Τρίτη 22 Μαΐου 2012

7 ζωές


“Ένα παραμύθι έχει μάτια, για να σε βλέπει, αυτιά, για να σ' ακούει, μύτη, για να σε μυρίζει, γλώσσα, για να σε γεύεται και δέρμα, για να σε νιώθει. Έχει αυτές τις 5 αισθήσεις κι άλλες πολλές ακόμη, που πολλοί άνθρωποι δεν ξέρουν καν ποιες είναι, πού είναι, τι κάνουν. Αλλά αυτές υπάρχουν. Είναι κάτι σαν κρυφές πόρτες, σαν μυστικά περάσματα που μπορούμε μέσα από αυτά, να επικοινωνούμε ο ένας με τον άλλον.
Έτσι, λοιπόν, ένα παραμύθι θέλει να σε βλέπει, να σ' ακούει, να σε μυρίζει, να σε γεύεται, να σε νιώθει, γιατί αλλιώς νιώθει μόνο, όπως όλοι μας, όταν δε μας δίνουν σημασία. Είναι τόσο ζωντανό για μας, όσο είμαστε κι εμείς ζωντανοί γι' αυτό.
Όταν ακούμε ένα παραμύθι, πρέπει να καθόμαστε με τα χέρια μας σταυρωμένα, πλεγμένα σαν κουβάρι με κλωστές τα δάχτυλά μας – θα κάναμε το ίδιο με τα πόδια, αλλά δεν είναι τόσο άνετο αυτό, αν δε το έχεις συνηθίσει. Έτσι, όπως θα έχουμε καθίσει, με τα χέρια πλεγμένα, θα είναι και σα να προσευχόμαστε και δε θα μας τραβάει την προσοχή κάποιο άτακτο ανθρωπάκι, που σχηματίζεται με δύο δάχτυλα (τον δείκτη και το μεσαίο) και περπατά και περπατά και περπατά. Όλο αυτό, βέβαια, γίνεται μόνο, αν έχουμε κάποιον να μας διαβάσει το παραμύθι ή να μας το πει, γιατί αν πρέπει να γυρίσουμε εμείς τις σελίδες, θα πρέπει να λύνουμε συχνά το κουβάρι και μετά άντε πάλι να το μαζέψουμε.
Όταν ακούμε ένα παραμύθι, πρέπει να κλείνουμε τα μάτια απαλά, ίσα ίσα να μη βλέπουμε, για να μπορούμε να βλέπουμε εμείς τις δικές μας ζωγραφιές να ζωντανεύουν, σα να είμαστε κι εμείς μέρος της ζωγραφιάς. Βάζουμε τα δικά μας χρώματα, τα δικά μας μεγέθη, σχήματα, ζώα, άτομα. Μπορούμε ακόμη να φανταστούμε κι άλλα άτομα να ακούν μαζί μας το παραμύθι και να κάνουν το ίδιο πράγμα. Όταν πολλοί μαζί κάνουμε το ίδιο πράγμα, μας φέρνει πιο κοντά, σαν ένα παιχνίδι, που παίζουμε όλοι μαζί.
Όταν ακούμε ένα παραμύθι, πρέπει να αφήνουμε τα αυτιά μας ανοιχτά και ν' ακούμε λόγια, που δεν μας ακούμε, αλλά μπορούμε να τα νιώσουμε: όπως, όταν κάποιος μας λέει “σ' αγαπώ”, εμείς από κάτω ακούμε μια ζεστή φωνή, ένα χρώμα, ακούμε ακόμη κι άλλες λέξεις, όπως “αγκαλιά, ζεστασιά”, ενώ εκείνος δε μας τα λέει. Σα να ακούμε τον ψίθυρο του κόσμου κάτω από όσα ακούμε από το παραμύθι.
Όταν ακούμε ένα παραμύθι, πρέπει να αγγίζουμε κάτι πέρα από μας: το αγαπημένο μας κουκλάκι, το χέρι του ανθρώπου που μας το διαβάζει, το ίδιο το παραμύθι.
Όταν ακούμε ένα παραμύθι, πρέπει να φέρνουμε τις αγαπημένες μας γεύσεις στο στόμα: εγώ τώρα, που σας μιλώ, φέρνω τη γεύση γλυκιάς φράουλας στο στόμα μου – αν είναι χειμώνας, σκέφτομαι μαρμελάδα φράουλα, αν είναι καλοκαίρι, σκέφτομαι γρανίτα φράουλα.
Κάπως έτσι, ξεκινά ένα όμορφο παραμύθι...”
Αυτά άκουγε η μικρή γάτα, η Λίλιουμ, από τη γιαγιά του κοριτσιού, της Ιωάννας. Η γιαγιά είχε αγκαλιά την Ιωάννα κι η Ιωάννα ήθελε να πάρει αγκαλιά την γάτα της, τη Λίλιουμ. Ωστόσο, η γιαγιά της κι η μαμά της κι ο μπαμπάς της κι άλλοι πολλοί, όταν τους το έλεγε, δεν την άφηναν να την πάρει αγκαλιά, να τη σφίξει δυνατά πάνω της. Κι όταν κάποιες φορές την έπιαναν να το κάνει κρυφά, γρήγορα της φώναζαν να αφήσει τη γάτα και συχνά την προειδοποιούσαν, ότι αν συνεχίσει έτσι, θα αναγκάζονταν να δώσουν τη Λίλιουμ σε άλλη οικογένεια.
  • Μα γιατί;
  • Γιατί, Ιωάννα μου, οι γάτες είναι λίγο περίεργα ζωάκια: για τα κοριτσάκια είναι λίγο επικίνδυνες, γιατί έχουν μέσα ένα ζωάκι, που το λένε μικρόβιο κι ίσως αρρωστήσεις από αυτό. Κι επίσης, μπορεί να σε γραντσουνίσει, δεν είναι σαν τα σκυλάκια.
  • Μα και τα σκυλάκια δαγκώνουν.
  • Ναι, αλλά οι γάτες δεν καταλαβαίνουν τι κάνουν μερικές φορές, το κάνουν κατά λάθος.
  • Άρα δεν είναι κακές.
  • Όχι βέβαια. Δεν είναι κακές! Λίγο επικίνδυνες. Λίγο περίεργες.
Το “επικίνδυνες” και το “περίεργες” σίγουρα ήταν δύο σπουδαίες λέξεις, που μάθαινε η Ιωάννα, που αγαπούσε πολύ τη Λίλιουμ. Έτσι μαζί με το φυτό, απ' όπου πήρε το όνομά της, η γάτα τώρα θα ερχόταν στο μυαλό της Ιωάννας κι όταν άκουγε τις λέξεις “επικίνδυνος” και “περίεργος”.
Η Λίλιουμ πήρε το όνομά της, επειδή τη βρήκαν κάτω από τα λίλιουμ, που έχουν στον κήπο τους οι γονείς της Ιωάννας. Ένα πορτοκαλί λίλιουμ, σαν καμπανάκι, που χτυπά το ξημέρωμα και το ηλιοβασίλεμα, όταν δηλαδή ο ήλιος είναι πορτοκαλί. Είχαν υπέροχη μυρωδιά κι έχουν υπέροχη μυρωδιά. Είναι περίπου στο ύψος της Ιωάννας, περίπου ένα μέτρο, έτσι συχνά τα χρησιμοποιεί ως μέτρο για το αν ψήλωσε.
  • Κάποτε θα φτάνω τον ήλιο, για να δω πόσο πολύ ψήλωσα.
  • Μα ο ήλιος είναι πολύ ψηλά, της έλεγε η γιαγιά της.
  • Αλλά, όταν δύει ή ξημερώνει είναι χαμηλά, κοντά στα βουνά. Σ' αυτά τα βουνά θ' ανέβω και θα μετριέμαι εκεί, μέχρι να φτάσει ψηλά ο ήλιος και να μην τον φτάνω.
Μια μέρα, λοιπόν, εκεί που σηκωνόταν στις μύτες των ποδιών της, κλέβοντας λίγα εκατοστά ύψους, για να περάσει το ψηλότερο από όλα τα λίλιουμ, άκουσε μια μικρή τσιριχτή φωνούλα. Γύρισε γύρω γύρω, ν' ακούσει από πού ερχόταν, μέχρι που είδε κάτω από τη φυλλωσιά των λίλιουμ ένα μικρό άσπρο γατάκι.
  • Γεια σου! Του είπε κι έτρεξε αμέσως να φωνάξει τη μαμά της.
  • Μάλλον το άφησε εδώ η μαμά του, για να του φέρει φαϊ.
  • Έλα μαμά, σε παρακαλώ, ας το κρατήσουμε εμείς!
  • Δε γίνεται, αγάπη μου! Είναι μικρό και θέλει τη μανούλα του.
  • Αν δεν έρθει;
  • Θα έρθει!
  • Αν δεν έρθει;
  • Αν δεν έρθει, θα το ταϊσουμε εμείς, για να μπορέσει να ζήσει.
  • Δηλαδή, θα το κρατήσουμε;
  • (η μητέρα σκέφτηκε λιγάκι και της απάντησε με ένα χαμόγελο) Θα το κρατήσουμε. Αλλά μέχρι τότε, ας περιμένουμε τη μανούλα του.
Η Ιωάννα, κάθισε ολόκληρο το απόγευμα, μετά το φαγητό και περίμενε να φανεί η μάνα του μικρού γατιού. Το άκουγε, που νιαούριζε, αλλά είχε ακούσει τι της είχε πει η μητέρα της. Κάποια στιγμή, βγήκε η μητέρα της, ενώ άρχιζε να νυχτώνει:
  • Τι λες να πάμε μέσα να πιούμε το γάλα, να κάνουμε μπανάκι και να κοιμηθείς;
  • Όχι, δεν ήρθε ακόμη η μάνα του.
  • Θα έρθει. Δε γίνεται να καθίσεις εδώ όλη τη νύχτα. Θα κάνει κρύο και είναι επικίνδυνα και περίεργα μέσα στη νύχτα ένα μικρό κοριτσάκι μόνο του στον κήπο.
  • Και το γατάκι;
  • Χμ, υποθέτω θα περιμένει τη μανούλα του.
  • Κι αν δεν έρθει;
  • Εκείνο θα περιμένει. Τα μωρά μπορεί να είναι ανυπόμονα για φαί, αλλά δεν σταματούν να επιμένουν και να περιμένουν τη μανούλα τους.
  • Εσύ είχες αργήσει να έρθεις;
  • Εγώ (της είπε χαμογελώντας με πολύ φροντίδα) ήμουν συνέχεια μαζί σου.
  • Τα ζώα δεν είναι έτσι;
  • Είναι κάπως διαφορετικά.
  • Και τα φυτά;
  • Τι;
  • Έχουν μανούλα;
  • Έχουν (της απάντησε με λίγη αμηχανία).
  • Μάλιστα! Δηλαδή τα λίλιούμ μας, για να μένουν εκεί περιμένουν ακόμη τη μανούλα τους;
  • Ίσως! Τι λες να πάμε μέσα τώρα;
  • Εντάξει! Μπορώ να πλησιάσω το γατάκι να το καληνυχτίσω;
  • Εντάξει, αλλά πάμε μαζί και μην το πλησιάσεις πολύ και τρομάξει!
Πλησίασαν μαζί τα λίλιουμ και το γατάκι κι είδαν ότι κοιμόταν με το ένα πόδι του πάνω απ' το κεφάλι του.
  • Καληνύχτα, ψιθύρισέ του! Είπε ψιθυριστά η μαμά.
  • Καληνύχτα, γατάκι! Είπε ψιθυριστά η Ιωάννα.
Το επόμενο πρωί το γατάκι έφτασε έξω από την πόρτα της αυλής τους σπιτιού, που μάλλον είχε μυρίσει το ζεστό πρωινό, που ετοίμαζε η γιαγιά για όλους κι άρχισε να νιαουρίζει. Η γιαγιά είχε ένα μικρό πρόβλημα με τα αυτιά της και δεν άκουγε το μικρό νιαούρισμα, μέχρι που μπήκε στην κουζίνα η μητέρα και το άκουσε. Άνοιξε την πόρτα και το είδε.
  • Μου φαίνεται πως έχουμε έναν μικρό επισκέπτη για πρωινό, είπε η μητέρα.
  • Κοίτα τι όμορφα ματάκια που έχει, είπε η γιαγιά.
  • Από χτες είναι στον κήπο, κάτω από τα λίλιουμ. Η Ιωάννα το είδε.
  • Δεν ήρθε η μανούλα σου, μικρό μου; Είπε η γιαγιά στο γατάκι.
  • Μάλλον όχι! Τι να του δώσουμε;
  • Γαλατάκι, βέβαια.
Πήρε ένα μικρό πιατάκι, λίγο βαθύ και του έβαλε λίγο γάλα, του το έβαλε μπροστά από την πόρτα, έξω απ' την κουζίνα, στην αυλή κι εκείνο άρχισε να τρώει. Η μητέρα το χάιδευε απαλά, να μην τρομάζει. Όσην ώρα έτρωγε, η Ιωάννα είχε ήδη ξυπνήσει για το σχολείο, μπήκε στην κουζίνα κι είδε απ' την ανοιχτή πόρτα το γατάκι.
  • Λίλιουμ, φώναξε.
  • Έτσι τη φωνάζεις; της είπε η μητέρα της.
  • Ναι, όλο το βράδυ το σκεφτόμουν, πώς να τη βγάλω. Αφού τη βρήκαμε κάτω από τα λίλιουμ, είναι σα να γεννήθηκε από αυτά.
  • (χαμογέλασε η μητέρα της)
  • Θα το κρατήσουμε;
  • Κι η μανούλα του, που θα το ψάχνει;
  • Θα το περιμένει εκεί που το άφησε. Αν δεν είναι τα λίλιουμ η μαμά του.
Αργότερα μάθανε πως το γατάκι ήταν γατούλα κι έτσι το όνομά της έμεινε. Αφού άρεσε στην Ιωάννα, κανείς δεν έφερνε αντίρρηση. Πήγε στον κτηνίατρο, απέκτησε μια γωνιά στο σπίτι, στο σαλόνι κι άρχισε να μεγαλώνει. Το ίδιο κι η Ιωάννα. Συχνά, άκουγε η Ιωάννα να λένε τις γάτες εφτάψυχες και ρωτούσε: “Είναι κι η Λίλιουμ, έτσι;”, αλλά απάντηση δεν έπαιρνε.
Η Ιωάννα έφτασε 22 χρονών κι η Λίλιουμ είχε μεγαλώσει πολύ. Κάθε φορά, που αρρώσταινε η Ιωάννα, φοβόταν μην κατηγορήσουν τη Λίλιουμ, αλλά πάντοτε οι γονείς της τής έλεγαν: “Δεν φταίει η Λίλιουμ, μικρή μου”. Η Λίλιουμ ήταν περίπου 17 χρονών. Είχε γεννήσει αρκετές φορές, αλλά όλα τα γατάκια τα έδιναν. Δε τα ήθελε η Ιωάννα. Ήθελε να μείνει με τη Λίλιουμ κι η Λίλιουμ σα να ένιωθε τα γατάκια, όταν τα έδιναν, πήγαινε στα λίλιουμ, που με τη φροντίδα της μαμάς είχαν μεγαλώσει κι είχαν γίνει περισσότερα, και καθόταν από κάτω, σα να περίμενε. Ερχόταν μέσα στο σπίτι μόνο το επόμενο πρωί, με το ίδιο πιατάκι γάλα, που της είχχε βάλει η γιαγιά. Η γιαγιά είχε πεθάνει πριν 5 χρόνια. Κι η Λίλιουμ είχε πάει πάλι κάτω από τα φυτά και περίμενε, ολόκληρη νύχτα.
Ένα βράδυ, στο κρεβάτι τις Ιωάννας είχε ανέβει η Λίλιουμ. Εδώ και αρκετά χρόνια και ο κτηνίατρος είχε πει ότι η γάτα δεν είναι επικίνδυνη και περίεργη για το κοριτσάκι, που μεγάλωνε, δηλαδή την Ιωάννα. Η Ιωάννα διάβαζε για το τελευταίο μάθημα της σχολής της, να πάρει πτυχίο. Όταν διάβαζε, ήθελε μες στο δωμάτιο να υπάρχει ένα βάζο τουλάχιστον με λίλιουμ από την αυλή. Κάθε πρωί τα άλλαζε, γιατί μαραίνονταν.
  • Έλα, Λίλιουμ, κατέβα λίγο, πρέπει να συγκεντρωθώ.
Η Λίλιουμ επέμενε να χωθεί στην αγκαλιά της. Και το κατάφερε. Νιαούρισε λίγο, κλείνοντας τα μάτια. Τρίφτηκε στο μανίκι της Ιωάννας, ήταν χειμώνας. Η Ιωάννα τη χάιδεψε κάτω από το σαγόνι, στο λαιμό, που της άρεσε, μέχρι που την πήρε ο ύπνος. Ξύπνησε ξαφνικά, όταν ο ήλιος μπήκε από το παράθυρό της. Δεν είχε κλείσει τα παντζούρια. Σήκωσε το βλέμμα της και είδε τα λίλιουμ μαραμένα. Ο ήλιος είχε αρχίσει να βγαίνει. Τα λίλιουμ είχαν μαραθεί. Κι η Λίλιουμ σίγουρα θα βλέπει το ομορφότερο όνειρό της από εδώ και πέρα. Κοιμήθηκε για πάντα, λες και η Ιωάννα την είχε νανουρίσει.
Η Ιωάννα δε δάκρυσε. Χαμογέλασε και είπε στην Λίλιουμ: “Όνειρα γλυκά”. Κι ένιωσε την ανάγκη να την επιστρέψει εκεί που τη βρήκε, κάτω από τα λίλιουμ. Την έθαψε από εκεί κάτω, την ώρα που κοιμόντουσαν όλοι οι άλλοι. Αν τη γέννησαν τα λίλιουμ, θα επέστρεφε πάλι μες στο πορτοκαλί τους χρώμα. Ο ήλιος άρχιζε να γίνεται χρυσός κι έβγαζε την πορτοκαλί του πυτζάμα. Μέχρι το πρωί θα είχαν μάθει όλοι τους για τη Λίλιουμ.
Η Ιωάννα, όπως, όταν ήταν μικρή, πήγαινε στα λίλιουμ κοντά. Τα μύριζε και θα ορκιζόταν, ότι όσο μύριζε αυτά τα λουλούδια, άκουγε ένα μικρό νιαούρισμα. Τώρα ήταν αρκετά ψηλότερη από τα λίλιουμ και είχε μάθει εδώ κι αρκετό καιρό, ότι ήταν αρκετά χαμηλότερη από τον ήλιο.
Το καλαθάκι της Λίλιουμ, τις γατοτροφές της, τα παιχνίδια της, τα υφάσματα που έπαιζε, όλα, δεν τα πέταξε, ούτε τα κράτησε. Τα έδωσε σε μια φίλη της, που είχε ένα από τα παιδιά των παιδιών της Λίλιουμ. Η Ιωάννα κράτησε μόνο τα λίλιουμ. Αυτή ήταν η δική της γωνιά μέσα στον κόσμο. Ποτέ δεν έλειψαν από τις γλάστρες της ή τις ανθοδέσμες της, ούτε ξέχασε ποτέ στα εγγόνια της να μιλά για τη Λίλιουμ με έναν μαγικό τρόπο, σα να είχε γεννηθεί από τα λίλιουμ και τον ήλιο και να τους λέει: “Οι γάτες είναι εφτάψυχες, αλλά η Λίλιουμ είναι αθάνατη, όπως κάθε τι που φροντίζεις και θυμάσαι”.

Υ.Γ.: Παραμύθι αφιερωμένο να το έχεις πάντα να θυμάσαι!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου