Δευτέρα 25 Ιουνίου 2018

Πεσ το

©Magritte


Επίτρεψε
να σ' α-
ποκα-
λούν ό-
πως πο-
θού
ν.

Άλλα ονόμα-
τα
δί-
νει ο
καθένας στο καθετί.

Κι η ονομασία που εξουσιάζει το καθένα
-αυτό που τελικά ένει ως όνομα
για να το περιγρά-
ψεις-
εί-
ναι
μια
συνομωσία:
να το μιλάς και να το προσφωνείς
με τ' όνομά του και να το εννοούν οι άλλοι
είναι
μια μικρή προδοσία για να το
συλ-
λά-
βουν.

Επίτρεψε να σε φωνάζουν όπως θέλουν,
όσο θα ξεγλιστράς σε αυτά
που ακόμη
-κι άρα ποτέ-
δεν είχαν όνομα.

Ένας μικρός όρκος η προσφώνηση:
εις το όνομα,
εις τους αιώνας των αιώνων,
εις το επανειπείν.

Τετάρτη 13 Ιουνίου 2018

χρόνοσ.φιλί.



Η νύχτα από την πολλή της επανάληψη αυτοματοποιείται
κι έτσι με λιγότερα
γνωστικά και γνωσιακά και συναισθηματικά και ενσυναισθητικά και συγκινησιακά, ηθικά, φανταστιακά και μνημονικά έξοδα
γίνονται τα νανουρίσματα ή τα όνειρα ή ο κρεμός.

Σε κάθε επανάληψη
όλο και λιγότερα τα απαραίτητα υλικά
που να θυμίζουν και να νομιμοποιούν, θεσμίζουν, θεσπίζουν την νύχτα
-πια
αρ-
κεί
η ελάχιστη αφορμή για να είναι και να υπάρξει.

Και κάπως έτσι η νύχτα έπεσε.
Χτύπησε στο γόνατο.
Μάτωσε.
Δεν έκλαψε.
Έγινε κοτζάμ άντρας
και όρισε τη βαρύτητα, την ενήλικη:
μέσα της τα εγγύτερα επιβραδύνονται, σχεδόν ακινητοποιούντα.
Ο χρόνος μέσα στην νύχτα δεν περνά σχεδόν ποτέ
κι η μέρα η επόμενη δεν έρχεται.

Να, όμως, που πάντα υπάρχουν τα δέκα λεπτά ιδιοφυΐας:
συλλαμβάνεις μιαν υπέροχη ιδέα ωμή κι ενίοτε φευγαλέα
κι ώσπου να βρεις πώς να τη μεταδώσεις
ή να την πράξεις,
ο χρόνος κατρακυλά,
σπάει την νύχτα,
όπως ένα πουλάκι το τσόφλι του αυγού.

Μετά τα δέκα λεπτά ιδιοφυΐας είναι πάλι όλα ανόητα και χαζά
κι ανέμπνευστα και χωρίς ίχνος καινοτομίας και προόδου. Ό,τι
συνέλαβες ήταν ακόμη μια πράξη
χρονική.

Ο χρόνος είναι ό,τι κρατάμε στα χέρια μας
και φτάνουμε στα πόδια των αγαπημένων μας
μ' άδεια χέρια.
Αυτό που πράξαμε είναι χρόνος μόνο
κι όχι ύλη
και απάνω σε δυο χείλη
χρόνος γίναμε κι εμείς.

Κυριακή 3 Ιουνίου 2018

*λουλούδι*



Ένα λουλούδι ν' ανθίζει ανάμεσα στο στήθος σου, καταπώς ένα λουλούδι τείνει προς το φως, είναι το χέρι μου που έρχεται απ' την κοιλιά σου κάθετα και περνάει ανάμεσα απ' τα στήθη. Ένα λουλούδι που ακολουθεί τα χνάρια ενός λουλουδιού που κάποτε σίγουρα άνθισε ανάμεσα στα στήθη σου. Ένα λουλούδι πάντοτε αρκεί να ρίξει από τα τείχη η πριγκήπισσα, σινιάλο να ξεκινήσει η μονομαχία κι εκείνη να κοιτάζει από ψηλά. Αν υποθέσουμε πως κάποτε το χέρι μου υπήρξε λουλούδι τέτοιας χρήσης. Κι όπως έρχεται το χέρι μου απ' την κοιλιά σου κάθετα κι ανάμεσα απ' τα στήθη σου και αρπάζει το λαιμό σου, αν όντως υπήρξε κάποτε το χέρι μου λουλούδι τέτοιας κοπής, που περιμάζεψε κάποια στιγμή μετά τη μάχη ένα περαστικό ζευγάρι χέρια κι αν το αρχαίο λουλούδι που ακολούθησα στο στήθος σου μάδησε στο στήθος σου επάνω κι αν τα χέρια που μαζέψανε τον πολεμόχαρο ανθό γίναν λουλούδια σε στήθη άλλα κι άλλους λαιμούς, τότε η αλήθεια υπήρξε πάντοτε μια μισητή ουτοπία του αληθινού: αυτό που πάντα αγγίζουμε ως εάν αυτό που δεν αγγίζεται.