Σάββατο 17 Φεβρουαρίου 2018

τρία ψιλοπρόστυχα δοκιμιακά αφηγήματα



αφήγημα νούμερο ένα

"Ρε, ειλικρινά, στ' ορκίζομαι πως τον είδα" έλεγε φωναχτά και με έκδηλο πάθος και μάτια πορτοκάλια ενώ έμπαινε σαν άνεμος από την πόρτα, που άνοιξε σαν να την έσπρεωξε άνεμος, τόσο λίγο και τόσο δυνατά και πλησίαζε στο τραπέζι που καθόμουν. Πέρα από το ραντεβού μας -το κατά τ' άλλα ερωτικό, κάπως σαν παράνομο, αν λάβαινε κανείς υπόψη τη φύση των ζωών μας- και τα ημερολογιακά και ωρολογιακά κανονίσματα αυτού, δεν είχαμε μιλήσει για κάτι άλλο, για το οποίο θα μπορούσε να μου αναφέρει πως το είδα. Αυτός που είδε, δεν ήξερα καν ποιος μπορούσε να είναι.
     Μπαίνει, είναι εξίσου ψηλός, με μακριά μαύρα πολύ σγουρά μαλλιά, αδύνατος, πάντα ευδιάθετος -ακόμη κι αυτή τη στιγμή που ωρύεται σαν μαύρος καπνός μέσα στην καφετέρια, κόντρα στον αχνό, διάφανο καπνό που αχνίζει ο καφέ μου- και χαμογελαστός, διαχυτικός, εκφραστικός, μια δίοδος του σώματός του στο σώμα μου κάθε του κίνηση. Δεν μου ήταν ποτέ ενδιαφέρον, παρεμπιπτόντως, να μεταφράζω την ομορφιά σε επίθετα. Μ' αρέσει να λέω χίλιους δυο μύθους ή πίνακες ή στίχους ποίησης για να περιγράφω και να ενώνω το αίσθημά μου με τον κόσμο και την ιστορία τη θυμική, της θύμησης και της αφήγησης. Όπως και να 'χει, πλησίαζε. Πλησίασε.
     "Γιατί δεν κάθεσαι;" του αντέτεινα, αντί να επικεντρωθώ με ερώτηση σε αυτό που επέμενε σιωπηρός κοιτώντας με βαθειά και ίσως πίσω από μένα. Ένα φρικαρισμένο, καθόλου ερωτικό βλέμμα, μη υποσχόμενο, ίσως ενίοτε και γι' άλλους προσβλητικό. Όμως, εκείνη τη στιγμή ήταν κι αδιευκρίνιστα ερεθιστικό. Η σκέψη μου χάθηκε επιμένοντας σιωπηρά κοιτώντας τον βαθειά και ίσως πίσω από εκείνον στο απόγευμα στο πάρκο που την ώρα που έδυε ο ήλιος του έκανα στοματικό έρωτα ενώ φυσούσε ένα ελαφρύ, τελών χειμώνα αεράκι και διμοιρίες διαφόρων πτηνών επέστρεφαν στις φωλιές τους για τη διανυκτέρευση. Ενώ εκσπερμάτωνε δυνατά στο στόμα μου, ύστερα από λίγο με βλέμμα αποσβολωμένο, μάτια πανσελήνους ορκιζόταν χωρίς να κουνά τους βολβούς των ματιών του, καθηλωμένος, ξανα-ορκιζόταν σε μια συζήτηση που ακολούθησε ενώ σηκώθηκα από τα γόνατα που βρισκόμουν, πως είχε δει λίγο πιο πέρα τον νεκρό πατέρα του.
     "Ρε, ειλικρινά, στ' οκρίζομαι πως είδα τον τυπά από την κραυγή του Munch στη γέφυρα δω δίπλα", μου εκμυστηρεύτηκε τώρα μέσα στην καφετέρια. "Περπατούσα στο δρόμο με δυο περαστικούς πιο πίσω -ο ήλιος έπεφτε - ξαφνικά ο ουρανός έγινε κόκκινος σαν αίμα -σταμάτησα, νιώθοντας εξαντλημένος, και στηρίχτηκα στη βιτρίνα ενός μαγαζιού - αίμα και γλώσσες φωτιάς πάνω από το γκρίζο δρόμο και την πόλη - οι περαστικοί μου προχώρησαν, κι εγώ έμεινα εκεί τρέμοντας από την αγωνία - κι ένιωσα ένα ατέλειωτο ουρλιαχτό να διαπερνά τη φύση".
     "Γιατί δε μου κάθεσαι;" του αντέταινα, διακόπτωντάς τον.

~

αφήγημα νούμερο δύο

Ένα μκρό σπίτι διαγραφόταν στην κορυφή του απέναντι λόφου, το είδα το απόγευμα κατά τις 6 σχεδόν τυχαία, καθώς ατένιζα το βασίλεμα. Είχα έρθει περιοδεύων γιατρός σε στρατόπεδα του νησιού και θα έμενα για ένα βράδυ. Ύστερα από αυτή τη στιγμή, μέσα σε λίγες ώρες από το απόγευμα κατά τις 6 που σχεδόν τυχαία είδα το μικρό σπίτι στην κορυφή του απέναντι λόφου μέχρι και το βράδυ που έβλεπα το στρατόπεδο χαμηλά φωτισμένο από το ύψος του σπιτιού μαζί Του μεσολάβησαν τα δάχτυλά του που αγγίζοντας γύρω στις 7 και κάτι κάθε φορά το στυλό που είχα πιάσει πρωτύτερα και θα ξαναέπιανα αργότερα ξανά και ξανά, το γραφείο -παλαιικό με ένα μπλε νάιλον κάλυμμα από πάνω- και την πόρτα, όλα ήταν σαν να άγγιζε έναν κόσμο σαν το σκυλί, που κακοποιημένο υποπτεύεται τα πρώτα χάδια αγάπης.
     Οι ιστορίες, όπως αυτή η σωματοποιημένη δώ, διαγράφονταν ωραία με το φεγγάρι να αναρτάται στο δέντρο της νύχτας σα χρυσόμαλλο δέρας και με το νιώθω το κορμί του ως αλεξικέραυνο πάνω εκεί στο σπίτι. Το σώμα του χρυσό και αξημέρωτα σκοτεινό όπου σκιαζόταν από τις ίδιες του τις καμπύλες και από τη δική μου σκιά.
     Όταν επιστρέψαμε, εκείνος γύρισε στον λόχο κι εγώ στο ιατρείο. Το μικρό σπίτι διαγραφόταν στην κορυφή του απέναντι λόφου. Μες στην νύχτα ξανακοίταξα το σπίτι και μας ξανάδα ολογράφως χρυσοντυμένους (ακόμη κι εμένα που πριν δεν μπορούσα να με δω, παρά μόνο με ένιωθα νιώθοντάς τον) να κάνουμε έρωτα σα σκυλιά. "Ερεθίστηκε" θα έγραφε για μένα ένας εξωτερικός αφηγητής, "κατέβασε το παντελόνι της παραλλαγής και άρχισε να αυνανίζεται, κρατώντας το καυλί του, που τα προσπερματικά υγρά έλαμπαν υγρό πυρ στην πανσέληνο, ανασκεπτόμενος την προ ολίγης ώρας ερωτική επαφή, που πλέον θα έμενε φαντασίωση στο διηνεκές. Οι ιστορίες, όπως αυτή η σωματοποιημένη δω, απαιτούν ποίηση. Έκατσε κι έγραψε στο γραφείο του στο εγκαταλελειμμένο ιατρείο για ένα σκυλί που συναντούσε σε μιαν αυλή, κάθε φορά που κατέβαινε στην πόλη. Το φώναζε με ένα φιλί στον αέρα κι εκείνο έτρεχε και τον έγλειφε. Εκείνος έγραψε για το πώς έγλειφε το πρόσωπο του στρατιώτη σαν πεινασμένο σκυλί, γλείφοντας στρώση στρώση τη χρυσή κρούστα απ' το φεγγάρι και πόσο δε θα ήθελε να τον γλείψει το σκυλί που συναντούσε συχνά, αν το συναντούσε εκείνη ακριβώς τη στιγμή, για να μην πάρει μυρωδιά και να μην πάρει ίχνος απ' το σπέρμα του εραστή του. Καθώς έγραφε", θα έγραφε για μένα ένας εξωτερικός αφηγητής, "χτύπησε η πόρτα του ιατρείου. Κάποιος είχε λιποθυμήσει. Άφησε στη μέση το ποίημα (που ο εξωτερικός αφηγητής ως μη παντογνώστης δεν μπορούσε να το διαβάσει ακριβώς). Όταν γύρισε, δεν βρήκε το χαρτί".

~

αφήγημα νούμερο τρία

"Συνέχισε! Συν. Νέχισε!" η αποσπασματική ή επαναλαμβανόμενη λαθεμένη εκφροά λέξεων-ήχων κατά τη διάρκεια της ερωτικής πράξης ήταν μάλλον δείγμα του ότι κόβεται η ανάσα λόγω ευχαρίστησης, ηδονής, οργασμού. Όταν τελειώσαμε, τη ρώτησα, έχοντας κι οι δυο χωθεί κάτω από το πάπλωμα, πλεγμένοι σαν δερμάτινες κλωστές σ' ένα σωμάτινο κουβέρι, αν θα ήθελε πίτσα. "Ναι, πίτσα". Τον τελευταίο καιρό, ύστερα από μιαν ιδιαίτερη κι ιδιαίτερα έντονη ερωτικά και συναισθηματικά περίοδο -μετά το ταξίδι μας στο Παρίσι- είχε αρχίσει σταδιακά να μιλάει όλο και πιο ψυχρά, επίπεδα, σαν να μην ένιωθε να καταλαβαίνει αυτά που ξεστόμιζε.
     Την ώρα που έφτανε σε οργασμό λίγα λεπτά χωρίτερα, όσο μηχανικά κι αν εξέφερε κι εξέφραζε τις λέξεις της, το πέος μου πρώτη φορά στους 8 μήνες που κάνουμε έρωτα το ένιωθα να γλιστράει στον υγρό κόλπο της κι αδυνατούσα να μην εκσπερματίσω. Οι συσπάσεις των μυώνων της κι η ζεστασιά που τύλιγαν τις φλέβες και το σαρκίο της στύσης μου ήταν ιδιαίτερα έντονες, σαν να ρουφάει με ένταση μια μαύρη τρύπα το φως. Κοιταζόμαστε στα μάτια, ο ιδρώτας μου σταλάζει στη δεξιά της ρώγα, τη γλείφω, ένα ρυάκι δάκρυα και μια στάλα σάλιο τσουλάει στο δεξί της μάγουλο, ωστόσο η φωνή της επίπεδη -σχεδόν ακυρωτική, ματιστοκαλό, δεν της αρέσει;!- κι επαναλαμβάνει κουτσουρεμένα όσα της λέω. Τα υγρά από το μουνί της έχουν βρέξει για τα καλά τ' αρχίδια μου. Φωνάζει με ανεπιτήδευτα ψύχραιμο ουρλιαχτό, τα μάτια της χάνουν προς τα πάνω τις κόρες απ' την καύλα κι εκείνη μιλά σα ρομπότ. Χύνω μέσα της.
     "Θες πίτσα σπέσιαλ ή κάτι άλλο;", "Ναι, καλά είμαι!", "Θες ν παντρευτούμε;" μετά από δυο χρόνια τη ρωτώ κι εκείνη "Παντ.τρεύομαι. Ναι."
     "Μ' αγαπάς;" ρωτώ, "Αγαπάς. Ας αγαπ. Ναι!" εκείνη.
     Η ασθένειά της, που εξελισσόταν σταδιακά, αλλά όχι ραγδαία -ήδη το είχαμε μάθει λίγους μήνες μετά από εκείνη την ερωτική επαφή κι εκείνη τη τέλεια πίτσα και περίπου ενάμιση χρόνο πριν παντρευτούμε με το ασαφές της "ναι", κατέληξε σε ένα ισχυρό ισχαιμικό επεισόδιο. Όταν την χάσαμε λίγο καιρό αργότερα, είχαμε ήδη παιδί και ο καιρός πέρασε, εκείνο είχε παιδιά κι εκείνα άλλα παιδιά. Εγώ 70 πια, με τα παιδιά και τα εγγόνια και φίλους και συγγενείς σε ένα μνημόσυνο για τα 40 χρόνια γάμου που θα κλείναμε (αλλά βαθειά μέσα μου ήταν εκείνη η μέρα με την ερωτική επαφή που συνειδητοποίησα πως όντως κάτι δεν πήγαινε καλά και ταυτόχρονα πως όντως την αγαπούσα και την ήθελα), θυμήθηκα πώς είχα νιώσει εκείνη την νύχτα. Ανάμεσα στα ανεπαίσθητα δάκρυά μας -υπήρξαν και τέτοια- είχα τη τελευταία μου στύση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου