Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2020

Αλήτες του Μικρόκοσμου || Κείμενα 6-10




6) NYXTA
Μέσα στην νύχτα προσπέρασα το φεγγάρι. Εκείνο γαντζώθηκε γι’ αγκράφα στην κοιλιά μου κι η νύχτα πύκνωσε στις τρίχες της κοιλιάς μου και έγινε πίσσα χειροπιαστή στις τρίχες του στήθους μου κι η νύχτα μάδησε σε σκιές δέντρων και περαστικών σαν πούπουλα από μαδημένο περιστέρι που το άρπαξε σαΐνι στον ουρανό κι η νύχτα αρπάχτηκε όπως όπως να γαντζωθεί πάνω μου. Μέσα στην νύχτα προσπέρασα το φεγγάρι. Εκείνο πέτρωσε στο δάχτυλό μου κι η νύχτα ήταν το χώμα στα νύχια μου από κάτω όταν την έγδαρα με τα δάχτυλά μου για να μην ουρλιάξω κι η νύχτα ήταν η λασπουριά με τον ιδρώτα ανάμικτη και έγινε δέρμα δεύτερο η νύχτα σαν αυτά που φοριέται ως χρώμα, που στον ήλιο είναι χρυσό και στο σκοτάδι ασήμι κι η νύχτα φώλιασε σαν νυχτοπούλι την ημέρα μες στα νύχια. Μέσα στην νύχτα προσπέρασα το φεγγάρι. Ήρθε με μια βαρειά θηλιά τριγύρω απ’ το λαιμό μου και πήρε να κάνει μια βουτιά μέσα στη λίμνη, μα επέπλεε και με μια ειρωνία ήταν σαν να το 'ξερε πως τώρα που πια προσπέρασα το φεγγάρι είμαι καταραμένος να μην μπορώ να χαθώ κι η νύχτα μ’ έδεσε για πάντα πάνω από την λίμνη να μην μπορώ να φύγω προς τα πέρα, προς τα πάνω ή στο βυθό. Μέσα στην νύχτα προσπέρασα το φεγγάρι. Εκείνο έγινε πρόσωπο και τότε ανακάλυψα πως δεν είναι πρόσωπο κι ας ήταν πρόσωπο απ' αυτά που δεν αντέχονται την νύχτα και πήρε και χέρια να φυτρώνουν σαν κισσοί τριγύρω απ’ το λαιμό μου και έκανε και πόδια να στάζουν σαν βροχή μπροστά στα πόδια μου κι έφτιαξε σώμα να καίει, να καίγεται στην μεταλλική αγκράφα σιμά να καίει την κοιλιά μου κι έγινε πρόσωπο και τότε ανακάλυψα πως δεν ήσουν πρόσωπο μέχρι τότε κι ας ήσουν πρόσωπο απ' αυτά που δεν αντέχονται την νύχτα και ήσουν Εσύ η σιωπή και η νύχτα, που το φως της είναι οι ανάσες που ακούγονται μέσα στη σιγαλιά κι ήσουν Εσύ που αρπάχτηκες να γαντζωθείς απάνω μου και που κρύφτηκες σαν μικρό πετραδάκι στα νύχια των ποδιών μου, όταν ξυπόλητος σκάλισα τη γη κι ήσουν Εσύ που τυλίχτηκες σαν πέτρα στο λαιμό μου, όταν ούρλιαξα στο μαξιλάρι μου μέσα να μην ακουστώ κι ήσουν Εσύ και δεν ήσουν για να είσαι το κάθε τι ακόμη κι όταν δεν είσαι για να είσαι από δω και πέρα το φεγγάρι που το προσπερνούν και μέσα παγωμένη σαν σε παγετώνα σαρκοβόρο μας η κατάρα και η νύχτα πριν την νύχτα.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

7) ΜΕΤΕΩΡΟΙ
Μετέωροι ανάμεσα στην νύχτα και τη λάμπα σα σκόροι ή σπόροι ρολογιάς: περιρρέουσα ώρα ωραίος χρόνος αποκύημα της φαντασίας και της μνήμης μας. Όσο σάρκινα τα σώματά μας τόσο ενδιάμεσος ο χρόνος ανάμεσα στην νύχτα και τη λάμπα. Ίσα ίσα ένα σεκάνς ενός σεκόντ για την επαλήθευση όλου του χρόνου, όλης της νύχτας, και κάθε παρομοίωσης, μεταφοράς και ηχητικής ομοίωσης. Κι από κει όλη η ποίηση μετέωρη ανάμεσα στο άρρητο των σωμάτων μας και στη λέξη σαν ανάσα. Και πάλι Απ την αρχή μετέωροι ανάμεσα στην νύχτα και την ποίηση σα λέξεις ή έξεις.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

8) ΝΥΧΤΕΣ ΜΑΡΤΥΡΙΟΥ
Γνωρίζεις μόνο τη τελική στιγμή από νύχτες μαρτυρίου του Άλλου. Το περιστέρι ή το κοράκι ύστερα από τόσες μέρες καταιγίδας δεν είναι τίποτα για εκείνον. Ούτε η οργή ούτε η επιβράβευση. Σ’ αυτό που βυθιζόταν αιώνες ήταν μόνος λόγω διαφοράς τεχνογνωσίας. Δέξου το. Και περίμενε. Τις δικές σου 40 μέρες, 40 νύχτες. Την δική σου μετέπειτα αναγνώριση. Τα άνευ σημασίας πτηνά άλλων στον δικό σου κατακλυσμό. Την επανέναρξη του κόσμου στην κατάρρευση κάθε ανθρώπου.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

9) ΕΚΚΡΕΜΩ
Εκκρεμώ. Και νύχτα να το πεις ή ηλιόλουστο πρωινό ή βαθύ μεσημεριανό ύπνο καλοκαιριού και καντάδα σε μπαλκόνι, γκρεμός είναι, που η βαρύτητα δεν επιτρέπει να δούμε τον κόσμο χωρίς και πριν και πέρα από αυτήν. Αυτό που ο κόσμος θα ήταν άνευ ημών δε λυτρώνεται. Φέρω. Και την νύχτα μας ή το πρωινό μας και το τραγούδι μας στην άμμο της παραλίας το περασμένο καλοκαίρι κι αν τα πεις, σεσημασμένες λέξεις που κατηγορούν τον κόσμο. «Είστε εραστές» ή «Αγάπη» ή «είσαι όμορφος»ενώ είμαστε απλές παύσεις του γκρεμού που ανασαίνει ο ρυθμός του σύμπαντος. Τόσο αστέρι στην νύχτα αιώνων πριν, όσο στην ωλένη σου που άρμοσε πάνω της για λίγο ο λαιμός μου. Φέρω εσένα, γιατί φέρω τον κόσμο. Σου εκκρεμώ, απόφαση κι ετυμηγορία. Πύκνωμα του χωροχρόνου το φιλί μας, σου είπα. Ένα απλό φιλί, τι λες τα ακαταλαβίστικα, μου είπες. Τόσο φιλί το δικό μου, όσο το δικό σου. Πώς μοιραστήκαμε την απόσταση αιώνων; Όσο στενέψαμε το πλάτος, τόσο μεγαλώσαμε το βάθος του γκρεμού. Φέρω το γκρεμό. Εκκρεμώ. Και φέρω μόνο το ένα από τα πλείστα. Τα λοιπά που δε θα τα δεις, δεν υπάρχουν. Δεν είμαι το γεγονός. Είμαι αυτή του η θύμησή σου. Αμήν.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

10) ΣΑΝ ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΦΟΝΟΥ
Πού να σε γράψω σαν ομολογία φόνου εκ προμελέτης σε παγκάκι ή κορμό και πώς να μη φοβάμαι πια τη λευκή πανσέληνο που τόσο βαθιά με φόβισε ο λευκός προβολέας του αμαξιού σου καθώς φεύγεις. Έλα -μόνο προσκλήσεις ο έρωτάς μας, προστακτικές. Μείνε. Πες. Φάε. Πρόσεχε. Κάνε. Δώσε. Γίνε. Και μετά μόνο βλέμματα ικετευτικά. Ύβρις, κάθαρσις, όταν υπερβάλλουμε εαυτόν για τον άλλον και ο άλλος ολοκάθαρα έχει μάθει μόνος του πια το πρόγραμμα που του ορίσαμε με τις προστακτικές και πλέον δεν χρειάζεται κάποιον να του τα λέει. Έχει όλη τη βιοεξουσία του έρωτα ενστερνιστεί ολάκερος Κρέων και ψάχνει μες στη νύχτα ένα παγκάκι να χαράξει το φόνο και κάθεται μες στο σκοτάδι στο παγκάκι που φιλιόταν ο Αίμων με την Αντιγόνη. Κλάψε. Θυμήσου. Φοβίσου. Έτσι που έγινες στην πόλη αυτός που εξουσιάζει τα πάντα πια χωρίς να έχεις κάποιον ανάγκη να σε κοιμίσει ή κάποιος να σε έχει ανάγκη να κοιμίσεις. Χάραξε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου