Τρίτη 17 Απριλίου 2018

λίγο διαρκεί.

Schiele


Λίγο όλα διαρκούν. Η θάλασσα, το σάλιο στ' ακρόχειλά σου, στην ακροθαλασσιά το φιλί σου, ένα προς ένα τα κύματα λιγοστεύουν και πληθαίνουν. Λιγοστεύουμε και πληθαίνουμε στ' αγγίγματα. Η ανάγκη της μνήμης προπορεύεται. Λίγο όλα διαρκούν. Το μυστικό που βρυχήθηκα δίπλα στο λοβό του αυτιού σου κρέμεται σαν αρχαίο σκουλαρήκι, το χάδι μου πίσω από το αυτί σου, το φιλί μου, ενώτιο. Σσς! Μην με φοβάσαι όπως έρχομαι εν τω μέσω της νυκτός, ανάμεινέ με. Λίγο. Λίγο περίμενε να ξανάερθω, είναι τόση η ανάγκη του επαναπατρισμού κι ας μάς έχουν αποκυρήξει για προδότες κι ας είπες πως με περιμένεις, φαντάζομαι, πως ποτέ δε θα έρθω ίδιος. Κοιμάσαι μέσα μου, σπλαχνικός Ιωνάς, κοιμάμαι πλάι σου όπως ο βράχος στη θάλασσα. Τα κύματα με διαβρώνουν, η ανάσες μας μάς διαβρώνουν, το δέρμα μας ένα στυγνό τοπίο στρατηγικό, ο αυχένας σου στον αστράγαλό μου, η γλώσσα μου στο αιδοίο σου, τα χέρια μας ενωμένα αλλά δε μοιάζουνε με χέρια γιατί δεν είναι στη θέση των χεριών την αναμενόμενη, Γκουέρνικα ερωτική. Περιμέναμε κάθε σημείο του σώματός μας να είναι στη θέση του και δεν είναι. Προέχει η ανάγκη της μνήμης, να θυμηθώ με ό,τι βρισκόταν συνήθως στη θέση χειρός να αγγίξει ό,τι θυμάμαι πως βρισκόταν ως είθισται στη θέση μηρός. Να θυμηθώ με ό,τι βρισκόταν συνήθως στη θέση της μοίρας να εγγίξει ό,τι θυμάμαι πως βρισκόταν ως είθισται στη θέση της πείρας. Λίγο όλα διαρκούν κι έπειτα σκοτάδι, το σώμα δεν υπάρχει, τα πιστεύω, τα όνειρα, ο πόνος, η πείνα κι η διέγερση, μέσα σε ένα κουκούλι, κουβέρτα, γκρεμός, δέρμα μου το δέρμα σου, κάτω από το σημείο που σκεπάζει το δέρμα σου και με αυτό με αγγίζεις υπάρχει. Ένα δέντρο που έχει ρίζες παίζει θέατρο σκιών στον κόντρα ήλιο και τον άνεμο & μ' αναπαριστά και το πετυχαίνει με μοναδική εξαίρεση την καμπή του στην ορμή του ανέμου. Δεν κάμπτομαι, στην ανάσα σου κόντρα, λες κι απογειωθώ, λες και δεν ξέρουμε τι πάσχει αυτός που δε λυγά λιγάκι. Η αιωνιότητα είναι ένας τυφώνας, σκύψε, γείρε στην καταιγίδα, γέρνω, λυγάω, να με νικήσει και να νικηθώ. Ο χρόνος που ήταν έφυγε κι ήρθε άλλος χρόνος που δεν ήταν και δεν θα είναι ποτέ κι όμως η προαιώνια ανάγκη της μνήμης τον κάνει να είναι χρόνος ίδιος, που μέσα του θα χωρούν αυτά που χώραγε κι ο άλλος. Σμίγουμε, τα κορμιά μας λιωμένα στ' αχανή σεντόνια, οι άνθρωποι έξω κοιτάνε το ρολόι: τι ώρα είναι; / Καλησπέρα. / Σ' αγαπώ. / Τα λέμε. / Πάρε κανα τηλέφωνο. / Βιάσου παιδί μου. / Τι ώρα κλείνετε. Λένε. Ή σιωπούν. Όλα λίγο διαρκούν για να διαρκέσουν στον γνώριμο χρόνο ειδάλλως δεν διαρκούν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου