– (κρατώντας ένα χαρτί στα χέρια διπλωμένο στα τέσσερα) “Μη γίνεις να νοσταλγήσεις, ό,τι δεν πόθησες. Δοκίμασε, μην απορρίψεις. Θυμάσαι τις Διδυμίδες που εγώ τις έψαχνα όσο εσύ κρύωνες; Μάζεψα λίγα απ’ τ’ αστέρια που έπεσαν, τα ‘κανα φωτόμπαλα και στα πετώ στα μούτρα. Κι όπως λάμπεις, φωτίζομαι και ιδρώνω. Να ‘σαι συνεπής: όσο, τόσο. Όπου, επιτόπου. Αν, όταν. Όχι ελπίζω, θέλω.”
- (χαμογελάει) Όχι, ακριβώς!
Στο μεταξύ είχαν αρχίσει να μαζεύονται σύννεφα και να ψιχαλίζει.
- Φεύγουμε;
- Φεύγουμε!
Μα δεν κουνήθηκαν. Έμειναν εκεί. Ο ένας έδεσε τα κορδόνια του, ενώ το δέντρο από δίπλα ήδη ανάβλυζε βρεγμένο χώμα. Και το σώμα τους βρεγμένο. Από δω και πέρα δε θα ξεχώριζες δάκρυα ή ιδρώτα ή το συνοφρύωμα αν ήταν από μιαν έκφραση ή από την βροχή.
- Πάμε;
- Πάμε!
Κι όλοι γύρω τους κουνήθηκαν, εκτός απ’ αυτούς που έμειναν στη θέση τους. Αλλά όλοι γύρω τους κουνήθηκαν κι αυτό ήταν μια κάποια κίνησις για αυτούς.
Πρώτη δημοσίευση:
Πάστα Φλώρα / 09 Οκτώβρη 2016
ανακατεύθυνση στο πρωτότυπο εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου