Δευτέρα 30 Απριλίου 2018

του θανάτου

Klimt


Του θανάτου τα σπλάχνα, σπλάχνα είναι δικά μας,
σπλάχνο μας είν' ο θάνατος και ζει στα σωθικά μας.
Παίρνει τα σπλάχνα μας, σκίζει τα σωθικά μας
σαν για να γεννηθεί, να βγει απ την κοιλιά μας.

Του θάνατου τα όνειρα, ονείρατα του ύπνου μας,
όνειρό μας ο θανός και ζει στα όνειρά μας.
Παίρνει τη μνήμη μας, στάζει στη λησμονιά μας
μια τ' αθάνατο νερό και μια της αρνησιάς μας.

Του θάνατου το σώμα, δικό σου κορμί και σώμα,
στο χέρι μου αποκοιμιέται στο μέσα του αγκώνα.
Κι όπως φιλώ στο στόμα σου τις λέξεις που ανασαίνεις
νεκροφιλιέται ο θάνατος, πεθαίνει όσο πεθαίνεις.

Του θάνατου το ιερό και όσιο που ανθίζει,
που βγάνει βλέφαρο, μαλλιά και δέρμα που ξανθίζει,
πιάνεται από προσευχή κι από ήλιο που ανατέλλει
από τα στήθη σου σιμά κι από των χειλιών το μέλι.

Κι αν του θάνατου τραγουδούν τα σώματα που πέφτουν,
υπάρχουνε κι άλλα σώματα που σιωπηρά ξεφεύγουν,
σαν τα κοιτά ο θάνατος που τα τραβά απ' τον Άδη,
στερνή ματιά γίνεται αυτή κι αυτά γυρνούν στα βάθη.

Τρίτη 17 Απριλίου 2018

λίγο διαρκεί.

Schiele


Λίγο όλα διαρκούν. Η θάλασσα, το σάλιο στ' ακρόχειλά σου, στην ακροθαλασσιά το φιλί σου, ένα προς ένα τα κύματα λιγοστεύουν και πληθαίνουν. Λιγοστεύουμε και πληθαίνουμε στ' αγγίγματα. Η ανάγκη της μνήμης προπορεύεται. Λίγο όλα διαρκούν. Το μυστικό που βρυχήθηκα δίπλα στο λοβό του αυτιού σου κρέμεται σαν αρχαίο σκουλαρήκι, το χάδι μου πίσω από το αυτί σου, το φιλί μου, ενώτιο. Σσς! Μην με φοβάσαι όπως έρχομαι εν τω μέσω της νυκτός, ανάμεινέ με. Λίγο. Λίγο περίμενε να ξανάερθω, είναι τόση η ανάγκη του επαναπατρισμού κι ας μάς έχουν αποκυρήξει για προδότες κι ας είπες πως με περιμένεις, φαντάζομαι, πως ποτέ δε θα έρθω ίδιος. Κοιμάσαι μέσα μου, σπλαχνικός Ιωνάς, κοιμάμαι πλάι σου όπως ο βράχος στη θάλασσα. Τα κύματα με διαβρώνουν, η ανάσες μας μάς διαβρώνουν, το δέρμα μας ένα στυγνό τοπίο στρατηγικό, ο αυχένας σου στον αστράγαλό μου, η γλώσσα μου στο αιδοίο σου, τα χέρια μας ενωμένα αλλά δε μοιάζουνε με χέρια γιατί δεν είναι στη θέση των χεριών την αναμενόμενη, Γκουέρνικα ερωτική. Περιμέναμε κάθε σημείο του σώματός μας να είναι στη θέση του και δεν είναι. Προέχει η ανάγκη της μνήμης, να θυμηθώ με ό,τι βρισκόταν συνήθως στη θέση χειρός να αγγίξει ό,τι θυμάμαι πως βρισκόταν ως είθισται στη θέση μηρός. Να θυμηθώ με ό,τι βρισκόταν συνήθως στη θέση της μοίρας να εγγίξει ό,τι θυμάμαι πως βρισκόταν ως είθισται στη θέση της πείρας. Λίγο όλα διαρκούν κι έπειτα σκοτάδι, το σώμα δεν υπάρχει, τα πιστεύω, τα όνειρα, ο πόνος, η πείνα κι η διέγερση, μέσα σε ένα κουκούλι, κουβέρτα, γκρεμός, δέρμα μου το δέρμα σου, κάτω από το σημείο που σκεπάζει το δέρμα σου και με αυτό με αγγίζεις υπάρχει. Ένα δέντρο που έχει ρίζες παίζει θέατρο σκιών στον κόντρα ήλιο και τον άνεμο & μ' αναπαριστά και το πετυχαίνει με μοναδική εξαίρεση την καμπή του στην ορμή του ανέμου. Δεν κάμπτομαι, στην ανάσα σου κόντρα, λες κι απογειωθώ, λες και δεν ξέρουμε τι πάσχει αυτός που δε λυγά λιγάκι. Η αιωνιότητα είναι ένας τυφώνας, σκύψε, γείρε στην καταιγίδα, γέρνω, λυγάω, να με νικήσει και να νικηθώ. Ο χρόνος που ήταν έφυγε κι ήρθε άλλος χρόνος που δεν ήταν και δεν θα είναι ποτέ κι όμως η προαιώνια ανάγκη της μνήμης τον κάνει να είναι χρόνος ίδιος, που μέσα του θα χωρούν αυτά που χώραγε κι ο άλλος. Σμίγουμε, τα κορμιά μας λιωμένα στ' αχανή σεντόνια, οι άνθρωποι έξω κοιτάνε το ρολόι: τι ώρα είναι; / Καλησπέρα. / Σ' αγαπώ. / Τα λέμε. / Πάρε κανα τηλέφωνο. / Βιάσου παιδί μου. / Τι ώρα κλείνετε. Λένε. Ή σιωπούν. Όλα λίγο διαρκούν για να διαρκέσουν στον γνώριμο χρόνο ειδάλλως δεν διαρκούν.

Πέμπτη 5 Απριλίου 2018

όλο συχνότερα.


©Tiberino

Όλο και πιο συχνά
περνιόμαστε για αγροίκοι.
Θε μου, τι φασαρία κι αυτή απ' τη λεωφόρο,
λες και δεν αρκούσε αυτή η βαθύτερη φωνή
η σχιζοφρενική
που μου λέει τι θέλω και ποιος είμαι.
Η επιθυμία είναι μια αργοπορημένη εκλογίκευση
σαν μια μαθήτρια που τελευταία λύνει μιαν άσκηση
που έχει λυθεί άπειρες φορές σε άλλα τετράδια
και άλλα σχολεία.

Δε λέω πια "σε θέλω", παρά λέω "κάνε ησυχία".
Η ηρεμία, ξέρεις, είναι μια ίαση
ανάμεσα στα εκκωφαντικά πράματα, θάματα,
θραύσματα,
κάματα... γάμα τα.

Περνιόμαστε το συχνότερο πια για ζώα,
κι όλες οι μομφές ενάντια σε αυτή την μορφή ύπαρξης
ξεχνούν τι όψη παίρνουμε
σε ένα πάρτι με μπόλικο αλκοόλ, φαΐ και γέλιο.
Ίσως

δεν είμαστε προορισμένοι να ξεχωρίσουμε
ανάμεσα στις φτηνές
απομιμήσεις του κόσμου που είμαστε,
αλλά τόσοι κόσμοι
ξεχωρίζουνε
μέσα μας,
η τούρτα του πάρτι δε φτάνει για όλους,
το αλκοόλ
και τα λουκανικοπιτάκια
ναι,
δε θες πια, μόνο ζητάς πρώτα
κι ύστερα λες αν θες ή όχι.
Νοσταλγώ τις μέρες που δεν είμαι ο εαυτός μου.

χους εις χουν.


©Hockney

Ρε,
μα ρε,
δηλαδή τα παίρνω! Ειλικρινά!
Τι "χους εις χουν";
Και οι θέες και τα χάδια και τα όνειρα και τα μουδιάσματα στα πρώτα αγγίγματα και αυτό που επιθυμήσαμε και πεθυμήσαμε και που αρνηθήκαμε,
τι,
τι γαμώτο,
τόσα λάθη και τόσα τόσα λόγια,
αμ το φαΐ, τόσο φαΐ, τόσος έρωτας και πόνος, τόση αδικία;
Και τι,
μου λες πως θα επιστρέψω στο χώμα; Ε-
γώ κι ε-
σύ κι ο κα-
θένας φως.
Λίγο σύμπαν είμαι κι είσαι.
Αν κάποιος μάς έβλεπε σαν αντικατοπτρισμούς
την ώρα
που μιλάμε με τα στόματα ενωμένα
θα μάς περιέγραφε σε κάποιον τρίτο
ως
παιχνιδίσματα του φωτός σε μια γωνιά της θάλασσας.

Δε γίνεται, σου λέω λοιπόν, να επιστρέψουμε όπου δεν ανήκουμε.
Είναι στο κάτω κάτω της γραφής προδοσία εσχάτη.
Εγώ
τα χείλια σου δε τα φαντάζομαι λιωμένα,
μα
να
γίνονται φωτόνια ενός άστρου μακρινού
ή του ήλιου μας, γιατί ό-
χι;
Τα μαλλιά σου να λάμπουν στις κόμες κομητών.
Τα δάχτυλά σου να παίζουν με τα σημάδια στην επιφάνεια του φεγγαριού
σαν απομεινάρια εφηβικής ακμής.
Το δέρμα μου που άγ-
γι-
ξες
θα γίνει μαύρη τρύπα. Εκεί
να
πα
να
κα-
ταρ-
ρακωθεί το
"χους εις χουν"
.
Ναι, σόρι, σου αρέσει καλύτερα το
να
πα
να
γα-
μηθεί;
Όπως θες.
Αλ-
λά αν κάτι είναι
"φως εκ φωτός"
τότε αυτό είμαι γω.
Όχι από ψώνιο ή καπρίτσιο.
Μα μόνο σα φως θα σε προλάβω.
Και μόνο σα φως θα μπορούσα να κοντοσταθώ για τόσο λίγο.
Άκου κει!

Τρίτη 3 Απριλίου 2018

ελάχιστη φροντίδα.


©Rothko

Κοιτάζω τα τσιγάρα που αφήσαμε σε ένα γυάλινο
ποτηράκι στο πίσω μπαλκόνι,
αναμμένα και σβησμένα κεράκια
στα προσωπικά μας κι από κοινού συμφωνημένα
δαιμόνια -από κοινού με τα δαιμόνια-
και
στο πίσω μπαλκόνι με θέα άλλα μπαλκόνια,
όπου τασάκια και αυτοσχέδια σταχτοδοχεία,
τεφροδόχοι ανασών,
τεφροδόχοι όλων όσα η ανάσα κουβαλά,
τεφροδόχοι φιλιών,
τεφροδόχοι όλων όσα τα χείλη νοηματοδοτούν.

Θα σου πάρω ένα κακτάκι, όσο λείπω,
που ελάχιστη φροντίδα χρειάζεται,
όση φροντίδα χρειάζομαι κι εγώ εκεί που θα είμαι,
όση ελάχιστη φροντίδα θα μάς συνδέει
κι
όταν έρθω
θα το έχουμε στο μπαλκόνι δίπλα από το αυτοσχέδιο τασάκι μας-ποτηράκι,
δίπλα από τα φιλιά και τις ανάσες,
που ελάχιστη φροντίδα θέλει,
ώστε την υπόλοιπη να τη δώσουμε ο ένας στον άλλον
-μήτε αγάπη, μήτε έρωτα, μόνο φροντίδα-
κι ύστερα να σου πάρω ένα λουλούδι απαιτητικό,
σχεδόν ζηλιάρικο,
που θέλει νερό και φως και προσοχή κι όχι πολλές μετακινήσεις κι όχι κρύο κι όχι ζιζάνια,
να δεις και να δούμε πόσο απαιτητικοί είμαστε κι εμείς οι άνθρωποι,

που

αλήθεια σου λέω, πως την ομορφιά που είδα την ώρα
που μυρίζαμε τα δάχτυλα ο ένας του άλλου
και φιλούσαμε τους αγαλματένιους μας λαιμούς
είχα καιρό ή και ποτέ δει.

Να πάρω ένα αποτσίγαρο νοητά να σε φιλήσω
ή να μυρίσω τα σεντόνια που ποτίσαμε σαν άλλα φυτά
και ανθίσανε;

Θέλω να σε ερωτευτώ,
που ο έρωτας είναι μια στιγμή ξεκούρασης -ξανά και πάντα ξανά-
στην αιώνια αναζήτηση,
στην προαιώνια νοσταλγία,
στην προπατορική συγχώρεση
και
να σ' ερωτεύομαι όλο και περισσότερο,
όσο αναζητώ,
νοσταλγώ,
συγχωρώ.

Σχώρα μου όλα αυτά τα κλαψομουνίστικα. Θα μάς πάρω
μια ποίηση
που ελάχιστη φροντίδα χρειάζεται,
όση ελάχιστη φροντίδα χρειάζομαι κι εγώ εκεί που θα είμαι,
όση φροντίδα θα μάς συνδέει
κι
όταν έρθω
στο μπαλκόνι θα σιωπώ και θα σε κοιτώ δίπλα στο αυτοσχέδιο τασάκι-ποτηράκι μας,
δίπλα από τα φιλιά και τα χείλη,
που ελάχιστη φροντίδα θέλουν η σιωπή και το κοίταγμα,
κι ύστερα θα σου πάρω μια ποίηση απαιτητική,
σχεδόν ζηλιάρικη,
που θα ζητάει συνέχεια τις ασθμαίνουσες απαγγελίες σου
την ώρα που θα κάνουμε έρωτα στα
φθινοπωρινά σεντόνια.