Κυριακή 19 Απριλίου 2020

Ασπασμός



Οι εικόνες είναι κρεμασμένες ψηλά στον τοίχο,
λίγο πιο πάνω από το ύψος του προσώπου,
χωρίς τζάμι,
ίσα που σηκώνοντας στις μύτες των ποδιών
τα σώματά μας
τις φιλάμε στα πόδια
και με τον καιρό έχουν φθαρεί.

Στα μπαλκόνια ανθίσανε οι άνθρωποι
το φετινό το Πάσχα,
στα χέρια κρατούσανε κεριά,
μέλι που έλαμπε στον ήλιο,
γύρη ξανθή που αντιφέγγιζε Ανάσταση κι Άνοιξη.

Μια μέλισσα νυχτόβια,
σμήνος μελισσών νυχτόβιων
δούλευε από μπαλκόνι σε μπαλκόνι,
από κερί σε κερί,
από καρδιά σε καρδιά

-ας αφεθώ, είπα, σ' ετούτο το διαφορετικό το Πάσχα,
ας μη στερήσω μια κατάνυξη που προκαλεί το ψέμα-

μα,
σκέφτηκα,
ποιο ψέμα, τι ψέμα να 'ναι τάχα η Ανάσταση;
Ψέμα είναι το άνθισμα,
ψέμα η ανατολή,
ψέμα η αλήθεια των άλλων ανθρώπων,
που θα έδινα και τη ζωή μου -σιγά μη σκίσω
κάνα καλσόν, ο Βολταίρος- για να το πιστεύουνε ελεύθερα;

Εγώ άναψα τη φλόγα μου,
να φωτιστώ και να φωτίσω
την νύχτα.
Εγώ άναψα τη φλόγα μου,
φάρος στα απόκρυμνα βράχια
των ανθρώπων.
Εγώ δεν υπήρξα ένας συνήθης "εγώ",

αυτός που κάνει κάτι που δεν το πιστεύει
-μετέωρος-
τείνει να το πιστέψει.

Εσύ στο κρεβάτι
με πόδια γυμνά,
σου φιλάω τα πόδια
αφήνοντας λίγη πορφύρα, λίγο χρυσό
που απόμεινε στα χείλη μου
απ' τις γυμνές εικόνες

-μέλισσα κι εγώ του ασπασμού.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου