Τρίτη 2 Οκτωβρίου 2018

Πιστεύεις στον χρόνο;



Πολλοί υποστηρίζουν ότι ο ελεύθερος χρόνος είναι ένα διαχρονικό φαινόμενο. Αντίθετα με αυτό, πολλές κοινωνιολογικές θεωρίες (παρά τις όποιες διαφορές τους) συμφωνούν σε ένα κοινό σημείο: ο ελεύθερος χρόνος, ως κοινωνικός χρόνος που ορίζεται από την δυνατότητα να παράγουμε περισσότερο δουλεύοντας λιγότερο, εμφανίζεται και συστηματοποιείται αυστηρά ως προϊόν των βιομηχανικών και μετα-βιομηχανικών κοινωνιών αποκτώντας τα κύρια χαρακτηριστικά του κατά την μεταπολεμική «περίοδο της αφθονίας» (1946-1975).

Στις αρχαϊκές κοινωνίες, τόσο η εργασία όσο και η αδράνεια, αλλά και το παιχνίδι και η γιορτή, εγγράφονται στον φυσικό κύκλο της εναλλαγής εποχών και ημερών και ρυθμίζονται από την φυσική αναγκαιότητα. Ο ήλιος σήμαινε τη μέρα, το φεγγάρι τη νύχτα και η κίνησή τους διέγραφε έναν κύκλο που προσδιόριζε τις φάσεις της γεωργικής και θρησκευτικής δραστηριότητας. Η φύση ήταν εκείνη που προσδιόριζε την αντίληψη για την εξέλιξη, τη διάρκεια και τη μέτρηση του χρόνου.

Η ημέρα διαδέχεται την νύχτα, η μία εποχή την άλλη, έτσι και κάθε πράγμα ή γεγονός επανεμφανίζεται μετά από ένα μεγαλύτερο ή μικρότερο χρονικό διάστημα. Κατ’ αναλογία προς αυτή την κίνηση, ο άνθρωπος υποθέτει πως και το παρελθόν, από το οποίο δεν διατηρεί καμία μνήμη, επανέρχεται υπακούοντας σε μια κυκλική κίνηση που επεκτείνεται στο άπειρο, μια κίνηση δίχως αρχή και τέλος. Σ’ αυτό το πλαίσιο ο μέλλων χρόνος είναι απειλητικός. Δεν έχει νόημα παρά σαν μιαν επανάληψη, μιαν «αιώνια επιστροφή του παρελθόντος χρόνου». Ο αρχαϊκός άνθρωπος αρνούμενος να αναγνωρίσει την μνήμη ως αξία, αρνείται ουσιαστικά το παρελθόν και κατά συνέπεια, αδυνατεί να θεωρη΄σει τον εαυτό του ιστορική ύπαρξη. Στις τελετές και τις γιορτές του, καθώς και σε ολόκληρη την καθημερινή του ζωή, διακρίνουμε μια «θέληση απαξίωσης του χρόνου», πράγμα που σημαίνει πως «αν δεν του δώσουμε καμία προσοχή, ο χρόνος δεν υπάρχει».

Σ΄αυτές τις κοινωνίες, εργασία και σχόλη αποτελούν δραστηριότητες που, μολονότι, διαφοροποιούνται ως προς τους σκοπούς τους, έχουν κοινές σημασίες και βιώνονται αδιαφοροποίητα από τα μέλη της ανθρώπινης κοινότητας. Σ’ αυτές τις περιστάσεις, όπου πάσης φύσεως δραστηριότητες επιβάλλονται από την φυσική αναγκαιότητα (σπανιότητα αγαθών, επιδημίες, φυσικές καταστροφές κλπ), όσο και από το τυπικό της λατρείας, μια «ελεύθερη αυτορρύθμιση» εργασίας και αδράνειας, μόχθου και ευωχίας είναι μάλλον αδιανόητη.

Σε αυτές τις κοινωνίες, όπως άλλωστε και στις προβιομηχανικές κοινωνίες της ιστορικής περιόδου, η εργασία είναι μια δραστηριότητα έντονη, κοπιώδης, και σκληρή που στις καλές εποχές διαρκεία από την ανατολή ως τη δύση του ηλίου.

Έτσι παρόλο που υποστήριζεται πως οι προβιομηχανικές κοινωνίες διαθέτουν πάνω από 150 ημέρες το χρόνο δίχως εργασία, θεωρούμε την έννοια του ελεύθερου χρόνου μεθολογικά ακατάλληλη για να περιγράψει μια αδράνεια που επιβάλλεται στους αγρότες και τους τεχνίτες της εποχής, συχνά ενάντια στις ίδιες τις επιθυμίες τους, από την τεχνολογική υπανάπτυξη, τη φυσική αναγκαιότητα και την εκκλησία.

Σ’ αυτή την προβιομηχανική περίοδο ό,τι δεν είναι χειρωνακτική εργασία ή θρησκευτικό καθήκον καταδικάζεται ως οκνηρία ή ακόμη χειρότερα ως acedia, μεγάλο αμάρτημα. Αυτό δε σημαίνει βέβαια την ανυπαρξία ομάδων που διαθέτουν ελεύθερο χρόνο και μάλιστα άφθονο. Στην αρχαιότητα οι ελεύθεροι πολίτες (άρρενες κυρίως), στον Μεσαίωνα η οοκνηρία αποτελεί προνόμιο των κληρικών και των ευγενών που αφοσιώνονται στην προσευχή και στον πόλεμο, ενώ από το 1000 μΧ καθιερώνεται η γεωργική τάξη που ασχολείται κυρίως με την εργασιακή δραστηριότητα. Μόνο προς το τέλος του 12ου αιώνα η εργασία αναγορεύεται σε κοινωνική εργασία που τη διεκδικούν κληρικοί κι ευγενείς.

Μετά τον 12ο αιώνα, με την ανάπτυξη του εμπορίου και της τεχνικής, την εμφάνιση των πόλεων και των νέων επαγγελμάτων, παρατηρείται μια αλλαγή στις αναπαραστάσεις του χρόνου. Ο χρόνος δεν φοβάται το μέλλον ούτε εναποθέτει εαυτόν στα χέρια του Θεού. Πρόκειται για τον χρόνο που ο Γάλλος ιστορικός Λε Γκοφ αποκαλεί «χρόνο των εμπόρων».

Το αντιθετικό ζεύγος εργασία/σχόλη κάνει για πρώτη φορά την εμφάνισή του με το στοιχειώδες δικαίωμα των εργαζομένων στην ανάπαυση και την αναψυχή. Οι εργαζόμενοι αμείβονται με πενιχρούς μισθούς και κάνουν τα πάντα για να «ξεκλέψουν» χρόνο.

Χρειάστηκε να φτάσουμε στο τελευταίο τρίτο του 18ου αιώνα, δηλαδή στις απαρχές της βιομηχανικής επανάστασης, για να αλλάξουν ριζικά όλοι οι τομείς της ζωής και κατ’ επέκταση οι αναπαραστάσεις του χρόνου. Αστικοποίηση και η εμφάνιση της τάξης των εργατών έρχονται στο προσκήνιο της ιστορίας. Κύριο χαρακτηριστικό της νέας αυτής ιστορικής περιόδου είναι οι αλλεπάλληλες τεχνικές επαναστάσεις και η χρησιμοποίηση νέων πηγών ενέργειας που έχουν αποτέλεσμα την οικονομική ανάπτυξη και την αύξηση της παραγωγικότητας.

Η βιομηχανική επανάστασης, λοιπόν, πέρα από την τεχνική πρόοδο, σηματοδοτεί αλλαγές σε όλους τους τομείς, όπως για παράδειγμα στην εκπαίδευση που μετατρέπεται σε απαραίτητη συνθήκη για την εφαρμογή των τεχνικών και των επιστημονικών ανακαλύψεων ή την εμφάνιση μιας νέας αντίληψης για το χρήμα, που το «νέο έθος» της εποχής προωθώντας το ατομικιστικό πνεύμα, την αξία του επαγγέλματος και την ασκητική αλλά εγκόσμια προσπάθεια απόκτησης του «ευλογημένου από τον ίδιο τον Θεό» κέρδους, αναγορεύει το χρήμα σε αξία.

Μια ακόμη μεγάλη αλλαγή είναι εκείνη που αφορά την κυρίαρχη αναπαράσταση του χρόνου. Μία από τις μεγαλύτερες εφευρέσεις της εποχής, μαζί με την ατμομηχανή, είναι και το ρολόι, μια «μηχανή χρόνου» που γίνεται η καρδιά της επιχειρηματικής δραστηριότητας, της εκβιομηχάνισης και της παραγωγής. Δεν είναι μια απλή πηγή πληροφόρησης ή ένα έμβλημα εξουσίας, μα το παράδειγμα προς το οποίο τείνουν να εξομοιωθούν όλες οι μηχανές, καθώς η ακριβής μέτρηση του χρόνου έχει ιδιαίτερη σημασία για τον καλύτερο και τον συστηματικότερο έλεγχο της εργασίας με στόχο της μέγιστη αποδοτικότητα.

Ο χρόνος αποκτά μια διάσταση που δεν εξαρτάται από τη φυσική αναγκαιότητα, αλλά από την παραγωγή. Έχουμε πλέον τον «βιομηχανικό χρόνο», που χαρακτηρίζεται από κανονικότητα και ακρίβεια. Είναι γραμμικός και ανεπίστρεπτος, ποσοτικός και συσσωρευτικός, ενιαίος και μετρήσιμος. Αυτός ο νέος χρόνος προσδιορίζει νέες συμπεριφορές που δηλώνουν ότι ο άνθρωπος ανήκει τόσο στο παρελθόν όσο και στο μέλλον.

«Δείγμα του ότι ο άνθρωπος δε φοβάται πια το μέλλον, αλλά το υπολογίζει είναι πως μόλις αρχίσει να εργάζεται, αρχίζει να πληρώνει και για τη σύνταξη», γράφει ο ιστορικός και κοινωνιολόγος William Grossin.

Σε αυτή τη βάση τα πάντα είναι μετρήσιμα και ανταλλάξιμα. η νέα ρύθμιση του χρόνου θα αλλάξει ριζικά τις αντικειμενικές συνθήκες οργάνωσης της εργασίας και θα επιδράσεις καθοριστικά στην ίδια την υποκειμενική εμπειρία


Πηγές:
.– Eliade M., Le mythe de l’eternel retour, Gallimard, 1969
– Eliade M., Le sacre et la profane, Gallimard/Idees, 1965 (1957)
– Cazeneuve J., La mentalite archaique, 1961
– Κορωναίου Α., Κοινωνιολογία του ελεύθερου χρόνου, Νήσος, 1996
– Weber M., Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού (Κάλβος, 1993)
– Κορωναίου Α., Κοινωνιολογία του ελεύθερου χρόνου, Νήσος, 1996
– Attali J., Histoire du temps, 1982


Πρώτη κοινοποίηση:
Πάστα Φλώρα / Οκτώβρης 2016
ανακατεύθυνση στο πρωτότυπο εδώ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου