;
- Φεύγουμε!

Μα δεν κουνήθηκαν. Έμειναν εκεί. Ο ένας έδεσε τα κορδόνια του, ενώ το δέντρο από δίπλα ήδη ανάβλυζε βρεγμένο χώμα. Και το σώμα τους βρεγμένο. Από δω και πέρα δε θα ξεχώριζες δάκρυα ή ιδρώτα ή το συνοφρύωμα αν ήταν από μιαν έκφραση ή από την βροχή.
- Πάμε;
- Πάμε!

Κι όλοι γύρω τους κουνήθηκαν, εκτός απ’ αυτούς που έμειναν στη θέση τους. Αλλά όλοι γύρω τους κουνήθηκαν κι αυτό ήταν μια κάποια κίνησις για αυτούς.


Πρώτη δημοσίευση:
Πάστα Φλώρα / 09 Οκτώβρη 2016

ανακατεύθυνση στο πρωτότυπο εδώ

Επιστολές



Σκέψου έναν ανομολόγητο ή έναν παράνομο έρωτα. Σκέψου ένα ερωτικό μήνυμα να πρέπει να περάσει από τον έλεγχο ή τη λογοκρισία. Με έμπνευση αυτές τις δυσκολίες τρεις ερωτικές επιστολές θα περάσουν από την Πάστα Φλώρα με τρεις διαφορετικούς τρόπους κωδικοποίησης.


Επιστολή 1
2
Γοκ’ ηξρχ ρλ νήπηλυ.
Ηψρυρο ζηο υ’ γεελθβ ηεβ, φρ οηχτλμρ υρχ υχυφιξγ
γχφήυ κγ ζλγφγτγυυρχο.

3
Κ νδλθ ξθρκ τσψ θμπδμ μφχσυμδ, οπκοθφ, ξκλθφ, δμοδ, φτθυοδ, ηθυοδ, σπθμυδ νδμ κχχθφ φψοτψνπγοθπδ φθ κασψφ
λδ χυψτγπθμ φδπ χσ ψγφ οθφ’ δτ’ νξθμηδυσχυτδ,
λδ ζξμφχυδ, οδ ηθ λδ ρθνξθμηγπθμ.

1
Λβηζ χπσβ ρπφ ιζμα ξβ τπφ ρα πυκ τζ ιζμα
λβκ τ’ βδβρά θ
ζκνβκ ζσαυζφνζξπτ ν’ ζτζξβ,
τλζχυπνβκ ρατ υθξ ζρπνζξθ τυκδνθ ιβ ‘ιζμβ βφυω ξω υβ ρσπτρζσβτα
λβκ ξβ λπκσβηπφνζ
υπξ ρπιπ λβκ υθξ ζμζφιζσθ ιζμθτθ,
υθξ βδβρθ
λβκ υπξ ζσαυβ υσκδφσα νβτ.

3λ.3δ 1τ.2ρ.2χ π.1α «Πεινάω» 3ν.5ε.2λ. 1ι.2γ. 4τ.3η.5ν.1τ. «Εγώ όχι ακόμη, σε λίγο»

1λ.2γ.3μ. 4δ.6α.2φ.3κ. 1θ. 4τ.4δ.5φ.1β.7α.α.8α.9ο. θα

5
φχυνκωκξ πξθζ πκφωζ ζουρμ
ψωμ λεμ ρζψ.

(Δες στο τέλος του άρθρου για την αποκρυπτογράφηση)


Επιστολή 2
Παρατήρησα πως δε ΣΕ ΕΜΑΘΑν ποτέ πώς να ΜΕτράς την απόσταση της καταιγίδας. Στο ξανάπα αλλά θυμόσουν ΤΟΝ ΚΕΡΑΥΝΟ. Και ήταν ΜΕ ΤΗΝ ΑΣΤΡΑΠΗ, πότε αστράφτει και πότε μπουμπουνίζει. Το ΕΜΑΘΑ ΝΑ το μετράω ΣΕ ένα ταξίδι μου ένα καλοκαίρι. Όταν ΒΛΕΠΩ την αστραπή ΜΕΤράω από τΟ ΦΩΣ μέχρι ΤΟ μπουμποΥνητό τηΣ. ΚΙ όσα δευτερόλεπτα απέχουν ΕΤΣΙ λένε πως τόσα χιλιόμετρα απέχει από εκεί που είσαι. ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΙΚΑ θυμάμαι πως έπαιζα με το φλερτ μου εκείνο το καλοκαίρι για το πόσο μέσα πέφταμε στην έλευση της καταιγίδας. Στο σκοτάδι μετρούσαμε κάθε ΦΩΤΕΙΝΟ σημάδι Σε κάθΕ καταιγίδα. «ΦΕΡΝΩ πατατάκια» τηΣ έλεγα κι είχα σΤΟΝ ΝΟΥ ΜΟΥ να κοιτάξω από το παράθυρο που δε ΘΑ ΕΠΡΕΠΕ κανονικά, για να δω αν φεύγουνε τα ΣύννΕφα, ΛΙΓΑ ΑΝΑΒΟΣΒΗΣΙΜΑΤΑ να μετρούσα και λίγο το πού πήγαιναν τα σύννεφα για να «προβλέψω» ΤΗν κίνηΣη της ΚΑΤΑΙΓΙΔΑΣ. «Να φέρω κανΑ αναψυκτικό;», «Κοιτάς έξω από το παράθυρο;», «ΚΕΝΤΡΑΡΩ λίγο το άνοιγμα Του παραθύρου να μπαίνει λίγος δρΟσερός αέρας, αλλά όχι η βροχή.», «Έλα να σου δώσω ένα ΦΙλί που σου χρωστάω». Αλλά αυτό ήταν άσχετο με τα υπόΛοιπα, απλώς να δεις πόσο ωραΙα πράματα παίζεις με κάτι χαζά που παίζει και να μην ισχύουν.


Επιστολή 3
Εις μου ωόρντ θα ερθεις
Εις μου ποεζία θα
αυτού
μπλαούντα και σημαίνοντα
Μεζ αφού ωατέ ελξ, το ίδιο ελκ
εσόμενα λυρικά για σε
Ένας έρωτας ωηόλε άτα και μπλα


(Δες στο τέλος του άρθρου για την αποκρυπτογράφηση)



Οι επιστολές παραπάνω ήταν κρυπτογραφημένες. Τώρα γιατί οι άνθρωποι να πρέπει να κρύψουν το περιεχόμενο μιας ερωτικής επιστολής, γιατί να λογοκριθεί ο έρωτας και γιατί να ξεγλιστρήσει από τον έλεγχο κάποιων άλλων, αυτό είναι άλλο ζήτημα.

Ούτε οι κώδικες και οι τρόποι που χρησιμοποιήθηκαν ήταν καινοτόμοι, ούτε και κατά γράμμα των κανόνων παλιότερων εποχών. Κάπου διάβασα, εμπνεύστηκα και είπα να στείλω τρεις ερωτικές επιστολές κωδικοποιημένες… κάπου. Ούτε ξέρω τι είναι έρωτας, ούτε με νοιάζουν τελικά αυτά τα γλωσσοκεντρικά τερτίπια των συναισθημάτων μας.

Η πρώτη επιστολή είχε κατά γράμμα μετατόπιση γράμματος σύμφωνα με τον αριθμό που τιτλοφορούσε την κάθε παράγραφο (το γράμμα της κωδικοποίησης ήταν πάντα μετά το κανονικό γράμμα που θα επέτρεπε στη λέξη να βγάλει νόημα).

Η δεύτερη επιστολή κρύφτηκε με κεφαλαία γράμματα σε μιαν άλλη επιστολή η οποία είχε τη δική της ροή και νόημα. Βέβαια, μη φανταστείτε πως παλιότερα ήταν τόσο απλή η αποκωδικοποίηση. Κανονικά δε θα έπρεπε καν να είναι κεφαλαία τα γράμματα, γιατί κάνουν μπαμ!

Η τρίτη επιστολή είναι εμπνευσμένη από τη γλώσσα grammelot, ήχοι, λέξεις παρμένοι από διάφορες γλώσσες: το γαμάτο εδώ είναι ότι είναι μια γλώσσα η οποία έχει άμεση σχέση με το παραγλωσσικό και μη-γλωσσικό περιβάλλον (χειρονομίες, εκφράσεις, χρώμα φωνής, μάτια κλπ). Είναι μια θεατρική γλώσσα, που το σύγχρονό μας θέατρο την έχει ξεχάσει αρκετά.

Αλλά όπως και να ‘χει: ΕΚΦΡΑΣΤΕΙΤΕΕΕ!



Επιστολή 1
Ανθ’ εμού οι λέξεις.
Εφόσον δεν σ’ αγγίζω εγώ, το νευρικό σου σύστημα
αυτές θα διαταράσσουν.
Η κάθε λέξη που είναι ιστορία, μνήμες, λήθες, αίμα, σπέρμα, δέρμα, όνειρα και
ήττες συμπυκνωμένες σε λέξεις
θα τρυπώνουν σαν το φως μετ’ απ’ την κλειδαρότρυπα,
θα γλιστρώ, μα δε θα ξεκλειδώνει.
Κάθε φορά που θέλω να σου πω ότι σε θέλω
και σ’ αγαπώ ή
είμαι ερωτευμένος μ’ εσένα,
σκέφτομαι πως την επόμρνη στριγμή θα ‘θελα αυτά να τα προσπεράσω
και να κοιτάζουμε
τον πόθο και την ελεύθερη θέληση,
την αγάπη
και τον έρωτα τριγύρω μας.

Θα σου πω «Πεινάω» και θα πεις «Εγώ όχι ακόμη, σε λίγο»
και αυτή η πρόταση
θα προσθέτει λίγα λεπτά ακόμη
στη ζωή μας.


Τίτλος: Επιστολή 2

Σε έμαθα με τον κεραυνό και με την αστραπή.
Έμαθα να σε βλέπω με το φως τους.
Κι έτσι αποσπασματικά φωτεινό σε φέρνω στον νου μου.
Θα έπρεπε σε λίγα αναβοσβησίματα της καταιγίδας να κεντράρω το φιλί.


Τίτλος: Επιστολή 3

Θα ‘ρθεις στα λόγια μου
Θα ‘ρθεις στα ποιήματά μου
θα ‘ναι εκεί
θα μιλούν όλα και θα εννοούνται όλα
Αλλά αφού ό,τι έλκεται, έλκει
θα ‘ρθουν και τα λόγια μου σ’ εσένα
Ένας ολάκερος περιπατητικός και γλωσσολογικός έρωτας



Πρώτη δημοσίευση:
Πάστα Φλώρα / 18 Φλεβάρη 2017
ανακατεύθυνση στο πρωτότυπο εδώ

Ψυχούλα

Heart & Soul Nebulas


Δε πιστεύω στην μοναχικότητα απ’ όπου κι αν προέρχεται. Και λέω «δεν πιστεύω» κι όχι «δεν συμφωνώ», γιατί για το δεύτερο πρέπει να διάβασεις ανεξάντλητα, να ανακαλύψεις απροκατάληπτα, να «θεωθείς» βασανιστικά, να να να να (τραγουδιστά).

Δεν πιστεύω λοιπόν στην μοναχικότητα, γιατί νομίζω πως θα καταλήξει να είναι προάγγελος της μοναξιάς, ειδικά στις ατομικιστικές μας μέρες. Δεν πιστεύω στην «βύθιση» εντός μας για να βρούμε τον εαυτό μας (αλήθεια πού είναι αυτό το μέσα μας, αν δεν είναι τα σπλαχνικά μας βιολογικά όργανα, τα κυτταρικά μας «ιδεογράμματα» -μήπως υπάρχει ένα κενό μη συμβολικό εντός μας στο οποίο πρέπει να βουτήξουμε και να κολυμπήσουμε;). Πιστεύω στα όνειρα, την γνωστή συμπεριφορά των έμβιων όντων κατά τον ύπνο, ως μιαν επιπλέον βίωση της πραγματικότητάς μας. Πιστεύω στο ελάχιστο της ύπαρξής μας, που επειδή είμαστε έτσι από κατασκευής μας, έτσι βλέπουμε -κι έτσι καταλήγει να είναι- ο κόσμος. Δεν πιστεύω σαφώς, εν ολίγοις, ότι με τέτοιο σκαρί θα πρέπει να σκεφτούμε ταυτότητες και ρόλους πέρα απ’ αυτά και απ’ αυτούς που μας κάνουν να νιώθουμε όμορφα. Και πιστεύω πως «βρίσκουμε την άκρη» δοκιμάζοντας, πετυχαίνοντας-αποτυγχάοντας, ενισχυόμενοι-τιμωρούμενοι. Δεν πιστεύω πως με μιαν ενδοσκόπηση βρίσκεις το ιδανικό. Πιστεύω στην εξωστρέφεια.

Δεν μ’ αρέσει η εχεμύθεια του φαντασιακού μας. Μ’ αρέσει ν’ ακούω ανεξάντλητα κάποιον να μιλάει ακατάπαυστα για το κάθε τι, να λέει χαζομάρες όταν τον ρωτάω «τι κάνει». Είμαστε κι εμείς ουράνια σώματα, πολύ μικρότερης δυναμικότητας (κλπ κλπ κλπ) από τις μαύρες τρύπες και τ’ αστέρια ή τους πλανήτες ή τα νεφελώματα κλπ.

Πιστεύω στο επιπόλαιο λάθος του Ορφέα, την ανυπομονησία του και την τιμωρία του να χάσει την Ευρυδίκη του. Πιστεύω στη συγχώρεση και την άρση της ατομικότητάς μας: να ευθυνόμαστε για τα καλά μας εμεί, για τα κακά μας οι άλλοι και για τα κακά τους οι άλλοι, για τα καλά τους το περιβάλλον, η τύχη κλπ κλπ. Πιστεύω στην αγάπη και την άρση της ατομικότητάς μας: να δινόμαστε, να ερωτοτροπούμε σε κάθε ευκαιρία, να αφιερωνόμαστε, να αφοσιωνόμαστε, να συν-σχεδιάζουμε, να συν-δημιουργούμε, να διαφωνούμε, να τσακωνόμαστε, να πίνουμε μαζί καφέ και κρασί και να γινόμαστε λαμπόγυαλο στις αντιρρήσεις του ενός για τις ιδέες του άλλου.

Πιστεύω πως η ψυχή δεν υπάρχει, υπάρχει όμως η «ψυχούλα», γιατί έτσι μιλούσε γι’ αυτήν η μάνα μου ή η γιαγιά μου: «το λέει η ψυχούλα του», «ό,τι τραβάει η ψυχούλα σου», «ψυχούλα μου». Κι αυτή η ψυχούλα δεν πιστεύω ότι βρίσκεται μέσα μας ή στο σύμπαν, αλλά ανάμεσα στα ουράνια σώματα -που είμαστε κι εμείς. Στο ανάμεσό μας, στο ενδιάμεσό μας, στο διάμεσου μας.

Όταν θα ψάξω να με βρω, να βρω την προσωπική μου ευτυχία, την γαλήνη μου, αυτό το «μου» και «με», αυτή η αυτο-αναφορικότητά μου στις αξίες αυτές που δεν ήταν ποτέ δικές μου, αλλά μού δόθηκαν ως στόχοι ζωής λόγω του πλαισίου στο οποίο γεννήθηκα, εγώ θα τα ψάξω μέσα στον κύκλο των αγαπημένων μου προσώπων και των ανθρώπων που θα ‘θελα να ‘μαστε αγαπημένοι.


Πρώτη δημοσίευση:
Πάστα Φλώρα / 27 Νοέμβρη 2016

Όνειρα



"Πότε οι άνθρωποι άρχισαν να πιστεύουν πως υπάρχει ψυχή;”...
ήταν η ερώτηση στο πρώτο μάθημα του πρώτου έτους στη σχολή μας από την διδάσκουσα καθηγήτρια. Μετά τη σιωπή μας εκείνη απαντά “απ’ τη στιγμή που συνειδητοποίησαν πως ονειρεύονται!”, ότι η ψυχή -κάτι διακριτό από το καθημερινό σώμα με το οποίο δρούσαν στον κόσμο της εγρήγορσης- μεταφέρεται κάπου αλλού και βιώνει “κάτι” που το βλέπουμε σαν όνειρο.

Αν επικεντρωθούμε στις βασικότερες πεποιθήσεις περί ονείρων, τρία πράματα θα δούμε πως τα “ερμηνεύουν” χοντρικά:
- είτε ότι είναι “προφητικά” και ότι το ψάρι σημαίνει λαχτάρα και τα κακάκια λεφτά.
- είτε ότι είναι η γλώσσα του ασυνειδήτου μας, της περιοχής στην οποία δεν έχουμε πρόσβαση κι όπου φωλιάζουν απωθημένοι πόθοι κλπ (βλ. Freud).
- είτε η «υπόθεση ενεργοποίησης – σύνθεσης», μια βιολογική εξήγηση του μηχανισμού ονείρων σύμφωνα με την οποία τα όνειρα ήταν αποτέλεσμα χημικών αντιδράσεων στον εγκέφαλο κατά το στάδιο του ύπνου REM, οι οποίες οδηγούσαν σε διέγερση διάφορα μέρη του εγκεφάλου παράγοντας τυχαίες εικόνες τις οποίες η συνείδηση συνδέει με τρόπο ώστε να δημιουργεί μια ιστορία που να έχει κάποια όσο το δυνατόν πιο λογική αλληλουχία (βλ. Alan Hobson & Robert McCarley)

Σίγουρα αποτελεί μία από τις συγκλονιστικότερες συμπεριφορές μας, ένα από τα “θαύματα” του εγκεφάλου μας, που δείχνει πως ποτέ δεν “απέχουμε” από τον κόσμο γύρω μας.

“Αυτόν τον ύπνο / να εύχεσαι για σένα. Να πεθάνεις. Να κοιμηθείς / Κι αν στον ύπνο σου έρθει ένα όνειρο; / Τι θα είναι αυτό το όνειρο; Μετά τον αιώνα τού σώματος / ποιος ύπνος αναλαμβάνει τα όνειρα; Πώς ονειρεύεται / ο θάνατος;"
(από το “to be or not to be” μονόλογο του Άμλετ του Shakespeare).


Το ξέρατε ότι:

Πριν μας πάρει ο ύπνος, το 93% του μυαλού μας αρχίζει να φαντάζεται πράγματα που θα θέλαμε να συμβούν;

Το 75% των ανθρώπων προσπαθεί να ξανακοιμηθεί το πρωί μόνο και μόνο για να δει τη συνέχεια ενός ονείρου;

Όλοι ονειρευόμαστε (και οι τυφλοί, ναι, καθώς επίσης και τα ζώα). Οι άνθρωποι που τυφλώθηκαν μετά τη γέννησή τους μπορούν να δουν “οπτικά” όνειρα, ενώ όσοι είναι εκ γενετής, τότε μπορούν να έχουν οσφρητικά, απτικά, ηχητικά όνειρα. Επίσης, έχετε παρατηρήσει ποτέ έναν σκύλο (ως το πιο κοινό οικόσιτο ζώο σύντροφό μας) ενόσω κοιμάται;

Όλα τα πρόσωπα που ονειρευόμαστε τα έχουμε δει έστω και για κλάσματα του δευτερολέπτου (χωρίς καν να το καταλάβουμε τη στιγμή εκείνη) κάποια στιγμή στη ζωή μας!

Σήμερα, το 75% των ανθρώπων βλέπει έγχρωμα όνειρα. Όταν δεν υπήρχε τηλεόραση, το ποσοστό αυτό ήταν μόλις 15%! Σήμερα, μόνο το 4,4% των ονείρων ατόμων κάτω των 25 ετών είναι μόνο σε άσπρο μαύρο.

Ο άνθρωπος ξεχνάει το 50% των ονείρων του μέσα στα πέντε πρώτα λεπτά από τη στιγμή που ξυπνάει και το 90% μέσα στα πρώτα δέκα λεπτά.

Αν και όλοι ονειρευόμαστε, το 60% των ανθρώπων δε θυμούνται τα όνειρά τους. Κάθε βράδυ βλέπουμε από 4 μέχρι 7 όνειρα, με μέσο όρο διάρκειας μία έως δύο ώρες.

(σε συνέχεια του παραπάνω) ονειρευόμαστε μόνο κατά τη διάρκεια του σταδίου REM (Rapid Eyes Movement), κατά το οποίο τα μάτια πραγματοποιούν πολύ γρήγορες κινήσεις, το ηλεκτροεγκεφαλογράφημα δείχνουν ότι βρισκόμαστε σε πολύ ελαφρύ ύπνο ή ακόμη κι εγρήγορση -ωστόσο είμαστε βαθειά αποκοιμισμένοι- και το σώμα μας, όλοι του οι μύες βρίσκονται σε βαθειά χαλάρωση. Ο ύπνος REM στους ενήλικες καταλαμβάνει περίπου το 20-25% του συνολικού τους ύπνου (περίπου 1,5-2 ώρες).

Κατά το στάδιο του ύπνου REM το σώμα μας είναι σχεδόν “παράλυτο”, ώστε να μην πραγματοποιήσουμε καμία κίνηση -ενόσω ονειρευόμαστε- και τυχόν τραυματιστούμε.

Μπορούμε να φτάσουμε σε οργασμό κατά τη διάρκεια του ύπνου μας (ονείρωξη).

Οι άνθρωποι μπορούν να ζήσουν πολλές βδομάδες χωρίς τροφή (περίπου 40 μέρες), αλλά μόνο 11 μέρες χωρίς ύπνο (ο ύπνος είναι η δεύτερη βασικότερη ανάγκη του ανθρώπου). Σε περίπτωση μη επαρκούς ανάπαυσης του σώματός μας, ο εγκέφαλος “σβήνει” τμήματά του -τους λεγόμενους “μικροΰπνους”- για λίγα δευτερόλεπτα, για να τα ξεκουράσει. Αυτό αποτελεί ιδιαίτερα επικίνδυνη συνθήκη για ξάγρυπνους οδηγούς ή ακόμη και φοιτητές που διαβάζουνε ή ελεγκτές εναέριας κυκλοφορίας ή ακόμη και για όλους εμάς στην καθημερινότητα, που μοιάζουμε -όντας κουρασμένοι- να συγκεντρωθούμε.

Κι εδώ μπορείτε να παρακολουθήσετε ένα τέλειο video περί ονείρων.
Sweet dreams!


Όλα όσα βλέπουμε ή ό, τι φαινόμαστε
Όνειρο είναι μονάχα μέσα σε όνειρο;
(Edgar Allan Poe)


Πρώτη δημοσίευση:
Πάστα Φλώρα / 21 Οκτωβρίου 2016

Ουτοπία



Συχνά εξαντλείται σε φιλοσοφικά τσιτάτα και θεωρητικούρες δίχως αύριο. Η αλήθεια είναι ότι ή θεωρείται μεγαλεπίβολο σχέδιο, πρόταγμα κάθε καιρού και κάθε κοινωνίας, πρόσκληση βαθιά προσωπική και υπαρξιακή. Η ουτοπία που μιλήθηκε, τραγουδήθηκε, ενέπνευσε και συνεχίζει και θα συνεχίζει στις δυστοπίες κάθε εποχής είναι στοιχείο της ιδεολογίας και της κοσμοθεωρίας του καθενός και στοιχείο του zeitgeist, είναι στοιχειό κομβικό στις παρέες, τις μεγαλύτερες ομάδες, τους ηρωισμούς ή τις ψιθυριστές προσευχές.

Ο όρος «ουτοπία» (από το ελληνικό ου+τόπος) είναι το όνομα για μιαν ιδανική κοινότητα ή κοινωνία. Δημιουργός του όρου είναι ο Άγγλος συγγραφέας Τόμας Μορ που το 1518 έγραψε το ομότιτλο βιβλίο. Ουτοπία είναι η αναζήτηση του ανέφικτου ή ένα κράμα ιδεατών μορφών που θα μπορούσε να προσλάβει η κοινωνική ζωή. Όπως έχει εύστοχα διατυπωθεί: η Ιστορία δημιουργεί ουτοπίες και οι ουτοπίες δημιουργούν Ιστορία. Βέβαια, δεν είναι όλες οι ουτοπίες θετικές!



Ουτοπία φυγής ή Ουτοπία ανασυγκρότησης;

Σύμφωνα με τον Λιούιος Μάνφορντ οι κοσμικές ουτοπίες (κάποια μελλοντική κατάσταση κοινότητας ή κοινωνίας χωρίς την επέμβαση του θείου) έχουν δύο ουσιαστικές λειτουργίες που τις διαχωρίζουν: ουτοπίες φυγής και ουτοπίες ανασυγκρότησης.
Οι ουτοπίες φυγής αφήνουν τον εξωτερικό κόσμο ως έχει ενώ οι δεύτερες επιδιώκουν την αλλαγή. Ουτοπικό θα ονομάζαμε, λέει ο Καρλ Μανχάιμ, εκείνο τον προσανατολισμό που όχι μόνο υπερβαίνει την πραγματικότητα, αλλά και που περνά στη δράση και διασπά την υφιστάμενη τάξη του Είναι. Η ανατροπή είναι το κύριο χαρακτηριστικό μιας ουτοπίας. Χρειαζόμαστε, λοιπόν, σήμερα μιαν/την Ουτοπία;


Ο Χάρτης για την Ουτοπία

Πάντα χρειάζεται ένας χάρτης για το κυνήγι του θησαυρού. Στο δρόμο μπορεί να μεταμορφώνεται ο θησαυρός, όπως να μεταμορφώνεται κι ο χάρτης. Πάντα η Ουτοπία θα ψάχνει για καινούρια οχήματα και νέα οράματα, αναπαράγεται και διαμορφώνεται, περνά από τις συμπληγάδες των απόψεων, ότι η κοινωνία για να αλλάξει πρέπει να αλλάξει ο άνθρωπος ή ότι η κοινωνία αλλάζει και ακολουθεί ο άνθρωπος.
«Ως τότε ας ξυπνάμε αυτούς που κοιμούνται.
Όχι αυτούς που ονειρεύονται.»

Έτσι, λοιπόν, με αυτές τις ελάχιστες σκέψεις θα ξεκινήσουμε ένα μικρό οδοιπορικό στις ουτοπίες, πάντα κρατώντας σαν κοινό μυστικό πως:


«Η ουτοπία βρίσκεται στον ορίζοντα
Όποτε κάνω δυο βήματα να την πλησιάσω
αυτή απομακρύνεται δυο βήματα.
Αν προχωρήσω δέκα βήματα μπροστά
αυτή ξεγλιστράει δέκα βήματα ακόμη πιο πέρα.
Όσο μακριά κι αν πάω
ποτέ δεν τη φτάνω.
Τότε, σε τι χρησιμεύει η ουτοπία;
Ακριβώς σε αυτό, στο να μας κάνει να προχωράμε μπροστά.»
Eduardo Calcano


Ξεκινώντας την σκιαγράφησή μας στην ή στις Ουτοπίες για έμπνευση ή πρόσκληση ή για ό,τι τελοσπάντων μάς «κάνει» να νιώσουμε, ας αναφερθούμε από εδώ και πέρα αποσπασματικά σε Ουτοπίες.

Λοιπόοον,


Χρυσή Εποχή
Από την αρχαιότητα οι άνθρωποι ονειρεύονταν ουτοπίες. Τις τοποθετούσαν σ’ ένα φανταστικό μέλλον ή ένα φανταστικό παρελθόν (με τόσο ισχυρή την παρουσία της μνήμης για τον κόσμο όπως τον ήξεραν). Ο Ησίοδος τον 8ο αιώνα π.χ. στο «Έργα και Ημέραι» του μίλησε για ένα ουτοπικό όνειρο του παρελθόντος ως την ευτυχέστερη και αρχαιότερη εποχή του Ανθρώπου.

Μιλά για το χρυσό γένος των ανθρώπων που πρωτοέπλασαν οι Ολύμπιοι θεοί, τότε που οι άνθρωποι δε γνώριζαν τα γηρατειά αλλά ήταν πάντα νέοι και δυνατοί στο σώμα. Γλεντούσαν σε συμπόσια, μακριά από όλα τα κακά, ζούσαν χαρούμενοι, με τον ύπνο λησμονούσαν τα πάντα, τα χωράφια έβγαζαν καρπούς χωρίς τον κόπο γεωργών και καλλιέργειας, οι άνθρωποι ήταν φίλοι των μάκαρων θεών (μια κατάσταση που συναντούμε σαφέστατα με κάποιες διαφορές και στην Παλαιά Διαθήκη). Ο Οβίδιος αναφέρεται σε μια χρυσή εποχή του παρελθόντος (και αυτός) που οι άνθρωποι ζούσαν χωρίς τον καταναγκασμό των νόμων και τον φόβο της τιμωρίας (μια βάση που συναντούμε συχνά στο κίνημα του αναρχισμού).


Υπερβορεία
Στην Ελληνική μυθολογία, η τέλεια κοινωνία βρίσκεται στην περιοχή των Υπερβορείων, ενός μυθικού λαού που ζούσε μακριά, πέρα από τον Βορρά, πέρα κι απ’ την χώρα των Σκυθών. Σε αυτή την περιοχή λέει ο Πίνδαρος πως: «Ποτέ δε λείπουνε οι Μούσες, δεν υπάρχει αρρώστια ή γήρας στο ιερό τους αίμα, ζουν μακριά από κόπο και από πόλεμο, δε θα βρεις αυτόν τον υπέροχο δρόμο προς τα κει ούτε από στεριά κι ούτε από θάλασσα».
Κατά τους Πλίνιο, Ηρόδοτο, Βιργίλιο και Κικέρωνα οι κάτοικοί της ζούσαν έως και χίλια χρόνια πανευτυχείς. Εκεί αποσυρόταν ο Απόλλωνας κάθε φθινόπωρο με το ιπτάμενό του άρμα που το έσερναν κύκνοι κι επέστρεφε κάθε άνοιξη στη Δήλο και τους Δελφούς.

Διακρίνουμε λοιπόν κάποια κεντρικά χαρακτηριστικά για τις αρχαιότερες ουτοπίες, που είναι η μακροζωία (στα όρια της αθανασίας), ο πλούτος της περιοχής αυτής, η ξεγνοιασιά όλων, όσοι ζουν στις ουτοπίες εκείνες, καθώς κι η χωρίς κούραση και βάσανα ζωή, σε συνεργασία με όλους τους υπόλοιπους άδολα κι αλληλέγγυα χωρίς την παρέμβαση καμίας αρχής. Αυτές οι ουτοπίες φαίνεται να γεννήθηκαν ως αντίθετες των υφιστάμενων συνθηκών.

Ομηρική ουτοπία
Το νησί των Φαιάκων είναι ένας τόπος στα όρια της φαντασίας με την πραγματικότητα. Αποτελεί τον τελευταίο σταθμό του Οδυσσέα πριν την Ιθάκη. Εκεί ξεβράζει το κύμα τον Οδυσσέα, η Ναυσικά τον φροντίζει και τον οδηγεί στον πατέρα της και βασιλιά Αλκίνοο. Εκεί ζουν θνητοί που συναναστρέφονται με θεούς, καθώς είναι «αγχίθεοι», δηλαδή συγγενείς θεών. Έχουν πλούτο, ειρήνη, ευτυχία, τα πλοία δεν έχουν πηδάλιο και είναι νοο-κινούμενα και αντιβαρυτικά (σαν αεροπλάνα, περίπου) κι είναι άτρωτα και μπορούν να γίνουν αόρατα.
Το πέρασμα, όμως, από μια τέτοια θελκτική ουτοπία που του παραχωρούταν εξ ολοκλήρου μέσα από τον ερωτικό πειρασμό της Ναυσικάς, σίγουρα δίνει άλλο ένα στοιχείο στη «ταυτότητα της ουτοπίας»: ο Καβάφης αναφέρει πως «ήδη θα κατάλαβες η Ιθάκες τι σημαίνουν» στο περίφημα ποίημά του. Το πέρασμα από την ουτοπία των Φαιάκων λίγο πριν την Ιθάκη, που θα μπορούσαμε να ταυτίσουμε με την ρεαλιστική απεικόνιση της κοινωνίας στην οποία ζούμε όλοι, δεν αποτελεί τελικό προορισμό, μα μια «μικρή γεύση» και ισχυρή μνήμη για να ζήσει ο Οδυσσέας (κι ο καθένας μας) στην «κανονική» ζωή του.


Σαμπάλα
Σαμπάλα στα σανσκριτικά σημαίνει «πηγή ευδαιμονίας» ή «τόπος της ειρήνης και της ηρεμίας». Μυθικό/θρυλικό βασίλειο στα βάθη της Ασίας. η διαφορά με τις υπόλοιπες θρησκευτικές ουτοπίες είναι ότι δεν αποτελεί μόνο πνευματική κατάσταση, μα έχει και γεωγραφική υπόσταση. Οι επιστήμονες αναζητούν την ύπαρξή της.
Το 1920 ο Ρώσος Ρόοεριχ επισκέφτηκε το Θιβέτ ρωτώντας τον Δαλάι Λάμα για το πού βρίσκεται και λαμβάνοντας την αποστομωτική απάντασή του: «εσείς οι Δυτικοί δε γνωρίζετα για τη Σαμπάλα, ούτε σας ενδιαφέρει πραγματικά, μα μόνο ρωτάτε από περιέργεια και προφέρετε την ιερή λέξη επί ματαίω. Η Μεγάλη Σαμπάλα είναι πέρα από τον Ωκεανό, δεν έχει να κάνει με τη γη μας, χρειάζονται πολλές εσωτερικές αλλαγές για να μπει κάποιος στη Σαμπάλα.»
Οι βουδιστές πιστεύουν ότι στη Σαμπάλα συναντιέται ο γήινος με τον πνευματικό κόσμο, ενώ πολλοί λαοί πιστεύουν πως είναι ο τόπος προέλευσης του Βουδισμού, του Ινδουισμού και του Ταοϊσμού.


Χαμένη Ατλαντίδα και Δημοκρατία
Ίσως το πιο ερεθιστικό μυστήριο όλων των εποχών. Ο Πλάτων αναφέρει μια πολιτεία με τέλεια οργάνωση και αυξανόμενη δύναμη 10.000 χρόνια πριν την εποχή του. Ερμηνείες την τοποθετούν στον Ατλαντικό Ωκεανό, κοντά στο τρίγωνο των Βερμούδων, κατεύθυνση ήδη μυθολογικά φορτισμένη από την αρχαιότητα ή ακόμη στη Σαντορίνη, τη Μάλτα, την Ιβηρική χερσόνησο μέχρι και την Αταλάντη,
Στην ιστορία το ισχυρό κράτος της Ατλαντίδας, αυτή η πομπώδης και πανίσχυρη ουτοπία αντιδιαστέλλεται στην ουτοπία του εφικτού, την Αθηναϊκή Δημοκρατία από την οποία ηττάται.


Η Πολιτεία του Πλάτωνα
Από τα γνωστότερα πλατωνικά έργα, στο οποίο έργο πρωταγωνιστεί στους διαλόγους ο δάσκαλός του Σωκράτης για θέματα πολιτικής. Η Πολιτεία που αναδύεται μέσα από το έργο είναι μία πόλη στην οποία η ιδιοκτησία, η προσωπική ζωή και η ατομική οικογένεια δεν υφίστανται. Αντίθετα υπάρχει κοινοκτημοσύνη γυναικών και παιδιών κι αποφεύγεται η κληροδότηση, η προσωπική περιουσία και ο νεποτισμός.
Η τέλεια πόλη θα ανδρώνει εκλεκτούς πολίτες και σοφούς άρχοντες καθώς θα πρυτανεύει η δικαιοσύνη. Ο ίδιος ο Πλάτωνας δοκίμασε την αποτυχία προσπαθώντας να εφαρμόσει την ουτοπία του στις Συρρακούσες του Τύραννου Διονύσιου.


Η Ουτοπία του Αριστοφάνη
Ο Αριστοφάνης αναφέρεται στην ουτοπία σε αρκετές του κωμωδίες (Αχαρνείς, Ειρήνη, Λυσιστράτη, Όρνιθες κλπ). Ο Χουμουζιάδης τονίζει πως η απογείωση προς τον χώρο της ουτοπίας, όπου ακυρώνονται οι όροι της πραγματικότητας και όπου ανάγονται οι λύσεις των πιο δύσκολων και οδυνηρών καταστάσεων (φυγή προς το μη πραγματικό). Ο Αριστοφάνης αρέσκεται μετά τη φυγή προς την ουτοπία στην καταρράκωση του θεατή από την ιδεατή ουτοπία στην κατάσταση της σκληρής πραγματικότητας.
Στους Όρνιθες η ουτοπία είναι πιο παραστατικά παρούσα από ποτέ. Η φυγή των δύο αγανακτισμένων από την δικομανία των συμπολιτών τους, προς αναζήτηση τόπου απράγμονα, γίνεται αφορμή για να θιγούν και άλλα θέματα. Έτσι η φανταστική πλοκή των Ορνίθων θα συναντηθεί δεξιοτεχνικά με την ουσία της πολιτικής κωμωδίας.


Νήσοι των Μακάρων
Στην ελληνική μυθολογία με το όνομα αυτό είναι γνωστά κάποια φανταστικά νησιά στα οποία μετέβαιναν οι ψυχές των ηρώων και άλλων επιφανών ανδρών μετά τον θάνατό τους. Οι ήρωες αυτοί δεν πεθαίνουν καν, αλλά εξακολουθούν να ζουν σε αυτόν τον παράδεισο στην άκρη του κόσμου, στον «Ωκεανό τον βαθυδίνην». Γόνιμο έδαφος, με τριπλή καρποφορία κατ’ έτος. Σύμφωνα με τον Πίνδαρο, στην «μακάρον νάσον» αρχηγοί των ηρώων εκεί είναι ο Κρόνος κι ο Ραδάμανθυς, φυτρώνουν χρυσά λουλούδια, ενώ ο Όμηρος αναφέρει ότι στα νησιά αυτά δεν χιονίζει, ούτε βρέχει, αλλά ο Ωκεανός τα δροσίζει με την αύρα του. Όσοι βρέθηκαν στους τόπους αυτούς ζουν εν ευδαιμονία, εκτός κακών, αθάνατοι σαν τους θεούς, χωρίς την παντοδυναμία τους, χωρίς καμία βιοτική έγνοια.



Πύργος της Βαβέλ
Ο Πύργος της Βαβέλ είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αρχιτεκτονικής Ουτοπίας και μια δυνατή αλληγορία εμπνευσμένη από τη Βαβυλωνία και τα ζιγκουράτ. Σύμφωνα με τη Βίβλο ο Άνθρωπος αποφάσισε να πλησιάσει τον θεό χτίζοντας έναν πανύψηλο πύργο. Η αλαζονεία δε θα μείνει ατιμώρητη. Η σύγχυση των γλωσσών κάνει αδύνατη τη συνέχιση του έργου. Μόνο ο κοινός λόγος, η κοινή γλώσσα συνεννόησης θα μπορούσε να οδηγήσει στην ολοκλήρωση του ουτοπικού έργου και στην ολοκλήρωση της αλήθειας του.


Παράδεισος
Για πολλές θρησκείες ο παράδεισος είναι τόπος ευτυχίας και μακαριότητας που άλλοι πιστοί αντιλαμβάνονται ως πνευματική κατάσταση και άλλοι ως άφθονα νερά, βλάστηση και ειρήνη. Επίγειες ή μεταθανάτιες ουτοπίες υπόσχονται οι περισσότερες θρησκείες, αν και πολλές φορές πρέπει να περάσεις μια κόλαση για να φτάσεις ως εκεί.


Κόλαση του Δάντη
Ο Δάντης Αλιγκέρι (1256-1321) ήταν ο άνθρωπος που έδωσε μέσα από τα έργα του χρώμα και μορφή στην ιταλική γλώσσα. Διανοούμενος, με σφοδρό πάθος για τις επιστήμες και τη λογοτεχνία, καθώς και για την πολιτική. Το μεγάλο του έργο είναι η «Θεία Κωμωδία», ένα φανταστικό ταξίδι στον κόσμο των νεκρών. Οδηγοί ο Βιργίλιος κι ο Αινείας. Ο Δάντης θα επισκεφτεί τον Παράδεισο, την Κόλαση και το Καθαρτήριο με τη σειρά. Στο τελευταίο οι ψυχές μπορούν μέσα από κάποιες διαδικασίες να καθαριστούν από τις αμαρτίες και να μπουν στον Παράδεισο. Η Κόλαση πάλι μοιάζει μ’ ένα κωνοειδές καζάνι, όπου εντός του βασανίζονται εγκληματίες και πολιτικοί αντίπαλοι.


Τόμας Μουρ
Πατέρας του όρου «ουτοπία». Γι’ αυτόν (στο βιβλίο του κοινωνικοπολιτικής φαντασίας, εκδοθέν το 1518) είναι ένα νησί που βρίσκεται κάπου στον Ατλαντικό και διαθέτει ένα τέλειο κοινωνικό, πολιτικό και νομικό σύστημα. Περιγράφει μιαν ιδανική κοινωνία ισότητας, κοινοκτημοσύνης, θρησκευτικής ανοχής, όπου η εργασία θα είναι 6ωρη και δε θα υπάρχουν χρήμα, δικηγόροι και εκμετάλλευση. Ο ίδιος διατυπώνει επιφυλάξεις για το πόσο είναι δυνατή η αφθονία αγαθών χωρίς την ύπαρξη κινήτρων, όπως και για την αδιαφορία των οκνηρών που θα επιβαρύνει τους εργατικούς. Έτσι μεταθέτει την πραγμάτωση της «ουτοπίας» στο μέλλον, όπου όλοι οι άνθρωποι θα είναι καλοί. Καρατομήθηκε από τον Ερρίκο τον 8ο και ανακηρύχθηκε άγιος από την Καθολική Εκκλησία του 1935.


Τομάσο Καμπανέλα
«Ηλιούπολη» Γράφτηκε το 1613 και αφετηρία συγγραφής της «Ηλιούπολης» αποτέλεσε η «Πολιτεία» του Πλάτωνα. Ο Καμπανέλα κυνηγήθηκε από την Καθολική Εκκλησία, την Ισπανική Μοναρχία και την Ιερά Εξέταση. Δικάστηκε στην Ιταλία για συνωμοσία με σκοπό την εγκαθίδρυση κομμουνιστικής κοινοπολιτείας. «Σαν εξαφανίζεται η φιλαυτία, απομένει μόνο η αγάπη για τα κοινά», έλεγε. Η «Ηλιούπολη» αποτελεί την ιδανική πόλη όπου συνυπάρχουν μια ιδιότυπη θεοκρασία κι ένας πρώιμος κομμουνισμός. Στην ιδεώδη αυτή δημοκρατία διοικούν οι πεφωτισμένοι του Λόγου του Θεού κι η εργασία κάθε ανθρώπου αποσκοπεί στο καλό όλης της κοινότητας. Δεν υπάρχει ατομική ιδιοκτησία, αδικαιολόγητος πλούτος ή φτώχεια. Μέτρο πάντων είναι η Αστρολογία.


Libertatia
Παρά την εικόνα που έχει καλλιεργηθεί για τους πειρατές, τα περισσότερα πειρατικά πλοία του 18ου αιώνα ήταν πλωτές δημοκρατίες. Οι αποφάσεις λαμβάνονταν από το σύνολο του πληρώματος και μερικά μάλιστα είχαν συντάξει καταστατικούς χάρτες. Γύρω στα 1670, πειρατές υπό την ηγεσία του θρυλικού πειρατή Captain Mission ίδρυσαν στη Μαδαγασκάρη την ελευθεριακή, πολυεθνική και πολυφυλετική κοινότητα. Ο πειρατής της Ουτοπίας, όπως ονομάστηκε ο Mission, γεννημένος στην Προβηγκία, κατατάχτηκε εθελοντής στο γαλλικό ναυτικό για να ταξιδέψει και να γνωρίσει τον κόσμο. Όταν έφτασε στη Ρώμη, αηδιασμένος από την παρακμή της παπικής αυλής, κατέληξε να πιστεύει πως όλες οι θρησκείες δεν είναι παρά το χαλινάρι στη σκέψη των απλών ανθρώπων. Με τον δομινικανό ιερέα Caraccioli, που είχε κουραστεί να παρατηρεί την ιδιοτέλεια και τη διαφθορά του κλήρου, έγιναν αχώριστοι φίλοι και μπάρκαραν στο γαλλικό πλοίο Victoire. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού οργάνωναν στο πλοίο συζητήσεις στις οποίες σταδιακά άρχισαν να συμμετέχουν όλοι οι ναυτικοί. Ο Caraccioli σαγήνευε τους ναυτικούς και άρχισε να αναπτύσσει θεωρίες κατά της Εξουσίας και να διακηρύσσει στους ναυτικούς ότι κάθε άνθρωπος γεννήθηκε ελεύθερος και έχει τα ίδια δικαιώματα στα μέσα συντήρησής του, όπως και στον αέρα που αναπνέει. Όταν σε μια ναυμαχία σκοτώθηκαν ο πρώτος και δεύτερος καπετάνιος του Victoire το πλήρωμα εξέλεξε τον Mission για καπετάνιο. Εκείνος διακήρυξε πλήρη ισότητα, κατάργηση της δουλείας, των βασανιστηρίων και της θανατικής ποινής. Αναγνώριζε το δικαίωμα της ανεξιθρησκίας και κήρυττε πόλεμο σε κάθε μορφή τυραννίας. Αντί να υψώσουν μαύρη πειρατική σημαία στο κατάρτι ύψωσαν λευκή σημαία που έγραφε LIBERTATIA.

Τα χρήματα του πληρώματος τα έβαλαν σε κοινό σεντούκι και υποσχέθηκαν αδελφική αγάπη χωρίς έριδες. Ο καπετάνιος Mission ενημέρωσε το πλήρωμα ότι πλέον θα έβρισκαν ελάχιστους φίλους, γιατί οι περισσότεροι «χορεύουν με τη μουσική των αλυσίδων τους». To Victoire κούρσεψε πολλά πλοία μεταξύ των οποίων πολλά δουλεμπορικά, από τα οποία οι δούλοι απελευθερώνονταν, μια και κανένας άνθρωπος δεν έχει εξουσία πάνω στην ελευθερία των άλλων και η πώληση ανθρώπων από αυτούς που πρεσβεύουν ότι είναι χριστιανοί αποδεικνύει ότι η θρησκεία τους είναι καρικατούρα. Μετά από πολλές πειρατείες αποφάσισαν να κτίσουν στη Μαδαγασκάρη μιαν οχυρωμένη πόλη που θα ήταν το ορμητήριό τους. Την νέα τους πατρίδα την ονόμασαν LIBERTATIA και ο καθένας απαρνήθηκε την εθνικότητά του για να ονομασθεί LIBERI. Η αρχή του τέλους για την ουτοπική αυτή αποικία έφτασε όταν προδόθηκε από δυο ναύτες του. Δέχτηκε την επίθεση Πορτογάλων και άρχισαν οι έριδες μεταξύ τους. Η γη, τα ζώα και ο θησαυρός μοιράσθηκαν. Εκείνοι που περιέφραξαν περισσότερη γη από αυτή που μπορούσαν να καλλιεργήσουν είχαν πια την έγκριση να μισθώνουν LIBERI. Τη χαριστική βολή την έδωσαν ιθαγενείς υποκινούμενοι από Άγγλους γύρω στο 1690. Όταν ο Captain Mission προσπάθησε να διαφύγει, το πλοίο του βυθίστηκε αύτανδρο. Ο θρύλος, όμως, συνεχίζεται.


Η Χώρα του Ποτέ
Ένα νησί όπου τα παιδιά ποτέ δεν μεγαλώνουν και ζουν απίθανες περιπέτειες. Μια ουτοπία της παιδικής ηλικίας που αρνείται να περάσει. Η Χώρα του Ποτέ είναι το μέρος που κατοικεί ο Πήτερ Παν (ο οποίος παίζει τον αυλό του Πανός, εξ ου και τ’ όνομα). Η μικροσκοπική νεράιδα Τίνκερ Μππελ είναι ερωτευμένη μαζί του κι εκείνος είναι μαζί της και μαζί με την συμμορία των «Χαμένων Παιδιών». Είναι η οικογένεια των παιδιών χωρίς οικογένεια. Μπορεί να κρατήσει η παιδική ηλικία για πάντα; Αυτό είναι το καίριο ερώτημα του θεατρικού συγγραφέα Τζ. Μπάρυ στο βιβλίο του αυτό. Ο Πήτερ Παν μπαίνει στο δίλημμα, όταν γνωρίζει την όμορφη Ντάρλινγκ.
Πάντα μια Ουτοπία διαδέχεται μιαν άλλη.


ΕΣΣΔ (1917-1991)
Η Ρώσικη Επανάσταση ήταν μία σειρά από μεγάλα ιστορικά γεγονότα που συνέβησαν στη Ρωσία το έτος 1917 κι επηρέασαν καθοριστικά ολόκληρη την Νεότερη Παγκόσμια Ιστορία. Ονομάστηκε Οκτωβριανή καθώς κορυφαία πράξη υπήρξε η κατάληψη των χειμερινών ανακτόρων της Πετρούπολης (25 Οκτώβρη 1917).

Την ημέρα αυτή εγκαθιδρύεται το καθεστώς των μπολσεβίκων του Λένιν. Η «μεγάλη σοβιετική πατρίδα» είναι αυτή που κατάφερε να νικήσει τις χιτλερικές ορδές. Είναι εκείνη που έστειλε για πρώτη φορά τον άνθρωπο στο Διάστημα.
Ωστόσο, ο σοσιαλισμός με ανθρώπινο πρόσωπο να γίνει η ατμομηχανή της ιστορίας μετετράπη σε σταλινική βαρβαρότητα. Η Οκτωβριανή επανάσταση ξεκίνησε ως η μεγαλύτερη ελπίδα της μη προνομιούχου ανθρωπότητας και κατέληξε ως η τραγικότερη διάψευση του 20ού αιώνα.



Σουρρεαλισμός
Πάνω και πέρα από την πραγματικότητα. Καλλιτεχνικό κίνημα αναπόσπαστα δεμένο με τον μεσοπόλεμο και συμπορευόμενο κοινωνικών, πολιτικών, επιστημονικών, φιλοσοφικών γεγονότων από τα οποία δέχεται πολλές επιρροές.
Εμφανίστηκε στο Παρίσι μετά τον Ντανταϊσμό. Κεντρική φυσιογνωμία ο Αντρέ Μπρετόν (Μανιφέστο Σουρρεαλισμού 1924). Αρνιόταν την αντικειμενική πραγματικότητα και εξέταζε απίθανες πιθανότητες, παιχνίδιζε με εναλλακτικές λογικές ή με την έλλειψη κάθε ορθολογισμού με τη γοητεία του τυχαίου. Κομμάτι του ήταν η εξερεύνηση του ασυνείδητου, η εξέταση της ψυχής απομονωμένης από τον υλικό κόσμο, μέσω ονείρων, αυτοματισμού κλπ.

Οι ψυχαναλυτικές θεωρίες του Freud και τα πολιτικά ιδεώδη του μαρξισμού αποτέλεσαν γερή βάση για την εδραίωση κι εξέλιξή του. Παρ’ ότι απεχθάνονταν την εμπορευματοποίηση, οι απόψεις τους χρησιμοποιήθηκαν σε ακριβώς αντίθετους σκοπούς.

Ο Μπρετόν στηριζόμενος στην οιδιπόδεια απάντηση στη Σφίγγα (κι αργότερα χρησιμοποιώντας παρόμοια λογική ο Σεφέρης στον λόγο του στα βραβεία Νόμπελ): «Ο Άνθρωπος είναι η απάντηση όποια κι αν είναι η ερώτηση».


Η Ουτοπία της εξουσίας
Ο μηχανισμός της ουτοπίας διαχειρίζεται το αδύνατο ως δυνατό. Συλλαμβάνει το ανέφικτο και προσπαθεί να το υλοποιήσει. Οι ουτοπιστές (κατά Καρούζο «τολμητίες του ανυπόστατου») θα υπάρχουν μέχρι να πραγματωθεί η αταξική κοινωνία.
Το «τέλος της Ιστορίας» είναι η ουτοπία της Εξουσίας. Το όνειρό της για το τέλος των κοινωνικών αντιστάσεων. Ένας εξορκισμός απέναντι στην ελευθερία και τη δημοκρατία. Η Εξουσία θα είναι πάντα ανασφαλής απέναντι στην Ουτοπία. Αλλά πολλές φορές θα προσπαθήσει να την εντάξει στο σύστημα της νομιμοποίησής της καθιστώντας την μια θεμιτή εναλλακτική αποδυναμώνοντάς την έτσι.


Ισπανία (1936)
Ποτέ άλλοτε όραμα για μιαν «ελευθεριακή κοινωνία βασισμένη στη συγγνένεια της εργασίας» δε βρέθηκε τόσο κοντά στην πραγματικότητα. Πρωταγωνιστές της ισπανικής επανάστασης ήταν αναρχικοί που μέσα από τις αντιξοότητες του εμφυλίου πολέμου μπόρεσαν να πραγματοποιήσουν την κολεκτιβοποίηση εθελοντικά (εκούσια, κι όχι αναγκαστικά) στις αγροτικές και βιομηχανικές περιοχές.
Κλειδί για τα επιτεύγματα η δουλειά των συνδικάτων της CNT από το 1910. Η Βαρκελώνη γίνεται η πρώτη αναρχική πόλη στην ιστορία. Τραγικότερη στιγμή του εμφυλίου, ο βομβαρδισμός της Γκερνίκα. Το «σύντομο καλοκαίρι της αναρχίας», η ζωντανή ουτοπία του 20ού αιώνα, έπεσε θύμα του σταλινικού και μετά του φασιστικού χειμώνα του Φράνκο.


Ο εφιάλτης της Ουτοπίας
Ο Κοινωνικός Δαρβινισμός είναι ιδεολογικο-πολιτική παρερμήνευση της θεωρίας της Εξέλιξης των Ειδών. Διατυπώθηκε πρώτη φορά από τους Τόμας Μάλθους και Χέμπερτ Σπένσερ, που με βάση τα κείμενα του Λαμάρκ, ισχυρίζονται ότι τα προσωπικά και κοινωνικά προβλήματα κληρονομούνται. Η φτώχεια και λοιπές κοινωνικές ασθένειες είναι αποτέλεσμα γονιδίων. Οι φυλές χωρίζονται σε ανώτερες και κατώτερες.
Χίτλερ, «φυλετική υγιεινή», νόμοι Νυρεμβέργης, πρόγραμα Τ4, «αγνότητα του Γερμανικού αίματος»: η βιοϊατρική απάτη περί φυλετικής καθαρότητας, η πιο σκοτεινή και πιο εφιαλτική πλευρά της «ουτοπίας».


American Dream
Το αμερικανικό όνειρο ενσαρκώνει ουσιαστικά τον καπιταλιστικό παράδεισο, την κοινωνία της Αφθονίας, αναφέρεται στην χώρα της ευκαιρίας για τον καθένα ανεξάρτητα από καταγωγή και κοινωνική τάξη, με κατεύθυνση την επιτυχία κι ευημερία. Ανταγωνιστική εργασία, κέρδος, εμπόριο, η εκμετάλλευση της υπεραξίας ανάμεσα στην πρωτογενή παραγωγή και το τελικό προϊόν, ουσιαστικά στοιχεία του Καπιταλισμού.

Τα υλικά αγαθά έγιναν προσιτά στον μεγάλο πληθυσμό χάρη στη μαζική παραγωγή, η επιστήμη, η τεχνολογία αναπτύχθηκαν, η επικοινωνία, η πληροφορία απέκτησαν τεράστια δύναμη.

Ωστόσο, όλο αυτό είχε τεράστιο αντίκτυπο στη φύση και τον πλανήτη με την καταστροφή πολλών οικοσυστημάτων και της πολιτστικής παράδοσης των λαών.
Η διαφήμιση άγγελος και προφήτης, τέχνη εξιδανίκευσης του προϊόντος που το ταυτίζει με την επιθυμία, ο δέκτης επηρεάζεται διαρκώς από αυτή την μονομερή επικοινωνία, το εμπόρευμα γίνεται θέαμα, ένας τεχνητός παράδεισος που η κατανάλωση αποτελεί τη λύση σε κάθε επιθυμία. Ο άνθρωπος διαρκώς επιθυμεί και καταναλώνει, εξομοιώνται με τα υλικά αντικείμενα.

Οι μεγάλες προσδοκίες για συνεχή κατανάλωση κάποια στιγμή μοιραία φέρνουν την κατάρρευση, την φτώχεια, τη δυστυχία. Τα αναπόφευκτα όρια του υλισμού.


Τσιάπας
Το 1994 σε ολόκληρο το Νότιο Μεξικό με επίκεντρο την επαρχία Τσιάπα, οι ιθαγενείς ινδιάνοι Μάγια ξεσηκώνονται ζητώντας γη-τροφή-υγεία-εκπαίδευση από την κυβέρνηση. Πήραν το όνομά τους από τον Εμιλιάνο Ζαπάτα, ηγέτη της μεξικανικής επανάστασης του 1910.

Ηγέτης κι εκπρόσωπος του στρατού των Ζαπατίστα για εθνική απελεύθερωση (EZLN) ο κομαντέντε Μάρκος ο οποίος μέσω του διαδικτύου κάνει γνωστό τον αγώνα τους σε όλο τον κόσμο. Διδάσκει τη σημασία της ανεκτικότητας και του σεβασμού στην διαφορετικότητα.

Απορρίπτουν συμφωνίες με την κυβέρνηση και δημιουργούν «αυτόνομους δήμους και κοινότητες», οι οποίες λειτουργούν ακόμη και σήμερα με βάση την ιδεολογία τους που ονομάζεται Ζαπατίσμο (παραδοσιακές αρχές των Μάγια με στοιχεία μαρξισμού, ελευθεριακού σοσιαλισμού κι αυταρχισμού).

Οι κοινότητες αυτές είναι αυτο-οργανωμένες, λειτουργούν αμεσοδημοκρατικά και η ζώσα ουτοπία του Μεξικού.


Τεχνητοί Παράδεισοι
Το φουσκωμένο ταβάνι της Αφθονίας, στα ευημερούντα 60’s, έσκασε μαζί με τα κινήματα της νεολαίας εκείνης της εποχής. Η πάλη των γενεών «διαδέχεται» την πάλη των τάξεων. Η εξέγερση ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ, το κίνημα των hippies άσκησαν έμπρακτη κριτική απέναντι στη βιομηχανία του πολέμου και σε μια κοινωνία όπου κυριαρχεί η σκληρότητα, η μοναξιά, το ατομικό συμφέρον κι απουσιάζει η φύση.

Την ίδια εποχή ο Άλντους Χάξλεϋ μιλούσε για τις «Πύλες της Ενότητας», ο Τίμοθυ Λίρι εξερευνούσε νέες μορφές συνείδησης μέσω παραισθησιογόνων ουσιών και ο Κάρλος Καστανέντα δίδασκε τη τελετουργία των σαμάνων. Πολλοί πειραματίστηκαν με τους χημικούς παράδεισους ψάχνοντας την υπέρβαση.

Η μπήτνικ και ροκ μυθολογία έστρωνε ένα λουλουδάτο χαλί που συναντούσε τα οράματα των σουρρεαλιστών, αλλά την ίδια στιγμή το εμπόριο ναρκωτικών άνοιγε τα πλοκάμια του παντού. Οι πόλεις της Δύσης γέμισαν με «ζόμπι» που εξαθλιώνονταν για μια δόση (μια κατάσταση που προκαλούταν κι επιτεινόταν κυρίως από την περιθωριοποίηση των ανθρώπων αυτών).


Η Ευτυχία δεν είναι κάτι που αρκεί να καταναλώσεις για να το έχεις!


Οικοτοπία
Οι ουτοπικές αφηγήσεις μιλάνε για έναν αρχέγονο παράδεισο πριν την έναρξη του Χρόνου. Ο Ρουσσώ μιλά για την επιστροφή στις ρίζες εκείνες, όπου εκεί όλα είναι εναρμονισμένα με τη φύση και τον νόμο του θεού. Οι Ρομαντικοί του 19ου μιλούν για την Αρκαδία, έναν εύφορο τόπο βουκόλων και ποιητών.

Στο μυαλό μας πάντα ένας απολεσθείς παράδεισος (η μήτρα της μάνας ή μια αρχέγονη κατάσταση διαβίωσης πριν την ανακάλυψη της γεωργίας και κτηνοτροφίας).



Ερωτοπία
Μήπως η πραγματική ουτοπία βρίσκεται εντός μας; Μήπως ο έρωτας είναι η ουτοπία του καθημερινού ανθρώπου; Ένας ακατάστατος νεαρός (κατά Πλάτωνα) γιος του Πόρου (πλούτου) και της Πενίας (φτώχειας). Άστεγος, σκανδαλιάρης, απρόβλεπτος.
Χωρίς τον Έρωτα δεν υπάρχει ζωή.


Πρώτη δημοσίευση:
Πάστα Φλώρα / 2017

Πιστεύεις στον χρόνο;



Πολλοί υποστηρίζουν ότι ο ελεύθερος χρόνος είναι ένα διαχρονικό φαινόμενο. Αντίθετα με αυτό, πολλές κοινωνιολογικές θεωρίες (παρά τις όποιες διαφορές τους) συμφωνούν σε ένα κοινό σημείο: ο ελεύθερος χρόνος, ως κοινωνικός χρόνος που ορίζεται από την δυνατότητα να παράγουμε περισσότερο δουλεύοντας λιγότερο, εμφανίζεται και συστηματοποιείται αυστηρά ως προϊόν των βιομηχανικών και μετα-βιομηχανικών κοινωνιών αποκτώντας τα κύρια χαρακτηριστικά του κατά την μεταπολεμική «περίοδο της αφθονίας» (1946-1975).

Στις αρχαϊκές κοινωνίες, τόσο η εργασία όσο και η αδράνεια, αλλά και το παιχνίδι και η γιορτή, εγγράφονται στον φυσικό κύκλο της εναλλαγής εποχών και ημερών και ρυθμίζονται από την φυσική αναγκαιότητα. Ο ήλιος σήμαινε τη μέρα, το φεγγάρι τη νύχτα και η κίνησή τους διέγραφε έναν κύκλο που προσδιόριζε τις φάσεις της γεωργικής και θρησκευτικής δραστηριότητας. Η φύση ήταν εκείνη που προσδιόριζε την αντίληψη για την εξέλιξη, τη διάρκεια και τη μέτρηση του χρόνου.

Η ημέρα διαδέχεται την νύχτα, η μία εποχή την άλλη, έτσι και κάθε πράγμα ή γεγονός επανεμφανίζεται μετά από ένα μεγαλύτερο ή μικρότερο χρονικό διάστημα. Κατ’ αναλογία προς αυτή την κίνηση, ο άνθρωπος υποθέτει πως και το παρελθόν, από το οποίο δεν διατηρεί καμία μνήμη, επανέρχεται υπακούοντας σε μια κυκλική κίνηση που επεκτείνεται στο άπειρο, μια κίνηση δίχως αρχή και τέλος. Σ’ αυτό το πλαίσιο ο μέλλων χρόνος είναι απειλητικός. Δεν έχει νόημα παρά σαν μιαν επανάληψη, μιαν «αιώνια επιστροφή του παρελθόντος χρόνου». Ο αρχαϊκός άνθρωπος αρνούμενος να αναγνωρίσει την μνήμη ως αξία, αρνείται ουσιαστικά το παρελθόν και κατά συνέπεια, αδυνατεί να θεωρη΄σει τον εαυτό του ιστορική ύπαρξη. Στις τελετές και τις γιορτές του, καθώς και σε ολόκληρη την καθημερινή του ζωή, διακρίνουμε μια «θέληση απαξίωσης του χρόνου», πράγμα που σημαίνει πως «αν δεν του δώσουμε καμία προσοχή, ο χρόνος δεν υπάρχει».

Σ΄αυτές τις κοινωνίες, εργασία και σχόλη αποτελούν δραστηριότητες που, μολονότι, διαφοροποιούνται ως προς τους σκοπούς τους, έχουν κοινές σημασίες και βιώνονται αδιαφοροποίητα από τα μέλη της ανθρώπινης κοινότητας. Σ’ αυτές τις περιστάσεις, όπου πάσης φύσεως δραστηριότητες επιβάλλονται από την φυσική αναγκαιότητα (σπανιότητα αγαθών, επιδημίες, φυσικές καταστροφές κλπ), όσο και από το τυπικό της λατρείας, μια «ελεύθερη αυτορρύθμιση» εργασίας και αδράνειας, μόχθου και ευωχίας είναι μάλλον αδιανόητη.

Σε αυτές τις κοινωνίες, όπως άλλωστε και στις προβιομηχανικές κοινωνίες της ιστορικής περιόδου, η εργασία είναι μια δραστηριότητα έντονη, κοπιώδης, και σκληρή που στις καλές εποχές διαρκεία από την ανατολή ως τη δύση του ηλίου.

Έτσι παρόλο που υποστήριζεται πως οι προβιομηχανικές κοινωνίες διαθέτουν πάνω από 150 ημέρες το χρόνο δίχως εργασία, θεωρούμε την έννοια του ελεύθερου χρόνου μεθολογικά ακατάλληλη για να περιγράψει μια αδράνεια που επιβάλλεται στους αγρότες και τους τεχνίτες της εποχής, συχνά ενάντια στις ίδιες τις επιθυμίες τους, από την τεχνολογική υπανάπτυξη, τη φυσική αναγκαιότητα και την εκκλησία.

Σ’ αυτή την προβιομηχανική περίοδο ό,τι δεν είναι χειρωνακτική εργασία ή θρησκευτικό καθήκον καταδικάζεται ως οκνηρία ή ακόμη χειρότερα ως acedia, μεγάλο αμάρτημα. Αυτό δε σημαίνει βέβαια την ανυπαρξία ομάδων που διαθέτουν ελεύθερο χρόνο και μάλιστα άφθονο. Στην αρχαιότητα οι ελεύθεροι πολίτες (άρρενες κυρίως), στον Μεσαίωνα η οοκνηρία αποτελεί προνόμιο των κληρικών και των ευγενών που αφοσιώνονται στην προσευχή και στον πόλεμο, ενώ από το 1000 μΧ καθιερώνεται η γεωργική τάξη που ασχολείται κυρίως με την εργασιακή δραστηριότητα. Μόνο προς το τέλος του 12ου αιώνα η εργασία αναγορεύεται σε κοινωνική εργασία που τη διεκδικούν κληρικοί κι ευγενείς.

Μετά τον 12ο αιώνα, με την ανάπτυξη του εμπορίου και της τεχνικής, την εμφάνιση των πόλεων και των νέων επαγγελμάτων, παρατηρείται μια αλλαγή στις αναπαραστάσεις του χρόνου. Ο χρόνος δεν φοβάται το μέλλον ούτε εναποθέτει εαυτόν στα χέρια του Θεού. Πρόκειται για τον χρόνο που ο Γάλλος ιστορικός Λε Γκοφ αποκαλεί «χρόνο των εμπόρων».

Το αντιθετικό ζεύγος εργασία/σχόλη κάνει για πρώτη φορά την εμφάνισή του με το στοιχειώδες δικαίωμα των εργαζομένων στην ανάπαυση και την αναψυχή. Οι εργαζόμενοι αμείβονται με πενιχρούς μισθούς και κάνουν τα πάντα για να «ξεκλέψουν» χρόνο.

Χρειάστηκε να φτάσουμε στο τελευταίο τρίτο του 18ου αιώνα, δηλαδή στις απαρχές της βιομηχανικής επανάστασης, για να αλλάξουν ριζικά όλοι οι τομείς της ζωής και κατ’ επέκταση οι αναπαραστάσεις του χρόνου. Αστικοποίηση και η εμφάνιση της τάξης των εργατών έρχονται στο προσκήνιο της ιστορίας. Κύριο χαρακτηριστικό της νέας αυτής ιστορικής περιόδου είναι οι αλλεπάλληλες τεχνικές επαναστάσεις και η χρησιμοποίηση νέων πηγών ενέργειας που έχουν αποτέλεσμα την οικονομική ανάπτυξη και την αύξηση της παραγωγικότητας.

Η βιομηχανική επανάστασης, λοιπόν, πέρα από την τεχνική πρόοδο, σηματοδοτεί αλλαγές σε όλους τους τομείς, όπως για παράδειγμα στην εκπαίδευση που μετατρέπεται σε απαραίτητη συνθήκη για την εφαρμογή των τεχνικών και των επιστημονικών ανακαλύψεων ή την εμφάνιση μιας νέας αντίληψης για το χρήμα, που το «νέο έθος» της εποχής προωθώντας το ατομικιστικό πνεύμα, την αξία του επαγγέλματος και την ασκητική αλλά εγκόσμια προσπάθεια απόκτησης του «ευλογημένου από τον ίδιο τον Θεό» κέρδους, αναγορεύει το χρήμα σε αξία.

Μια ακόμη μεγάλη αλλαγή είναι εκείνη που αφορά την κυρίαρχη αναπαράσταση του χρόνου. Μία από τις μεγαλύτερες εφευρέσεις της εποχής, μαζί με την ατμομηχανή, είναι και το ρολόι, μια «μηχανή χρόνου» που γίνεται η καρδιά της επιχειρηματικής δραστηριότητας, της εκβιομηχάνισης και της παραγωγής. Δεν είναι μια απλή πηγή πληροφόρησης ή ένα έμβλημα εξουσίας, μα το παράδειγμα προς το οποίο τείνουν να εξομοιωθούν όλες οι μηχανές, καθώς η ακριβής μέτρηση του χρόνου έχει ιδιαίτερη σημασία για τον καλύτερο και τον συστηματικότερο έλεγχο της εργασίας με στόχο της μέγιστη αποδοτικότητα.

Ο χρόνος αποκτά μια διάσταση που δεν εξαρτάται από τη φυσική αναγκαιότητα, αλλά από την παραγωγή. Έχουμε πλέον τον «βιομηχανικό χρόνο», που χαρακτηρίζεται από κανονικότητα και ακρίβεια. Είναι γραμμικός και ανεπίστρεπτος, ποσοτικός και συσσωρευτικός, ενιαίος και μετρήσιμος. Αυτός ο νέος χρόνος προσδιορίζει νέες συμπεριφορές που δηλώνουν ότι ο άνθρωπος ανήκει τόσο στο παρελθόν όσο και στο μέλλον.

«Δείγμα του ότι ο άνθρωπος δε φοβάται πια το μέλλον, αλλά το υπολογίζει είναι πως μόλις αρχίσει να εργάζεται, αρχίζει να πληρώνει και για τη σύνταξη», γράφει ο ιστορικός και κοινωνιολόγος William Grossin.

Σε αυτή τη βάση τα πάντα είναι μετρήσιμα και ανταλλάξιμα. η νέα ρύθμιση του χρόνου θα αλλάξει ριζικά τις αντικειμενικές συνθήκες οργάνωσης της εργασίας και θα επιδράσεις καθοριστικά στην ίδια την υποκειμενική εμπειρία


Πηγές:
.– Eliade M., Le mythe de l’eternel retour, Gallimard, 1969
– Eliade M., Le sacre et la profane, Gallimard/Idees, 1965 (1957)
– Cazeneuve J., La mentalite archaique, 1961
– Κορωναίου Α., Κοινωνιολογία του ελεύθερου χρόνου, Νήσος, 1996
– Weber M., Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού (Κάλβος, 1993)
– Κορωναίου Α., Κοινωνιολογία του ελεύθερου χρόνου, Νήσος, 1996
– Attali J., Histoire du temps, 1982


Πρώτη κοινοποίηση:
Πάστα Φλώρα / Οκτώβρης 2016
ανακατεύθυνση στο πρωτότυπο εδώ

Ορατών τε πάντων και αοράτων



Κάθε τι είναι μια ψευδαίσθηση μοναδική, σχεδόν απροσπέλαστη, χωρίς “θρυλικές κερκόπορτες” απ’ όπου θα γλιστρήσουν οι πορθητές της. Το πολύ πολύ να τη μοιραστούν δυο άνθρωποι στη μεταξύ τους σχέση. Ακόμη και που με βλέπεις (εμένα και τον κάθε εμένα), οι άνθρωποι, τα σπίτια, ο ουρανός, η φύση, κάθε τι μικρό και μεγάλο είναι κάτι που κατασκεύασε ο εγκέφαλός σου βάσει των αισθητηρίων οργάνων και βάσει του πώς “μικροί κεραυνοί” (ήτοι νευρικές ώσεις στους νευρώνες του νευρικού σου συστήματος) το μετέφεραν σε αυτόν και δόμησαν το κάθε τι σε εικόνα, ήχο, μυρωδιά, αφή και λοιπές αισθήσεις.

Αν ξέρουμε ότι δεν είμαστε αυτό που φαινόμαστε κι αυτό που δείχνουμε, μια και υπάρχει ένα τεράστιο ποσοστό σιωπής σε έργα και σε λόγια (και γιατί δεν θέλουμε και γιατί δε μας δίνεται η ευκαιρία και γιατί δε μας δίνονται τα εργαλεία για να εκφραστούμε), τότε το “αόρατό” μας μάς καταδυναστεύει. Αυτό που δεν είμαστε κατακλύζει αυτό που πιστεύουμε πως είμαστε. Το “ανύπαρκτό” μας (ως φυσική συνέχεια του “είμαι, άρα υπάρχω”, που βάσει του συλλογισμού μας γίνεται “δεν είμαι -περισσότερο από όσο είμαι- και άρα δεν υπάρχω -περισσότερο από όσο υπάρχω”) είναι ή χαμένο στη μνήμη (ή στη φαντασία που μπλέκει μαζί της) ή στο μέλλον (και στη φαντασία που μπλέκει μαζί του) ή στο ανέκφραστο (λόγω των παραπάνω αδυναμιών) που φυσικοποιεί τις αυθαιρεσίες των άλλων πάνω σ’ εμάς: τα καρφιά της σταύρωσής μας είναι δικά τους, η απιστία μέχρι να δουν τα σημάδια δικά τους, ο σταυρός δικός τους, η θρησκεία που μάς περιβάλλουν με πίστες, δόγματα, αλήθειες, πρεπά κλπ είναι δικά τους κι εν τέλει οι κρυφές στιγμές, οι σχεδόν μυστικιστικές (πέρα από μυστικές) στιγμές αγωνίας κι αγώνα μένουν απροσπέλαστα σε μια δική μας ψευδαίσθηση, λοιπόν.

Δεν είμαστε ορθολογιστές, αλλά εκλογικεύουμε τις συμπεριφορές μας βάσει του ποιοι πιστεύουμε πως είμαστε. Δεν είμαστε ανόσιοι, αλλά ανοσοποιημένοι απέναντι στις πληροφορίες που μας διαψεύδουν. Το συμφέρον μετατρέπεται σε δίκαιο.

Ναι, μπορεί να πιστεύω πως όλα είναι μάταια, αλλά αυτή η ματαιότητα δεν στιγματίζει τίποτε, παρά μια βαθιά (αν και από “θετική επιστήμη” ορμώμενη) ανθρωπιστική αντιμετώπιση του κόσμου κυοφορεί: οι ευκαιρίες της “ανθρωποφάνειας” (κατά την θεοφάνεια) είναι άπειρες και απαιτείται να είμαστε σε ετοιμότητα. Αυτή είναι η βάση της αφοσίωσης κι αφιέρωσης σε κάποιον και κάποια ή κάποιες και κάποιες, αυτή είναι η βάση της αγάπης, που ίσως και να την ξεπερνά. Γιατί αυτός είναι ο στόχος της αγάπης και κάθε αισθήματος που ορίσαμε στον κόσμο και μας ορίζει: να το ξεπεράσουμε, να μη μας καλύπτει πια, να αποτελεί εργαλεία αυτο-διάψευσης, να φτάνει να μην πληροί, να έχει ένα “αόρατο” μεγαλύτερο του “ορατού” και να συνεχίζουμε.


Πρώτη κοινοποίηση:
Πάστα Φλώρα / 25 Σπετεμβρίου 2016