Σάββατο 17 Φεβρουαρίου 2018

βββββββββββουητό

©de Chirico

Είχα βουητό στ' αυτιά σαν να πέρασε δυνατός θόρυβος από μέσα μου, ένα τρικυμιώδες βουλεβάρτο από βιαστικά αμάξια να πηγαίνουν στις δουλειές τους, τα μικρά παιδάκια στα σχολεία, ψιλο- και χοντρο-μεθυσμένοι από τα ξημερωμένα ξενύχτια τους με αναθυμιάσεις αλκοόλ σαν να περνάς από διϋλιστήριο σε ώρα αιχμής, να πηγαίνουν για τον πρωινό καφέ τους ή για ψώνια, ή για να πηγαίνουν σ' ένα νοσοκομείο που κάποιος ξεψυχά, καθώς μέσα στον ύπνο τους τούς πήρε τηλέφωνο κάποιος υπεύθυνος μιας νοσοκομειακής μονάδας ή ένας αστυνομικός ή κοινωνικός λειτουργός κι αμάξια που πήγαιναν στον τόπο του εγκλήματος, περαστικοί οδηγοί και συνοδηγοί που μετρούν τα δέντρα και που δε βλέπουν τις πινακίδες, που βρέχουν τους πεζούς σε λακούβες πέφτοντας με ανυπολόγιστο βάθος και νερό ή επειδή απλά είναι στ'αρχίδια τους οι πεζοί, οδηγοί με συνοδηγούς άρτει μαλωμένους ή που τους σκεπάζει η μουσική του ραδιοφώνου, οδηγοί που οδηγούν κι οδηγώντας ψάχνουν στο μικρό ντουλαπάκι για ένα χαρτί που έχουν γραμμένο ένα τηλέφωνο από κάποιο ραντεβού ή ένα έγγραφο για μια γαμω-υπηρεσία (πρωί πρωί στην ουρά) ή λογαριασμό ή μια ξεχασμένη σοκολάτα, σκουπίδια από αποδείξεις διοδίων και σούπερ-μάρκετ, οδηγοί που κοιτάνε από τον καθρέφτη τα πίσω αμάξια και που φαντάζονται ολάκερες ζωές των όπισθεν οδηγών και συνεπιβατών, που ερωτεύονται στα φανάρια και που ξεχνιούνται στα φανάρια και μια κόρνα τους αφυπνίζει ξαφνικά ή που βάφονται σ' ένα κόκκινο φανάρι βιαστικά, γιατί δεν πρόλαβαν στο σπίτι γιατί τους πήρε ο ύπνος, επειδή είδαν μια ταινία ή μια σειρά χτες βράδυ ως αργά ή έγραφαν.
Είχα βουητό στ' αυτιά μου. Διάβαζα μες στη σιωπή. Γράφε, σου πάει, μου λες, μου είπες, μ' ερωτεύτηκες, μ' αγάπησες γιατί ήμουν ποιητής. Μ' αγάπησες γιατί ήμουν ποιητής, έλεγες. Αλλά πόσο ειρωνικό είναι να λες σε κάποιον που βρυχάται από πόνο πόσο τέλεια γράφει και μιλάει. Σχεδόν εριστικό. Πέρασα από το λιμάνι. χάσαμε την κιβωτό στο λιμάνι, που θα μάς έσωνε. Έφυγες κι έγινα εγώ η κιβωτός, να σε κουβαλώ μες στους καιρούς και τις βροχές. Άκυρο. Γάμα το. Μια σταγόνα μέσα μου ψάχνει να εκφραστεί: δάκρυ, σάλιο, ιδρώτας, ποτάμι, σπέρμα, αίμα, βροχή, μια τόση δα σταγόνα αρκετή για να χωρέσει τη μνήμη, να ενώσει σα μικρή κλωστή ιστορίες, δρόμος, τόσο απροκάλυπτο ινώδες να γλιστρά ο κόσμος με την ολίσθησή του. Είμαστε οι άλλη μεριά του κόσμου. Όσος κόσμος τριγύρω, τόσο εμείς. Πρόσεχε το "εσύ" σου. Τόσος κόσμος, όσο εσύ. Είχα μια σταγόνα μέσα μου, πηχτό σάλιο με γεύση από τσιγάρο, αλκοόλ και λόγια ανιστόρητα, αξεστόμητα, αδόκιμες λέξεις, ήχοι που δε σημαίνουν κάτι εν γένει, αλλά τόσο περιγράφουν εμένα, όχι αυτό που νιώθω, αλλά ολάκερο εμένα, μια σταγόνα που πέρασε από την αλμυρή θάλασσα, στην δροσερή βροχή και την πνιγηρή καταιγίδα μέσα από κεραυνούς και έγινε λάσπη κι έπεσε στο δέρμα και αναμασώ τα λόγια τ' ανείπωτα, τα τόσο εκφρασμένα, τα λόγια που δε λέγονται γενικά, τα λόγια που δε λέγονται ειδικά και γρήγορα λησμονιούνται, τα μάτια σου που γρήγορα λησμονιούνται γιατί δε τα βλέπω πια, μα μου τα θυμίζει η σταγόνα από το δάκρυ σου που έγκλειψα, από τα σάλια σου που φίλησα, από τον ιδρώτα σου που μύρισα. Έρωτα, άκυρο! Δεν υπάρχει στον κόσμο αυτόν, στον χρόνο αυτό που έχουμε κατανοήσει κατάλληλη στιγμή, κατάλληλος έρωτας, άνθρωποι κατάλληλοι, η καταλληλότητα είναι δηλητήριο για την ωρίμανση του φιλιού. Όσο φιλάς έρχεται ο έρωτας, ο κόσμος, ένα βουητό κρατά ένα ισοκράτημα για να ρυθμίζομαι στη συχνότητα που ακούς. Το φιλί είναι μια συχνότητα για να συμπυκνωθούμε από σώματα σε ασώματες έννοιες, που τις λεκτικοποιούμε και τις ονοματίζουμε λες και είναι είδη εξωτικά που αναγνωρίζουμε σε παρθένες εκτάσεις και άγνωστα εδάφη ακυβέρνητα ή κυβερνημένα από ιθαγενείς που ζουν με άλλα μέτρα κι άλλα σταθμά και πρέπει να ξαναξεκινήσουμε από την αρχή. Κρεολό φιλί αυτό που προκύπτει, προκύπτουμε κρεολοί, κρεολός έρωτας, μιγάς το σμίξιμό μας και όταν πάμε να χωρίσουμε δεν πολυκαταλαβαινόμαστε κιόλα. Τι ακατάπαυστη ομιλία τρέχει και εμμένω κι επιμένω σε μια γλώσσα που είναι πιο φθαρτή από μένα κι εγώ πιο φθαρτός και αρχίζω να χάνω το βουητό, πατάω την κόρνα για ισοκράτημα, να μείνει λίγο ακόμη βουητό στ' αυτιά μου, να μην ακούω αυτό που ακούω εντός μου, τις φωνές, τις κραυγές, τις επιθυμίες, σε φαντάζομαι κοινώς, μ' αρέσει και δε μ' αρέσει και ποιος λέει πως αυτή μου η αμφιθυμία είναι ότι δεν ξέρω τι θέλω, όσο μάλλον ότι ξέρω απόλυτα αυτό που θέλω κι αυτό που δε θέλω να μη θέλω. Έχω πιει. Έχω πιει; Ίσα ίσα να ξαναθυμηθώ πώς ήταν όταν είχαμε μαζί πιει. Όταν είχαμε μαζί φιληθεί, όταν είχαμε μαζί ερωτευτεί. Διάβαζέ με μες στη σιωπή, γράφω, μου πάει. Πες με όπως θες, ό,τι θες λέγε μου, μίλα μου κοινώς, πες μου. Μ' αγάπησες γιατί ήμουν τουλάχιστον αυτό που δεν ήθελες να μη θες κι ας μην ήμουν αυτό που ήθελες. Δεν ξέρω, αν τελικά θα συμφωνώ με όσα λέω, γράφω, κάνω τώρα. Θα προσπαθήσουμε να αγγίξουμε αυτό το βουητό κάποια στιγμή, ίσως και αύριο, που δε θα νιώθω το ίδιο βαρύς και ίσως να γελάω με όλα αυτά. Η αιώνια αναίρεση, η αιώνια εξαίρεση. Εξαίρετοι, αιρετικοί, εξαιρετικοί εραστές εμείς ως εν ουρανώ κι επί της γης, ως εν εαυτώ κι εφ' ημών. Θέλω να προσευχηθώ για εμάς, για μένα, κάτι να κάνω απ' αυτά που δεν πιστεύω, να πιαστώ απ' όσα εργαλεία διαθέτει ο άνθρωπος για να υπάρξει. Κάποιο πρέπει να πιάνει. Κάτι θα πιάσει, τι στο καλό. Να πιαστώ, να πιαστούμε, εφόσον δεν σε πιάνω. Κάτι παραπάνω, παραπέρα από όσα πιστεύουμε. Βουητό. Ββββββββββββββββββββββββββ!!!!!! Σταματώντας να γράφω και να σου γράφω και να μιλάω και να μιλάμε και να σκεφτόμαστε μένει αυτό και μόνο αυτό και μιλάει και γράφει, μοίρα και γραφτό κι άγραφο λευκό χαρτί, άγραφο λευκό σεντόνι, σύννεφο, λάμψη λευκή στην άκρη του τούνελ, τέλος του τούνελ, στροφή-έξοδος για να φτάσω στη δουλειά, μειώνεται η κίνηση, φτάνω. Διαρκώς φτάνουμε φεύγοντας από κάπου. Ο τροχός ενός ινδικού χοιριδίου η ζωή μας, ποιος μάς φροντίζει και ποιος μάς κοιτά απ' έξω από το κλουβί. Τίποτε επαναλαμβανόμενο. Ροή, μήτε συνεχής, μήτε επαναλαμβανόμενη. Άνευ μνήμης τίποτε. Αμνήμονες. Αμήν. Ως πότε. Μέχρι πότε αμήν. Ειρήνη υμίν, έρως ημίν, αμήν, αμνήμονο βουητό. Τι οινοποσία αυτή θε μου. Τι θα θυμάμαι και ποιος φαντάστηκε απ' τα άλλα αμάξια τόσην ώρα πως θα σκεφτόμουν όλα αυτά, πως θα σε σκεφτόμουν. Άραγε ποιος απ' όλους αυτούς σκεφτόταν κι εσένα, όπως εγώ. Παντού σε υπονοώ, υπονοείσαι. Η αιώνια υπόνοια του άλλου στα λόγια μας, σαν να μιλάμε για αυτόν, σε αυτόν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου