Δευτέρα 13 Σεπτεμβρίου 2021

για τι μιλάει αυτή η ιστορία, νούμερο ένα


για τι μιλάει αυτή η ιστορία, Γιάννη;

είναι μια ιστορία θυμού

που η ανάγκη υπερβολικής προστασίας του ενός

οδηγεί σε ένα αίσθημα παραμέλησης του άλλου,

που κλαίει μες στο δωμάτιο και

ένα τρίτο σώμα δε μπορεί να δοθεί ολάκερο

και κάθε φορά που πάει να μιλήσει ο παραμελημένος

επωμίζεται όλη την κούραση και τον θυμό της ανημπόριας για τον υπερ-προστατευόμενο πρώτο

και η όποια έκφραση επιθυμίας φιλτράρεται από τους πόρους του δέρματος του παραμελημένου πρώτου και

του ανήμπορου και θυμωμένου και κουρασμένου τρίτου σώματος και συχνά μοιάζει να μην ακούγεται

και που ακούει

πως μοιάζει / πως είναι ίδιο και απαράλλαχτο / πως θα γίνει ολόιδιο με ένα σώμα που ποτέ δε γνώρισε

που πήρε τη θέση του σώματος αυτού

σαν να έχει δυο σώματα

ένα να μην ακούγεται κι ένα για να ακούει και που όταν ενωθούν σε ένα μοιάζει να μην ακούει το ίδιο το κλάμα του / να μη χρησιμοποιεί το κλάμα του πια για να επικοινωνήσει / που δε χρησιμοποιεί πια την επικοινωνία για να υπάρξει / που δεν υπάρχει πια για να μην επιβαρύνει

και μένει να κλαίει μες στο άδειο δωμάτιο όσο τα άλλα δωμάτια αδειάζουν από σώματα κι είναι πια αργά κάτι να ειπωθεί και να ακουστεί / για τι μιλάει αυτή η ιστορία, Δέσποινα;

είναι μια ιστορία μοναξιάς

ένα αιώνιο παιχνίδι που δεν πρέπει να βρεθεί η λύση γιατί καταρρέει ολόκληρο το οικοδόμημα / δεν ρωτάω για να μην απάντήσεις / δεν μιλάω για να μην ακούσεις / δεν λέω για να μην καταλάβεις / δεν μιλάς για να μην απορήσω / δεν ακούς για να μη σε αποσπάσω / δεν καταλαβαίνεις και δεν σου εκμυστηρεύομαι

ένα υπεραιωνόβιο δέντρο με άπειρα κλαδάκια στέκει μοναχό του με ρίζες

που ποτίζονται και φτάνουν σαν φλέβες κάτω από τη γη ως τη μακρινή θάλασσα και ποιος τόπος θα βρεθεί να ευδοκιμήσεις

η μοναξιά μέσα σε κόσμο ήταν κάποτε μια μοναξιά μακριά από τον κόσμο που γεννήθηκε από τη μοναξιά μες στον κόσμο

παιδί κι αυτή μιας μοναξιάς από την οποία κανείς δεν της τράβηξε το χέρι να τραβήξει το σώμα / το πολύ πολύ το χέρι που τραβιόταν μάκραινε / δεν έσωζε

αλλού ο πνιγμένος

αλλού η παλάμη του

κι ανάμεσά τους έτη φωτός ωλένης κι αγκώνα και βραχίονα

το σώμα πνιγμένο στο νερό

κι η παλάμη στο χέρη του διασώστη αιώνες και λόγια και ανάσες μακριά μακρύτερα και πιο μακριά απ' το μακριά / δεν καταλαβαίνω, για τι μιλάει αυτή η ιστορία, Γιάννη;

αυτή είναι μια ιστορία θανάτου

θαυμάζοντας τους ήρωες που τιμώνται με δάφνες και εμβατήρια και παρελάσεις μετά θάνατον

έχοντας ξεχάσει αυτοί που αποτίουν φόρο τιμής το έργο και το πρόσωπό τους και την αιματώδη σάρκα και τα πάθη τους

επιθυμήθηκα κάποτε / φαντασιώθηκα, για να το φέρω στο εγώ, εδώ και τώρα / φαντασιώθηκα / πίστεψα /

ακράδαντα

πως θα με καταλάβουν και θα με σεβαστούν και θα πουν "δεν πειράζει" μετά τον θάνατό μου και θα τους χάριζα τον θάνατό μου για να νιώσουν πως αυτοί φταίνε που με αφήσανε ανείδωτο κι ανείπωτο / σαν αίσχος

μα πιο πολύ θα μου χάριζα τον θάνατο, γιατί δεν ήξερα στο ενδιάμεσο τι σημαίνει να μιλάς / για τι μιλάει αυτή η ιστορία, Δέσποινα;

αυτή είναι μια ιστορία πόνου

που δεν επικοινωνείται, που αυτό που δεν επικοινωνείται γίνεται το ίδιο πόνος ξανά σε μιαν αλληλουχία μοναχική / μοναδική / άρρητη

που σ' όσα σώματα και να μοιραστεί πάντα κάτι περισσεύει ή υπολείπεται

στο πρωτογενές σώμα που πονάει / δεν καταλαβαίνω, για τι μιλάει αυτή η ιστορία, Γιάννη;

αυτή είναι μια ιστορία αγάπης

δε γίνεται να αγαπηθώ / παρά μόνο να αγαπάω

δε γίνεται να απαιτήσω παρά μόνο να δίνω

κι αυτό το κάνει μιαν ιστορία που δε σταματάει

αναβάλλεται στο μέλλον η απαίτηση

Τρίτη 7 Σεπτεμβρίου 2021

Σπουδή στον φόβο




αυτό που λέμε ανυπαρξία ίσως και να 'ναι το αρχικό αδιαίρετο με τον κόσμο γύρω μας
πού τελειώνω εγώ και πού αρχίζει ο έξω κόσμος
και τι σημαίνει εγώ και τι σημαίνει έξω κόσμος
και τα όρια παραμένουν σταθερά ή είναι ευμετάβλητα σαν ζελέ
είναι πλαστικά ή ελαστικά, ρευστά σαν ποτάμι ή βράχοι που σπάζουν στους αιώνες των αιώνων
αυτό που λέμε ύπαρξη, εκπόρευση είναι μια συνεχής διαπραγμάτευση

οι γονείς μάς αφήνουν μόνους στο σκοτεινό δωμάτιο. κλαίμε επειδή φοβόμαστε τον αποχωρισμό. σιγά σιγά, αν αυτό επαναλαμβάνεται, φτάνουμε να φοβόμαστε το σκοτάδι.
η μαμά φοβάται τις σκιές. αρχίζουμε να ψάχνουμε τις σκιές μες στο σκοτάδι.
ο μπαμπάς δε φοβάται. αρχίζουμε να λέμε στον εαυτό μας να μη φοβάται, αλλά συνεχίζει να φοβάται.
φοβόμαστε κι αποφεύγουμε τα πράγματα που μας κάνουν να αισθανόμαστε πόνο.
φοβόμαστε όλο και συχνότερα σκοτεινά μέρη, όπου πιο συχνά σκουντουφλάμε και νιώθουμε έτσι πιο συχνά πόνο.
μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο μάς αφήνουν οι γονείς, η απουσία σημαίνει φόβο και πόνο.
μετά έρχεται ο μπαμπάς κι η μαμά και μάς ανακοινώνουν, ότι θα μάθουμε μπάλα. στη μπάλα εγώ χτυπάω και πονάω. με μαλώσανε, που είπα ότι φοβάμαι.
μετά μου είπαν πως μεγάλωσα να έχω ανοιχτό το φωτάκι πριν κοιμηθώ. τους υπάκουσα κι έκανα κάτι, αν και φοβόμουν.
στα χέρια τους τα μαλλιά μου μπερδεύονταν σαν κορδόνια παπουτσιού
τα μαλλιά μου στο χάδι τους, τα κορδόνια των παπουτσιών μου, όσο προσπαθούσα να μάθω να τα δένω
στα χέρια τους το χέρι μου τραβιόταν -π(ροκρ)ούστηδες- και μάκραινε, καθώς με τραβούσαν για να μην τρέχω μακριά τους κι απομακρύνομαι και με φόβιζαν
στα χέρια τους το χέρι μου άλλοτε κόνταινε, όταν το χτυπούσαν σαν τιμωρία, αν χτυπούσα κάποιον που με ενοχλούσε και με θύμωνε ή άπλωνα το χέρι μου στα γλυκά. μη θυμώνεις
μη φωνάζεις
μη φοβάσαι
πώς μιλάς έτσι
κι εκείνοι
θύμωναν
φώναζαν
φοβούνταν
μιλούσαν έτσι και χειρότερα
οι γονείς και οι ενήλικες και θυμωμένα παιδιά και έφηβοι τριγύρω μου
μην το πεις στη μαμά / μην το πεις σε κανέναν / δεν είναι ανάγκη να μιλήσεις / μη μιλάς έτσι / μίλα, αλλιώς θα σε τιμωρήσω / μην ξαναμιλήσεις έτσι, αλλιώς θα σε τιμωρήσω / πώς μιλάς έτσι
και λοιπά κλπ κουλουπού

οι φαύλοι κύκλοι είναι τρομερά ανεξάντλητοι. σαν την κλίμακα του DNA πλησίασα σε ένα σημείο κι αποκωδικοποιώ ένα κομμάτι σαν mRNA και το μεταφέρω σε αυτό το tRNA ποίημα.

κάποια στιγμή όλα κι όλοι φεύγουν.
και μάς αφήνουν -χωρίς να πεθάνουν ή να φύγουν από τη ζωή μας, κάπως αφήνουμε κι αφηνόμαστε.
και μάς αφήνουν με χέρια ξεχειλωμένα, που κάτι πρέπει να τα κάνουμε. με φόβους και δεν είναι εδώ κανείς για να φοβόμαστε.

οι άνθρωποι αφήνουν ένα κενό ανάμεσα σ' εμάς και τα συναισθήματα που μάς πυροδότησαν και τις συμπεριφορές που μάς δίδαξαν να μιμηθούμε ή μάς επιβράβευσαν και μάς τιμώρησαν ή αφουγκραστήκαμε να τις υπονοούν.
και κάπως πρέπει να γεμίσουμε αυτό το κενό.

να το πούμε άβυσσο κι έξω κόσμο
ή
να το πούμε
εγώ.

δεν φοβάμαι πια το σκοτάδι ή το ύψος, δεν νιώθω μπερδεμένος πια επειδή δεν ξέρω ποιον και τι να υπακούσω.
αποχώρησαν τ' αντικείμενα.
φοβάμαι σκέτο.
κι ίσως αποχωρούν και τα υποκείμενα μες στην φυγή που προκαλεί το να φοβάσαι.
φόβος. σκέτο.