Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2020

Αλήτες του Μικρόκοσμου || Κείμενα 11-15




11) ΑΝΤΙΚΡΥ
Αντίκρυ.

(βλέμμα στον τέταρτο τοίχο)

Εσύ ο βράχος που σταυρώθηκε ο Προμηθέας κι ε-
γώ η απάτητη κατά τ’ άλλα κορφή που απογειωνόταν ο αετός.

Δεν έχει σημασία ποιοι μας κατοίκησαν. Προορισμός
μας
να γίνουμε αγάλματα στον άνεμο και τη βροχή.

(βαθειά ανάσα)

Το αιώνιο κοίταγμά σου.

(μειδίαμα)

Κάποτε ως αγάλματα θα σηκώσουμε μνήμες άσχετές Μας.
Αντίκρυ
στον κόσμο υψωνόμαστε. Να ‘μουν κάλ-
λιο χαλίκι στο παπούτσι σου ή άμμος στο μάτι σου. Κάτι
να ξεγλιστρά ή και να μη φαίνεται.
Να ‘ναι όλα πιο μικρά.
Κι
ε-
σύ.

(εμφατικά)

Αχ,
κι εσύ να ήσουν. Κι όχι όλα αυτά που μπορούν να μας
παρηγορήσουν και να μας υπονοήσουν.
Κι όταν χρόνια μετά κι αιώνες θα έχουμε άλλο δέρμα από τώρα
και παντού σεντόνια και σκόνη,
ούτε αν ήμουν όμορφος ή αν μ’ αγάπησες θα σε ρωτήσω, παρά μονάχα αν θυμάσαι.
Εσύ. Όχι όλα τ’
άλλα που μάς
θυμίζουν και μάς

υπονοούν.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

12) ΝΤΕΛΙΡΙΟ
Τις νύχτες που μοιάζουν με αυτές της Γεθσημανής δεν προσεύχομαι. Δυστυχώς τα λόγια μπερδεύονται ακόμη κι αν τα λέω από μέσα μου σαν ένας δαίμονας να μου αποσπά την προσοχή από αυτό που θέλω να προσευχηθώ. Ξαπλώνω ανάσκελα και παίρνω βαθιές ανάσες. Γυρίζω σε στάση εμβρυική και πάνω που λαγοκοιμάμαι, τσουπ σκοντάφτω στον γκρεμό που βλέπουμε συχνά πριν αποκοιμηθούμε, τραντάζομαι.

Πετάγομαι ιδρωμένος, μαζί με λίγο αίμα -το ξανάπα, μοιάζει της Γεθσημανής- και ανακάθομαι οκλαδόν μέχρι να πέσουν οι παλμοί μου. Ψάχνω οικείες εικόνες, μυρωδιές, επαφές, λόγια για να συνδεθώ με τον κόσμο που με περιβάλλει κι έρχεσαι Συ, η μυρωδιά Σου, το χάδι Σου, η λέξη Σου. Οικεία όλα Σου, αλλά μη εν οίκω Συ.

Κάθομαι στην άκρη του κρεβατιού. Σε λίγη ώρα κοιμάμαι βαθειά, δεν Σε ονειρεύομαι τετριμμένα. Παρεμβλήθης νωρίτερα για να επανέλθω. Όπως τα εκατομμυρίων ετών αστέρια στον αποψινό ουρανό είσαι κι Εσύ εδώ στο δωμάτιο. Και τι θα είμαι όταν τινάξω τη στάχτη του φεγγαριού από πάνω μου, παρά σα μαύρο κάρβουνο στην νύχτα. Όπως γλίστρησα στο δωμάτιό σου για να μπω, έτσι επακριβώς θα βγω, μόνο που είναι δύσκολη η έξοδος: ποτέ μη φεύγεις απ’ τους δρόμους όπου πήγες, διάλεξε άλλες διαδρομές.

Να μη σε δουν οι γείτονες κι εσύ να μη δεις τα χνάρια και τα κατατόπια που παραφύλαγες. Αν μη τι άλλο δε θα ‘χει νόημα να προφυλαχτείς πια. Αλλά εγώ όπως ήρθα θα φύγω: σκιά χωρίς οβολό, σκιά χωρίς σώμα, σκιά χωρίς φως. Όλα θα τα υπονοώ μονάχα.

Και τι θα είναι το φιλί χωρίς εσένα πέρα από αντανακλαστικό στους όσους άλλους έρθουν. Αν χάσουμε τον Άλλον Άνθρωπο στον κόσμο, όπως όρισα ερωτικά για λίγο εσένα, χάνουμε την άκρη του μίτου στον λαβύρινθο κι αυτό όπως και να το πεις το κάνει πιο δυσχερές, το να βγεις από κει (από δω) σώος κι αβλαβής. Η Έξοδος συντελείται πιο εύκολα χωρίς αυτή τη χασούρα του ερωτικού σώματος του άλλου. Ωστόσο κι αλλιώς θα γίνει. Έτσι πάει: διαρκής αναζήτηση της θέας.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

13) ΣΙΦΟΝΕΙΡΟ
Κι έχεις μονάχα τ’ όνειρο στις αναμετρήσεις με αυτό που λένε αναμνήσεις και φαντασία. Εκεί ξεσπά η καταιγίδα, όταν φωλιάζει στο σώμα σου ο θάνατος μικρός, που ακόμη καν δεν ξέρει την αλφαβήτα ή να γράφει ή να ξέρει τι είναι ψέμα και τι μαγεία και τι μονιμότητα αντικειμένου και που η νύχτα σε έχει ρυθμίσει τίποτα από τη ζωή σου σε εγρήγορση να μην πιάνει τότε. Κι έχεις μονάχα το όνειρο, για να πεις, όταν σε ρωτούν, πως κάπως κάτι λίγο σε συγκλόνισε ακόμη κι αν δεν το πήρες πρέφα. Το σιφόνι για κάθε σταγόνα σύννεφου ή σώματος είναι τ’ όνειρό σου. Που τ’ όνειρο είσαι ολάκερος, ώστε καταλήγει δικό σου να μην είναι.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

14) ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΙΩΝΙΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ
Τα σώματά μας αυτονόητα κι αυτόματα. Το χρυσόμαλλο δέρας σήμανε την προσφυγιά της Μήδειας, τα σώματά μας -ως άλλα κι άλλοτε δέρατα- τον επαναπατρισμό της στην ιερότητά της -μια και απόγονη του Ήλιου. Φοράμε παράσημα άλλους ανθρώπους κι άλλοι άνθρωποι παράσιτα μάς φέρουν. Στο πάθος μας νομιμοποιείται και κωδικοποιείται ο φαύλος κύκλος του αδιεξόδου. Στη Μήδειά μας νομιμοποιτείται και κωδικοποιείται ο φαύλος αυτός κύκλος. Το χρυσόμαλλο δέρας σήμανε την προσφυγιά του πάθους και της ιερότητας, τα σώματά μας τον επαναπατρισμό. Να σε ασπαστώ εικόνα θαυματουργή, που σου δέομαι κι εσύ ακούς, μα πιο πολύ σαν γέρικο σκυλί ριγμένο πλάι πιστό κι ευήκοον. Να το τάμα μου, ολάκερο το χέρι μου, αυτονόητο κι αυτόματο. Πέρασαν απ’ τα χέρια μου τόσες σφαγές, που σαν κλαδιά απλώθηκαν στο έξω δέρας μου φλέβες να το φωλιάζουν. Κι εγώ κρεμασμένος σε ένα δέντρο της Κολχίδας πάντα επιστρέφω ξέροντας τη διαδρομή. Το βάρ-βαρον πάθος, διπλά βαρύ, μια για το σαράκι και μια για την ενοχή. Πλησιάζει μες στο σκοτάδι η Μήδεια κι ο Ιάσονας, ψαρωμένος ξοπίσω της, πάτησαν κάτι ξερά κλαδιά. Έφτασαν. Απλώνουν χέρι πάνω μου. Φέρομαι. Είμαι. Εσόμενος.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

15) ΑΝ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ
Αν θες, πες το από δω και πέρα διεκπεραιωτικά. Στη χαλυβουργία θα λιώνω τις λέξεις και τα σημαίνοντα σπαταλώντας φωτιά, θα λιώνω τις μεταφορές και τις παρομοιώσεις με φεγγαρόφωτο, θα λιώνω τα σημαινόμενα με ήλιο και στάλα στάλα -από δω και πέρα- θα μαζεύω το χυτό μολύβι. Σ’ ό,τι αφιερωθήκαμε και σ’ ό,τι πιστέψαμε και προσευχηθήκαμε δε θα ‘ναι πια τάματα οι λέξεις. Το μολύβι θα παγώσει ξανά. Θα το ρίξω στη θάλασσα, θα ανέβει η στάθμη τόσο που μάλλον όλα θα βυθιστούν. Και τα έλεγα: κεκαλυμμένο θανατικό η γλώσσα. Τα είπα από στόματα εκατομμυρίων ανθρώπων αιώνες τώρα. Τι; Τι δεν είμαι όλοι οι άνθρωποι! Όσος δεν φαίνομαι, είμαι. Κι αν είμαι κάθε στιγμή για όλους η ανάμνηση της προηγούμενης στιγμής, τότε είμαι ο κάθε ξένος και αλλότριος. Από δω και πέρα διεκπεραιωτικά θα είμαι ο ων. Αν είναι δυνατόν να λέμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους, την ώρα που αφαιρέσαμε απ’ τα πράγματα τ’ αυτιά και δε μας ακούνε πια. Και είναι αυτά που λιώσαμε μολύβι κι όχι τις λέξεις κι έπεσε ο κόσμος στη σιωπή και την παρήχηση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου