Πέμπτη 31 Μαΐου 2012

Εκτελεστική Απουσία


     Η αισθητική της Αναγέννησης ήθελε τις γυναίκες με πιασίματα -στην επιεικέστερη εφαρμογή της. Σαφώς μπορείς να επιβεβαιώσεις αυτό το αισθητικό έθιμο στα γκρίζα στόουνχετζ των πόλεων. Πολυώμματοι γίγαντες, σε αντίθεση με τον Πολύφημο, τα κτιριακά δοχεία μέσα στα οποία αναδιπλώνεται η μυθολογία: ο πολυμήχανος Κανένας ή περιεχόμενα Πανδώρας ή η αναδιπλώμενη μυθολογία απλά να γίνεται ιστορία κι εμείς μέρος της μυθολογίας, έτσι που να λένε κάποτε “Άγγελος Καρυστινός” και πιο υπαρκτός να είναι ο Νάρκισσος. Βράδυ. Είθισται για τη τρομολαγνεία, μια κι ο πανσεξουαλισμός έδωσε το βήμα του στην τρομοκρατορία. Έτσι η φιγούρα που θέλω να περάσω στη νοητή εικόνα να συνοδεύεται καλύτερα από το βράδυ, όπως ένα κοτόπουλο με πατάτες. Κοινώς, είναι θέμα βρώσης η εικόνα αυτή.
     Μια μύτη σαν Καραγκιόζης (ή μεγάλη), μάτια σαν Μέδουσα (ή αφοπλιστικά), χείλια σαν Ιούδας (ή που τα λένε όλα), ρακένδυτος, τρεκλίζων, με σημάδια στα χέρια σαν να δόθηκε ολάκερος στη Μάχη του Γρανικού ή να κάηκε στο κρύο του Γράμμου (ή γεμάτος συριγγιές), ο Ιωσήφ (ή Σίφης) κοντά στις γραμμές του τραίνου στις Αχαρνές (ή Μενίδι) καταφτάνει στο σημείο της συνάντησής μας.
     Ξεκινά να μιλά εκείνος:
- Έφερες ό,τι συμφωνήσαμε;
- Με μια κίνηση στοργική ακούμπησα το ένα χέρι μου στον ώμο του και το άλλο με τη σύριγγα, που κρατούσα σαν να είχα αφαιμάξει τον ουρανό και να που τον έμπιγα αναισθητικό στο σώμα του σαν για το χειρουργείο.
- Δεν τρέμεις; Με ρώτησε χαμογελαστά.
- Είσαι ο 23ος.
- Μ' ανακούφισες!
- Τρέκλιζες.
- Πονούσα!

     Σώπαινε εκείνος. Σώπαινα κι εγώ. Είχε έρθει σε μένα σθεναρά, με τη δύναμη της γνώσης. Τρεις μέρες πριν είχαμε έρθει σ' επαφή κι ήθελε να του φέρω αυτό το ειδικό χημικό, που ήταν άλλο από αυτό που συνήθιζε να παίρνει εκεί στα γύφτικα. Τα γύφτικα είναι μια περιοχή κοντά στο σταθμό του ΟΣΕ, σα πύλες του Άδη. Κι ο θάνατος αργά αργά και μυθριδατικά φώλιαζε στο σώμα των ανθρώπων, που πίστευαν, ότι έτσι λίγο λίγο μπορείς να συνηθίσεις τον θάνατο και να μην πεθάνεις ποτέ. Εγώ ήμουνα κάπου εκεί κοντά, ξέροντας το φρούδο των υποσχέσεων των υποκατάστατων, όπως τα ναρκωτικά, όπως κι οποιουδήποτε υποκατάστατου είτε ζωής κι ευτυχίας -στιγμιαίας και μη- είτε θανάτου. Το χέρι μου δεν έτρεμε, είχα συνηθίσει. Έτσι, όταν ο Σίφης άρχισε να τρέμει εγώ έφυγα, χάθηκα στη νύχτα, έγινα νύχτα, έφτασα στο σπίτι μου, μπήκα μέσα, πλύθηκα. Είχαν περάσει 17 λεπτά. Ο Σίφης τώρα θα ήταν νεκρός. Για μένα ο νούμερο 23. Ευτυχώς, όχι λόγω ναρκωτικών. Δε θα πέθαινε αναξιοπρεπώς, όπως δε θα συνέχιζε να ζει αναξιοπρεπώς. Απλώς πέθανε, ο ίδιος το ήθελε.
     Συνήθιζα να γεμίζω μια λεκάνη με κρύο νερό -χειμώνα ή καοκαίρι- και να χώνω το κεφάλι μου μέσα, στρουθοκάμηλος των υδάτων. Ούτε έπλενα τα χέρια μου, ούτε στρουθοκαμήλιζα σαν άλλους.
Ονομάζομαι Άγγελος Καρυστινός, ετών 47, ήμουν πατέρας ενός γιου που πέθανε απ' τα ναρκωτικά στα χέρια μου, αφού πριν τη στερνή δόση είχε σκοτώσει τη μητέρα του με έναν αναγεννησιακό πίνακα, που είχαμε αντίγραφο -δώρο ενός φίλου μου απ' την Πινακοθήκη που δούλευε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου