Τρίτη 12 Μαΐου 2020

Ρωμαίος & Κωσταντής



Ο Ρικάρντο
είναι γενναία

με χέρια χλωμά,
λευκώλενα,
σταχτιά από στάχτες Φοίνικα,
λευκά από ασβεστόλιθο κι αλεύρι,
ασημιά απ' τη σελήνη τρίτου τετάρτου,
με τα κουμπωμένα ασφυκτικά μανίκια του λευκού της πουκαμίσου στους καρπούς,

η Πεπίτα

διαχέεται

στον διαλύτη
(νύχτα,
σώμα,
δηλητήριο)

και στέκεται
αντρειωμένα

ντυμένος

όπως γουστάρει

με δάκρυα στα μάτια κι οι δυο,

ντυμένες όπως γουστάρουν

και περιμένουν το ξημέρωμα. Κι η Πεπίτα απαγγέλει:

Ήλιε γλυκέ, ανάτειλε και σβύσε την Σελήνην.
Ιδέ την απ' την ζήλειάν της αχνίζει και θαμπόνει,
διότι συ την ξεπερνάς 'ς την δόξαν και 'ς τα κάλλη.

Η λάμψις του μετώπου της θα θάμπονε τ' αστέρια,
καθώς θαμπόνει λύχνου φως 'ς την λάμψιν της ημέρας,

που τα πουλιά να κελαδούν 'σαν να μην ήτο νύκτα!
Ιδέ την, πώς ακούμβησε το μάγουλον ‘ς το χέρι.

Ας ήμουν εις το χέρι της χειρόφτι, να εγγίζω
το μάγουλόν της το γλυκόν!

Η Πεπίτα θα 'θελε να μην ήταν μήτε γυναίκα,
μήτε άντρας,
μήτε τρανς,
μα χέρι

κι εγώ πολλές φορές σκέφτομαι να 'μουν το μάγουλο το γλυκό.

Ο Ρικάρντο κρατάει στο δεξί του χέρι μία πένα
και στο αριστερό τον φαλλό του

Για ιδές θάμα κι αντίθαμα που γίνεται στον κόσμο,
τέτοια πανώρια λυγερή να σέρνει ο πεθαμένος!

Τ’ άκουσε πάλι ο Πεπίτα

ράγισε η καρδιά της.

Άκουσες Κωνσταντίνε μου τι λένε τα πουλάκια;

Άφησ’ Αρέτω τα πουλιά κι ό,τι κι α’ θέλ’ ας λέγουν.
Λέγε με και δες με όπως θες

Πες μου πού είναι τα κάλλη σου και πού είναι η λεβεντιά σου
και τα ξανθά σου τα μαλλιά και τ’ όμορφο μουστάκι;

Έχω καιρό π’ αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου!

Και ξημερώνει
κι ήταν ξέφωτο
το μέρος που έστεκαν σαν αγάλματα
και κηλαηδούσε ο κορυδαλλός
κι ο φόβος ξύπνησε
αυτός
που τρέφεται με φως

και συμφωνήσανε στα δέκα βήματα να πυροβολήσουν
κι όποιος
κι όποια
κι αν πέσει

η άλλη να τονε ράψει
ή
ο άλλος να τηνε ράψει

στην πιο βαθειά πληγή που χάσκει
στο ρούχο
στη σάρκα
στην ψυχή
απ' όπου περνάει το φως, τάχα μου δήθεν

και όπως πριν τον κεραυνό του Δία
να σεργιανούν στον κόσμο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου