Σάββατο 1 Απριλίου 2017

Ορατότητα

 

Όταν ταυτίζομαι -το έμαθα καλά- βρίσκω ταυτότητα
κι όχι μιαν απλή αντιστοιχία.
Κατοικώ ανιμιστικά στο καθετί, ενυπάρχω.
Το Εγώ -αμφιταλαντεύομαι διαρκώς-
ψευδαίσθηση ή παραίσθηση.
Βρίσκω μιαν ακατάπαυστη, ασίγαστη ταυτότητα,
όχι απλή ποιητική αντιστοίχιση,
στις τριάδες
του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος
με
της Ινές & της Εστέλ & του Γκαρσέν
με
εμένα, εσένα και της γάτας που μας κοίταξε μέσα στα σκοτεινά.
Μη με μπλέκεις με έννοιες κούφιες και κουφές, όπως
"καλό" και "κακό" και "τίμιο" και "αθώο" και "ένοχο" και "κλπ". Βλέπω
απλώς το "τρίτο",
την -ας πούμε- συνέπεια των σχέσεων.
Η μυθολογία κι η θρησκεία ενίοτε μάς προσφέρουν
μιαν ιστορικότητα στη φθαρτή μας και αμνήμονα ηλιθιότητα,
μια και ποιος έζησε για να θυμάται χωρίς αφηγήσεις το παρελθόν.
Όμως τίποτε στον κόσμο δεν έχει ξαναγίνει.

Κι αν επιμείνουμε ότι ξέρουμε καλά ή μάθαμε ή θέλουμε κάποιον
ή κάτι, αυτή η επιμονή μας,
η δήλωσή μας,
αυτό αποτελεί πάντα κατηγόρια:
μιλώντας για το κάθε τι και για τον καθένα τού κληροδοτούμε την εσαεί ενοχή του
στον κόσμο αυτό
-να φταίει για κάτι.
Τα συναιθήματά μας κι η σκέψη μας, ως θεσμοί,
δεν επαρκούν. Χρειάζεται να ξαναμάθουμε το
συναίσθημα, το προαίσθημα, το αίσθημα και τη σκέψη πριν
ξαναμάθουμε και ξαναχτίσουμε τον κόσμο.
Και να μην υπάρχει ψυχή, έστω πως κάτι δεν υπάρχει,
αν μιλήσαμε γι' αυτό
-όπως για την ψυχή,
που μιλήσαμε γι' αυτή τόσο πολύ, που πια θα γεννήθηκε, το δίχως άλλο.
Η ανυπαρξία είναι μια ξεκάθαρη ταυτοτική μεταβλητή.
Να οριστείς και να ορίσεις
εντός νόμων, παραδόσεων και ηθών και ν' αναζητάς το "ποιος είσαι" μες στις απαγορεύσεις
και τις εντολές άλλων, αλλού κι άλλοτε ή
ελεύθερος, όπως λες, να έρχεσαι διαρκώς αντιμέτωπος με τη συνειδητοποίηση του αδύνατου της επικοινωνίας; Κι έτσι
χωρίς να μοιραστείς και να μοιράζεσαι, να ζεις τη μοίρα του "ποιος είσαι" μόνος, ανέκφραστος
σαν να μην είσαι.
Εγώ εξαντλούμαι σε σκέψεις όπως παρακάτω:
μια αγαπημένη μου ταύτιση είναι να λέω ένα σωρό πράματα που θα 'δινα
και τη ζωή μου, γιατί τα πιστεύω
και μετά χωρίς να έχω "πειστεί"
ν' αντιτίθεμαι με ένα "μα εγώ"
σαν ένα ολόδικό μου προσδιορισμό.

Μα εγώ
είμαι το πρόσωπο που κάποιος θα μ' ονειρεύτηκε.
Είμαι το πρόσωπο που κάποιος ποτέ του δε θυμόταν πως το είδε,
βλέποντάς με τυχαία και φευγαλέα στο δρόμο,
μα θα μ' ονειρεύτηκε καταπώς όλοι όσοι
βλέπουμε στον ύπνο μας
είναι πρόσωπα που κάπως, κάπου, κάποτε είδαμε για λίγο
ή για πολύ.
Είμαι η ηχώ κι όχι ο ήχος,
η ακρόαση κι όχι μόνο η ακοή,
η σκιά κι όχι ο αντικατοπτρισμός, η επαφή
κι όχι το δέρμα ή η αφφή.
Η σωματοποίηση που τόσο πιστεύω
θέλει την ποίηση των σωμάτων,
είσμαι.

Φέρουμε τα χέρια μας ή μας φέρουν; Πιάνονται
στην κουπαστή, στην άκρη στο τραπέζι, όταν σηκώνεσαι,
από έναν ώμο ή μέση ή την παλάμη,
πιάνουν το κεφάλι που πονάει ή νυστάζει ή κοιμάται ή βαριέται,
πιάνονται μεταξύ τους
σαν τις δύο άκρες του κόσμου:
"Τι άγγιξες;" ρωτάει το αριστερό,
"Ούτε που πρόσεξα με τόσο κουβάλημα",
να κουβαλήσεις τη τσάντα σου τη σχολική, το πιρούνι ή το στυλό
ή να βάλεις τα ρούχα σου, κούτες ή άλλα
φορτία να κουβαλήσεις, να μεταφέρεις. Πού να θυμάσαι τι άγγιξες;
Στα χέρια φωλιάζει όλη η ηθική κι η πρόθεση κι η βούληση. Ποιος
κώλος
θίχτηκε απ' το άγγιγμα του γονάτου;

Θα 'πρεπε να 'χαμε αγαπηθεί.
Θα 'πρεπε να 'χαμε φάει, αν και βαρυστομαχιασμένοι ήδη,
εκείνο το παγωτό.
Θα 'πρεπε να 'χαμε μια μέρα αργίας απ' όλους και όλα,
το δικαίωμα στη τεμπελιά ως ύψιστο ζητούμενο επανάστασης.
Θα 'πρεπε ήδη ν' απαρνούμασταν τη γλώσσα που μάθαμε,
τα συντακτικά και τις γραμματικές που μας κατάπιανε σαν άλλος Κρόνος,
τις λέξεις που μάς κλείδωσαν εντός ή εκτός δωματίων,
τη γραφειοκρατία της ποίησης,
τα γράμματα και τη στίξη, για να λιώνανε σαν κομματάκια σοκολάτας μες στο στόμα.
Όλα δε θα 'πρεπε να 'ταν διαπιστώσεις. Μήτε δεοντολογίες. Ακόμη και ως γεγονότα, να 'ταν κάτι σαν είδος υποθετικού λόγου. "Θα 'πρεπε".
Δε θέλω να με καταλαβαίνεις. Κάνουμε πάντα λάθος,
όταν καταλαβαίνουμε τους άλλους. Τόσο απλό
το να πεθαίνεις μες στη θύμηση
και την κατανόηση των άλλων.
"Δε θα 'πρεπε".

Σ' όση ύλη αντιστοιχιστήκαμε, σε τόσο θα αναλογούμε,
πάντα παρόντες, πάντα εδώ
φως ή ύλη ασύλληπτη ακόμη
με μιαν αγάπη που καταλαβαίνει μόνο αυτό που έχει μορφή σώματος
τη στιγμή που αυτό είναι τόσο στιγμιαίο
και την επόμενη στιγμή η σκόνη
θ' ακολουθήσει τη σιωπή των αστεριών
όπως κατά την αποδήμηση.

Όλα τα υψηλά συναισθήματα
είναι άγνοια
και πού και πού αγνωσίες.
Σ' αγαπώ.
Κι αν αγαπώ, θ' αρκούσε ένα κομμάτι σώματός σου για να σ'αγαπήσω
ολόκληρω σώματι.
Λέμε τις λέξεις ανεύθυνα.
Όλα στον κόσμο είναι φάσματα.
Τα 4 "σ" της γλώσσας: σημαίνον, σημαινόμενο, σημείο και σύμπτωμα.
Φάσμα κι εσύ + εγώ. Μα δεν μπορούμε να 'μαστε
ταυτόχρονα παντού. Το ότι είμαι εδώ και τώρα
σημαίνει πως δεν είσμαι εκεί και τότε. Στο φάσμα
υπήρξαμε, υπάρχουμε και θα υπάρξουμε μόνο μια φορά.
Μπορούμε να πούμε "θα είσμαι εκεί και τότε" ενώ την ίδια στιγμή
δεν είσμαι εδώ και τώρα.
Ποτέ δεν ξαναϋπήρξαμε, δεν ξαναϋπάρχουμε, δεν θα ξαναϋπάρξουμε.
Για μια τόση δα ζωή,
να αναμετρηθούμε με τόση ανεξάντλητη ανυπαρξία,
να χάνουμε τόση αθανασία.
Πασχίζοντας, όχι για τη ταυτότητα, μα την ορατότητα.