ikb |
Διασχίζω την πόλη σαν αέρας
φυλλομετρώντας τα ρούχα που στεγνώνουν στα μπαλκόνια
και διασχίζω την πόλη σε κάθε της σημείο
σαν γλωσσοδέτης που δεν τον είπα καθαρά στα μπαμ
και διασχίζω την πόλη αιώνες τώρα
και τα παράπονα πάντα ίδια των ανθρώπων
κι είμαι το φως που δίνει σάρκα στις σκιές
κι είμαι το φως που ακυρώνει τις σκιές
και όπως στέκουν σαν καρυάτιδες της νύχτας
κι όπως στέκουν σαν εραστές μέσα στην νύχτα
ψάχνω τι είμαι, πού χωράω και πού πάω
και παίρνω κάτι απ' τις αμφιβολίες των ανθρώπων
και διασχίζω σαν αμφιβολία
πια
στις πυλωτές που παρκάρονται τ' αμάξια
και απ' τ' ανοιχτά παράθυρα
ντύνομαι τις κουρτίνες
-παρενδυτισμός-
που με κάνουνε να μοιάζω με κοπέλα που στέκει στην άκρη
στο παράθυρο και περιμένει
και μοιάζω πάντα αναμονή
κι είμαι η αναμονή,
μι' αναμονή για όσα έκανα τα πάντα μείον κάτι ελάχιστο
που θα τα έφερνε με άνεση
-γιατί έτσι μοιάζω καλύτερα με τιμωρία.
Διασχίζω την πόλη σαν αναμονή
γι' αυτό που δεν έρχεται
επειδή κάναμε τα πάντα
μείον κάτι ελάχιστο
που θα αρκούσε να τα έφερνε με άνεση μεγάλη.
Διασχίζω την πόλη σαν τιμωρία αρνητική:
αυτή που στερείς κάτι από κάποιον για να σταματήσει να το κάνει.
Με στερώ από κάποιον για να σταματήσει να το κάνει: να
με
περιμένει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου