Σάββατο 10 Φεβρουαρίου 2018

Μαρκίζα



Ό,τι από σένα τώρα έχει μείνει,
το κολλώδες αίσθημα από τα εξατμισμένα σωματικά υγρά,
έλη μιας άλλοτε ελευθερίας να σ' αγγίζω
και να αφήνω ίχνη πάνω σου,
σε μια φωτογραφία της στιγμής,
εκεί στην κουπαστή της Κιβωτού, που μας πήρε
από το νησί για πίσω στην πόλη,
έχοντας υπάρξει χωρίς να έχουμε ορίσει τι και πώς,
δίπλα από χνώτα κάποιων εκατοντάδων ειδών ζώων, που πολλά
πρώτη φορά τα βλέπαμε,
είναι αυτό που δεν τολμούν τα χείλη
σ’ εκείνο το τοπίο της βροχής,
που μου 'χες πει, πως κάποτε διάβασες πως θα έρθει
και θα 'ναι καταστροφική
και σου έλεγα πως είσαι υπερβολικός
και μου είπες θα 'ναι κατακλυσμός
και σου 'πα πως θα ταξιδέψουμε τον κόσμο
και μου 'πες να σώσουμε τους εαυτούς μας
και σου ανταπάντησα ν' αγαπηθούμε
και μου 'πες πως έτσι κι αλλιώς
όλα το ίδιο τέλος έχουν.

Δεν είμαστε τέλειοι, είμαστε εντελεχείς, όλα
μου λεν πως έχεις κιόλας φύγει
κι ας λάμπει η ξενοιασιά της εκδρομής,
στην παραλία να τραγουδάμε ξένα ποπ κομμάτια
που σ' αρέσουν και να μας καίει ο ήλιος ανάσκελα
και τις πλάτες, τους γλουτούς και τους γοφούς
ειδικά τους δικούς σου που τόσο λαχτάρισα
να καίει η άμμος
και
εσύ όπου να πας
-α, άκου με, θυμάσαι που σου 'πα πως η άμμος στη θάλασσα
όταν υπογραμμίζει τους έρωτές μας μοιάζει με την άμμο
μιας κλεψύδρας, που δεν ξέρεις ποτέ τη φορά της και τώρα
στο ταξίδι μας, που έτυχε να ταξιδεύουμε στην ίδια βάρκα
και σ’ όποιο ταξίδι κι αν ακολουθήσει, παραλία, στεριά
δε βλέπουμε, δεν έρχεται σημάδι στεριάς,
μείνε,
σε λάθος στάση θα κατεβείς,
έτσι πάντα πιστεύει όποιος μένει πίσω
κι ας έδωσε το λάκτισμα.

Χρόνια μετά και κάτω απ’ τη μαρκίζα
σ' ένα μαγαζί στο κέντρο της πόλης, όταν αποσύρθηκαν τα νερά
και στη θέση τους χτίστηκαν μνημεία-συντριβάνια, όπως οι ανδριάντες
που στήνονται για τους ήρωες και τους μεγάλους
-άραγε τι σπουδαίο να κατόρθωσε η βροχή εκεί που φιληθήκαμε,
εκεί που περπατήσαμε, εκεί που τσακωθήκαμε,
γιατί δεν πήρε σβάρνα όλη αυτή την μελαγχολία που μου προκαλεί
η ανάμνησή σου-
σε βρήκα που `ρθες για να μη βραχείς, ενώ εκεί
λίγο πριν φύγω για το νησί -ο κατακλυσμός
στο μεταξύ με τα αχανή νερά του είχε συντελέσει ως καθρέφτης
μια και τη τελευταία βραδιά πριν φύγω για το νησί μιλούσαμε στο τηλέφωνο
κάτω απ' αυτή την επιγραφή
και τώρα από δω κάτω συναντιόμαστε, ενώ ετοιμάζομαι να φύγω για το
νησί των Μακάρων, εκεί που πάμε όλοι όσοι αγαπηθήκαμε-
ίδια η βροχή τα μάτια σου τα γκρίζα
μα τίποτα, όπως πάντα, δε θα πεις.
Και εκεί είναι που κολλάω.
Παίζει ένα τραγούδι στο ένα ακουστικό,
ενώ το άλλο κρέμεται, προαιώνια αγχόνη, σαν να σπάει τη σιωπή,
που μου ζητάς να μιλήσω, να πω κάτι
και που λειτουργεί και σαν σάουντρακ μιας ταινίας,
που φαντάζομαι να παίζουμε και να ξέρουμε πώς καταλήγουμε
και πώς νιώθουμε, γιατί ένας παντογνώστης θεατής ξέρει,
αλλά τιστοκαλό, δεν ξέρω καν πώς νιώθω εγώ
και παίζει ένα τραγούδι το ακουστικό της Μοσχολιού,
αυτό που είχα πει κι είχα προτείνει να το τραγουδά μια κοπέλα
στην ομάδα, ενώ θα παίζαμε τη σκηνή του κατακλυσμού.
Ξέρεις, οι κατακλυσμοί είναι από μηχανής θεοί σ' αυτό που δε σώνεται με τίποτε.\
Στα χέρια μας θα κρατούσαμε ζευγάρια γυαλιά, ζευγάρια κάλτσες, ζευγάρια παπούτσια,
γάντια, ο,τιδήποτε μπορεί να σωθεί ως αντικείμενο ανάμνησης,
οπότε τι σημασία έχουν τα φιλιά, τα λόγια, τα ποιήματα, οι αναμνήσεις,
αν δεν έχουν μια πηγή,
μα κι αυτά φθείρονται ανέλπιστα γρήγορα, σαν κεριά που καίγονται.

Μονάχα εγώ ρωτώ χωρίς ελπίδα
πού μένεις, πού κοιμάσαι και πώς ζεις,
κι εσύ που ξέρεις όσα η καταιγίδα
δεν έχεις κάτι για να μου πεις.
Μονάχα εσύ ρωτάς χωρίς ελπίδα
πού μένω, πού κοιμάμαι και πώς ζω,
κι εγώ που ξέρω όσα η καταιγίδα
δεν έχω κάτι για να σου πω.
Γιατί ξεπερνώντας την καιταιγίδα,
θα έρθουν άλλες δοκιμασίες για να σώσουν αυτά
που έχουν φτάσει σε μιαν άσωτη κι ευφάνταστη κατάσταση: όπως μια βαβέλ,
όπου θα μιλάμε και θα 'ναι σαν να μη μιλάμε
και που θα 'ναι σαν να λέμε για τις ίδιες αναμνήσεις
σ' άλλη γλώσσα
αμετάφραστες, σχεδόν αδόκιμες στο μυαλό του άλλου.
Τελειώνουν οι τελευταίες νότες στο ακουστικό.
Ωραία μάς σκηνοθέτησα, ωραία μάς θυμήθηκα.
Από τα τόσα τέλη που θα μπορούσαμε να δώσουμε, εντελέχεια του έρωτά μας
να περπατήσουμε κάτω από μιαν ομπρέλα του Χερβούργου,
κοιτώντας τα πλοία, ξεχασμένο και παρατημένο αυτό που μας
κουβάλησε μέσα από τον κατακλυσμό, αραγμένο, να ξεκουράζεται, σχεδόν να γερνά,
εμείς σχεδόν να γερνάμε,
χρόνια μετά και κάτω απ' τη μαρκίζα, εσύ χλωμός, εγώ χλωμός,
χαμογελαστοί και πόσα να πεις και πόσα να προλάβεις,
ώσπου να κοπάσει η μπόρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου