Τρίτη 9 Ιουλίου 2019

Που πάει να πει

©Hockney


Ας παύσει πια
για μια στιγμή να είναι νεκρός
να πάρουμε μιαν ανάσα
σαν βγάζοντας το κεφάλι από μακροβούτι
ένα καυτό μεσημέρι
μες στο καλοκαίρι
και
σαν ένα βράδυ υγρό
λίγων ωρών νιογέννητο
από ακατάπαυστη βροχή.

Δε ζητώ τίποτε μόνιμο, μα
μια κλεψιά
στους κανόνες που είθισται να ισχύουν.
Με ζαβολιές μόνο
απ' την εξουσία ξαποσταίνοντας.

Συχνά τα πράγματα που πιάνω
παίρνουνε τη μορφή μου
και τα αντικείμενα των ανθρώπων που κάποτε
διανυκτέρευσα σαν γάτα στο χαλάκι τους
ή σαν νερό στην άκρη στο πάτωμα της κουζίνας τους
παίρνουνε τη μορφή μου.
Κάνω να αγγίξω το ποτήρι ή την οδοντόβουρτσα
και με βλέπω καθαρά -όχι καθρέφτης, μα μια τέλεια
μινιατούρα ή απομίμηση διαστάσεων του αντικειμένου.
Κάνουν να αγγίξουν το ποτήρι τους ή την οδοντόβουρτσά τους
και με βλέπουν καθαρά σαν να 'μουνα μπροστά τους.

Ας έπαυε για μια στιγμή ο κόσμος να παίρνει
τη μορφή των ανθρώπων
να βλέπαμε καθαρά τη θάλασσα ως θάλασσα
και τον σκέτο καφέ, τον δυο γουλιές πιωμένο
με το στεφάνι απ' το καϊμάκι γραπωμένο απ' τα τοιχώματα
και έναν λεκέ απ' όπου πέρασε η γουλιά
-ποτάμι μαζί κι εικόνα σα θαυματουργή για το φιλί.

Δε ζητώ τίποτε μόνιμο,
αν και ουδέν μονιμότερον του προσωρινού,
ας είναι για τώρα κι ύστερα βλέπουμε.

Ύστερα θα σε δω;
Ύστερα θα 'σαι δω;
Οι λέξεις είναι έξεις. Δεύτερες φύσεις των πραμάτων.
Να λες τα πράματα με τ' όνομά τους.
Να λες το όνομά μου.
Μα να μη λες τ' όνομά μου, όταν προσφωνείς ένα πιρούνι,
όταν λες ότι κρυώνεις, όταν πεινάς ή όταν τελικά πονώντας,
βλέπεις πως ο πόνος σε προσφωνεί.

Πρέπει ν' αφήναμε τις λέξεις, σαν τα πλοία που απαγκιστρώνουν,
για να φεύγουμε, για να μπορούμε να φύγουμε.
Δυο φορές την ίδια λέξη δεν γίνεται να πεις και να εννοείς το ίδιο.
Φωλιάζουμε εκεί τόσα νεογνά περιμένοντας τη μάνα
να μας ταΐσει ένα σκουληκάκι.

Είμαστε γόρδιοι δεσμοί γύρω από λέξεις, γύρω από τοπία,
γύρω από σημεία του σώματος των άλλων.
Οι λέξεις, τα σοκάκια, τα κορμιά, οι συνήθειες
είναι βωμοί εν Αυλίδι, με ό,τι συνεπάγεται αυτό.
Ας παύσει για λίγο η κανονικότητα. Αυτό που κοιτάς
και βρίσκεις εκεί αυτό που περίμενες ή έστω μ' ελάχιστη αναζήτηση.
Αυτό που κοιτάς και βρίσκεις, χωρίς να θυμάσαι γιατί κοίταξες,
τι έλεγες, τι σκεφτόσουνα. Μια αμήχανη ισορροπία,
από μηχανής θεός,
να σώσει για μια στιγμή την ροή, που μοιάζει τόσο κανονική,
να ξανασκεφτείς τα πράματα από την αρχή.

Πολλές φορές δε σε θυμάμαι.
Λένε να κάνεις τα πράματα που έκανες για να θυμηθείς που έβαλες κάτι ή τι ήθελες να πεις.
Μα δεν κάνω πράματα που έκανα, για να μη φτάσω εκεί που είσαι.
Έτσι ξεμαθαίνεις τις λέξεις από τους ανθρώπους.

Πασχίζουμε μια ζωή να μάθουμε γλώσσες και λέξεις και παροιμίες.
Να ξεριζώνονταν με κάποιου είδους μάθηση
οι γλώσσες και οι λέξεις
και οι παροιμίες.
Να ξεριζώνονταν τα πέλαγα που μπλάβισαν τα βλέφαρά μας,
τώρα που πια καν αυτά δε μάς θυμούνται μες στη τόση βουή βλεφάρων
που τα θώρησαν και θώρησαν κι αυτά.
Να μη μας βλέπουν οι αιμομίχτες Κιθαιρώνες -του Ευριπίδη και του Χειμωνά-
κι εμείς τους Κιθαιρώνες από τα μάτια μας να τους ξεριζώναμε.
Να μην υπήρχαν συνειρμοί, να μη μένανε κατακάθια συναισθήματα
-κι ας μη θυμάσαι το γεγονός, κι ας μη θυμάσαι τ' όνειρο-
κάθε που μπλάβιζε μια ανταύγεια σιμά σου.

Μια παύση, λοιπόν,
μια στάση,
ένα ξαπόστασμα
απ' αυτό
που ή πας με το ρεύμα
ή κόντρα στο ρεύμα.

Να λες τα πράματα με τ' όνομά τους.
Δε θέλω να μην τα 'χα ζήσει, ούτε να μη τα θυμάμαι.
Λίγο θα 'θελα σαν να μην τα 'χα ζήσει, σαν να μην τα θυμάμαι,
ούτε να ρεύομαι και να νιώθω αυτό που έχω χωνέψει,
σαν να έρχεται στη γεύση μου ξανά.
Μα πώς να το λένε αυτό;
Μα πώς το λένε τώρα αυτό;
Πού να το πω αυτό;
Που πάει να πει...